6/3/07

84. Η μετάφραση τού σήμερα μέσα από το χτες [δανεισμός, ζ΄]

Τα Νέα, 25 Μαΐου 2002

Βασικοί όροι για να έχει καταρχήν ελπίδες να επικρατήσει μια εξελληνισμένη λέξη είναι (1) η έγκαιρη μετάφραση, προτού καθιερωθεί η ξένη λέξη, (2) η οικονομική μετάφραση, και όχι λέξεις-σιδηρόδρομοι, (3) η αντιστοιχία με το σύστημα της ελληνικής γλώσσας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Την κωδικοποίηση αυτών των περίπου αυτονόητων όρων την είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα, μέσα από ένα παράθεμα της Μ. Κακριδή-Φερράρι, μαζί και με έναν τέταρτο, κυρίως ευκταίο όρο, τη δυνατότητα αναγωγής στην ξένη γλώσσα με αντίστροφη μετάφραση (το παράδειγμα εδώ ήταν: πολυμέσα - multimedia). Όντως, αυτονόητο είναι ότι (1) δύσκολα αντικαθιστάς όρο εδραιωμένο στην κοινή χρήση, δεν αντικαθιστάς δηλαδή το συνθηματικό σχεδόν και επιφωνηματικό γκολ με τη λέξη «τέρμα»· (2) αυτονόητο επίσης είναι ότι δύσκολα θα αντικαταστήσεις το μονοσύλλαβο φαξ με το «τηλεομοιότυπο»· και το πιο αυτονόητο απ’ όλα, που δεν χρειάζεται σχολιασμό, ότι (3) η μετάφραση πρέπει να ανταποκρίνεται γραμματικοσυντακτικά στη γλώσσα μας.

Αλλά η συνήθης πρακτική, παλαιότερα και τώρα, παγιδευμένη στα συνήθη ιδεολογήματα, γυρίζει θαρρείς προκλητικά την πλάτη σ’ αυτά τα οποία χαρακτήρισα αυτονόητα, μα φαίνεται εντέλει πως δεν είναι. Υπονομεύεται έτσι η επιβεβλημένη απόπειρα μετάφρασης των ξένων δανείων, που συχνά γίνεται με μόχθο και σκέψη πολλή, όχι όμως πάντοτε με αίσθηση των παραπάνω όρων, που υπαγορεύονται από τη γλωσσική και γενικότερα την κοινωνική πραγματικότητα.*

Βασικότερη ωστόσο θεωρώ την «παράβαση» του τρίτου όρου, του πλέον αυτονόητου, του όρου με τον οποίο συμφωνούν οι πάντες προγραμματικά και θεωρητικά, όχι όμως και στην πράξη. Τι εννοώ; Ότι η αντιστοιχία με τη γλώσσα μας δεν νοείται να αναφέρεται γενικά και αόριστα στην ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της, και με έμφαση κυρίως σε παλαιότερες μορφές, κι έτσι να αντλούμε πάντοτε από το χτες για να μεταφράσουμε όρους τού σήμερα. Κι όμως, βλέπουμε ότι η μετάφραση των δανείων ακολουθεί πιστά τη γραμμή του 19ου αιώνα, επιστρατεύει δηλαδή αρχαϊκά και οπωσδήποτε λόγια στοιχεία για να αποδώσει έννοιες και λέξεις σημερινές –όχι μόνο επιστημονικές, όπου κάποιος βαθμός λογιότητας εμφανίζεται σχεδόν απαραίτητος, αλλά και κοινόχρηστες, λαϊκές λέξεις: διότι μπορεί να είναι εύστοχος ή ίσως ο πλέον κατάλληλος ο «αποκατακερματισμός»** για τον τεχνικό όρο των υπολογιστών defrag, αλλά δεν γίνεται να προτείνεται στα σοβαρά το «γεωπροωθητής» αντί για την μπουλντόζα. Άσε πια το «πυγολουτήρας» στη θέση του μπιντέ!

