29/12/07

Λέξεις πάνε κι έρχονται (α΄)

Τα Νέα, 29 Δεκεμβρίου 2007

       μνήμη Τάσου Χριστίδη, τρία χρόνια από το θάνατό του

Ο Χ βγαίνοντας κλείδωσε την πόρτα, αλλά ο Ψ μ’ ένα δυνατό σουτ κλείδωσε τη νίκη, ενώ τις προάλλες κλείδωσε και η υποψηφιότητα του Τσίπρα.

Λέξεις πάνε κι έρχονται, καινούριες ξεφυτρώνουν, άλλες αποσύρονται οριστικά από την κυκλοφορία, πολλές μετά από ευδόκιμη, μακρά θητεία, μερικές πριν προλάβουν να καλοκαθίσουν, ορισμένες επανέρχονται, άγνωστο για πόσο, άλλες διευρύνουν τη σημασία τους, άλλες τη συρρικνώνουν, έτσι γινόταν πάντα με τις λέξεις, σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι, συναρπαστικό καθαυτό, ακόμα κι αν «διαφωνεί» κανείς με κάποιες, λίγες ή και πολλές, επιλογές ή μεταμορφώσεις.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλά τι πάει να πει «διαφωνεί», όταν η Ιστορία, ως γνωστόν και χιλιοματαειπωμένο, μάς έχει δείξει πόσο ανυπότακτη είναι η γλώσσα γενικότερα, ή ότι, απ’ την άλλη, αυτές οι «εύστοχες» ή «άστοχες» αλλαγές μαρτυρούν εντέλει την κινητικότητα, άρα τη ζωντάνια της γλώσσας;

Έστω λοιπόν ότι σκοτώνουμε την ώρα μας, χαλαρώνοντας λίγο τώρα, χριστουγεννιάτικα, με νέες ή παλιές αλλά αναβαπτισμένες λέξεις.

«Κυκλοφόρησαν φήμες ότι εκοιμήθη ο αρχιεπίσκοπος» είπαν τις μέρες αυτές στην τηλεόραση, έτσι, με τον λόγιο αόριστο, γιατί φαντάζομαι, ή ελπίζω, πως το νεοελληνικό κοιμήθηκε θα έδειχνε και στους ίδιους τη γελοιότητα της χρήσης αυτής. Κι όμως: «Το έτος τάδε ο μεγάλος συνθέτης κοιμήθηκε» άκουσα σχετικά πρόσφατα τον εθνικό μας εκφωνητή. Βέβαια, αυτή η χρήση τού κοιμάμαι δεν είναι διόλου καινούρια: ενδημεί στην εκκλησιαστική γλώσσα και μεταφέρει σαφές θεολογικό μήνυμα. Έξω όμως από τον «φυσικό» της χώρο είναι ανοίκεια, και νομίζω πως μάλλον εκζήτηση απηχεί, σε συνδυασμό με την τάση να ξορκίζεται το κακό, έτσι όπως μιλάμε για επάρατο νόσο για να μην ξεστομίσουμε τη λέξη καρκίνος, έτσι όπως λέμε όλο και περισσότερο κοιμητήρι(ο) αντί νεκροταφείο κ.ά. Και να μην ξεχάσουμε το διόλου σπάνιο τελευταία κατέληξε, ιατρικής προέλευσης αυτό: «τις πρώτες πρωινές ώρες ο ασθενής κατέληξε», έτσι, με το ρήμα ξεκρέμαστο, αφού ώς τώρα απαντά «κανονικά» σε φράσεις όπως καταλήγω σε συμπέρασμα, σε αδιέξοδο, κάπου ή σε κάτι τέλος πάντων.

Μακρά ήδη θητεία έχει το νεότερο μακράν: «είναι μακράν ο καλύτερος», για το οποίο ξανάγραφα πριν από εφτά, κοιτάζω τώρα, χρόνια, μάλλον σκανδαλισμένος τότε, αρκετά εξοικειωμένος τώρα: το σημειώνω, ας πούμε, αυτοκριτικά, έτσι όπως βλέπουμε στο πετσί μας τις διάφορες αλλαγές, πράγματα που μας φαίνονταν αδιανόητα λίγα μόλις χρόνια πριν και πλέον τα δεχόμαστε. Πάντως ήδη από τότε σημείωνα την πίστη μου πως θα επικρατήσει, καθώς «εκφράζει μονολεκτικά (πάντα σημαντικό αυτό) και λογιότροπα (σημαντικό σήμερα αυτό) κάτι περισσότερο από το “κατά πολύ”, φτωχό συγγενή τού “πολύ”, ή από την άχρωμη [...] φράση “με (μεγάλη) διαφορά”».

Άνευ λόγου εξακολουθώ να βρίσκω τα συναρμόδια υπουργεία, τους συναρμόδιους φορείς κτλ., λέξη που επίσης επικράτησε, κι ας μη λέει τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι ο πληθυντικός από μόνος του: τα αρμόδια υπουργεία, οι αρμόδιοι φορείς. Και ας μην ασχοληθώ ξανά με την τηλεμαχία, άτοπη και μάλλον λανθασμένη –εκζήτησης όμως σημαντική– απόδοση του νεοεισαχθέντος ντιμπέιτ: πάντως, για την ώρα, είναι περιορισμένη η χρήση της.

Νέας εσοδείας, και με περιορισμένη επίσης χρήση, είναι ο ανθυποψήφιος: «ο Γ. Παπανδρέου δήλωσε ότι θα αξιοποιήσει τους δύο ανθυποψηφίους του» διάβασα τις προάλλες εδώ στην εφημερίδα, και ηλεκτρικό ρεύμα με διαπέρασε και τούτη τη φορά. Ο ανύπαρκτος στα λεξικά ανθυποψήφιος λανσαρίστηκε κυρίως από τον Γιάννη Τζαννετάκο, όταν πήγαινε με τη Νέα Δημοκρατία για τη νομαρχία Αττικής: «η ανθυποψήφιός μου» έλεγε και ξανάλεγε, με το γνωστό, στομφώδες ύφος του, βαρώντας τις καμπάνες: «ακούστε, τι μεγαλειώδες θα ξεστομίσω τώρα» –«θα προσκομίσω» μάλλον. Τι στο καλό, λίγη τού πέφτει η λέξη συνυποψήφιος, αναρωτιόμουν και αναρωτιέμαι πάντα. Ή θέλει να τονίσει το αντίπαλος; Ή να τα συγκεράσει αυτά τα δυο; Όμως η κατασκευή ακολουθεί πρότυπο που εκφράζει κυρίως τον κατώτερο, τον υποδεέστερο: ανθυπολοχαγός, ανθυπαστυνόμος κτλ. Μήπως αυτός ήταν λοιπόν ο στόχος;

Κι αν εκλογές δεν έχουμε κάθε μέρα, οπότε θα γλιτώσουμε από τον «ανθυποψήφιο», τα δελτία καιρού ακολουθούν κάθε δελτίο ειδήσεων, πολλές φορές δηλαδή τη μέρα, και γενικότερα ο καιρός και οι κλιματικές αλλαγές είναι θέμα που μας απασχολεί και θα μας απασχολεί όλο και περισσότερο. Και όπως μπήκαν στη ζωή μας, έτσι μπήκαν και στη γλώσσα μας τα ακραία ή έκτακτα καιρικά φαινόμενα. Τα ακούσαμε μια, τα ακούσαμε δυο, τα ακούσαμε τρεις, τα συνηθίσαμε πια σαν έκφραση, έγραφα πρόσφατα στο μπλογκ μου, ήρθε λοιπόν από κοντά ο νόμος της απλολογίας, ανάγκη πάσα για τέτοια καθημερινή χρήση να συντομευτεί αυτό το ανοικονόμητο μακρυνάρι, να χωράει και σε τιτλάκια στις εφημερίδες ή σ’ αυτά που μπαίνουν στην οθόνη της τηλεόρασης.

Έτσι, τα ακραία καιρικά φαινόμενα έγιναν σκέτα καιρικά φαινόμενα! Και ακούμε: «αναμένονται καιρικά φαινόμενα». Ώσπου φτάσαμε (όχι πάντως σε ευρεία κλίμακα ακόμη) και στα ολόσκετα φαινόμενα: «Σύμφωνα με την ΕΜΥ ο καιρός θα αλλάξει και θα παρουσιαστούν φαινόμενα» ακούμε σε δελτίο ειδήσεων πια· οπότε: «Θα έχουμε φαινόμενα το σαββατοκύριακο;» ρωτάει η παρουσιάστρια του πρωινάδικου τον μετεωρολόγο.

Και μια καινούρια χρήση τού κλειδώνω, όπως ξεκίνησα τη σημερινή επιφυλλίδα. Το συζήτησα με φίλους και συναδέλφους γλωσσομαθέστερους, δεν μπορέσαμε να ανιχνεύσουμε κάποια πηγή, που, αν πάντως υπήρχε, θα ήταν προφανώς τα αγγλικά, διά της βίας πια τα γαλλικά:

«Κλείδωσε η ισοτιμία δραχμής-ευρώ», «κλείδωσε η εργασιακή ειρήνη για τη διετία 2006-2007», «κλείδωσε η στήριξη της ΝΔ στον γιατρό Χ», «κλείδωσε το δίδυμο: Αλέκος-Αλέξης», «η συνάντηση αυτή [...] κλείδωσε και μία τρίτη υποψηφιότητα», «κλείδωσε η κάθοδος Φασούλα», «στη Νομαρχία έχει “κλειδώσει” το όνομα του κ. Χ», «το ποσοστό εκλογής των δημάρχων από τον πρώτο γύρο που “κλείδωσε” στο 42%», «κλείδωσε ο Βελόπουλος στην Πέλλα», «κλείδωσε η συνάντηση Καραμανλή - Χριστόδουλου», «στο 9ο λεπτό της επανάληψης ο Έντι Τζόνσον “κλείδωσε” τη νίκη των Αμερικανών», «κλείδωσε η προκήρυξη για τις 607 μόνιμες θέσεις», «κλείδωσε στο 0,1% ο ενιαίος φόρος για φυσικά πρόσωπα», «τους τρεις βαθμούς “κλείδωσε” το δυνατό συρτό σουτ του Χ».

Έχουμε λοιπόν μια ολόφρεσκια χρήση, που φαίνεται να εξαπλώνεται ραγδαία, και, όσο κι αν ξενίζει, είναι πολύ πιθανό να επικρατήσει. Καθημερινή έκφραση, οικείου ύφους, παραστατική και ευέλικτη, με το ρήμα και σαν αμετάβατο και σαν μεταβατικό, αντικαθιστά προφανώς το μακρύτερο οριστικοποιώ: κλείδωσε η υποψηφιότητα / κλείδωσε την υποψηφιότητα, ή, στον αθλητικό κυρίως χώρο, το εξασφαλίζω και διασφαλίζω: κλείδωσε η νίκη / κλείδωσε τη νίκη.


Δίαιτα; Ντεμοντέ! Ή μάλλον: πασέ!

Άλλο, περισσότερο χαρακτηριστικό για την πολυδαίδαλη διαδικασία που χαρακτηρίζει ακόμα και μια απλούστατη φαινομενικά αλλαγή: η διατροφή. Ακούστε συνέντευξη με μοντέλα (που αντικατέστησαν, θυμίζω, τα μανεκέν!), π.χ. στα πρωινάδικα: κάνουν «διατροφή». Κρυφακούστε και τις γεματούλες πλάι σας στην καφετέρια: συζητούν για την καινούρια «διατροφή» που διάβασαν κάπου, ή που την έκανε λέει η τάδε κι έχασε τόσα κιλά. Δηλαδή: διατροφή ίσον δίαιτα· διατροφή είναι πλέον η politically correct, η πολιτικά ευπρεπής ονομασία της δίαιτας. Εδώ η υγιεινή διατροφή έγινε σκέτα διατροφή, αφού παράλληλα υπάρχει σε κοινότατη χρήση η έκφραση «προσέχω τη διατροφή μου» κτλ. Προσέχω λοιπόν τη διατροφή μου, ίσον κάνω υγιεινή διατροφή, οπότε φτάσαμε στο κάνω –σκέτα– διατροφή. Και τα μεν μοντέλα, ας πάει στα κομμάτια κι ας πούμε ότι κάνουν «διατροφή», αφού αυτά και βέβαια δεν κάνουν δίαιτα για ν’ αδυνατίσουν, απλώς προσέχουν αυστηρά τη διατροφή τους (όπως και οι αθλητές), για να διατηρηθούν, κάνουν δηλαδή υγιεινή διατροφή. Οι γεματούλες όμως; Αλλά γιατί να κάνουν δίαιτα αυτές, αφού κι η δίαιτα είναι υγιεινή διατροφή; Πάνε λοιπόν στον διαιτολόγο –εννοείται πια: στον διατροφολόγο– και κάνουν διατροφή.

Μοιάζει εντυπωσιακό το φαινόμενο, όταν μάλιστα το παρατηρείς στη γένεση και την εξέλιξή του. Αλλά κάπως έτσι δεν πρέπει να ’γινε λόγου χάρη το νηρόν ύδωρ σκέτο νερό;

buzz it!

Ρούλα Βροχοπούλου, ο καθρέφτης της γλωσσικής μας συμπεριφοράς

Μοιάζει να κοπάζει η καταιγίδα Ρούλα και μάλλον δε θα ’χω άλλο υλικό πια. Μεταξύ σοβαρού και αστείου (τάχα) λέω λοιπόν ότι η Ρούλα εικονογραφεί πιστά τη γλωσσική μας συμπεριφορά, έτσι όπως τη βλέπουμε ολόγυρα, γενικά και από παλιά: βερμπαλισμός, κενολογία, μόλις βρεθούμε σε επίσημο βήμα, σε κάποιο πόστο, σε μικρόφωνο ή σε κάμερα μπροστά, σιδερώνοντας το λόγο μας, με ποιο καλύτερο σίδερο στα καθ’ ημάς από ολίγη καθαρεύουσα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Η Ρούλα είναι ένας κανονικός, όπως λέμε, συνηθισμένος άνθρωπος, λίγο παραπάνω ψωνισμένος με τη δημοσιότητα, και με μια αχαλίνωτη τάση για λογοδιάρροια. Έγινε κάπως γνωστή με τη συμμετοχή της στο ριάλιτι The Wall και τελευταία πασίγνωστη από την πονεμένη ιστορία της με τον κατά πολύ νεότερό της Αλβανό σύζυγο. Ανάρπαστη πλέον από τα κανάλια, μόλις ένιωσε πως κατέκτησε επιτέλους κάποια θέση, άρχισε να μιλάει αργά αργά και με στόμφο, με ρητά και πάσης φύσεως παροιμακές εκφράσεις, ιερατικά, και πασπαλισμένα, όπως είπα, με ολίγη καθαρεύουσα.

Μας θυμίζει κάτι; Πολλά.

Ρούλα λοιπόν ο άνθρωπός μας, που όταν της ζητούν, του αγίου Αντρέα, να στείλει από την κάμερα ευχές στον Μικρούτσικο, ανταποκρίνεται αμέσως: «Χρόνια πολλά» κτλ., και δίχως να πάρει ανάσα συνεχίζει: «και να μην ξεχάσουμε και τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου, συλλυπητήρια στα παιδιά του και στην τέως συνάδελφό μου και σύζυγό του Δήμητρα Λιάνη». Έτσι πάντοτε, καταιγιστική στο λόγο της: «Το μέλλον δεν ξέρετε τι σας επιφυλάσσει· το απεύχομαι», γενναιόδωρη: «Ο Θεός να μου κόβει μέρες και να του δίνει έτη ζωής», που το επαναλαμβάνει όποτε αναφέρεται π.χ. στον Λαζόπουλο, χαρίζοντάς του πάντοτε «έτη ζωής», ποτέ σκέτα «χρόνια», δηλώνοντας κάθε τόσο ότι τον τάδε, τον Κακέτση π.χ., «είχα την τιμή να τον γνωρίσω εκ του σύνεγγες». Κι όταν εκείνος της τα χώνει, απτόητη αυτή μιλάει συνέχεια από πάνω του, κυρία Λουκά στο πιο ήρεμο, και επιμένει: «Πάταξον μεν, άκουσον δεν»!

Αλλά, το κυριότερο, δε «μιλάει» πλέον παρά «ομιλεί» (λέτε ν’ άρχισε να βλέπει τη σχετική εκπομπή;): «ομιλώ», «ομιλείτε», «να ομιλεί», και ούτε «κάνει» παρά «πράττει»: «Μου είπαν κάτι που δεν το ’πραξε κανένας», «ξέρετε τι έπραξα», «να πράξω», και «ερωτήθην», και «αυτό δεικνύει ευγένεια». Και άλλα πολλά. Το ωραιότερο:

«Αφού εκτίθεμαι στη δημοσιότητα, δεν μπορώ να είμαι αρεστή σε όλους· αλλά το δοκούν ποιο είναι; Να πάρω αγάπη απ’ το γιο μου…»

Και πήρε, αν όχι την αγάπη, τον ειλικρινή έπαινο του Λαζόπουλου: «Πάντως η Ρούλα μιλάει ωραία ελληνικά» είπε στην εκπομπή του. Στα σοβαρά. Παίρνω –μάλλον λαμβάνω– όρκο.

buzz it!

24/12/07

22. Των ζώντων ή των ζωσών γλωσσών

Τα Νέα, 31 Δεκεμβρίου 1999

Των ζώντων γλωσσών ή των ζωσών; «Των ζωσών» βεβαίως, ακούω ήδη ζωηρή έως οργίλη την απάντηση, μαζί μ’ ένα αποτροπιαστικό «τς τς τς» για τον πρώτο τύπο, που είναι το γνωστό μας λάθος. Κι όμως, ένας ορός της αλήθειας θα μαρτυρούσε πόσο έτοιμοι ήμασταν όλοι να διαπράξουμε ακριβώς το λάθος, και επίσης πόση ανατριχίλα μάς γεννά ο σωστός τύπος. Να τον ξαναπούμε, να τον ξαναδιαβάσουμε, να τον ξανακούσουμε: των ζωσών γλωσσών! Κι ας το ομολογήσουμε, μόνο «ζώσα» γλώσσα δεν είναι αυτό: των ζωσών γλωσσών!

διαβάστε τη συνέχεια...

Βρισκόμαστε άλλη μια φορά μπροστά στη δύσχρηστη ή σπάνια ή και ανύπαρκτη γενική πληθυντικού, των θηλυκών ιδιαίτερα, όπως είχαμε δει σε σειρά επιφυλλίδων (κεφ. 13, 14, 15) πριν διακόψουμε με θέματα επίκαιρα: αναφέρομαι στις κότες, που δεν έχουν γενική («των κοτών»), ενώ τάχα οι πισίνες, σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη, έχουν: των πισινών! Εύκολα είναι κι εδώ τα ευφυολογήματα, πως λόγου χάρη «ο Δήμαρχος ανέθεσε τον καθαρισμό των πισινών του στην τάδε εταιρεία» κ.ά. Δεν πρέπει όμως μ’ αυτά να προσπερνούμε το πρόβλημα –και πρέπει πάντα να έχουμε συνείδηση του προβλήματος και να μην εκβιάζουμε λύσεις που παραβιάζουν τη γλώσσα. Μας αρέσει δε μας αρέσει, πλήθος ονόματα δεν έχουν πληθυντικό: η δροσιά, η πείρα, το κολύμπι· άλλα, που έχουν πληθυντικό, δεν σχηματίζουν γενική πτώση, όπως η κότα που μόλις αφήσαμε· και σ’ όλα αυτά, τα πιο πολλά και τα πιο δύστροπα είναι τα θηλυκά, αν και εφόσον υπάρχουν, όπως «η θεατής» ή «η θεάτρια», που δεν λέγεται ούτε έτσι ούτε αλλιώς, παρά κρύβεται μόνο μέσα στο πληθυντικό θεατές, ή τα επαγγελματικά: η ταμίας, η ταμία ή τάχα η ταμίισσα, και η λοχίας ή η λοχίισσα! (βλ. κεφ. 15)

Περισσότερο ακραία περίπτωση αποτελούν οι μετοχές, για τον επιπλέον σοβαρότατο λόγο ότι σπανίζουν στη γλώσσα μας, απαντούν συχνά σαν απολίθωμα, σε στερεότυπες εκφράσεις, και τότε θεωρείται ότι περιέχουν και το θηλυκό: οι πεσόντες δεν προσδιορίζουν κατανάγκην φύλο, και σπάνια θα έτυχε να υπάρξουν θύματα γυναίκες αποκλειστικά, ώστε να χρησιμοποιηθεί η θηλυκή μετοχή: οι πεσούσες, και να υπάρξει μάλιστα χρήση σχετικά συχνή, ώστε να φτάσουμε και στη γενική: των πεσουσών αγωνιστριών! Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και οι πεσόντες δεν είναι τύπος που ζυμώνεται καθημερινά στον λόγο μας· γράφεται ή ακούγεται, στην τηλεόραση ή σε ειδικές τελετές, πάντα για τους πεσόντες αγωνιστές, και όχι για όσους πέφτουν από την ταράτσα του σπιτιού τους. Αλλά μια τέτοια χρήση δεν εξομαλύνει έναν τύπο και δεν τον κάνει κοινό κτήμα, περιουσία που μπορεί ο καθένας να τη διαχειριστεί κατά τις ανάγκες του, γι’ αυτό και αφθονούν τα λάθη. (Και να σημειωθεί ότι είδαμε μια μετοχή που ακούγεται εξαιρετικά απλή και ομαλή, πολύ περισσότερο από τους εισπραχθέντες, τους ληφθέντες και τους προαναφερθέντες.)

Τα παραδείγματα όλα δείχνουν τον λόγιο χαρακτήρα τους και κατά συνέπεια τη δυσκολία στο σχηματισμό ή την αποδοχή του θηλυκού: τα εξοφληθέντα δάνεια - των εξοφληθεισών επιταγών; οι απολυθέντες εργάτες (εννοείται και οι γυναίκες) - των απολυθεισών εργατριών; Ακούστε την Κυριακή στην εκκλησία: υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων, όπου επίσης, πάντοτε, εννοούνται άντρες και γυναίκες· ξεχωρίστε τώρα τις γυναίκες: υπέρ πλεουσών, οδοιπορουσών, νοσουσών, καμνουσών... Ή οι τεθνεώτες, των τεθνεώτων - των τεθνεωσών;

Και όχι, δεν φταίνε οι «λαϊκοδημοτικιστές», ούτε πάλι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 και τα άλλα γνωστά «δεινά». Το παράδειγμα των ζώντων-ζωσών γλωσσών το δανείστηκα από τη μελέτη του Εμμανουήλ Ροΐδη Τα είδωλα (1893: Άπαντα, εκδ. Ερμής, 1978, Δ΄ 93-363). Το 1893, έναν ολόκληρο αιώνα πριν, τότε που κυριαρχούσε όχι απλώς η καθαρεύουσα αλλά η αρχαΐζουσα και έθαλλαν οι μετοχές και τα απαρέμφατα, ο Ροΐδης σαρκάζει την «ευφωνία» «δύο αλλεπαλλήλων περισπωμένων τύπων, ως λ.χ. των καθεστηκυιών εξουσιών, των ληξασών προθεσμιών, των αποβιωσασών γυναικών κτλ.» Και από απέχθεια, λέει, προς ένα τέτοιο «μελώδημα», ακόμα και «άριστοι των ημετέρων λογίων» γράφουν «των ζώντων γλωσσών», «όχι μόνον εξ απροσεξίας, αλλά και εξ αυτομάτου εξεγέρσεως του ωτίου κατά του αφορήτου των ζωσών γλωσσών» (σ. 211). Αλλά ήδη από το 600 μ.Χ., όπως μας λέει ο Νικόλαος Π. Ανδριώτης (Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 49), «η μετοχή αρχίζει να συγχέει τα γένη και τους αριθμούς, προαγγέλλοντας τη μελλοντική ακλισία της, π.χ. είδον γυναίκες ομνύοντας, των θυρών συνθλασθέντων, πληρωθέντων των ημερών...»

Εμείς όμως σήμερα, αρχαϊκότεροι των αρχαϊστών, έχουμε έτοιμη την ειρωνεία για τα συχνά λάθη: «λόγω των επικρατούντων καιρικών συνθηκών...» ή «των συντελεσθέντων καταστροφών» (αντί των επικρατουσών και των συντελεσθεισών), χωρίς να μας απασχολεί καθόλου ο άψυχος λόγος με τις άκαμπτες στερεότυπες εκφράσεις που τα κουβαλούν. Τη διόρθωση κλαιουσών χηρών διαβάζω σε σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Γιάννη Π. Τζαννετάκου Λόγος ελληνικός στη δημοσιογραφία (χ.χ., σ. 22), και τον θυμάμαι τον ίδιο στο Συνέδριο του Γλωσσολογικού του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1996 να εκφωνεί ανά πρόταση και από μία θηλυκή μετοχή και να θαμπώνει μέρος του ακροατηρίου. Το βρίσκω σχεδόν ακατανόητο. Εάν όμως πιστεύουμε ότι εκτός από την κλαίουσα ιτιά χρειαζόμαστε στον λόγο μας και την κλαίουσα χήρα, σε όλους μάλιστα τους αριθμούς και τις πτώσεις, όσο δηλαδή νομίζουμε ότι μας είναι απαραίτητες οι μετοχές σε -ουσα, -είσα κτλ. και μας απωθεί η νεοελληνική, αναλυτικότερη σύνταξη, τότε, με κίνδυνο να γίνω και εγώ προκλητικός, θα έλεγα ότι, ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, προτιμότερο είναι το λάθος –τώρα που ξέρουμε πόσο σχετική είναι η έννοια αυτή, ή πόσο είναι θέμα χρονικής στιγμής να ονομαστεί λάθος το σωστό και σωστό το λάθος.

Και ακόμη περισσότερο, θα έλεγα πως το σωστό μπορεί να δείχνει γνώση και εμβρίθεια, δεν δείχνει όμως, με την εκβιασμένη χρήση του, αίσθημα γλωσσικό. Η γλώσσα όμως πλάθεται και προάγεται από το γλωσσικό αίσθημα, και όχι από την εργαστηριακή εφαρμογή κανόνων και από την άμουση συναρμογή τύπων που ο σχηματισμός τους λογοδοτεί μόνο στην ψυχρή γνώση.

buzz it!

23. Ο ανθηρός 20ός αιώνας

Τα Νέα, 15 Ιανουαρίου 2000

Μοιάζει εντέλει παλαιοημερολογιτισμός να επιμείνει κανείς στην απλή αριθμητική που λέει ότι δεν άλλαξε ακόμη ο αιώνας· έτσι κι αλλιώς, ένας χρόνος στους εκατό δεν αλλοιώνει την εικόνα ολόκληρου αιώνα, οπότε μπορεί και η σελίδα αυτή να υποκύψει στον κατ’ έθιμο απολογισμό. Μερικές σκέψεις ή μάλλον υπενθυμίσεις θα μας βοηθήσουν να δούμε πόσο σημαδιακός και ευοίωνος για την ελληνική γλώσσα υπήρξε ο αιώνας που φεύγει.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ο 20ός αιώνας μπήκε με το γλωσσικό ζήτημα σε έξαρση, με τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά, με διαδηλώσεις και πολύνεκρες συγκρούσεις με το στρατό, και φεύγει με τον λογιοτατισμό μακρινή ανάμνηση, με το δίλημμα καθαρεύουσα-δημοτική ουσιαστικά ανύπαρκτο, με θεσμοθετημένη τη δημοτική γλώσσα και θεμελιωμένη τη διδασκαλία και τη μελέτη της.

Γιά να θυμηθούμε τα κυριότερα, αυτά που σήμερα φαντάζουν απίστευτα:

1901, Νοέμβριος, τα Ευαγγελικά ή Ευαγγελιακά. Στην εφημερίδα Ακρόπολις δημοσιεύεται σε συνέχειες η μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Εκστρατεία του Τύπου, καθηγητών του πανεπιστημίου, με επικεφαλής τον Μιστριώτη, και δυνάμεων της Εκκλησίας ξεσηκώνουν τους φοιτητές αλλά και «λαϊκές μάζες», που ζητούν να απαγορευτεί η δημοσίευση και να αφοριστούν οι υπαίτιοι. Δεκαήμερες ταραχές και αιματηρές συγκρούσεις με το στρατό αφήνουν 11 νεκρούς και πάνω από 80 τραυματίες, ενώ οδηγούν σε παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη και παύση του μητροπολίτη Προκοπίου ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της μεταγλώττισης. Σε συλλαλητήριο στους στύλους του Ολυμπίου Διός καίγονται αντίτυπα με τη μετάφραση των Ευαγγελίων.

1903, Νοέμβριος, τα Ορεστειακά. Στο Βασιλικό Θέατρο παίζεται η Ορέστεια σε μετάφραση του Γ. Σωτηριάδη, σε γλώσσα η οποία πλησιάζει προς τη δημοτική. Ο Μιστριώτης, που επιμένει πως η διδασκαλία του αρχαίου δράματος πρέπει να γίνεται στη γλώσσα του πρωτοτύπου, και μάλιστα επιμελείται και ο ίδιος τέτοιες παραστάσεις, υποκινεί και πάλι ταραχές. Γίνεται συλλαλητήριο, με αίτημα να ματαιωθεί η παράσταση, και σε συμπλοκή με το στρατό 3 πολίτες πέφτουν νεκροί και 7 τραυματίζονται.

Είναι και τα Αθεϊκά του Βόλου το 1911. Συλλαλητήριο και εκεί, για να διαλυθεί το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Δελμούζου, που κατηγορείται σαν «μαλλιαρός», άθεος, αλλά και σάτυρος. Το πλήθος κινείται να κάψει το Παρθεναγωγείο και το σπίτι του Δελμούζου, αλλά συγκρατείται. Το Παρθεναγωγείο κλείνει, και ο Δελμούζος με τον ιδρυτή Δ. Σαράτση και άλλους παραπέμπονται σε δίκη, η οποία γίνεται το 1914 στο Ναύπλιο και αθωώνει τους κατηγορουμένους.

Κοντεύει στα μέσα του ο αιώνας, όταν στήνεται η άλλη περίφημη δίκη, η Δίκη των τόνων, με κατηγορούμενο τον πανεπιστημιακό δάσκαλο Ι. Θ. Κακριδή. Έτος 1942, μαύρα χρόνια της Κατοχής, και η συνεισφορά τού Αθήνησι, με επικεφαλής τον Ν. Εξαρχόπουλο, στον εθνικό αγώνα είναι η δίωξη του Κακριδή, επειδή τύπωσε βιβλίο του με μονοτονικό και δίδασκε τις «αντεθνικές» ιδέες του.

Αυτό κι αν ήταν διχασμός, με σαφώς περιγεγραμμένα τα στρατόπεδα, περίπου έτσι όπως θα αποτυπώνονταν λίγα χρόνια αργότερα, με τον Εμφύλιο που σφράγισε τη νεότερη ιστορία του τόπου. Οι κατηγορίες προς τους δημοτικιστές, ήδη από τα Ευαγγελικά, ήταν σταθερές και επαναλαμβανόμενες: στρεβλωτές της εθνικής γλώσσας, προδότες που παραχωρούν τη χώρα στον σλαβισμό, ανατροπείς της κοινωνίας, υπονομευτές του εθνικού φρονήματος.

Παράλληλα πρέπει να θυμηθούμε την κυριαρχία και τη βίαιη επιβολή της καθαρεύουσας, την απρόσιτη και συχνότατα –ή, για πολλούς, παντελώς– ακατάληπτη γλώσσα της εξουσίας, του Tύπου και των σχολικών βιβλίων, ότι χρειαζόταν μεταφραστής για ένα τρέχον υπηρεσιακό κείμενο και ειδικός αιτησεογράφος στους διαδρόμους των δημοσίων υπηρεσιών. Να αναλογιστούμε ότι καθαρεύουσα δεν είναι ό,τι μας υπαγορεύει σήμερα η νοσταλγία, δεν είναι μόνο ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης, δεν είναι μερικές γενικές σε -εως και μια χούφτα τελικά -ν. Να θυμηθούμε τα ία, τα ωά και τας ευπρήστους ύλας, ότι αι κόγχαι είναι εγγίγλυμοι, ότι του 4/5 δε σχηματισθέντος εκ της μονάδος, ληφθέντος του πέμπτου αυτής τετράκις, την ώρα που οι χοίροι υΐζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, και οι όφεις ιύζουσιν, όλα σε σχολικά βιβλία. Ή να αναλογιστούμε επίσης ότι η εκκλησιαστική γλώσσα, που τόσο άνετα, τάχα, την παρακολουθούμε, δεν είναι μόνο το Ω γλυκύ μου έαρ και το Χριστός ανέστη εκ νεκρών, τις δυο φορές το χρόνο που πάμε στην εκκλησία, αλλά και το Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος επεπόλευσε ποτέ της Υπαπαντής που πλησιάζει.

Και μακροημέρευσε η καθαρεύουσα, προστατευμένη από το σύνταγμα και από νομοθετικές ρυθμίσεις, προστατευμένη από όλες τις εξουσίες, και τις τέσσερις, κάποτε και από ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις. Ο αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής υπήρξε συνεχής. Ώσπου το 1976 αναγνωρίστηκε πλέον επισήμως από την κυβέρνηση Καραμανλή, με υπουργό παιδείας τον Γ. Ράλλη, και έκτοτε διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ο αγώνας υπήρξε συνεχής, διότι συνεχής ήταν και η επιθετική πολιτική του λογιοτατισμού και της καθαρεύουσας απέναντι σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, λ.χ. του Ελ. Βενιζέλου ή αργότερα του Γ. Παπανδρέου.* Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι από τη λαϊκή συμμετοχή που παρατηρήθηκε στα Ευαγγελικά, τα Ορεστειακά και τα Αθεϊκά περάσαμε σε περισσότερο κλειστές ομάδες ή κέντρα αποφάσεων. Και ότι οι μάχες της οπισθοφυλακής δίνονταν έκτοτε κυρίως για το τονικό σύστημα.

Η τελευταία μεγάλη εκστρατεία, που εγκαινιάστηκε επίσημα με την ίδρυση του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου το 1982, είχε στόχο την προστασία της γλώσσας από τον εκφυλισμό και την «αποπτώχευση». Κανένας από τους ιδρυτές και από τους βασικούς συνοδοιπόρους του Ομίλου δεν έθετε, άμεσα τουλάχιστον, θέμα καθαρεύουσας. Η δημοτική είχε σιγά σιγά εδραιωθεί: αυτή ακριβώς η γλώσσα που υπηρέτησε μέσα στον αιώνα το ποιητικό όραμα του Σεφέρη και του Ελύτη, και λαμπρύνθηκε η ίδια μέσα από το έργο τους.

Μέσα στον 20ό αιώνα εμφανίζονται τα δύο κορυφαία έργα, η Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και το Συντακτικό του Αχ. Τζαρτζάνου, τα οποία καταγράφουν αυτά που ολόκληρη μυθολογία ισχυριζόταν (και ισχυρίζεται!) πως δεν υπάρχουν: τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της δημοτικής,** και μαζί με την Ιστορική Εισαγωγή, επίσης του Τριανταφυλλίδη, θέτουν τις βάσεις για την έρευνα και την επιστημονική μελέτη της γλώσσας. Ακολουθούν τα μοναδικά στο είδος τους λεξικά του Ν. Π. Ανδριώτη (Ετυμολογικό) και του Θεολ. Βοσταντζόγλου (Αντιλεξικό), και το μνημειώδες Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας του Εμμ. Κριαρά, ενώ τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν τα σημαντικά λεξικά και οι γραμματικές, με πιο πρόσφατα το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και τη Γραμματική των D. Holton, P. Mackridge και Ειρήνης Φιλιππάκη Warburton. Έχουν προηγηθεί τα λεξικά Τεγόπουλου-Φυτράκη και Εμμ. Κριαρά, η Γραμματική του Αγαπητού Τσοπανάκη, αλλά και το πολυσυζητημένο λεξικό Μπαμπινιώτη, που έχει δεχτεί σοβαρές επικρίσεις από ειδικούς επιστήμονες και ελέγχεται για σοβαρά και ασύγγνωστα για λεξικό αβλεπτήματα· είναι όμως ένα λεξικό που, αν υπάρξει ουσιαστική επανεπεξεργασία, χάρη στον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα του, τα σχόλια και τους πίνακές του, θα αποτελέσει σημαντικό βοήθημα. Τέλος, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, μετά το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, με την πλούσια εκδοτική και γενικότερη δραστηριότητά του αποτελεί άλλο ένα εργαστήρι για την επιστημονική μελέτη της δημοτικής.

Το παιχνίδι έχει κερδηθεί, οι μακρόχρονοι, επίμονοι αγώνες έχουν ευοδωθεί. Θέμα διγλωσσίας ή διμορφίας κτλ. δεν υφίσταται, η γλώσσα δεν μοιάζει να κινδυνεύει ούτε από το Ζωοφιλείον ούτε από το Χεροκάμωτο και άλλους πεποιημένους τύπους, από τη μια ή την άλλη πλευρά. Η δημοτική αποτελεί πια κοινή συνείδηση, η γλώσσα είναι πια κοινή γλώσσα, με διαφορετικά υφολογικά επίπεδα, εννοείται, όμως κοινή. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Γ. Μπαμπινιώτη,*** και με αυτά θα κλείσω τούτον το σύντομο απολογισμό («Από τον λογιωτατισμό στη δημοτική», Βήμα 2.1.2000): «Στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας [ο 20ός αιώνας] θα μείνει ως ο αιώνας κατά τον οποίο η ελληνική γλώσσα απέκτησε πάλι ενιαία μορφή, ο αιώνας που η Ελληνική ξανάγινε κοινή γλώσσα για όλους τους Έλληνες τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή τους επικοινωνία».

Γι’ αυτό, και γι’ αυτό, μόνο ευγνωμοσύνη τού πρέπει του αιώνα μας, και αιώνας μας είναι βεβαίως οι λίγοι που χώρεσαν εδώ και οι πολλοί που καν δεν μνημονεύτηκαν, οι πρωτοπόροι αλλά και οι επίγονοι, όσοι έδωσαν μάχες σκληρές για όλα αυτά που ανιστόρητα τα θεωρούμε δεδομένα και αυτονόητα.


* Σε σχέση με μείζονες σταθμούς στην ιστορία του γλωσσικού, π.χ. τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, έχουμε την τάση να υποτιμούμε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γ. Παπανδρέου: ήταν ωστόσο καθοριστικό βήμα για την καλλιέργεια και την εδραίωση της δημοτικής, σημαντική ανάσα έπειτα από τα μετεμφυλιακά χρόνια, κι ας αποδείχτηκε σύντομο διάλειμμα ώς τη δικτατορία της 21ης Απριλίου του ’67. Χαρακτηριστικό είναι ότι στον πρόλογο του λεξικού Μπαμπινιώτη αποσιωπάται πλήρως.

** Το 1908 ο Ελισαίος Γιανίδης, με πλήθος παραδείγματα, έδειχνε το αντίθετο, ότι ακριβώς η καθαρεύουσα δεν έχει κανόνες, «γιατί είναι τεχνητό συγκόλλημα από γλώσσες πολλών εποχών»: «Το ορώ-εώρων-όψομαι-είδον-εώρακα το είδαμε τυπωμένο, γι’ αυτό παραδεχτήκαμε πως έχει κανόνα· το βλέπω-έβλεπα-θα ιδώ-είδα-έχω ιδεί δεν το βρήκαμε ώς τώρα σε καμιά γραμματική, γι’ αυτό δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως κι αυτό ακολουθεί κάποιον ορισμένο κανόνα», Γλώσσα και ζωή, επανέκδ. Κάλβος, 1969, σ. 73-80· βλ. και παρακάτω, κεφ. 38.

*** Σε έναν τέτοιο απολογισμό παραπέμπω ειδικά στον Γ. Μπαμπινιώτη, γιατί θεωρώ εδώ ενδεικτική την περίπτωσή του: εννοώ τη σταδιακή μετατόπισή του από την καθαρεύουσα, έστω από το δικό του μόρφωμα το «πέρα (sic) της καθαρευούσης και της δημοτικής», στη σημερινή γλώσσα, και κυρίως την εγκατάλειψη των θέσεών του περί γλωσσικής ένδειας, των θέσεων που υπήρξαν το ιδεολογικό θεμέλιο του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου και έθρεψαν στρατιές διανοουμένων, δημοσιογράφων και λοιπών ανησυχούντων. Τα τελευταία χρόνια ο Γ. Μπαμπινιώτης δηλώνει ότι έχει βελτιωθεί η ποιότητα της γλώσσας –και της γλώσσας των νέων, που πάντα συγκεντρώνει τα πυρά–, ότι «η γλωσσική μεταρρύθμιση [του 1976] πέτυχε. Οι προοπτικές για τη γλώσσα είναι ευοίωνες...» («Η επιστημονική μελέτη της ελληνικής γλώσσας», Το Βήμα 31.10.1999), και άλλα σχετικά, που, όταν τα λένε ή τα έλεγαν άλλοι, αστράφτουν και βροντούν οι επαγγελματίες θρηνολόγοι.

buzz it!

20/12/07

24. Αυτοί και οι εαυτοί τους

Τα Νέα, 29 Ιανουαρίου 2000

Τέλειωσαν τα μιλένιουμ, επιστροφή στα γραμματικοσυντακτικά μας. Θέμα, ένας καταχρηστικός πληθυντικός, κυρίως αγγλοφερμένος, που συχνά είναι απλώς περιττός, κάποτε όμως μπορεί να είναι παραπλανητικός. Ένα κραυγαλέο, πλαστό παράδειγμα δείχνει τα όρια: «Να αποφεύγετε τα κολύμπια, όταν νιώθετε μεγάλες κουράσεις»: κανένας δεν θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο· όχι επειδή το απαγορεύει η γραμματική, αλλά επειδή δεν το ανέχεται το στοιχειώδες γλωσσικό αίσθημα. Και ο καθένας μπορεί να αναλογιστεί πλήθος ελλειπτικά, όπως λέγονται, ουσιαστικά, λέξεις που έχουν μόνο ενικό, όπως η ειρήνη, το άσθμα, η πλάση, το χάος, το οξυγόνο, το κολύμπι, η κούραση, ή μόνο πληθυντικό, όπως τα εντόσθια, τα πυρά, τα ρέστα, τα πάνδεινα, τα αντίποινα, τα νιάτα, τα γερατειά, τα λεφτά. Και όσον αφορά τα ουσιαστικά που απαντούν μόνο στον πληθυντικό, κανένας δεν άγγιξε τα όρια του παραλόγου ή του φαιδρού, μιλώντας λόγου χάρη για «ένα πάνδεινο» που πέρασε ή για «το χαμένο νιάτο του».*

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν είναι όμως το ίδιο με τα «ενικόκλιτα» ουσιαστικά, που η επίδραση, κυρίως, της αγγλικής γλώσσας τούς σκαρώνει κάποτε έναν πληθυντικό: τα ύφη,** τα κόστη και οι τζίροι είναι από τα σπάνια, ευτυχώς, παραδείγματα. Διαβάζω όμως: «τα ελληνικά ακροατήρια δεν είναι συνηθισμένα», ένα κόμμα σε κάποια σφυγμομέτρηση παρουσιάζει «σαφή υπεροχή στα δυναμικά κοινά», «ασκήθηκαν ποινικές διώξεις», «οι εθνικότητες των τραυματισμένων», «παρατηρούν με βλέμματα νεκρών», «εμείς στην οικογένειά μας έχουμε καθαρά μέτωπα», «ο σκηνοθέτης χειρίζεται τις ατμόσφαιρες που απαιτούνται για ένα θρίλερ», «αντάλλαξαν χειραψίες», «οι μοίρες των ανθρώπων», «αίσθηση προκάλεσε η αποκάλυψη των θανάτων δύο Ρουμάνων»!

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα το νόημα είναι σαφές: ο πληθυντικός εδώ δεν αφαιρεί αλλά ούτε και προσθέτει· μένει το άτοπο, το άνευ λόγου, η μίμηση των αγγλικών, με τη σαφή προτίμηση στον πληθυντικό αριθμό, ή και των γαλλικών, αυτών που μας έδωσαν, λόγου χάρη, τις πρακτικές, στη θέση των μεθόδων, και πια σχεδόν τις συνηθίσαμε.

Συνηθισμένες είναι και οι πολιτικές ή οι τακτικές, οι κυκλοφορίες των εφημερίδων και οι γοργοί ρυθμοί (ενώ είναι άλλο οι πολλοί ρυθμοί, π.χ. στην αρχιτεκτονική), όλα αναίτια και μεταφερμένα βασικά από τα αγγλικά. Είπα και πιο πάνω για τα αγγλικά· ένα απλούστατο παράδειγμα: «Θα ζήσουμε μαζί for the rest of our lives» δηλώνει ο ερωτευμένος στην καλή του, δηλαδή, σε κατά λέξη μετάφραση: «για το υπόλοιπο των ζωών μας», αυτό που λέμε εμείς στη γλώσσα μας: «όλη μας τη ζωή», «την υπόλοιπη ζωή μας» –γιατί στη γλώσσα μας «υπόλοιπες ζωές» έχουν μονάχα οι οπαδοί της μετενσάρκωσης και οι γάτες. Και είπα εδώ «αναίτια»: η πολιτική των διαφόρων κομμάτων είναι κατά κανόνα διαφορετική, αλλά δεν χρειάζεται πληθυντικός για να το δηλώσει· και η ιδεολογία είναι διαφορετική, και επίσης δεν χρειάζεται πληθυντικός για να το δηλώσει: και είναι τόσο απλό όσο όταν μιλούμε για το διαφορετικό «πιστεύω» των ανθρώπων, χωρίς κανέναν πληθυντικό, ή για τη διαφορετική θρησκεία και τον διαφορετικό θεό που λατρεύουν –γιατί διαφορετικούς θεούς είχαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι.

Φτάσαμε σ’ ένα σημείο που μας δείχνει ότι το θέμα δεν είναι απλώς η άστοχη μετάφραση. Ιδού: κλίνουμε μια λεξούλα στον πληθυντικό (θεός-θεοί), και αυτομάτως περνούμε από τον μονοθεϊσμό στον πολυθεϊσμό. Ή υπάρχουν περιπτώσεις όπου δημιουργείται κάποια στιγμιαία, έστω, ασάφεια ή και σύγχυση.

Όταν διαβάζουμε για «ασθενείς, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε χειρουργικές επεμβάσεις στα χέρια», δεν υπάρχει περίπτωση να ξέρουμε αν χειρουργήθηκαν στο ένα ή και στα δυο του χέρια ο καθένας, και αν χειρουργήθηκαν μία μόνο φορά ή περισσότερες, στο ένα πάλι ή και στα δύο χέρια.

Στη φράση: «θα διώχνονται απ’ τα κέντρα των μεγαλουπόλεων οι ξένοι» μπορεί να νομίσει κανείς ότι ανέλαβαν δράση οι γνωστοί σεκιουριτάδες ή αυτοί που «κάνουν πόρτα» και προφυλάσσουν την αισθητική των θαμώνων των νυχτερινών κέντρων από τους δευτεροκλασάτους. Έπειτα από σύντομο δισταγμό, καταλαβαίνουμε, φυσικά, ότι πρόκειται για το κέντρο των μεγαλουπόλεων, ή, αν θέλουμε σώνει και καλά πληθυντικό, «τα κεντρικά σημεία».

Αντίστοιχα, άλλο είναι η ταυτότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ατόμου (όχι λοιπόν: «έχουν εξακριβωθεί οι ταυτότητες των θυμάτων»), και άλλο το δελτίο ταυτότητας, η αστυνομική ταυτότητά του, που αυτή βεβαίως έχει πληθυντικό. Αλλά, και πάλι, λέμε: «τη μέρα των εκλογών να μην ξεχάσετε την αστυνομική σας ταυτότητα ή το διαβατήριό σας» –γιατί πολλές ταυτότητες και πολλά διαβατήρια έχουν οι πλαστογράφοι ή οι κλέφτες.

Το πρόβλημα λοιπόν δεν δημιουργείται τόσο με τα ελλειπτικά ουσιαστικά όσο με αυτά που έχουν και ενικό και πληθυντικό, που είναι δηλαδή και ένα και πολλά. Λέμε συχνά πως «γύρισαν όλοι στα σπίτια τους», «έχασαν τις περιουσίες τους» κ.ά., ότι «άνοιξαν τα στόματά τους» ή «πέταξαν στον αέρα τα καπέλα τους», γιατί, αν πούμε «το στόμα τους» ή «το καπέλο τους», θα νομιστεί τάχα πως είχαν όλοι μαζί ένα στόμα ή κοινό καπέλο! Αν το δεχτούμε αυτό το επιχείρημα, θα δεχτούμε και το ακριβώς αντίθετο: ότι η φράση «άνοιξαν τα στόματά τους» υποδηλώνει όντα πολυστόματα κι ότι αυτοί που πέταξαν στον αέρα τα καπέλα τους φορούσαν από δυο και τρία ο καθένας.

Άρα «ισοψηφία»; Όχι. Θα επιμείνω πρώτα ότι τα άλογα που «γυρνάγανε όλα [!] τα κεφάλια τους»*** και τα βόδια που «κρατούσαν τις μούρες τους ακίνητες» (σε μετάφραση λογοτεχνικού έργου!) θα μοιάζουν πάντοτε προϊόντα τερατογένεσης. Και έπειτα, το σπουδαιότερο, ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου το ένα έχει σημασία και πρέπει να διακριθεί, άρα ο ενικός, που είναι δοκιμότερος, είναι και ασφαλέστερος: άλλο «σήκωσαν ψηλά τα χέρια τους», να παραδοθούν ή επειδή τους ληστεύουν, και άλλο «σήκωσαν ψηλά το χέρι τους», σε μια ψηφοφορία. Σκεφτείτε τη δασκάλα που θα ζητάει από τα παιδιά, όταν δεν ξέρουν κάτι, «να σηκώνουν τα χέρια τους»! Ή «να κάνουν τους σταυρούς τους με τα δεξιά τους χέρια»!

Είπα σχολείο, και μου ’ρχεται ένα σόκιν: φαντάζομαι ένα μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, οδηγίες αντισύλληψης, ή κάτι τέτοιο, και τη δασκάλα να λέει στα παιδάκια να βάζουν, ή πώς να βάζουν, προφυλακτικά (=πολλά; το ένα πάνω στ’ άλλο;) στα πέη τους!

Κι ένα τελευταίο, πάλι πλαστό και προβοκατόρικο: «Όσοι έχετε μεγάλες ηλικίες και ευαίσθητους οργανισμούς, να προσέχετε τις διατροφές σας, και γενικά να φροντίζετε τους εαυτούς σας». Ποιος τώρα θα μας πει γιατί, από όλα αυτά τα τερατώδη (στη συγκεκριμένη χρήση), τις «ηλικίες», τους «οργανισμούς» και τις «διατροφές», το τελευταίο («τους εαυτούς σας») είναι τάχα καλύτερο, και πάει κι έρχεται στα χείλη κάθε λογής ομιλητών. Εδώ σηκώνουμε πραγματικά και τα δυο τα χέρια.

«Φίλοι του Τρίτου Προγράμματος» άκουσα τις προάλλες τον διευθυντή του, «σας αποχαιρετώ. Προσέχτε τους εαυτούς σας»,**** όλους, τους πολλούς, αφού ο ένας μόνο δεν μας φτάνει, για να χωρέσει τόσο μεγαλείο.


* Είπα μεγάλο λόγο, και τιμωρήθηκα: σε μετάφραση λογοτεχνικού έργου διάβασα «απόπνεε την ίδια εντύπωση γερατειού»!

** Στο λεξικό Μπαμπινιώτη, και το ύφος και το κόστος δίνονται «χωρίς πληθ.», ενώ για τον τζίρο (στο «τζύρος»!) σημειώνεται ότι είναι «το σύνολο των εμπορικών συναλλαγών…» κτλ., άρα εννοείται ότι είναι όνομα πληθυντικό από μόνο του. Κι ωστόσο, χαρακτηριστικό για τη ρευστότητα και την κινητικότητα της γλώσσας είναι ότι ο τύπος «ύφη» ακούγεται και γράφεται όλο και πιο συχνά, στη θεωρία της λογοτεχνίας λ.χ. και στη γλωσσολογία, και ακόμα πιο χαρακτηριστικό ότι τον χρησιμοποιεί συχνά ο ίδιος ο Γ. Μπαμπινιώτης, πριν και από τη σύνταξη του λεξικού του.

*** Σ’ αυτό το παράδειγμα το «όλα» αναφέρεται στα άλογα: όλα τα άλογα γυρνούσαν…, αλλά αποδίδεται μοιραία στα κεφάλια, εξαιτίας του άτοπου εδώ πληθυντικού· το ομαλότερο δηλαδή εδώ θα ήταν: τα άλογα γυρνάγανε όλα το κεφάλι τους.

**** Εδώ μάλιστα έχουμε μετάφραση του αγγλικού χαιρετισμού take care of yourselves, πιο συχνά take care, που κατά λέξη σημαίνει βεβαίως «πρόσεχε», δεν είναι όμως άλλο από ένα κοινό «άντε γεια» (όπως και το you are welcome, σαν απάντηση στο thank you, δεν είναι «καλωσόρισες»), και θυμίζει, έτσι μεταφρασμένο, τα «αγγλικά» των καμακιών: “open your feet, mana mou” και “I clean for everyone”.

buzz it!

17/12/07

«Μιλιταριστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό» [γ΄]

Τα Νέα, 14 Οκτωβρίου 2006

Αν εμείς μεγαλώσαμε με τις εικόνες της ανείπωτης φρίκης από τη μεταφορά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν στο μεταξύ και μεγαλώνουν τα τελευταία χρόνια με άλλες εικόνες, άλλης φρίκης

Οφείλουμε να αναδείξουμε στις αυστηρά ιδεολογικοπολιτικές της διαστάσεις την αντίθεσή μας απέναντι σε ένα κ ρ ά τ ο ς (και όχι θρήσκευμα ή λαό) «μιλιταριστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό», κατά τον Ισραηλινό συγγραφέα Γκρόσμαν

το πλήρες κείμενο:

Ποια μπορεί να είναι η θέση της Αριστεράς, αλλά και του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, απέναντι σ’ ένα κράτος «μιλιταριστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό»;

Έπειτα από έναν μήνα απουσία από τη σελίδα λόγω αδείας, σίγουρα χάθηκε το νήμα σε μια σειρά τριών (με τη σημερινή) επιφυλλίδων με αφορμή τον πόλεμο στον Λίβανο. Καλύτερα, σκέφτομαι, από μια άποψη, να μη θεωρηθούν τουλάχιστον γραμμένα εν θερμώ όσα ακολουθήσουν. Αλλά και το ίδιο το γεγονός ότι ο πόλεμος τυπικά έστω τέλειωσε, και συνεπώς εξέλιπε η αφορμή, συνιστά έναν παραπάνω λόγο να μην απομακρυνθούμε από ένα μείζον θέμα που οι ιδεολογικές του αν μη τι άλλο εμπλοκές θα εξακολουθήσουν αναπόφευκτα να καθορίζουν εμάς και τη στάση μας στον σημερινό κόσμο.

Πριν όμως προχωρήσω, σπεύδω να αποσύρω το ότι εξέλιπε η αφορμή: στη Γάζα ο πόλεμος συνεχίζεται, στη Δυτική Όχθη γενικότερα, απλώς χωρίς τις θεαματικές πολεμικές επιχειρήσεις που τροφοδοτούν πρωτοσέλιδα και κανάλια. Συνεχίζεται η ισραηλινή πολιορκία (μαζί με το ευρωπαϊκό μποϊκοτάζ, αυτήν τη συλλογική τιμωρία των κατοίκων της Γάζας, επειδή ψήφισαν Χαμάς!), κι έφτασε έτσι να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας περισσότερο από το 65% του πληθυσμού.

Παραταύτα, το θέμα μας δεν είναι ο πόλεμος, αλλά η στάση μας σήμερα απέναντι στο κράτος του Ισραήλ (και βέβαια την προστάτιδά του υπερδύναμη), που, όσο δεν διαφαίνεται λύση στο Μεσανατολικό, θα το βρίσκουμε μπροστά μας, με νέες ενδεχομένως πολεμικές επιχειρήσεις, και ούτως ή άλλως όσο θα πληρώνουμε και εμείς αυτό που το ίδιο εξέθρεψε: τη λεγόμενη τρομοκρατία, οπωσδήποτε την έξαρση του ισλαμικού εξτρεμισμού.

Γιατί το Ισραήλ, περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο κράτος, τους γέννησε τους εχθρούς του, τους κατεξοχήν εχθρούς του και δικούς μας εντέλει εχθρούς, τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Αυτό είναι πια αντικειμενικό, ιστορικό δεδομένο, η γέννησή τους, εννοώ. Από κει και πέρα, με την πολιτική του κράτους του Ισραήλ στα κατεχόμενα, «υπάρχει ακόμη κανείς που εκπλήσσεται όταν [οι Παλαιστίνιοι] θεωρούν απελευθερωτική πράξη κάθε ενέργεια που στρέφεται κατά του κατακτητή, όπως για παράδειγμα η απαγωγή στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ;» –επισημαίνει εύστοχα εδώ ο Μιχάλης Μητσός, έπειτα από μια απαρίθμηση εγκληματικών ανισοτήτων που επιβάλλει ο κατακτητής στους Παλαιστινίους («Γιατί πέθανε ο Τζαλάλ», 25/8).

Ανάλογα, είναι τάχα τόσο δύσκολο να δούμε ότι και την Αλ Κάιντα του Μπιν Λάντεν τη γεννήσαμε και την εκθρέψαμε εμείς, ο δυτικός κόσμος εννοώ, με τον αυτόκλητο μπροστάρη του, τις ΗΠΑ; Κι αν δεν μπορούμε να αναχθούμε στις απαρχές της έξαρσης της τρομοκρατίας την τελευταία ιδίως δεκαετία, τη συνέχεια μάς την υπογράφει πάντως η ίδια η CIA. Σε εμπιστευτική της έκθεση που δημοσιεύτηκε στους Νιου Γιορκ Τάιμς, διαβάζουμε ότι «ο όλο και πιο αιματηρός πόλεμος [στο Ιράκ] έχει συμβάλει στην εξάπλωση της ριζοσπαστικής ισλαμικής ιδεολογίας σε όλο τον πλανήτη», ότι ο πόλεμος αυτός και η μεταπολεμική κατάσταση δημιούργησαν ένα νέο κύμα μουσουλμανικού εξτρεμισμού και αύξησαν την τρομοκρατική απειλή (Νέα 25/9). Κι αν έτσι συνέβη με το «νέο κύμα», τάχα το πρώτο, κάποτε, γεννήθηκε από κρίνο; Ή είναι απλούστατα τέτοια η φύση του Ισλάμ, να διαδίδει την πίστη με το ξίφος, όπως μας τόνισε και ο Πάπας, που αυτός πια κι αν διάβαζε, σαν τον Δικό μας, κι έφτασε έτσι και ξεσκόνισε κείμενα βυζαντινών αυτοκρατόρων…

Του υπενθύμισε όμως ο Παντελής Μπουκάλας το ξίφος των χριστιανών «απελευθερωτών» της Τέταρτης Σταυροφορίας, το 1204, που κυρίως αυτό, με τις πληγές που είχε ανοίξει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, επέτρεψε τη «νίκη του ισλαμικού ξίφους». Και του υπενθύμισε και τους Ψαλμούς της Π. Διαθήκης, όπου, πολύ πριν από τον Αλλάχ, «Θεός κύριος εκδικήσεων» είχε οριστεί ο ημέτερος, ενώ πάλι ένας από τους διασημότερους ψαλμούς καταλήγει με το φρικιαστικό: «Μακάριος εκείνος που θα πιάσει και θα συντρίψει στο βράχο τα βρέφη σου, Βαβυλώνα» («Το ξίφος, η μάχαιρα και οι θρησκείες», Καθημερινή 24/9).

Δεν αναφέρθηκα τυχαία στον Πάπα –και πάντως όχι για να υποβιβάσω σε επίπεδο ισολογισμού και συμψηφισμών ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα, που η προσέγγισή του αφορά την πεμπτουσία του πολιτισμού μας. Απλώς έχω την αίσθηση ότι συχνά, πίσω από την αδυναμία να κατανοήσουμε (προσοχή, όχι να δικαιολογήσουμε, αλλά να εξηγήσουμε) τη γέννηση, την ύπαρξη και σήμερα την έξαρση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, λανθάνει ίσως κάποιος ρατσισμός.

Είναι μεγάλος ο λόγος αυτός, και θα περιοριστώ εδώ σε ορισμένες νύξεις. Φοβούμαι λοιπόν πως ρατσισμός λανθάνει στον αποτροπιασμό, ιδιαίτερα έτσι όπως εκφράζεται, απέναντι στο άγνωστό μας πρόσωπο της Ανατολής και του Ισλάμ. Ρατσισμός είναι, πέρα από ασύγγνωστη επιπολαιότητα, ο χαρακτηρισμός «ισλαμοφασίστες» τού («χριστιανοφασίστα», θα μπορούσε τότε να πει κανείς) Μπους, ή ο «μουσουλμανικός φασισμός» που διαβάζω λ.χ. στην έγκριτη Καθημερινή. Ρατσισμός είναι γενικότερα η μάλλον ηθικολογούσα παρά πολιτική αντίδρασή μας στο ίδιο το φαινόμενο –βοηθάει εδώ και η γλώσσα: «Χεζμπολάδες» λέμε, και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, κατά το γραμματικά ορθό μουλάδες, με την απαξιωτική, σχεδόν από τη μάνα της, κατάληξη -άδες. Ότι «θα χέσουν μέσα στην Καπέλα Σιστίνα» προφήτευε για τους μουσουλμάνους η οπωσδήποτε πολιτικοποιημένη Οριάνα Φαλάτσι, όπως θυμηθήκαμε αυτές τις μέρες με το θάνατό της.

Αν όμως αδικούνται οι θέσεις αυτές από τα ανεκδοτολογικά, ας δούμε ενδεικτικά τον επίλογο ενός άρθρου, στον ενδιαφέροντα διάλογο που άνοιξε τους τελευταίους μήνες στο Βήμα («Η “Μεγάλη Ιδέα” των σεΐχηδων», 27/8):

«Οι φανατικοί Άραβες δεν θέλουν την ειρήνη, δεν μπορούν –και δεν θέλουν– να διανοηθούν την αρμονική συμβίωση δύο κρατών δίπλα δίπλα. Γιατί τότε θα αποκαλυφθεί πλήρως η αλήθεια: Από τη μια, ένα Ισραήλ με ένα αληθινά δημοκρατικό πολίτευμα, ακολουθώντας το δυτικό νεωτερικό πολιτισμικό παράδειγμα [...], που θα προοδεύει συνεχώς, και από την άλλη ένα βραδυπορούν, σπαρασσόμενο εσωτερικά κράτος διεφθαρμένων ηγετών και ανώριμων πολιτών, που θα είναι έρμαιο της θεοκρατίας και του ολοκληρωτισμού των σεΐχηδων…»

Όμως η προσπάθεια να καταλάβουμε τον Άλλον, προσπάθεια τόσο πιο δύσκολη όσο μακρύτερα από μας, κυρίως πολιτισμικά, είναι ο Άλλος, προϋποθέτει, εννοείται, τον καθορισμό της δικής μας θέσης.

Κόμπλεξ και ενοχές

Και αφού είναι καθορισμένη αυτομάτως η θέση μας απέναντι σε κάθε θεοκρατία, όπως ξανάγραφα, και αφού αφορμή μας είναι τα ισραηλινά, επιστρέφω στην αρχή, με το ρητορικό ερώτημα: Ποια οφείλει να είναι η θέση της Αριστεράς και του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου απέναντι σ’ ένα κράτος «μιλιταριστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό» –σύμφωνα με το χαρακτηρισμό όχι του Νασράλα, ούτε έστω του Σαΐντ ή του Τσόμσκι, αλλά του κορυφαίου Ισραηλινού συγγραφέα Νταβίντ Γκρόσμαν.

Δεν νοείται, πιστεύω, η εθελοτυφλία, ή άλλοτε απλώς η αυτολογοκρισία, εν ονόματι των εύλογων ευθυνών και ενοχών μας σε σχέση με το κορυφαίο έγκλημα της ιστορίας της ανθρωπότητας, το Ολοκαύτωμα. Όχι γιατί μετριάστηκε τάχα η σημασία του από τους σύγχρονους αναθεωρητές. Ούτε από αντίδραση ίσως στον ηθικά αποκρουστικό τρόπο με τον οποίο το εξαργυρώνει το κράτος του Ισραήλ, επιβάλλοντάς το σαν άλλοθι διαρκείας για δικά του εγκλήματα κατά τη νεότερη ιστορία. Μια ιστορία ήδη 40 περίπου χρόνων, από τον πόλεμο του 1967, όπου σίγουρα η μία φρίκη δεν αναιρεί, δεν ακυρώνει την άλλη.

Κυρίως πρέπει να απαλλαγούμε από το κόμπλεξ μην τυχόν βρεθούμε συνοδοιπόροι με τους αντισημίτες, τους ακροδεξιούς και φασίστες –αυτούς με τους οποίους πάλι, όλοι όμως τότε, συμπέσαμε π.χ. στην εναντίωσή μας στον πόλεμο κατά του Ιράκ κτλ. Ένας λόγος παραπάνω, να αναδείξουμε στις αυστηρά ιδεολογικοπολιτικές της διαστάσεις την αντίθεσή μας απέναντι σε ένα κράτος «μιλιταριστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό», εκεί που η αντίθεση των ακροδεξιών αφορά θρήσκευμα και λαό συνολικά, και κυρίως εδράζεται στη συστατική, δική τους μιλιταριστική, εθνικιστική, ρατσιστική ιδεολογία!

Έτσι κι αλλιώς, αν εμείς μεγαλώσαμε με τις εικόνες της ανείπωτης φρίκης από τη μεταφορά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και κλαίγαμε (και κλαίμε) βλέποντας π.χ. το Μαγαζάκι της κεντρικής οδού ή ακούγοντας το Κολ Νιντρέ και το Μαουτχάουζεν, γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν στο μεταξύ με άλλες εικόνες, άλλης φρίκης.

Και ορισμένες την έζησαν και τη ζουν στο πετσί τους.

buzz it!

Ιστορία ή μυθιστορήματα με λήσταρχους; [β΄]

Τα Νέα, 2 Σεπτεμβρίου 2006

Απέναντι στη βαρβαρότητα και την τρομοκρατία, ή προασπίζουμε τον πολιτισμό που χτίσαμε ή δεν τον προασπίζουμε. Και τότε γινόμαστε ίδιοι μ’ αυτούς που πολεμούμε



Δεν είναι εξ αντικειμένου αθώα η μετονομασία μιας σαφώς εχθρικής αλλά πολεμικής πράξης όπως η αιχμαλωσία των 2 Ισραηλινών στρατιωτών σε «απαγωγή», λες και αντί για Ιστορία ξεφυλλίζουμε μυθιστορήματα με λήσταρχους και πειρατές

το πλήρες κείμενο:

Αυτό που λέμε στην καλύτερη περίπτωση «ουδετερότητα» ή «ίσες αποστάσεις» λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του εκάστοτε ισχυρού.

Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία οργανωνόταν η προηγούμενη επιφυλλίδα μου, με αφορμή τον πόλεμο του Ισραήλ, όπου εννοούσα προφανώς ότι ενδεχόμενη ουδετερότητα απέναντι σ’ αυτό τον πόλεμο, ανεξάρτητα από ιδεολογικές και άλλες καταβολές, ανεξάρτητα και από προθέσεις, λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του Ισραήλ, και γενικότερα της αμερικανοϊσραηλινής στρατηγικής στη Μέση Ανατολή.

Υπήρξε ουδετερότητα, θα μου πείτε; Ή μήπως η ουδετερότητα έκρυβε, έστω ασυνείδητα, δεδομένη θέση –πράγμα καθ’ όλα νόμιμο, αλλά κυρίως φυσικό, θα πείτε πάλι, αφού ο ίδιος ισχυρίζομαι ότι ουδετερότητα δεν είναι δυνατόν εξ ορισμού να υπάρξει; Ή τάχα υπήρξε αντικειμενικότητα, που αυτή «κανονικά» υπάρχει, μπορεί και πρέπει να υπάρξει;

Απ’ όσα διάβαζε και διαβάζει ή άκουγε και ακούει κανείς, εύκολα συνάγεται ότι υπήρξαν και εδώ δύο τάσεις, δύο «στρατόπεδα», όχι τόσο, ή καθόλου, φιλοϊσραηλινών και φιλοχεζμπολάδων, όσο, αρκετά σαφώς, φιλοϊσραηλινών και αντιισραηλινών. Έτσι, η «μάχη» η δική μας δόθηκε πλέον αποκλειστικά ή κυρίως στο πεδίο της αντικειμενικότητας. Και ξεκίνησε εύκολα σχετικά, αφού υπήρχε, με όλες τις «αφαιρέσεις» που θα δούμε παρακάτω, η αφορμή, η αιχμαλωσία των Ισραηλινών στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ. Δυσκόλεψε όμως όταν άρχισε το Ισραήλ βομβαρδισμούς αμάχων, και έγινε πια δραματική (μετά βίας κρατιέμαι να μην πω «τραγικωμική») ύστερα από τον βομβαρδισμό της Κανά, που σήμανε τη μεταστροφή πολλών από τους «ουδέτερους», αλλά και από τους φιλοϊσραηλινούς.

Ποια είναι αυτή η μάχη της αντικειμενικότητας; Η σύγκρουση, θα έλεγα, των «αντικειμενικοτήτων», της «αντικειμενικότητας» του καθενός, όπως προκύπτει από τον διαφορετικό τρόπο, από τις διαφορετικές ιδεολογικές αποσκευές με τις οποίες προσέρχεται κανείς στη μελέτη της Ιστορίας, στην αναζήτηση δηλαδή της αντικειμενικότητας· με άλλα λόγια, από τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο διαβάζει κανείς την Ιστορία. Πολύ περισσότερο όταν την ίδια την Ιστορία την αντιλαμβανόμαστε (για να μην πω «μεταχειριζόμαστε») σαν επάλληλα έστω συρταράκια, όπως επίσης έλεγα στο προηγούμενο, όπου ανοίγουμε ένα, περιστασιακά ή κατά βούληση, αγνοώντας πως η Ιστορία είναι ένα ενιαίο και αδιάσπαστο Συνεχές.

Υπάρχουν, εννοείται, διακεκριμένες τομές στην Ιστορία και, αλίμονο, δεν ξεκινούμε κάθε φορά από την παλαιολιθική εποχή προκειμένου να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο φαινόμενο. Όμως, εξίσου αλίμονο, δεν νοείται να ξεκινούμε περιστασιακά ή κατά βούληση, θα πω και πάλι (για να μην πω, τώρα πια, καταπώς μας συμφέρει), από ένα οσοδήποτε σημαδιακό πλην συγκυριακό συμβάν.

Όμως ιδού: η Ιστορία ξεκίνησε, τη βάλαμε να ξεκινά, από μια ωραία πρωία όπου η Χεζμπολάχ έκανε ριφιφί σε ισραηλινό έδαφος και _________ δύο στρατιώτες. Άρχισε ήδη η μάχη της αντικειμενικότητας, με την παραπάνω άσκηση, κατά το πρότυπο των σχολικών ασκήσεων, όπου ζητείται να συμπληρώσουμε το κενό. «Αιχμαλώτισε» συμπληρώνουν οι μεν, «απήγαγαν» συμπληρώνουν οι δε. Η πρώτη σελίδα αυτού του κεφαλαίου της Ιστορίας γράφτηκε, ήδη με δύο διαφορετικούς τρόπους. Διότι η αιχμαλωσία προϋποθέτει πόλεμο, προϋποθέτει την αναγνώριση ότι υπάρχει πόλεμος. Η απαγωγή προϋποθέτει ή απηχεί ρομαντικά μυθιστορήματα με λήσταρχους ή πειρατές, άντε την πιο σύγχρονη «απαγωγή της Τασούλας» που υπερκαταναλώσαμε τελευταία.

Η πράξη, εννοείται, δεν αλλάζει: εχθρική πράξη έχουμε και στις δύο περιπτώσεις. Απλώς (!) στην πρώτη περίπτωση η πράξη –ανεξάρτητα, τονίζω, από την αξιολόγησή της– εντάσσεται σ’ έναν πόλεμο, εντάσσεται στην Ιστορία. Στη δεύτερη έχουμε αφυδάτωση της Ιστορίας, εντέλει απουσία της Ιστορίας. Και η απουσία της Ιστορίας σημαίνει αυτόχρημα «κατασκευή» της –και αναπόφευκτα υπονόμευση, δηλαδή ακύρωση, όλων των εφεξής συλλογισμών μας.

Και ακολουθεί το «δικαίωμα αυτοάμυνας» του Ισραήλ, αυτονόητο πάντως και στις δύο περιπτώσεις, είτε πρόκειται δηλαδή για εν αιθρία απαγωγή είτε για αιχμαλωσία στο πλαίσιο πολέμου. Μόνο που η νόμιμη άμυνα κατάργησε παντελώς τη νομιμότητά της, αφού εφάρμοσε το «ογδόντα αντί οδόντος», σύμφωνα με το πικρό λογοπαίγνιο, αφού ακολούθησε την αποτρόπαιη αρχή της συλλογικής ευθύνης, βομβαρδίζοντας αμάχους, βομβαρδίζοντας πρόσφυγες, χρησιμοποιώντας βόμβες φωσφόρου και άλλα γνωστά και αναγνωρισμένα από όλους. Μόνο που: «ναι, Τάδε, σ’ ακούμε, είχαμε νέο βομβαρδισμό αμάχων από τους Ισραηλινούς –είχε προηγηθεί βέβαια η απαγωγή των δύο Ισραηλινών στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ», ακούω π.χ. την παρουσιάστρια μεγάλου καναλιού να απευθύνεται στον πολεμικό ανταποκριτή. Αλίμονο, όχι πια «τραγικωμική» η μάχη της αντικειμενικότητας, όπως είπα με μισό στόμα παραπάνω, αλλά κωμικοτραγική –σκέτα κωμική θα έλεγα, αν δεν ήταν τόσο τραγικές οι περιστάσεις.

Ε, αυτή η αντικειμενικότητα σήμαινε εμμέσως, όταν δεν δήλωνε ευθέως, στάση φιλοϊσραηλινή. Θα μείνω για την ώρα στο «σήμαινε εμμέσως», σύμφωνα με το κυρίως θέμα μου, που είναι η αποσπασματική ανάγνωση της Ιστορίας. Βλέπουμε λοιπόν την αυθαίρετη τοποθέτηση της αφετηρίας μας σε ένα συγκεκριμένο συμβάν σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τοποθέτηση που παραβλέπει την προϊστορία του συμβάντος, παραβλέπει δηλαδή την Ιστορία εν γένει.

Όμως, το Ισραήλ νομιμοποιεί την ίδρυσή του, κατοχυρώνει δικαίωμα για την ίδρυσή του, αναγόμενο στην εκδίωξή του από τους Ρωμαίους πριν από χιλιετίες, κι εμείς ούτε 60 χρόνων ιστορία δεν βλέπουμε μπροστά μας –λέω 60, αν ξεκινήσουμε από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Είναι πολλά; Κι είναι τα πράγματα πολύπλοκα (αμ Ιστορία είναι, δεν είναι τρίλιζα ή παιχνίδι με τις κούκλες) και φαινομενικώς αντιφατικά; εφόσον μάλιστα δεχόμαστε την ίδρυση και αναγνωρίζουμε σαφώς το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ; Είναι λέω πολλά; Άντε 40 χρόνων λοιπόν, από τον πόλεμο των έξι ημερών του ’67. Ή 25, από την εισβολή στον Λίβανο το ’82, που οδήγησε στη μαζική σφαγή στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα. Αλλά τι κυνική κολοκυθιά είναι αυτή, με τα 60 και 40 και 25, όταν στη μόλις χτεσινή αιχμαλωσία των 2 Ισραηλινών στρατιωτών εμείς βλέπουμε απαγωγές, όπως είπα, σαν μέσα από μυθιστορήματα με λήσταρχους και πειρατές;

Αυτά για την αντικειμενικότητα, όταν τουλάχιστον δεν αποτελεί συνειδητή σύνταξη με την ισραηλινή πλευρά, έστω και μόνο επειδή δεν θέλει κάποιος να είναι με τη Χεζμπολάχ –λες και για να μην είναι με τη βαρβαρότητα του Ισραήλ πρέπει αυτομάτως να είναι με τη βαρβαρότητα της Χεζμπολάχ. Ή όταν δεν αποτελεί υποταγή στην ειδική τρομοκρατία που ασκεί με εξαιρετικά μεθοδικό τρόπο η ισραηλινή πλευρά, επισείοντας την κατηγορία του αντισημιτισμού σε οποιαδήποτε κριτική ασκείται στην πολιτική των κυβερνήσεων, του κράτους του Ισραήλ.

Η αυτοκτονία ενός ολόκληρου πολιτισμού

Αν τώρα φύγουμε από τη δήθεν –όπως αποδείχτηκε, ελπίζω– αντικειμενικότητα, μένει κυρίως να ξεφύγουμε από την αλυσίδα με τις παραπλανητικές ταυτίσεις: αντισιωνισμού με αντισημιτισμό· Εβραίων με Ισραηλινούς· και τέλος Ισραηλινών, λαού του Ισραήλ, με πολιτικοστρατιωτική ηγεσία. Μα πιο πολύ μένει να ξεφύγουμε από απλουστευτικές ψηφοφορίες και στρατεύσεις του είδους: Ισραήλ ή Χεζμπολάχ;

Η θέση μας στον δυτικό κόσμο είναι δεδομένη· η θέση μας απέναντι στην τρομοκρατία επίσης· το ίδιο και απέναντι στον φονταμενταλισμό, αλλοδαπό και ημεδαπό, και δεν θα υπογράφουμε κάθε φορά υπεύθυνη δήλωση. Όταν όμως πολεμούμε την τρομοκρατία με Γκουαντάναμο, η θέση μας –η θέση ακριβώς που έχουμε σαν πολίτες του δυτικού κόσμου– μας καλεί, απαιτεί να εξεγερθούμε κατά του Γκουαντάναμο.

Ακόμα κι αν μόνο σαν βαρβαρότητα μπορούμε να αντιληφθούμε την «άλλη πλευρά», ακόμα κι αν (σίγουρα εδώ) την εισπράττουμε σαν βαρβαρότητα, ακόμα-ακόμα κι αν όντως είναι νέτα σκέτα βαρβαρότητα, δεν νοείται να επιστρέψουμε εμείς στη δική μας βαρβαρότητα –πίσω λόγου χάρη στα ρόπαλα και την αυτοδικία, στη θανατική ποινή, πολύ περισσότερο στη συλλογική ευθύνη, καληώρα.

Ή προασπίζουμε τον πολιτισμό που χτίσαμε ή δεν τον προασπίζουμε. Και τότε γινόμαστε ίδιοι μ’ αυτούς που πολεμούμε. Και τότε, με τη δική μας πλέον βαρβαρότητα, στην περιφανέστερη εφαρμογή του φαύλου κύκλου, δημιουργούμε οι ίδιοι και εκτρέφουμε αυτό που πολεμούμε. Τότε δημιουργούμε εμείς την τρομοκρατία, όπως το ίδιο το Ισραήλ, εν προκειμένω, δημιούργησε τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ (αν και αποτελεί τεράστιο θέμα κατά πόσο είναι τρομοκρατικές οι οργανώσεις αυτές). Δημιουργούμε δηλαδή και εκτρέφουμε αυτό που μας πολεμάει. Άρα, πολεμούμε τον εαυτό μας, απεργαζόμαστε την καταστροφή μας, με άλλα λόγια αυτοκτονούμε, βεβαίως σαν πολιτισμός, αλλά και κυριολεκτικά, βιολογικά, από το χέρι που μόνοι μας οπλίζουμε.

Θα συνεχίσω.

buzz it!

Αντικειμενικότητα, ίσως. Ουδετερότητα, αδύνατον [α΄]

Τα Νέα, 19 Αυγούστου 2006

Αυτό που λέμε στην καλύτερη περίπτωση «ουδετερότητα» ή «ίσες αποστάσεις» λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του εκάστοτε ισχυρού


Στο Ρασομόν του Κουροσάβα έχουμε διαφορετικές αφηγήσεις όσες και οι μάρτυρες ενός εγκλήματος: ο υποκειμενικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιλαμβάνεται ο καθένας κάποιο αντικειμενικό γεγονός δείχνει πόσο δύσκολο είναι να υπάρξει αντικειμενικότητα –και πολύ περισσότερο ουδετερότητα

το πλήρες κείμενο:

«Να μη λένε μόνο τι κάνει το Ισραήλ, αλλά και τι κάνει η Χεζμπολάχ» έλεγε σε έντονο ύφος δημοσιογράφος μεγάλου καναλιού. «Ο Χ επικαλείται τις αποφάσεις του ΟΗΕ για το Παλαιστινιακό· κανένας όμως δεν αναφέρεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ» έγραφε, νηφάλιος αυτός, έγκυρος δημοσιογράφος καθημερινής εφημερίδας.

Τίποτα δεν θα είχε να προσάψει κανείς σ’ αυτές τις δύο επισημάνσεις, ίσα ίσα θα μπορούσε να βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του, όταν δεν είναι, εννοείται, με τη Χεζμπολάχ. Μήπως όμως τότε είναι με το Ισραήλ, όπως φαίνεται να είναι εν προκειμένω οι δύο δημοσιογράφοι; Και αν δεν είναι ούτε με το Ισραήλ, τι θα άλλαζε στις δύο επισημάνσεις, εφόσον και οι δύο αντιστοιχούν σε μια αντικειμενική πραγματικότητα; Ή πώς θα τη διατύπωνε
κάποιος αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα, αν κυρίως δεν είναι με το Ισραήλ στη συγκυρία αυτή;

Μπερδευτήκαμε, και δεν είμαστε καν στην αρχή. Ας δούμε όμως και άλλη μία επισήμανση, τραγικότερη στην πραγματικότητα την οποία περιγράφει, αυτήν τη φορά από εξαντλητικό άρθρο, ουσιαστικά κάθε άλλο παρά φιλοϊσραηλινό: «Στην Ευρώπη φτάνουν σκηνές από την τραγωδία των Λιβανέζων προσφύγων. Γιατί όμως δεν φτάνουν και οι αντίστοιχες εικόνες από το Τελ Αβίβ; Περίπου 500.000 πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει τον Βορρά (στόχο των ρουκετών της Χεζμπολάχ). Αυτοί δεν είναι πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα;» Τώρα πια υπογράφει κανείς με χέρια και με πόδια, μια επισήμανση πάντως που άδικα συμφύρεται εδώ με άλλων προθέσεων σκέψεις, τη χρησιμοποίησα όμως σκόπιμα, για το θέμα μου: γιατί αν μια απομονωμένη φράση μπορεί να υποβάλει διαφορετική ερμηνεία της θέσης γενικά του κειμένου από το οποίο αποσπάστηκε, πολύ περισσότερο μπορεί να διαβαστεί και να προβληθεί υποκειμενικά η αντικειμενική ιστορία, από τη στιγμή που παρουσιάζεται αποσπασματικά!

Άλλο παράθεμα, από επιφυλλίδα πρώτη χρονικά –τραγικά πρώτη, θα έλεγα– στη ροή των γεγονότων: «Στα εξήντα σχεδόν χρόνια ιστορίας του ισραηλινού κράτους έχουν γίνει πολλά έκτροπα εναντίον Παλαιστινίων Αράβων, για τα οποία ευθύνονται άμεσα οι Αρχές του Ισραήλ. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι έκτροπα ουκ ολίγα έχει διαπράξει και η αραβική πλευρά στο ίδιο διάστημα». Είπα «τραγικά πρώτη», γιατί η επιφυλλίδα έπεσε αμέσως με τις πρώτες βόμβες του Ισραήλ στους αμάχους του Λιβάνου, χωρίς όμως να αναφέρεται στην επικαιρότητα· απλώς, πραγματευόταν γενικότερα, κατά τον τίτλο, «Το νόσημα του αντισημιτισμού». Εδώ έχουμε μια τυπική περίπτωση θεωρητικής προσέγγισης, που δεν κατατρίβεται με την επικαιρότητα, παρά μελετά τις «λήψεις θέσεων [sic] εναντίον του Ισραήλ και του “σιωνισμού”», επισημαίνοντας υποτίθεται ουδέτερα και ακριβοδίκαια την ύπαρξη εκτρόπων και από τις δύο πλευρές. Βέβαια, περισσότερο και από αποσπασματική, η ανάγνωση της ιστορίας είναι υπέρ το δέον σχηματική, με μεταφυσικού τύπου αφαιρέσεις και γενικεύσεις, όπου ένας λαός γίνεται πρόσωπα, κάποιοι «Παλαιστίνιοι Άραβες», αντιμέτωποι με κάποιες «Αρχές του Ισραήλ», λ.χ. την αστυνομία, και όχι με ένα κράτος και τον επιτελικό σχεδιασμό και την πολιτική του.

Αλλά έτσι κι αλλιώς η αποσπασματική ανάγνωση της ιστορίας αποκλείει κατά κανόνα την αντικειμενική αποτίμηση. Πολύ περισσότερο όμως αποκλείει την ουδέτερη στάση στην επιστήμη, κάτι που θεωρείται πως δεν μπορεί γενικότερα, εξ ορισμού, να υπάρξει, πως δεν υπάρχει καν –όχι μόνο στην επιστήμη, αλλά ακόμα πιο γενικά, στη στάση μας στη ζωή, όπως θα προσπαθήσω να δείξω. Εν πάση περιπτώσει, στο προκείμενο, έπειτα από τους πολλούς μου χαρακτηρισμούς (αλλά και τη δική μου αποσπασματική παρουσίαση ενός ολόκληρου κειμένου!), οφείλω να κατονομάσω τον επιφυλλιδογράφο, που είναι ο καθηγητής Δ. Δημητράκος (Βήμα 16/7), και με ανακούφιση να παραπέμψω στην απάντηση που δέχτηκε από τον καθηγητή Νάσο Βαγενά (Βήμα 23/7).

Στο Ρασομόν του Κουροσάβα, μία από τις 10 καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, σύμφωνα και με τους κριτικούς, έχουμε τις αντιφατικές αφηγήσεις δράστη, θύματος και άλλων μαρτύρων, σχετικά με τη δολοφονία ενός σαμουράι και το βιασμό της γυναίκας του. Μέσα από την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης μαρτυρίας, που είναι το θέμα του Κουροσάβα, στην ταινία δεν θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς συνέβη στην πραγματικότητα, έτσι όπως γενικά δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τα όρια π.χ. ανάμεσα στις σκόπιμες αλλοιώσεις (τα ψέματα) και τις αλλοιώσεις της μνήμης, αλλά προπαντός την υποκειμενική πρόσληψη του αντικειμενικού. Άρα, δεν υπάρχει καθαυτό αντικειμενικό, εφόσον η υποκειμενική πρόσληψη σημαίνει το «δικό μου» κάθε φορά αντικειμενικό;

Δεν έχει νόημα να περιπλανηθούμε περισσότερο εδώ. Αν όμως φτάνει να θεωρείται περίπου εξ ορισμού ανέφικτη η αντικειμενικότητα, πόσο μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει, όπως είπα και παραπάνω, ουδετερότητα. Και όταν λέω δεν υπάρχει, εννοώ ότι αυτό που λέμε στην καλύτερη περίπτωση «ουδετερότητα» ή «ίσες αποστάσεις» λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του εκάστοτε ισχυρού.

Εδώ θα μας βοηθήσει άλλος δημοσιογράφος, με πλούσια αρθρογραφία για τη «Μονόπλευρη καταδίκη», την «Επιλεκτική ευαισθησία» κ.ά. –οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους. Στο πρώτο από αυτά αναλύει το σχέδιο της Χεζμπολάχ, που ήθελε να προκαλέσει τους «εξ επαγγέλματος εθισμένους στη βία στρατηγούς» του Ισραήλ να «απαντήσουν ασύμμετρα», και να δημιουργηθούν έτσι «κύματα συμπάθειας για τους νεκρούς αμάχους στη διεθνή κοινή γνώμη». Που όμως έμεινε, όπως διαπιστώνει ο αρθρογράφος, ασυγκίνητη, ενώ «και η πάντοτε ευαίσθητη στο δράμα των Παλαιστινίων Ευρώπη κρατάει αποστάσεις».

«Δεν πρόκειται» συνεχίζει «για μια συνωμοσία σιωπής, [...] ούτε είναι ο “διεθνής σιωνιστικός δάκτυλος” [...]. Σε αντίθεση με τα ελληνικά άρθρα (που ξεκινούν: “την περασμένη Τετάρτη άρχισαν οι επιθέσεις του Ισραήλ κατά του Λιβάνου”), όλοι γνωρίζουν ότι της Τετάρτης προηγήθηκε η Τρίτη, όταν οι ένοπλοι της Χεζμπολάχ επιτέθηκαν σε ισραηλινό φυλάκιο σκοτώνοντας επτά και αιχμαλωτίζοντας δύο…»

Αλίμονο, και εδώ βάζει κανείς ολοπρόθυμα την υπογραφή του. Μόνο που, αν «της Τετάρτης προηγήθηκε η Τρίτη», οφείλει κανείς να μην ξεχνάει και να λαβαίνει συνεχώς υπόψη του ότι της Τρίτης προηγήθηκε η Δευτέρα, και της Δευτέρας η Κυριακή, κ.ο.κ.

Φαίνεται όμως πως συγγενές αμάρτημα της «αντικειμενικής» και «ουδέτερης» (αν και εφόσον ισχυρίζεται έστω η ίδια πως είναι ουδέτερη) περιγραφής και αποτίμησης είναι ακριβώς η έλλειψη ιστορικής προοπτικής.

Όμως, δεν νοείται να κόβουμε μια φέτα ιστορίας, αν θέλουμε ακριβώς να μελετήσουμε την ιστορία, γιατί η ιστορία δεν είναι φέτες, δεν είναι κουτάκια ή συρταράκια, έστω το ένα πλάι στ’ άλλο, αλλά ένα αδιάσπαστο Συνεχές.

Η Ιστορία σε φέτες δεν είναι Ιστορία

Κι ωστόσο, αυτό που κατά κανόνα συμβαίνει στην «αντικειμενική» και «ουδέτερη» περιγραφή είναι πως ο καθένας, ατομικά ή συλλογικά, σαν ρεύμα, τάση, κόμμα, ή κι ολόκληρη εποχή, ο καθένας λοιπόν κάνει μιαν αυθαίρετη τομή, και αρχίζει από κει και πέρα την επιστημονική του παρατήρηση, κάτω απ’ το μικροσκόπιο, μέσα στη γυάλα, μ’ ένα τόσο δα κομματάκι δηλαδή ιστορία, αλλά με την Ιστορία απ’ έξω.

Θα τη δούμε αναλυτικότερα την περίπτωση αυτή, όπως παρουσιάστηκε τώρα, με τον πόλεμο του Ισραήλ και το παλαιστινιακό. Προηγουμένως, και για μεγαλύτερη ασφάλεια, μπορούμε να δούμε επιγραμματικά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Είναι η περίφημη εξίσωση «μαύρος και κόκκινος φασισμός», εξίσωση που γίνεται εν κενώ ιστορίας, και έτσι, ερήμην συχνότατα των όποιων προθέσεων, «πριμοδοτεί» έμμεσα τον «μαύρο» φασισμό, ή οπωσδήποτε αμβλύνει την κριτική απέναντί του. Γιατί εξίσωση χωρίς την ιστορική διαδρομή, χωρίς τον λόγο και τους λόγους της ιστορίας, χωρίς διακριτούς τους ρόλους λ.χ. θύτη και θύματος, σημαίνει απλώς λογιστική και σκέτα νούμερα. Όμως, ακόμα κι αν «αριθμητικά» τα εγκλήματα είναι ίδια, ακόμα ακόμα κι αν του «κόκκινου» είναι περισσότερα, δεν μπορεί η εξίσωση των αναντίρρητων πράξεων να συνεπάγεται και εξίσωση των ιδεολογιών. Γιατί, αν κατεβούμε από τις –εξίσου, έστω, εγκληματικές– ηγεσίες προς τα κάτω, και δούμε όχι επιτελικά σχέδια αλλά ιδεολογίες, τότε τι σχέση έχει η μια ιδεολογία με την άλλη, τι σχέση μπορεί ποτέ να έχει ιστορικά ο κομμουνιστής με τον φασίστα; Γιατί ο κομμουνιστής, ακόμα κι όταν έσφαζε, πήγαινε, ήθελε, νόμιζε πως θ’ άλλαζε τον κόσμο προς το καλύτερο· ο φασίστας όχι! Αλλιώς, ας βάζαμε μαζί, πλάι στους δύο «φασισμούς», και τρίτον, π.χ. τον χριστιανισμό, με τα ων ουκ έστι αριθμός εγκλήματά του, έστω και μόνο όταν αγωνιζόταν για την επικράτησή του!

Θα συνεχίσω.

buzz it!

12/12/07

«Και οι Έλληνες έχουν δικαίωμα στη ζωή»

Τα Νέα, 8 Δεκεμβρίου 2007


Οι ξένοι μάς πήραν τις δουλειές, οι ξένες μάς πήρανε τους άντρες, κατσικωθήκανε στον τόπο μας και γεννοβολάνε,
«Ένας στους δέκα» καμαρώνουνε πως είναι πια, το κάναν και θεατρικό κι έχουν το θράσος να το παίζουνε οι ίδιοι! (από την παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου -φωτ. Ορφέα Εμιρζά)



Καιρός ήταν! Να μπει ένα «Τέλος στη ρατσιστική αντιμετώπιση και την κοινωνική υποβάθμιση των Ελλήνων πολιτών». Γιατί, ναι, «Και οι Έλληνες έχουν δικαίωμα στη ζωή»!
Όθεν, καλούνται οι αντιρατσιστικές δυνάμεις να χτυπήσουν ενωμένες το ρατσισμό που κυνηγάει τους Έλληνες, το ρατσισμό τον οποίο αντιπροσωπεύουν Κούρδοι και Πακιστανοί, Αλβανοί και Αφγανοί και λοιποί λαθρομετανάστες.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ούτε η πιο νοσηρά προβοκατόρικη, άντε η πιο ασεβής σατιρική πένα, δε θα επινοούσε τέτοιο σουρεαλιστικό σενάριο.

Ιδού όμως και πάλι ο θρίαμβος του κοινότοπου, πως η φαντασία ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα εν προκειμένω είναι μια ανυπόγραφη πρόσκληση, με τίτλο ακριβώς τον τίτλο της σημερινής επιφυλλίδας, πρόσκληση στους δημότες τού προσφυγικού από τη σύστασή του Αιγάλεω να κινητοποιηθούν για να μπει –ας το ξαναδιαβάσουμε– «Τέλος στη ρατσιστική αντιμετώπιση και την κοινωνική υποβάθμιση των Ελλήνων πολιτών».

Η συγκέντρωση έγινε στις 30 Οκτωβρίου, στον ίδιο τόπο μαρτυρίου των Ελλήνων θυμάτων του ρατσισμού, στον Άγιο Σπυρίδωνα του Αιγάλεω, εκεί όπου κάθε μέρα, όλη μέρα, οι θύτες ρατσιστές Ιρακινοί, Αφγανοί και άλλοι, ουρά ολόκληρη από τη Θηβών, στήνουν παγανιά στον αθώο Έλληνα εργολάβο που θα τους προσφέρει το ηγεμονικό μεροκάματο των 20 ευρώ, και έρχονται πολλές φορές στα χέρια, ποιος θα πρωτομπεί στο αμάξι του εργολάβου, να τον ξεζουμίσει.

Μερικές δεκάδες Αγωνιστές έδωσαν το παρών, 50-80 σύμφωνα με αντιφρονούσες πηγές, αρκετές εκατοντάδες σύμφωνα με τον Ελεύθερο Κόσμο, εμείς αυτόν πιστεύουμε βεβαίως, αλλά ακόμα κι αν ήτανε 50-80, με μια χούφτα μπολσεβίκους δεν έκανε τάχα κι ο Λένιν το «πραξικόπημά» του;

Αρκεί που έπεσε ο σπόρος.

Κι ένα μήνα ακριβώς μετά, στις 30 Νοεμβρίου, στο Αιγάλεω μες στο κέντρο φύτρωσε καινούριο δέντρο, που έβγαλε φύλλα και κλωνιά κι εσκέπασε τη γειτονιά: καμιά τριανταριά Ελλαδοκαθαριστές, με μαχαίρια, σιδερολοστούς κι ένα περίστροφο, χτύπησαν το ρατσισμό στο πρόσωπο οχτώ Πακιστανών εκπροσώπων του, στέλνοντας τους μισούς στο νοσοκομείο, όπου ο ένας παραμένει, ώς τη μέρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, με εσωτερική εγκεφαλική αιμορραγία. (Λεπτομέρεια: η επιδρομή στο σπίτι των Πακιστανών συνοδεύτηκε, ως συνήθως, με πλιάτσικο: κινητά, διαβατήρια, χρήματα: ε, δεν αρκεί να μιλάμε για καθαρότητα της φυλής αφηρημένα, θεωρητικά· χρειάζονται και όβολα για τα απορρυπαντικά.)

Βέβαια, πέντε χρόνια πριν, ένας Καζάκος μόνος του σκότωσε δύο και τραυμάτισε σοβαρά εφτά, αφήνοντας με μόνιμη αναπηρία τους πέντε. Ας μη μεμψιμοιρούμε όμως: κάθε προσφορά στον αγώνα, όπου ο άλλος θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του και προπαντός την υπόληψή του, αφού θα ’ρθούνε έπειτα οι προοδευτικάριοι και τα συνασπιστήρια να τον πουν τον ίδιο ρατσιστή, κάθε προσφορά λοιπόν πρέπει να γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη.

Και σημασία έχει άλλωστε η συλλογική πια δράση, γιατί μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα για εθνική αφύπνιση –που θα οδηγήσει και στην «επανελλήνιση», για την οποία μάχεται και η Ελληνική Αγωγή του νυν εθνοπατέρα Άδωνη Γεωργιάδη, του βουλευτή του ΛΑΟΣ, του κόμματος που ως γνωστόν έχει εγγράφως αποκηρύξει κάθε ρατσιστική ιδέα.

Ευτυχώς, τέτοιες συλλογικότερες προσπάθειες δεν έχουν λείψει τα τελευταία χρόνια, από τον γενναίο ξυλοδαρμό ρατσιστών αλλοδαπών στους πανηγυρισμούς του Euro του 2004, ώς την προχτεσινή μόλις επίθεση (Σάββατο 1/12, μία μέρα μετά το Αιγάλεω) εναντίον Μαροκινών στα Χανιά με αλυσίδες, στειλιάρια, ρόπαλα. Ή, μέσα στον Οκτώβρη πάλι, την επιδρομή 50-60 Ελληνόψυχων με στρατιωτικά ρούχα και με σιδερολοστούς, ρόπαλα και μαχαίρια σε γειτονιά Πακιστανών στου Ρέντη, τα μαχαιρώματα σε διάφορα σημεία της Αθήνας έπειτα από γιορτή Χρυσαυγιτών. Και με κορυφαίες στιγμές τη δολοφονία 20χρονου Αλβανού και τον τραυματισμό άλλων δύο στη Ζάκυνθο το 2004, επειδή πανηγύριζαν που η Εθνική της χώρας τους νίκησε στο ποδόσφαιρο τη δική μας, ή τη δολοφονία του 17χρονου Αλβανού στο Ρέθυμνο, Πρωτοχρονιά του 2006, για ένα φραστικό επεισόδιο, όπου δεν μετείχε καν ο ίδιος!

Αλλά προπάντων υπάρχει η συνδρομή της συντεταγμένης πολιτείας. Γενικότερα, με τη χειρότερη μεταναστευτική πολιτική στην Ευρώπη, με τη μηδαμινή σχεδόν παροχή ασύλου, χώρια τα παράνομα ναρκοπέδιά της όπου άφησαν τη ζωή τους, ολόκληρη ή μισή, δεκάδες τριτοκοσμικοί επίβουλοι· και ειδικότερα, με τα όργανά της, την Αστυνομία, με την έμμεση βοήθεια: με την αδράνεια, ή με την άμεση: με τους βασανισμούς, και το Λιμενικό, που στέλνει σωρηδόν τους εισβολείς πίσω στα τουρκικά παράλια θαλασσοπνίγοντάς τους, π.χ. τον Σεπτέμβρη του 2006, ή βασανίζοντάς τους και κακοποιώντας τους σεξουαλικά, γιατί βαριά δεν είναι μόνο η π….. του τσολιά αλλά και η πείνα και η διαστροφή του κάθε Ελληναρά.

Κι όλα αυτά με τις ευλογίες συχνά, αν όχι την ηθική αυτουργία, της επίσημης Εκκλησίας, διά του Προκαθημένου της κατά πρώτο λόγο.

Υπερδιπλασιασμό των επιθέσεων εναντίον μεταναστών κατέγραψε το Παρατηρητήριο Κατά του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας σε σχέση με την περσινή χρονιά: 16 επιθέσεις το 2006, 35 φέτος –από όσα έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής.

Πάμε καλά. Τις μέρες αυτές που γίνεται στο Εφετείο η δίκη του Πλεύρη, που στο «επιστημονικό του σύγγραμμα», όπως το χαρακτήρισε ο εισαγγελέας στην πρώτη δίκη, προτρέπει στην εξόντωση των Εβραίων. Πάμε καλά, με το ΛΑΟΣ να εκπροσωπείται πλούσια στη Βουλή και ακόμα πλουσιότερα, μαζί με τα παραφερνάλιά του, τον Λιακόπουλο π.χ., στα τηλεοπτικά μας μέσα, από τους επαγγελματίες πια σκουπιδιάρηδες Θέμο, Φώτης-Μαρία και Σία, ώς τους κατά τεκμήριο σοβαρούς, Παπαδάκη, Πρετεντέρη και λοιπούς, σε όλα ανεξαιρέτως τα κανάλια, αυτούς που στάθηκαν εντέλει καθοριστικοί για την (ενισχυμένη) είσοδο των δυνάμεων αυτών στο «ναό της Δημοκρατίας» και την εδραίωση-νομιμοποίησή τους στην κοινή συνείδηση.

Ο Δωδεκάλογος του αντι-Γύφτου

Ίτε παίδες Ελλήνων, λοιπόν. Κι αν κάποιοι είχαν την τόλμη να αναλάβουν να εκφράσουν τα όνειρα και τους κρυφούς πόθους των πολλών, ρισκάροντας για το δικαίωμα και του Έλληνα στη ζωή, θα έχουν, φαντάζομαι, την τόλμη να δείξουν φωτεινό το δρόμο, υπογράφοντας δώδεκα π.χ. σημεία, συμβόλαιο τιμής απέναντι στην Πατρίδα, το Καθαρό το Έθνος, τη Φυλή, την Ιστορία:

1. Δεν θα πάρω μετανάστη μπογιατζή να μου βάψει το σπίτι, ή γενικά μετανάστη εργάτη για οποιαδήποτε οικοδομική ή άλλη εργασία, να μου μαζέψει τα πορτοκάλια, τις ελιές κτλ.· αν παραταύτα δεν υπάρχει άλλη λύση, θα είναι νόμιμος, με το μεροκάματο της συλλογικής σύμβασης, με τα ένσημά του κτλ.·

2. Δεν θα πάρω μετανάστη υπάλληλο στο μαγαζί ή στην επιχείρησή μου ή εργάτη στις εργολαβίες μου –παρά μόνο νόμιμο κτλ·

3. Δεν θα καταφύγω στους μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στα ερημωμένα χωριά, για να χτίσω στο δικό μου χωριό, παρά θα φέρω Έλληνες χτίστες, μαραγκούς κτλ. από την κοντινότερη πόλη·

4. Δεν θα πάρω Γεωργιανή, Βουλγάρα κτλ. εσωτερική για τον κατάκοιτο γονιό ή συγγενή·

5. Δεν θα πάρω Βουλγάρα ή Πολωνέζα παραδουλεύτρα, ούτε Φιλιππινέζα νταντά·

6. Δεν θα στείλω το παιδί μου, μοναδικό Ελληνάκι στο χωριό, στο σχολείο που παρέμεινε ανοιχτό ή και ξανάνοιξε χάρη στα μεταναστόπουλα·

7. Δεν θα ψωνίσω από Ρωσοπόντιους στις λαϊκές, ούτε από τα φτηνά κινέζικα, σε όσο δεινή οικονομική κατάσταση κι αν βρίσκομαι·

8. Δεν θα δεχτώ να νοσηλευτώ από μετανάστες γιατρούς, σε κρατικά μάλιστα νοσοκομεία·

9. Δεν θα ξαναπατήσω σε αγώνα μπάσκετ, στο ποδόσφαιρο θα πηγαίνω μόνο για να πετάω μπανάνες σε Γκανέζους ποδοσφαιριστές, και ούτε στίβο ούτε τίποτα, και προπαντός ποτέ άρση βαρών·

10. Δεν θα πατήσω στο Μέγαρο, όπου η Καμεράτα είναι γεμάτη μετανάστες μουσικούς, αλλά δεν πάει πίσω κι η Ορχήστρα των Χρωμάτων –κι άρχισαν τώρα, λέει, να παίζουν και στο θέατρο·

11. Δεν θα ερωτευτώ μετανάστρια ή μετανάστη, ποτέ μεικτό γάμο, ούτε με δίμετρη Ρωσίδα καλλονή θα πάω·

12. Δεν θα δεχτώ τα όποια οφέλη μού αναλογούν από την αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% και γενικά από τη συμβολή, λέει, των ξένων στην κινητικότητα της εργασίας, στην παραγωγικότητα κτλ.


ΥΓ. Στην Ελευθεροτυπία 4/12 διάβασα: «Στον κεντρικό δρόμο [του Αιγάλεω, μετά την επίθεση] τα μαγαζιά ήταν ακόμη ανοιχτά και τα φωτεινά στολίδια του δήμου για τις γιορτές ήταν γαλάζια, μπλε και άσπρα»: της πατρίδος μου η σημαία (θα) έχει χρώμα… μελανό!

buzz it!

9/12/07

25. Η Μήτσος και Γιώργης

Τα Νέα, 12 Φεβρουαρίου 2000

Στο προηγούμενο κείμενο ασχολήθηκα με έναν «καταχρηστικό», όπως τον ονόμασα, πληθυντικό, ο οποίος μας χαρίζει φαιδρά, κάποτε, αποτελέσματα με τα ελλειπτικά ουσιαστικά («τα κόστη» και «τα χάη») αλλά και ασάφεια με τα ομαλά, όταν έχει σημασία να διευκρινιστεί αν το αντικείμενο είναι ένα ή πολλά: άλλο σημαίνει, έλεγα, η φράση σηκώστε τα χέρια (=παραδοθείτε, ληστεία) και άλλο η φράση σηκώστε το χέρι (=ψηφοφορία). Υπήρξαν όμως αντιρρήσεις για τη συναρίθμηση του τύπου «οι εαυτοί μας» στα φαιδρά, επειδή η χρήση αυτή είναι πια πολύ συνηθισμένη. Κι όμως, δεν θα λέγαμε ποτέ, αναλόγως, ότι «οι εγωκεντρικοί τύποι ασχολούνται μόνο με τα άτομά τους»!

διαβάστε τη συνέχεια...

Είναι γεγονός ότι παρόμοιους τύπους συναντούμε στην εκκλησιαστική λ.χ. γλώσσα· παραταύτα πιστεύω ότι η αφθονία αυτών των πληθυντικών σήμερα δεν μαρτυρεί συνέχεια και αδιάσπαστη παράδοση αλλά αποτελεί επίδραση των αγγλικών, κυρίως, ή των γαλλικών. Καθαρίσωμεν εαυτούς λέει ο Παύλος στους Κορινθίους, και άνω σχώμεν τας καρδίας ακούει ο εκκλησιαζόμενος κάθε Κυριακή στη λειτουργία. Στη σημερινή όμως χρήση της γλώσσας δύσκολα θα βρούμε ανάλογο: δεν πάμε «στους γιατρούς όταν νιώθουμε πόνους στις καρδιές μας». Άλλωστε, στην ίδια αυτή εκκλησιαστική γλώσσα, ακούμε σήμερα ότι πρέπει να φροντίζουμε για τη σωτηρία της ψυχής μας (ούτε σωτηρίες ούτε ψυχές μας), να έχουμε καθαρή τη συνείδησή μας (όχι τις συνειδήσεις μας), ότι έχουμε όλοι κάποια αποστολή (και όχι αποστολές διάφορες, π.χ. επαγγελματικά ταξίδια) και χρέος προς τον Θεό (όχι χρέη, π.χ. τραπεζογραμμάτια).

Με δύο παραδείγματα από τον ημερήσιο τύπο, καθόλου κραυγαλέα και φαινομενικώς «αβλαβή», περνώ σε μιαν άλλη πτυχή του φαινομένου:

«Ο πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέφθηκε τους προέδρους της Δημοκρατίας και της Βουλής...» και

«ο Α. Παπανδρέου και ο Αν. Πεπονής είχαν ήδη συναντηθεί στα σπίτια του Δ. Τσάτσου και της Σύλβας Ακρίτα».

Και στις δύο περιπτώσεις η κοινή γνώση μάς γλιτώνει από την παρανόηση. Ο καθένας ξέρει ότι δεν υπάρχουν πολλοί πρόεδροι της Δημοκρατίας και πολλοί πρόεδροι της Βουλής, ή ότι η Δημοκρατία και η Βουλή δεν είναι ενιαίο σώμα με πολλούς προέδρους. Και στο δεύτερο παράδειγμα ξέρουμε –οπωσδήποτε όχι τόσο καλά όσο στο πρώτο– ότι ο Δ. Τσάτσος και η Σύλβα Ακρίτα δεν αποτελούν ζευγάρι, με πολλά σπίτια· δεν ξέρουμε αν ο καθένας έχει πολλά σπίτια, αλλά και πάλι η συνάντηση θα έγινε σε ένα από όλα αυτά. Πολλά και διαφορετικά λοιπόν μπορεί να λένε οι δύο ειδήσεις, αλλά την πληροφορία, στην πιο απλή και καθαρή μορφή της, καλείται να την αποκαταστήσει μόνος του ο αναγνώστης, μέσα από την εμπειρία του και την προϋπάρχουσα γνώση: η γλώσσα όμως οφείλει να είναι πάντα σαφής καθαυτήν, χωρίς να προϋποθέτει την κοινή γνώση και εμπειρία, που ποτέ δεν είναι γενικά δεδομένη.

Η οικονομία είναι συχνά απαραίτητη στον γραπτό λόγο, και κάποτε υποχρεωτική, στον δημοσιογραφικό ιδιαίτερα λόγο. Εξίσου υποχρεωτικό όμως είναι να συμφωνούμε στα ελάχιστα προαπαιτούμενα χωρίς τα οποία η πληροφορία θα είναι ασαφής ή και λανθασμένη. Ελάχιστα προαπαιτούμενα εδώ, δηλαδή οι ελάχιστες λέξεις, είναι ότι ο πατριάρχης επισκέφθηκε τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και –κάποια άλλη στιγμή οπωσδήποτε– τον πρόεδρο της Βουλής (και όχι «και αυτόν της Βουλής», σύμφωνα με άλλη παρεξήγηση, για την αποφυγή της επανάληψης):* οι δύο επισκέψεις μπορεί να γίνουν μία είδηση, μα τόσο μόνο· άλλο παζάρι δεν χωράει, ούτε συμψηφισμοί και συναιρέσεις. Το ίδιο και οι συναντήσεις Παπανδρέου-Πεπονή: έγιναν στο σπίτι του Δ. Τσάτσου και στο σπίτι της Σ. Ακρίτα.

Ακραία μορφή αυτής της «τσιγκουνιάς» είναι το τσουβάλιασμα πολλών προσώπων που εισάγονται με ένα μόνο άρθρο στον πληθυντικό. Έχει πια επικρατήσει, το διαβάζουμε σχεδόν παντού, αλλά, το χειρότερο, το ακούμε κιόλας: «παίζουν οι Μήτσος, Γιώργος, Ντίνα». Για να πάρουν την πιο γλυκιά εκδίκηση τα «βόρεια ιδιώματα», όπως διακρίνονται στη γλωσσολογία (εντέλει η μισή Ελλάδα, από Στερεά και πάνω): η Μήτσους κι η πατέρας μ’.

Σε μια γλώσσα με χαρακτηριστικό βασικό κανόνα ότι τα κύρια ονόματα έχουν πάντοτε άρθρο, αφαιρούμε αυτό που αποτελεί και ουσιαστικό πλεονέκτημα για μας, καθώς μας δείχνει το γένος, το φύλο, και μας γλιτώνει από τερατώδη λάθη: «Οι Μάρλον Μπράντο και Κάτι Γιουράντο στο γουέστερν Χ», διαβάζουμε, ή «οι Ντομινίκ Μορν και Ντανιέλ Ντεμανζά», και πρέπει να ξέρουμε εμείς, πριν από την είδηση που μας δίνει ο συντάκτης, το όνομα και το φύλο τους (μήπως «τα φύλα τους»;). Κι ας είναι τα ονόματα μόνο δύο, άρα ο συντάκτης εξοικονόμησε μόλις ένα άρθρο, ένα ο ή ένα η! «Σε χορογραφία των Δ. Παπαϊωάννου και Αγγ. Στελλάτου»:** πάλι οφείλει κάθε αναγνώστης, και ο μη φιλότεχνος, να γνωρίζει τα δύο πρόσωπα, που είναι, εξάλλου, πρόσωπα αυθύπαρκτα και δεν νοείται να χάνουν την ταυτότητά τους, ακόμα και σε ένα κοινό έργο: του Παπαϊωάννου, λοιπόν, και της Στελλάτου· και αν μας έλειψε τόσο πολύ ο χώρος: «σε χορογραφία Παπαϊωάννου και Στελλάτου». «Οι Παναγιώτα Βλαντή και Χάρης Μαυρουδής έχουν πρωταγωνιστικούς ρόλους στην τηλεοπτική Ερόικα...»: εδώ έχουμε και το οπτικά σόλοικο «οι Παναγιώτα...», όπως αλλού: «Οι Αριάδνη Αλαβάνου-Αγγελική Ξύδη γράφουν...»***

Κι όμως, εάν έστω παραιτηθούμε από την απαίτηση για διάκριση αρσενικού-θηλυκού, η λύση είναι εξαιρετικά απλή, προς την κατεύθυνση ακριβώς της μέγιστης δυνατής οικονομίας. Δεν χρειάζεται να γράφει λ.χ. το Μέγαρο σε διαφημιστική αφίσα του «Παίζουν οι» και να ακολουθούν από κάτω τα δεκάδες ονόματα (είναι και τυπογραφικά-αισθητικά ανοίκειο αυτό)· ούτε «διαβάζουν οι», και πάλι τσουβαληδόν τα ονόματα. Εάν δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να πούμε το απλό, ότι παίζουν οι μουσικοί ή διαβάζουν οι ηθοποιοί κτλ., αν δηλαδή το άρθρο δεν συνοδεύει αυστηρώς κάποιο ουσιαστικό στο γένος και κυρίως στον αριθμό τον οποίο υποδεικνύει· αν δηλαδή δεν γίνεται να έχουμε αβίαστο λόγο, ας μην προσποιούμαστε ότι τον έχουμε. Ας γράφουμε δηλαδή τότε σκέτα: Παίζουν ή Διαβάζουν, με ή χωρίς διπλή τελεία (άνω και κάτω στιγμή). Η λογική τού «δύο σε ένα» έχει τη δική της λογική, αλλά βεβαίως και κανόνες. Το ίδιο και ο προφορικός λόγος, χώρια από τον γραπτό, κι αυτός από τον ειδικότερο τηλεγραφικό. Η ανάμειξη δεν δίνει οπωσδήποτε κοκτέιλ, μπορεί το αποτέλεσμα να είναι «μπόμπα».


* Βλ. εκτενώς παρακάτω, "Ο τρόμος της επανάληψης".

** Έτσι υπηρετείται, όταν χρειάζεται, η μέγιστη δυνατή συντομία, π.χ. σε τίτλους («Άριστη δουλειά στην επίθεση από Ντέμη και Τσίριτς») ή σε λεζάντες («Ντράγκαν Τσίριτς και Ντέμης Νικολαΐδης»).

*** Εννοείται ότι ελαστικότερος είναι κανείς σε δοκίμιο ή σε επιστημονικό σύγγραμμα, όπου παρατίθενται πλήθος ονόματα: «στα έργα των…», «στις μελέτες των…» κτλ. Έτσι κι αλλιώς, είναι περισσότερο ανεκτή η διατύπωση με τη γενική ή την αιτιατική πληθυντικού («όπως εξετάζεται από τους…»), σε σχέση με την ονομαστική («οι…»), ακριβώς επειδή ομοηχεί με το θηλυκό του ενικού (η).

buzz it!

26. Τα άναρθρα

Τα Νέα, 26 Φεβρουαρίου 2000

Μια περίεργη αίσθηση οικονομίας, όπως είδαμε στο προηγούμενο, κλαδεύει από τα κύρια ονόματα το άρθρο τους και τα εκθέτει με τρόπο τουλάχιστον ανοίκειο: λέμε πως τραγουδούν «οι Γιώργος Νταλάρας και Χρόνης Αηδονίδης», και ακούμε μοιραία «η» Γιώργος Νταλάρας, ενώ μένει, ασεβώς, άναρθρος ο Χρόνης Αηδονίδης, ίσα ίσα για να γλιτώσουμε ένα άρθρο, εκεί που θα αρκούσε –αν όντως έχουμε πρόβλημα χώρου– μια διπλή τελεία (τραγουδούν: Γιώργος Νταλάρας και Χρόνης Αηδονίδης). Παράλληλα, αποκρύπτεται μια ουσιαστική πληροφορία την οποία παρέχει εκ φύσεως η ελληνική γλώσσα, το φύλο κάθε προσώπου: ποιος-ποια είναι «οι Α. Σακελλαρίου και Μ. Παπαδημητρίου»; Πρόκειται άραγε για «κακή συνήθεια» του γραπτού λόγου; Ίσως, μια και κανένας δεν λέει ποτέ: «χτες πήγα στην ταβέρνα με τους Νίκο, Κατερίνα και Γιώργο», ή «ήρθαν στο σπίτι οι Γιώργος, Ντίνος».

διαβάστε τη συνέχεια...

Άλλο τόσο δεν λέει κανείς –για να περάσουμε στο σημερινό και συγγενικό κατά κάποιον τρόπο θέμα– πως τηλεφώνησε «στη φίλη του Μαρία», πως είδε χτες «την αδερφή του Κατερίνα» ενώ σήμερα θα δει «τον αδερφό του Θωμά», και να εννοεί, εδώ πια, τον δικό του τον αδερφό, που τον λένε Θωμά. Διότι, στην ελληνική γλώσσα, η διατύπωση «τον αδερφό του Θωμά» σημαίνει, αυστηρώς, τον αδερφό κάποιου Θωμά, και όχι το ζητούμενο, δηλαδή τον αδερφό του ΤΟΝ Θωμά.*

Αυτά στην ελληνική γλώσσα, όπως υπογράμμισα. Άλλα σε άλλες, προς τις οποίες φαίνεται ότι αλληθωρίζει το παράδειγμά μας. Στα αγγλικά, λόγου χάρη, ο άνθρωπός μας θα πάει να δει his brother Thomas. Πιστεύω δηλαδή ότι σ’ αυτή την τάση για «οικονομία», που πάντως αγνοεί βασικούς κώδικες της γλώσσας, λανθάνει η επίδραση ξένων γλωσσών, όπου τα κύρια ονόματα δεν έχουν άρθρο. Δοκιμάστε, σε όλα τα παραδείγματα που σημείωσα και σε όποιο άλλο συναντήσετε, να δείτε πώς ακούγεται ευκρινέστατα η αγγλική (ξεκινώ από την ευρύτερα διαδομένη), η γαλλική, η γερμανική ή όποια άλλη γλώσσα γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε, άρα και επηρεαζόμαστε από αυτήν.

Δεν μοιάζει να υπάρχει κανένας προφανής λόγος να δεχτούμε μια τέτοια επίδραση, που μας στερεί βασικά κεκτημένα της ελληνικής γλώσσας αλλά και δημιουργεί ασάφεια. Στο κάτω κάτω, ο Άγγλος (ο Γάλλος κτλ.) αποδίδει με δύο διαφορετικούς τρόπους τα δύο διαφορετικά νοήματα, αυτά που εμείς, παρά πάσα λογική, θέλουμε τώρα να τα αποδώσουμε με έναν:

(α) his brother Tom=τον αδερφό του τον Τομ και
(β) Tom’s brother=τον αδερφό τού Τομ.

Εμάς ξάφνου μας στενοχωρεί πολύ το άρθρο, ιδίως στις πλάγιες πτώσεις, και ιδιαίτερα στη γενική, όπου ομοηχεί με το κτητικό: μπορεί όντως να ακούγεται άσχημα η φράση «το σπίτι του αδερφού του τού Θωμά» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε, κατά περίπτωση έστω, να πετούμε το αναπόσπαστο από το όνομα άρθρο: το τίμημα θα είναι πάντοτε κορακίστικα και συχνά παρανόηση πλήρης. Άλλη μια φορά απαιτούμε από τη γλώσσα να μεταφέρει μηνύματα και πληροφορίες κατά προσέγγιση, και το νόημα περιμένουμε να το αποκαταστήσει ή και να το ανακαλύψει ο αναγνώστης, βασιζόμενος σε προηγούμενες, δικές του πληροφορίες.

Ας διαβάσουμε μαζί:

«Ο Τζέρι Λιούις δεν κρύβει τη χαρά του [...]. Και τη δείχνει ακόμη και με τη δική του άποψη περί φιλιού, με “θύμα” τη γυναίκα του, Σαμ». Εδώ, επειδή το όνομα Σαμ είναι συνήθως αντρικό, φρόντισε ο συντάκτης να βάλει πριν από το όνομα ένα κόμμα· διαφορετικά, ούτε συζήτηση, όλοι θα διαβάζαμε ότι ο Τζέρι Λιούις φίλησε τη γυναίκα κάποιου άλλου, κάποιου Σαμ! Και το κόμμα, τι παριστάνει, εκτός από ένα ελάχιστο, οπτικό «ανάχωμα»; Διότι λέμε, και εδώ: αυτή είναι η γυναίκα μου η Μαρία, και όχι «η γυναίκα μου, [κόμμα, δηλαδή παύση, αναπνοή] Μαρία» –εκτός πια κι αν συστήνουμε τη γυναίκα μας στη φίλη μας τη Μαρία!

Αλλά εδώ προσοχή· λέμε: η γυναίκα μου η Μαρία, όταν ακριβώς τη συστήνουμε σε κάποιον. Ποτέ άλλοτε δεν λέμε, σε φίλο μας, σε συνάδελφο στο γραφείο κτλ., ότι «χτες πήγα βόλτα με τη γυναίκα μου τη Μαρία» ή «τσακωθήκαμε λιγάκι με τη γυναίκα μου τη Μαρία» –εκτός κι αν είμαστε πολυγαμικοί μαχαραγιάδες! Λέμε δηλαδή:

πήγα βόλτα με τη Μαρία, όταν οι άλλοι την ξέρουν ήδη τη Μαρία, ξέρουν ήδη τι μας είναι η Μαρία, ή μιλούσαμε από ώρα για τη Μαρία· και λέμε:

πήγα βόλτα με τη Μαρία, τη γυναίκα μου· λέμε δηλαδή, όπως και πριν: πήγα βόλτα με τη Μαρία, και προσθέτουμε αμέσως: τη γυναίκα μου, μόλις σκεφτούμε ότι οι άλλοι, σε μια μεγάλη συντροφιά, μπορεί να μην την ξέρουν όλοι τη Μαρία.

Αλλά δεν λέμε, όπως είπα, «τη γυναίκα μου τη Μαρία», και πολύ περισσότερο δεν λέμε «τη γυναίκα μου Μαρία», με ή χωρίς κόμμα, σε αντίθεση λ.χ. με τον Άγγλο. Γιατί ο Άγγλος λέει αυτό ακριβώς και με τον δικό του ακριβώς τρόπο: my wife Maria –κι εδώ βρίσκεται το βασικό κλειδί για το θέμα μας, έτσι εξηγούνται και οι μεταφράσεις, με ή χωρίς κόμμα:

Ξεκινώ με τα απλούστερα:

«σήκωσε το ακουστικό η φίλη μου Τζέιν»: η φίλη μου η Τζέιν, είναι εδώ η απλούστερη διόρθωση, η απλούστερη διατύπωση· διαφορετικά, ποια Τζέιν, ποιον ενδιαφέρει τάχα αυτή η Τζέιν; Γιατί, αν είναι ήδη γνωστή στον συνομιλητή μας, είναι η φίλη μου, σκέτα, ή η φίλη μου η Τζέιν· διαφορετικά εμείς, στα ελληνικά, θα λέγαμε: μια φίλη μου, η Τζέιν·

«γύρισα και είπα στον σεναριογράφο Γκλεν Γκόρντον Κάρον»: στον σεναριογράφο, τον Γκλεν Γκόρντον Κάρον, ή: στον Γκλεν Γκόρντον Κάρον, τον σεναριογράφο, είναι οι δύο εναλλακτικοί τρόποι στα ελληνικά· διαφορετικά, το παράδειγμά μας δηλώνει τον συγκεκριμένο σεναριογράφο κατ’ αντιδιαστολή προς έναν άλλο, παρόντα ή μη, ή σαν να υπήρχαν δύο ή και τρεις σεναριογράφοι.

Σε άρθρο κατά του Ζαν Τιμπερί, δημάρχου του Παρισιού, και της γυναίκας του, της Ξαβιέρ Τιμπερί, η οποία κατονομάζεται και μάλιστα χαρακτηρίζεται «κορσικανή ματρώνα», διαβάζουμε: «Ο 65χρονος Τιμπερί ισχυρίζεται ότι ούτε ο ίδιος ούτε η γυναίκα του, Ξαβιέρ, έχουν καμία σχέση με τη σωρεία των σκανδάλων»: εδώ, με βάση τα παραπάνω, δεν χρειάζεται καθόλου το όνομά της· διαφορετικά, θα έπρεπε να επαναληφθεί και όνομα και επώνυμο, και με το άρθρο φυσικά: ούτε ο ίδιος ούτε η γυναίκα του, η Ξαβιέρ Τιμπερί

«ο Τσένεϊ [...] να προστατεύσει την ιδιωτική ζωή της κόρης του, Μαίρη (sic)»: της κόρης του της Μαίρης·

«ο ξένος Τύπος βρίθει συνεντεύξεων του Τζόζεφ Φάινς [...] ο οποίος δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τον αδελφό του Ρέιφ»: τον αδερφό του τον Ρέιφ·

«δεν μπορώ να κτίσω τη δημοκρατία μόνος μου, με τη γυναίκα μου Ντανούτα» λέει ο Βαλέσα σε συνέντευξή του, σαν να μας λέει με ποιαν ακριβώς απ’ όλες τις γυναίκες του έχει δυσκολία (και δεν θα άλλαζαν πολλά πράγματα αν γραφόταν: «τη γυναίκα μου την Ντανούτα», απλώς θα ακουγόταν ελληνικότερο).

Και τα περισσότερο περίπλοκα:

«Η Λένα, μια νεαρή δασκάλα από την πόλη, κάνει μαθήματα στον Μπραντ, έναν αναλφάβητο αγρότη, ο οποίος σύντομα την ερωτεύεται. Η γυναίκα του Κιτ, παραδόξως, σπρώχνει τον Μπραντ στην αγκαλιά της Λένας...»: η γυναίκα του η Κιτ· και καλύτερα σκέτο: η γυναίκα του, αφού κανέναν ρόλο δεν παίζει το όνομά της, και κυρίως επειδή δεν την ξέρουμε ακόμα, δεν έχει αναφερθεί ήδη η ύπαρξή της, πολύ περισσότερο το όνομά της –αλλά και ούτε θα το μάθουμε, παρά μόνο αν πάμε να δούμε την ταινία: γιατί το σύντομο αυτό κειμενάκι αποτελεί παρουσίαση καινούριας ταινίας, που σημαίνει ότι δίνει εντελώς καινούριες πληροφορίες στον αναγνώστη. Ώστε λοιπόν λάθος πληροφορία προσλαμβάνουμε εδώ, γιατί «κανονικά», στη γλώσσα μας και σύμφωνα με τις γραμματικές μας, η συγκεκριμένη διατύπωση δηλώνει αυστηρώς και μόνο τη γυναίκα κάποιου τρίτου, που τον λένε Κιτ.

Και εδώ είναι εξασφαλισμένη η σύγχυση:

«η Μαφία σκότωσε τον αδερφό του Λούκα»: ποιος ο Λούκα και ποιος ο αδερφός του, τον οποίο και σκότωσαν; Αυτά δεν μας υποβάλλει η γλώσσα μας; Κι όμως, η πραγματικότητα είναι άλλη: ο Λούκα είναι ο αδερφός ενός εξέχοντος δικαστή! Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η είδηση ξεκινά από ένα γνωστό μας πρόσωπο, που προϋποτίθεται, και από κει περνάει στον άγνωστο, ή τον περισσότερο άγνωστο ώς τώρα: τη σύζυγο, τον αδερφό, τον γείτονα κτλ., που τώρα γίνεται κι αυτός βασικό πρόσωπο της είδησης (ο δολοφονημένος αδερφός), οπότε δικαιούται την –πλήρη– επωνυμία. Για να το πω αλλιώς –όπως παραπάνω με την Τζέιν–, ή δεν τον ξέρουμε κάποιον και δεν μας αφορά, οπότε περιττεύει το μικρό του όνομα (ή και συσκοτίζει), ή τον ξέρουμε ή πρέπει να τον μάθουμε, γιατί αυτός ακριβώς έχει σημασία τώρα στην είδηση, οπότε δικαιούται και αυτός πλήρες ονοματεπώνυμο, ή έστω άρθρο.

Ας το δούμε πιο καθαρά στην ακόλουθη φράση:

«Ο Βίκτωρας Μητρόπουλος βγήκε νικητής από τις έως τώρα κόντρες με τον αδελφό του, Θωμά», όπου έχουμε αντιγραφή στα ελληνικά της σύνταξης που μας απασχολεί, ή ελληνικά σαν να είναι μετάφραση: εδώ, και εφόσον ήδη ξέρουμε μαζί τα δύο αδέρφια, έπρεπε να είχαμε «τον αδερφό του ΤΟΝ Θωμά Μητρόπουλο». Διαφορετικά, και πάλι επειδή τους ξέρουμε μαζί, περιττεύει το μικρό όνομα, έτσι σκέτο και άναρθρο, λες και μεταφράστηκε η είδηση απ’ τους Νιου Γιορκ Τάιμς.

Άλλα ελληνικά, όπου τσιγκουνεύτηκαν το άρθρο:

«ο Νίκος Κοεμτζής [...] ζητάει από τον αδελφό του Δημοσθένη και τον φίλο του Θωμά [...] να του αφηγηθούν τι ακριβώς συνέβη τη νύχτα του φόνου»: από τον αδελφό του τον Δημοσθένη και τον φίλο του τον Θωμά (ή: έναν φίλο του, τον Θωμά

«ο νεαρός παίκτης του ΠΑΟ [Αντ. Φώτσης], συνοδευόμενος από τον πατέρα του Βαγγέλη»: καλά, είναι προφανές ότι δεν πήρε ο Φώτσης τον πατέρα του φίλου του ή του γείτονά του τού Βαγγέλη –έτσι όπως μας «λέει» πάντως η είδηση–, αλλά τον δικό του πατέρα, τον παλιό μπασκετμπολίστα Βαγγέλη Φώτση· και γι’ αυτό ακριβώς, μόνο επειδή είναι ή ήταν γνωστός ο πατέρας του, δικαιολογείται η αναγραφή του ονόματος, αλλά τότε πλήρως και με το άρθρο του: συνοδευόμενος από τον πατέρα του, τον Βαγγέλη Φώτση· διαφορετικά, αν δηλαδή δεν ήταν γνωστός: συνοδευόμενος από τον πατέρα του, σκέτα, τελεία·

«από τη μητέρα της Έμυ... / με προτροπή του γιου της Γιάννη / την ίδια άποψη μετέφερε [...] στον γιο του Αλέξη ο φωτορεπόρτερ Δ.Τ. / Η μητέρα της Έμυ θυμάται... / Έχασε τον πατέρα της Γιάννη πολύ μικρή. / εδώ [...] με τη μητέρα της Έμυ και τον μικρό αδερφό της Τάκη», όλα από ένα λεύκωμα για τη Βουγιουκλάκη. Και

«άκουσα τον Μητσοτάκη να προαναγγέλλει την κάθοδο στην πολιτική του γιου του Κυριάκου»: κι όμως η είδηση μιλάει για τον γιο του ίδιου του Μητσοτάκη, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κι όχι για τον γιο τού Κυριάκου Μητσοτάκη, που είναι βρέφος ακόμα.**

Δηλαδή, σε όλες τις περιπτώσεις, μόνο η προγενέστερη γνώση εξασφαλίζει, και όχι δίχως κόπο, τη μετάδοση της σωστής πληροφορίας. Διαφορετικά, σύγχυση ή το απόλυτο κενό: βρίσκω στις σημειώσεις μου την ακόλουθη φράση, αλλά χωρίς να έχω σημειώσει πηγή και ημερομηνία:

«ο αδελφός του θύματος Η. Φουντόπουλος εξεταζόταν ως μάρτυρας στη δίκη του καταδικασμένου ήδη για τον φόνο της συζύγου του Ι. Κουντούρη»: διαβάζω τώρα και ξαναδιαβάζω, χωρίς δυνατότητα να καταφύγω πια στα συμφραζόμενα, και αναρωτιέμαι: (α) ο Ι. Κουντούρης είναι ο καταδικασμένος για τον φόνο της συζύγου του; (β) ο ανώνυμος εδώ καταδικασμένος σκότωσε τη γυναίκα κάποιου που ονομάζεται Ι. Κουντούρης; αλλά και (γ) μήπως ο καταδικασμένος είναι κάποιος Κουντούρης, που δεν σημειώνεται το μικρό του όνομα, αυτός που σκότωσε τη γυναίκα του, την Ι. Κουντούρη;

Στην επόμενη είδηση υπάρχουν ακόμα λιγότερες πιθανατότητες να βασιστούμε σε προγενέστερη γνώση: σε μια θεατρική παράσταση ένας ηθοποιός «περιπαίζει τον ποιητή, δείχνοντας έτσι την αντίδρασή του στον προστάτη του Δούκα». Αν στη θέση του Δούκα γραφόταν το όνομά του, λ.χ. «στον προστάτη του Γιόχαν Χ.», θα είχαμε προσλάβει απολύτως λανθασμένη πληροφορία: ότι κάποιος ονόματι Γιόχαν Χ. έχει έναν προστάτη, και αυτόν τον προστάτη τού Γιόχαν Χ. περιπαίζει ο ηθοποιός μας. Αλλά ο τίτλος του Δούκα –αυτό το στοιχείο και μόνο– μας γεννά υποψία και επιδιδόμαστε σε λογική ανάλυση: κοτζάμ Δούκας δεν νοείται να έχει προστάτη (αλλά και γιατί όχι;), και μάλλον αυτός, ο Δούκας, είναι ο προστάτης, άρα ο ηθοποιός περιπαίζει τον προστάτη του τον Δούκα.

Το ίδιο γίνεται και με την παρουσίαση της ταινίας Μάσκα του Π. Μπογκντάνοβιτς: «η Ράσπι [...] αγαπά υπερβολικά τον γιο της Ρόκι». Εδώ, αντίθετα από ό,τι μας λέει η διατύπωση, και μόνο επειδή το «Ρόκι» το ξέρουμε σαν αντρικό όνομα, συμπεραίνουμε ότι η Ράσπι δεν αγαπάει υπερβολικά τον γιο της φίλης της που τη λένε Ρόκι, αλλά τον δικό της γιο, τον Ρόκι: μητρική αγάπη δηλαδή, έστω οιδιπόδειο, μα όχι και αποπλάνηση ανηλίκου: ιδού πώς ένα άρθρο λιγότερο είναι ικανό να σε στείλει στον εισαγγελέα!

Σε μια γαλλική όμως ταινία, εάν η Φρανσουάζ αγαπούσε υπερβολικά «τον γιο της Ντομινίκ», πώς θα καταλαβαίναμε ότι αγαπάει (α) τον γιο της που τον λένε Ντομινίκ και όχι (β) τον γιο της φίλης της που τη λένε Ντομινίκ; Και αν πάλι αγαπάει «την κόρη της Βερονίκ», πώς θα ξέρουμε αν αγαπάει (α) την κόρη της τη Βερονίκ ή (β) την κόρη της φίλης της τής Βερονίκ –έτοιμη δηλαδή να την παραλάβει ο εκεί Μάκης Τριανταφυλλόπουλος!

Γι’ αυτή την «αρχή της οικονομίας», θυγατρική της αγγλικής, θα συνεχίσω.


* Μπορεί να αντιτείνει κάποιος ότι με το πολυτονικό σύστημα, εδώ με μια περισπωμένη, δεν θα υπήρχε ασάφεια: ναι, ως προς τον «αδερφό τού Θωμά»· αλλά η διατύπωση «τον αδερφό του Θωμά», χωρίς τόνο, θα εξακολουθεί να μη σημαίνει τίποτα, ή και να μοιάζει με τυπογραφικό λάθος.

** Με την ευκαιρία, ας σημειωθεί το συχνό λάθος, «την πολιτική του γιου» στην οποία γίνεται η κάθοδος, αντί για «την κάθοδο του γιου του... στην πολιτική».

buzz it!