Τελικά, φαίνεται από την πράξη ότι έχει εγκατασταθεί σαν άλλο αυτονόητο πως η μετάφραση πρέπει να γίνεται μέσα από τη λογιότερη γλώσσα, και μάλιστα για κάθε γλωσσικό επίπεδο αδιακρίτως. Φαίνεται ότι ο μεταφυσικός τρόμος απέναντι στα δάνεια, γενικότερα ο τρόμος της εξαφάνισης της γλώσσας μας από την κυρίαρχη αγγλοαμερικανική, μας συσπειρώνει πίσω από τη μόνη –όπως θεωρείται– «αποδεκτή» μορφή γλώσσας, τη λόγια, την αρχαΐζουσα, την αρχαία. Εκεί που νιώθουμε αδύναμοι πια και διακονιάρηδες, υποχρεωμένοι να εισαγάγουμε πράγματα και έννοιες από άλλους πολιτισμούς και άλλες γλώσσες, ορθώνουμε ενστικτωδώς το αλλοτινό μας ανάστημα, θυμίζουμε, πρώτα στον εαυτό μας κι έπειτα στους άλλους, πως κάποτε ήμασταν εμείς οι ισχυροί κι εκείνοι ακόμα μας χρωστάνε –και όχι ήμασταν απλώς, μα είμαστε και τώρα, αφού είμαστε ίδιοι κι απαράλλαχτοι οι χτεσινοί. Πήρα ίσως πάλι φόρα, μα πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύεται αυτή η πάγια τάση;

Ας παρακολουθήσουμε, όπως είχα υποσχεθεί, ορισμένες τέτοιες απόπειρες μετάφρασης και προσαρμογής ξένων δανείων. Είδαμε ήδη την αρχαία «πλαγγόνα» με την οποία πρότεινε ο Άγγ. Βλάχος (1983) να αντικατασταθεί το μανεκέν. Άλλες προτάσεις του: «βραδυκινηθμός» και «βραδυπροβολή» το ραλαντί, «φυσαρμόνιο» το ακορντεόν, «αυτοφωνόγραφος» το πικάπ, «κλείθρο» το φερμουάρ, «ακροπρεπίζω» το γαρνίρω, «επιδοσίας» ο ρέκορντμαν, «ωκυδρόμος» ο σπρίντερ.

Καθένα από τα παραδείγματα αυτά προέρχεται από κάποιον ειδικό ώς ένα βαθμό χώρο, και οι πιθανότητες να επικρατήσει ο ελληνικός όρος είναι περιορισμένες· εξανεμίζονται όμως εντελώς, όταν η προτεινόμενη μετάφραση προβάλλει τα λόγια συνθετικά της, αποθαρρύνοντας τον χρήστη, και κάνοντάς τον γενικότερα αρνητικό απέναντι σε κάθε ανάλογη προσπάθεια.*** Ναι, καλό θα ήταν να μεταφραστεί ο σπρίντερ, όταν όμως προσπερνάς το ταχύς (δικαίως, αφού κατακυρώθηκε στον ταχυδρόμο) και πας πιο πίσω ακόμα, στο αρχαιότατο ωκύς, τότε ο άλλος απ’ τη μια θα αρχίσει πεισματικά να κλίνει ο σπρίντερ - οι σπρίντερς κι από την άλλη θα χλευάσει, όπως ξανάγραψα, την εύλογη και ρεαλιστική πρόταση να κλίνει λ.χ. το ευρό, του ευρού - τα ευρά.

Αυτά ως προς τη λογιότροπη μετάφραση. Υπάρχει και η απλώς άστοχη, που περιορίζει μάλιστα τη σημασία των λέξεων: «λιθοβολισμός» για το λιντσάρισμα και «λιπόπατρις» για τον εμιγκρέ. Αυτή είναι όμως η συρρίκνωση της γλώσσας, μου ’ρχεται να πω: να θυσιάζουμε καινούριες λέξεις μόνο και μόνο επειδή είναι ξένες, κι ας έχουν μάλιστα προσαρμοστεί στο κλιτικό μας σύστημα· να θυσιάζουμε λέξεις που πλουτίζουν το λεξιλόγιό μας με καινούριες εννοιολογικές αποχρώσεις, ή και διαφορετικές εντέλει έννοιες. Το λιντσάρισμα π.χ. έχει τη δική του, πολύ συγκεκριμένη ιστορία, άρα και τη δική του σημασιολογική φόρτιση, και εν πάση περιπτώσει γίνεται με διάφορους τρόπους, ένας μόνο από τους οποίους είναι ο λιθοβολισμός. Ο εμιγκρές, πάλι, κι αυτός με τη δική του ιστορία και την ειδική του φόρτιση, δεν νοείται να αντικατασταθεί με τον ανύπαρκτο εδώ και αιώνες «λιπόπατριν», λέξη που επιπλέον δεν μαρτυρεί εύκολα τη σημασία της (=φυγάς, αλλά ρωτήστε και θα σας πουν ότι «του λείπει η πατρίδα του»)· ο εμιγκρές λοιπόν πλουτίζει και αυτός το λεξιλόγιό μας, πλάι στον μετανάστη, στον πρόσφυγα, στον πολιτικό πρόσφυγα, στον αυτοεξόριστο κ.ά., λέξεις συγγενικές αλλά με τη δική της επίσης ιστορία η καθεμιά: άλλο οι ρώσοι εμιγκρέδες των αρχών του 20ού αιώνα, άλλο οι δικοί μας μετανάστες σε Αμερική, Γερμανία, Αυστραλία την ίδια εποχή, άλλο οι μικρασιάτες πρόσφυγες και οι δικοί μας πάλι πολιτικοί πρόσφυγες της μετεμφυλιακής εποχής στις ανατολικές χώρες, άλλο οι αυτοεξόριστοι της πρόσφατης δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Θα συνεχίσουμε.


* «Για να αντικατασταθεί μια ξένη λέξη από ελληνική πρέπει [...] να μη χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη σημασιολογική φόρτιση, συχνότητα, επιμονή κτλ., π.χ. fétichisme - φετιχισμός (και όχι παταϊκισμός), communiste - κομμουνιστής (και όχι κοινωνιστής), table d’hôte - ταμπλντότ (και όχι ομοτράπεζα) κ.ά.» (Δ. Τομπαΐδης, Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας, Γ΄ Γυμνασίου, βιβλίο του καθηγητή, ΟΕΔΒ, 10η έκδ. 1990, σ. 17).

** Λέω ότι μπορεί να είναι εύστοχος και κατάλληλος, αν έτσι συνεννοούνται μεταξύ τους οι ειδικοί για μια αυστηρά ειδική τεχνική διαδικασία, άρα με έναν αυστηρά ειδικό όρο· διαφορετικά, με το «από» και το «κατά» μαζί, σίγουρα δεν παίρνει εύσημα γλωσσικής καλλιέπειας.

*** Και δεν πρόκειται για κανένα πείσμα του χρήστη, αλλά για πείσματα της γλώσσας: Όπως γράφει ο Δ. Τομπαΐδης (όπ. παρ.): «σε περιπτώσεις που η ξένη λέξη δεν αποδόθηκε εύστοχα στα ελληνικά έμεινε η ξένη λέξη, π.χ.
»η ξένη λέξη            που αποδόθηκε με τη λέξη         έμεινε
         ↓                                     ↓                                ↓
radiophonie            ακτινοφωνία                              ραδιοφωνία
passe-partout         παντανοίκτης ή αντίρροπτρον     πασπαρτού
baromètre               βαρεογνώμων (κ.ά.)                 βαρόμετρο
passerelle               δοκογέφυρα                               πασαρέλα
statistique             πολιτειογραφία (κ.ά.)                  στατιστική
».

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: