30/5/07

Μετά το Τρίτο, ένα Τέταρτο [α΄]

περ. "Αντί", Β΄ 285, 12 Απριλίου 1985

Κάπου στο εβδομηκοστό χιλιοστό αντίτυπο διαπιστώθηκε ότι το Τέταρτο, το περιοδικό με διευθυντή τον Μάνο Χατζιδάκι και συντακτική ομάδα αριστερών διανοουμένων, δεν ήταν ακριβώς το αναμενόμενο. Και πολτοποιήθηκε, μαζί με ικανό αριθμό εκατομμυρίων δραχμών –ικανό τουλάχιστον να συνθλίψει οποιονδήποτε άλλο διευθυντή· ο Μ. Χατζιδάκις όμως, ο χαρισματικός συνθέτης, ετοιμάζει ένα άλλο Τέταρτο. Θα αλλάξει, λέγεται, η εμφάνισή του, το «κασέ». Θα αλλάξει ίσως και η σύνθεση της συντακτικής επιτροπής. Και θα αλλάξει και ο υπερβολικά λογοτεχνικός χαρακτήρας του: κάποια κείμενα θα περικοπούν, κάποια άλλα θα κοπούν, και θα δοθεί έμφαση στην πολιτική φυσιογνωμία του περιοδικού.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αν φτάσαμε στην καρδιά του ζητήματος, τα πράγματα είναι παρήγορα.

Είναι δηλαδή παρήγορα τα πράγματα αν το εν λόγω περιοδικό, ό,τι κι αν ήταν, απολιτικό –λες και δεν είναι πολιτικότατο το απολιτικό, με όνομα μάλιστα πολύ συγκεκριμένο–, αν ήταν λοιπόν απολιτικό, θα γίνει τώρα πολιτικό·

ή αν ήταν πολιτικό –και αν ήταν, που ήταν, ξέρουμε καλά τι θα ήταν, ακόμη και αν ήταν ανεξάρτητο, αφού το ανεξάρτητο, το να μην υπακούει δηλαδή τυφλά σε γραμμή κομματική, δεν σημαίνει ότι στερείται γραμμή ιδεολογική, ότι δεν κάνει δηλαδή πολιτική–, αν ήταν λοιπόν πολιτικό, θα γίνει τώρα πολιτικότερο.

Είναι δηλαδή παρήγορα τα πράγματα αν πρόκειται επιτέλους να ειπωθούν με το όνομά τους· αν πρόκειται, καλύτερα, να ονομάσουν μόνα εαυτόν),

για όσους δυσκολευόμαστε, δεν μπορούμε, ή και δεν θέλουμε, για λόγους π.χ. στρατηγικούς, να διακρίνουμε την πολιτική ανεξιθρησκία από την πολυφωνία (ποια πολυφωνία!) και τη νοθεία κριτηρίων, στην υπηρεσία αυτής της «πολυφωνίας», από την ανεξιγνωμία και την αντικειμενικότητα (ποια αντικειμενικότητα!)·

για όσους δυσκολευόμαστε, δεν μπορούμε, ή και δεν θέλουμε, για λόγους π.χ. συναισθηματικούς, να διακρίνουμε την ευαισθησία από την ιεροφαντική υστερία, και την αποφασιστικότητα από την αυθαιρεσία,

και να ονομάσουμε τελικά –αφού αναφέρομαι συγκεκριμένα στον Μ. Χατζιδάκι, όχι βέβαια το δημιουργό, παρά το δημόσιο, πολιτικό πρόσωπο, από το Τρίτο Πρόγραμμα (κυρίως αυτό) ώς την ΕΔΕΤ κτλ.– να ονομάσουμέ λοιπόν με όρους αυστηρά πολιτικούς την αλαζονεία, δηλαδή τη βαθιά αντιδραστική ιδεολογία.

Εκτός αν... Εκτός αν το κλάσμα Τέταρτο, μετά το τακτικό αριθμητικό Τρίτο, έτσι όπως δηλώνει υπερηφάνως την καταγωγή του, υπαινίσσεται μαζί και μια αναδίπλωση, κάποια συρρίκνωση αντίστοιχη της αριθμητικής υποτίμησης. Ας περιμένουμε.

Αντί, Β΄ 285, 12 Απριλίου 1985

buzz it!

28/5/07

Βασιλιάς βεβαίως, αλλά γυμνός [Σαββόπουλος, α΄]

Τα Νέα, 21 Αυγούστου 2004

Ο Σαββόπουλος είναι η πολύτιμη, ζωντανή μουσική μας παράδοση· δεν χρειάζεται, ντε και καλά, να είναι και η πολιτική-ιδεολογική μας καθοδήγηση

το πλήρες κείμενο

Βασιλιάς βεβαίως. Με διάσημα και πορφύρα την Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τη Θαλασσογραφία, την Άννα, την Επέτειο ή Πρωινό («Σβήνω αυτό το φως») και το Ζεϊμπέκικο («Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια»), να βασιλεύει, και μόνο γι’ αυτά απ’ όλα του τα τραγούδια, στους αιώνες. Μαζί και με τη Συννεφούλα, το Μια θάλασσα μικρή και τη Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, σήματα μιας εποχής, περισσότερο κι από τραγούδια.

Και μάγος, απαράμιλλος. Θυμάμαι λόγου χάρη, όχι τις δικές του συναυλίες, όπου έτσι κι αλλιώς είναι ο μόνος κύριος και αφέντης, αλλά τη συναυλία για τα 70 χρόνια της Δόμνας Σαμίου, το κατάμεστο Μέγαρο, τις συναρπαστικές ερμηνείες της τιμωμένης και τις εμφανίσεις φίλων και κατά καιρούς συνεργατών της, από την Ελευθερία Αρβανιτάκη ώς τον Λυκούργο Αγγελόπουλο με τη χορωδία του. Το κοινό ενθουσιασμένο αλλά όχι και ανάλογα ενθουσιώδες, μέσα στον ξένο εν πολλοίς για τέτοια μουσική χώρο του Μεγάρου. Ώσπου βγήκε ο Σαββόπουλος. Μέσα σε δύο δευτερόλεπτα έστησε πανηγύρι ολόκληρο, όπου παρέσυρε τους πάντες.

Τέτοια μαγική, ή οπωσδήποτε ευφρόσυνη στιγμή φαντάζομαι πως ήταν η τούρτα με την Καλομοίρα στη συναυλία-πάρτι που οργάνωσε πρόσφατα στο Ηρώδειο. Και μόνο γι’ αυτήν τη σκηνή, που ξεσήκωσε αντιδράσεις μεγάλες, λυπάμαι που δεν βρέθηκα εκεί. Το ’γραψα πάντως στην προηγούμενη επιφυλλίδα, πως ήμουν μαζί του αυτήν τη φορά, μαζί κι εγώ για τα «αθώα μάτια» της Καλομοίρας, για τα οποία και δήλωσε ότι την κάλεσε. Αλλά τόσο μόνο. Κι όχι επειδή «το Φέιμ Στόρι έφτασε να περνάει σε ακροαματικότητα τις εκλογές· είναι δυνατόν να κάνεις ότι δεν το βλέπεις;», όπως θεωρητικοποίησε εκ των υστέρων την επιλογή του ο Σαββόπουλος, απαντώντας στους επικριτές του. Που, ακόμα χειρότερα, τους χαρακτήρισε «κατεστημένους προοδευτικούληδες», ιδεολογικοποιώντας δηλαδή επιπλέον το θέμα.

Εδώ, με άρπαξε από το σβέρκο η αφόρητα κοινότοπη αλληγορία του «γυμνού βασιλιά», που κι αν δεν «έπαιξε» πια μέχρις απελπισίας σε τηλεόραση κι εφημερίδες τις μέρες αυτές, με τον Κεντέρη και το ντόπινγκ, και δεν μπόρεσα να της ξεγλιστρήσω: την έκανα και τίτλο. Όχι τόσο για να πω το εντελώς αυτονόητο, πως ο Σαββόπουλος είναι βασιλιάς, μαζί με το λιγότερο προφανές, πως είναι γυμνός, όσο για να καταλήξω σε κάτι που θα ’πρεπε να είναι εξίσου αυτονόητο: πως ο Σαββόπουλος είναι η ζωντανή μουσική μας παράδοση· δε χρειάζεται, ντε και καλά, να είναι και η πολιτική-ιδεολογική μας καθοδήγηση. Ας αφεθούμε στη μαγεία του δημιουργού, ανεξάρτητα κι από τις ίδιες του τις προθέσεις, από τις ιδεολογικές του καταβολές, από την πρώην, τη μετέπειτα, τη νυν ή τη μέλλουσα, την όποια τέλος πάντων πολιτεία του. Έτσι ακριβώς όπως αφηνόμαστε σε μια καντάτα του Μπαχ, χωρίς να είμαστε προτεστάντες, ή και χωρίς να είμαστε καν θρήσκοι.

Νιώθω περίεργα, «ριαλιτζής» ομολογημένα εγώ, και εν προκειμένω «Καλομοιρικός», να επανέρχομαι για να υπερασπιστώ τώρα τους φίλους και όποιους άλλους καταδικάζουν τη χειρονομία του Σαββόπουλου, να τους υπερασπιστώ απέναντι στην ετικέτα των «κατεστημένων προοδευτικούληδων» –που σημαίνει τότε πως οι άλλοι εμείς είμαστε οι μη κατεστημένοι τάχα και όντως προοδευτικοί!

Πρώτα όμως θα σταθώ στο γεγονός ότι τα περισσότερα πυρά τα δέχτηκε η Καλομοίρα και όχι η εμφάνιση στη σκηνή του Ηρωδείου των «εκδρομέων του ’60», που τους κάλεσε ο Σαββόπουλος να τραγουδήσουν μαζί του. Και ήταν μέσα στου ’60 τους εκδρομείς, όχι λόγου χάρη ο Κυριτσόπουλος, αλλά, από τους πιο ζοφερούς εφιάλτες μας βγαλμένοι, ο Ζουράρις, με υψωμένη μάλιστα γροθιά, και ο Λυκουρέζος. Δικαίωμά του, εννοείται, του Σαββόπουλου, να καλεί στη γιορτή του όποιον θέλει, κι ακόμα ακόμα συγκινητικό να τιμά παλιούς φίλους ή συνοδοιπόρους. Αν όμως, λέω αν, αν ήταν λόγου χάρη φίλος του παλιός κάποιος που έγινε μετά Δημοσθένης Βεργής ή Λεβέντης, ακόμα χειρότερα Γεωργαλάς ή Παττακός, θα μας τον έβγαζε κι εκείνον στη σκηνή; Υπάρχουν όρια δηλαδή ή δεν υπάρχουν; Αν λοιπόν δεν θα τον έβγαζε, όπως θέλω να πιστεύω, υπάρχουν όντως κάποια όρια. Και τότε εντεύθεν των ορίων είναι Ζουράρις-Λυκουρέζος; Που, έστω κι έτσι, δε θα ’πρεπε να μας νοιάζει, αν η ιστορία έμενε στο χώρο του ιδιωτικού, του αυστηρά προσωπικού και οσοδήποτε συναισθηματικού: πάλι συγκινητικό θα ήταν. Όχι όμως όταν μπαίνει, αν όχι εξ ορισμού, πάντως με δηλώσεις του δημιουργού, σε ιδεολογικό πλαίσιο. Και γενικότερα όχι όταν το αυτονόητο δικαίωμα του οικοδεσπότη να καλεί όποιον θέλει, καταργεί περίπου αξιωματικά το εξίσου αυτονόητο δικαίωμα κριτικής που έχει κάθε αποδέκτης της κάθε δημόσιας χειρονομίας του, κάθε «καταναλωτής» του έργου του, δηλαδή όλοι εκείνοι που, χωρίς την παρουσία τους, ο Σαββόπουλος θα εξακολουθούσε μεν να είναι μεγάλος δημιουργός, όμως απλούστατα δε θα ’κανε συναυλίες.

Για την περιλάλητη συναυλία-πάρτι έγραψαν και εδώ πολλά, όλοι καταρχάς θετικά αλλά με τις γνωστές πλέον ενστάσεις, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο: Πόπη Διαμαντάκου, Χάρη Ποντίδα, Γ.Δ.Κ. Σαρηγιάννης, Μικέλα Χαρτουλάρη. Ειδικότερα ο Σαρηγιάννης, με τίτλο το γνωστό σαββοπούλειο «Ισίς τρώτι κι πίνιτι…», υποβάλλει την άποψη πως και τον ίδιο το Σαββόπουλο, όπως και τα «Θοδωράκια, Χατζηδάκια» που τα σάρκαζε αλύπητα, έπαψε να τον τρώει η αρκούδα –από καιρό, «από την εποχή της προσγείωσης με αερόστατο στο Ολυμπιακό Στάδιο, του Κωλοέλληνες και του Ψηφίστε Μητσοτάκη…»

Ενώ αναγνώστης στέλνει ιμέιλ στην εφημερίδα: «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς, που τον ακολουθήσαμε σ’ αυτό το ατέλειωτο ταξίδι, νιώθουμε εδώ και χρόνια ότι φαλίρισε η εταιρεία που εμπιστευτήκαμε γι’ αυτήν τη διαδρομή». Και άλλος: «Μας είχε προειδοποιήσει από καιρό, απ’ όταν τραγουδούσε Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή στα φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ ή όταν έπρεπε να πληρώσουμε 100.000 δρχ. το μπουκάλι για να τον ακούσουμε στον Κεραμεικό…»

Όμως, «κατεστημένοι προοδευτικούληδες» όλοι αυτοί! Μεταξύ μας, ποτέ κανένας μας δεν ανέχεται εύκολα, ή και δεν ανέχεται καθόλου, την κριτική. Στο χώρο μάλιστα των τεχνών αναπαράγεται με θλιβερή κανονικότητα το πιο φτηνά κοινότοπο διπολικό σχήμα δημιουργού και κριτικού, όπου ο κριτικός είναι, λέει, πάντοτε ένας συμπλεγματικός ζηλόφθονος, αποτυχημένος δημιουργός, που θα χαθεί στη λησμονιά, όταν το έργο του καθαυτό δημιουργού θα μένει εις τον αιώνα –αυτό, εννοείται, όταν η κριτική είναι αρνητική, ή και απλώς επιφυλακτική· όποτε όμως μας συμφέρει, υμνούμε και υπερυψούμε τους κριτικούς, που ανασύρουν από την αφάνεια και την ανυποληψία, όπως λ.χ. τον Σαίξπηρ ο Σάμουελ Τζόνσον και ο Ουίλλιαμ Χάζλιτ κτλ. Ακραίο σήμερα παράδειγμα αντιμετώπισης κριτικού από κρινόμενο συγγραφέα είναι η αγωγή δεκάδων χιλιάδων ευρώ κατά του «απελπιστικά», πολλές φορές, νηφάλιου Παντελή Μπουκάλα από νέο συγγραφέα που κυκλοφορεί στην πιάτσα με μια τσάντα και μοιράζει αντίγραφα της εν λόγω αγωγής. Και ο Σαββόπουλος υπήρξε ανέκαθεν αρνητικός, αλαζονικά απαξιωτικός ακόμα και σε καλοπροαίρετες, επιμέρους ενστάσεις, αλαζονικά απαξιωτικός, αλλά γοητευτικά, θα έλεγα, είρων.

Όμως, από την «αλλήθωρη νεολαία… την τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική…» ώς τους «κατεστημένους προοδευτικούληδες» υπάρχει απόσταση. Κι αυτό όχι επειδή ο ίδιος αποτελεί πλέον –και γιατί όχι;– ιδιαίτερα προβεβλημένο εκπρόσωπο του κατεστημένου, ούτε επειδή έπαψε, όπως του καταλογίζουν, να είναι αριστερός –που και πάλι, γιατί όχι, αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα και είναι βάσιμη μια τέτοια κριτική. Αλλά επειδή κατά τα άλλα, πέρα από την καθαυτό δημιουργία του, με την όλη του πολιτεία και τον δημόσιο λόγο του, ακόμα και στις πλέον αναντίλεκτα αριστερές του μέρες, ισχυρίζομαι πως ο Σαββόπουλος υπήρξε, τουλάχιστον εξ αντικειμένου, παραγωγός εντέλει σύγχυσης και προαγωγός ακρισίας.

Αλλά αυτό θα επιχειρήσω να το δείξω στην επόμενη επιφυλλίδα –έτσι, για τους καλούς λογαριασμούς και μόνο, που μπορεί να μην κάνουν κυριολεκτικά, σε επίπεδο προσώπων, τους καλούς φίλους, κάνουν πάντως τους καλούς φίλους της μουσικής του.

buzz it!

Παίρνει την αλήθεια μου και μου την κάνει λιώμα [Σαββόπουλος, β΄]

Τα Νέα, 4 Σεπτεμβρίου 2004

Στο τραγούδι «Κωλοέλληνες» λ.χ., με το στίχο «Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς» τι διαφορετικό λέει τάχα ο Σαββόπουλος από το περίφημο “Finis Graeciae” του Γιανναρά; Αλλά και το «Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό στον τόπο αυτό» πόσο απέχει τελικά από το «ανάδελφον έθνος» του Σαρτζετάκη;

το πλήρες κείμενο

Ο Σαββόπουλος είναι η πολύτιμη, ζωντανή μουσική μας παράδοση· δεν χρειάζεται να είναι και η πολιτική μας καθοδήγηση: Γύρω από αυτήν τη βασική θέση οργάνωνα την προηγούμενη επιφυλλίδα, με αφορμή τη συναυλία στο Ηρώδειο, όπου ο Σαββόπουλος μας  αναδρομικά για συνοδοιπόρους του τον Λυκουρέζο και τον Ζουράρι.

Και άφηνα για σήμερα τα δύσκολα, που απλώς τα σημείωνα στην κατακλείδα: πως έτσι κι αλλιώς ο Σαββόπουλος, «πέρα από την καθαυτό δημιουργία του, με την όλη του πολιτεία και τον δημόσιο λόγο του, ακόμα και στις πλέον αναντίλεκτα αριστερές του μέρες, υπήρξε, τουλάχιστον εξ αντικειμένου, παραγωγός εντέλει σύγχυσης και προαγωγός ακρισίας».

Δεν θέλω δηλαδή να μείνω στα προφανή και πολυσχολιασμένα: στην πριμοδότηση του Μητσοτάκη στις εκλογές του ’89 ή τις συναυλίες στα στρατόπεδα επί Βαρβιτσιώτη, ακόμα λιγότερο την ένταξή του στο σταρ σύστεμ και την εμφάνισή του σε μαγαζιά με όρους «παραλιακής» κτλ. Άλλα από αυτά είναι αναπόφευκτα· άλλα μπορεί και ευκταία: λ.χ. το να περάσει κάποιος από το «περιθώριο» ή από το χώρο της Αριστεράς στο κέντρο πια της κοινωνικής ζωής, να αναγνωριστεί δηλαδή ευρύτερα· και όσα έμοιαζαν ανήκουστα και μας πονάνε, όπως η εκστρατεία υπέρ Μητσοτάκη, είναι οπωσδήποτε αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός, άρα και του Σαββόπουλου. Γιατί κανένας δεν οφείλει σε κανέναν να παραμένει ανάλλαχτος. Δεν το οφείλει ούτε καν στο όραμά του: που μπορεί να το υπηρετεί με όποιον τρόπο νομίζει αυτός κάθε φορά· και που μπορεί να το αλλάζει, εννοείται. Το θέμα είναι αν κάθε «στροφή» αποτελεί περιστασιακή κίνηση ή αναθεώρηση παλαιότερης στάσης, αν συνιστά φυσική εξέλιξη και λογική συνέπειά της ή υποδεικνύει κάποιο παλαιότερο σφάλμα, που τώρα το διορθώνει. Πιο απλά, το θέμα είναι κατά πόσο κάποιος θεωρεί πως συνεχίζει όπως ήταν, ή αλλάζει αυτό που ήταν, επειδή το παλιό ήταν κάπου λάθος.

Έχω καταφύγει και άλλοτε στον Κούντερα, που μιλάει για τη βασική συνθήκη του ανθρώπου που βαδίζει μες στην ομίχλη, ενώ οι μεταγενέστεροι τον κρίνουν με απόσταση δεκαετιών, χωρίς να βλέπουν την ομίχλη που τον τύλιγε. Δεν είναι ακριβώς η περίπτωση η δική μας με τον Σαββόπουλο αυτή, αφού, συγκαιρινοί του όλοι, βαδίζουμε όλοι μαζί μέσα στην ίδια ομίχλη. Και κάνουμε έτσι όλοι σφάλματα. Έτσι και ο Σαββόπουλος, γι’ αυτό και την εποχή που έτρεχε στα στρατόπεδα, όπως είπαμε, έκανε δήλωση μετανοίας, επειδή δεν είχε υπηρετήσει στο στρατό! Κι όμως, αυτό το –σύμφωνα με τον ίδιο– «λάθος» δεν ήταν κάτι εντελώς ασυνεπές ή έστω ασύμβατο με την ιδεολογία του, αλλά και με την ιδεολογία και το κλίμα της εποχής. Άραγε η δήλωση μετανοίας ήταν μόνο για τη θητεία κι άφηνε όλα τ’ άλλα ανέγγιχτα; Ή μετάνιωνε και για τα υπόλοιπα ο Σαββόπουλος, κάτι όχι εντελώς ασύμβατο τώρα με την πολιτική αν όχι ιδεολογική του στάση –την εποχή της στήριξης Μητσοτάκη, εννοώ. Αλλά όλα αυτά δεν έχουν έτσι κι αλλιώς νόημα, ή σίγουρα δεν θα είχαν, αν δεν προβάλλονταν κάθε φορά σαν υπέρτατη και μόνη αλήθεια, με το ύφος της απόλυτης αυθεντίας· ακόμα χειρότερα, με το τάχα μου αγαπησιάρικο αλλά πατερναλιστικό και βαθιά απαξιωτικό «Νεοέλληνες, πουλάκια μου».

Ας πάω όμως στις πιο ανέφελες, αριστερές μέρες. Όταν ο Σαββόπουλος ξεσήκωνε μιαν ολόκληρη εποχή με τις πικρές του αλήθειες για τις «σημαίες από νάιλον» και τον «πονηρό πολιτευτή». Πικρές αλήθειες, είπα, αλλά εντέλει μισές. Θα προσπαθήσω να εξηγηθώ: το τραγούδι είναι ένα είδος που, όσο κι αν προϋποθέτει ή συμπυκνώνει μιαν ολόκληρη ανάλυση που έχει ο δημιουργός στο κεφάλι του, λειτουργεί συνθηματικά. Και τα πιο προχωρημένα αριστερά συνθήματα λειτουργούν συχνά «αριστερίστικα», ενώ στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να λειτουργούν αντιδραστικά. Για να δούμε καθαρότερα τη λειτουργία του συνθήματος, του αποκομμένου μοιραία από κάποια ανάλυση, θυμίζω, την εποχή των εν λόγω τραγουδιών, το σύνθημα του ΕΚΚΕ που κυριαρχούσε στις πρώτες μεταπολιτευτικές διαδηλώσεις: «Δώστε όπλα στο λαό της Κύπρου». Όπου, έτσι σκέτο το σύνθημα, σαν εντελώς αυτονόητη «αλήθεια» μα εντελώς εκτός πολιτικής πραγματικότητας, μπορούσε να ανταμώνει τον πιο εθνικιστικό εοκαβίτικο λόγο.

Έτσι και τα τραγούδια, οι στίχοι, από τη φύση τους. Όπου οι σημαίες από νάιλον και ο πονηρός πολιτευτής μπορεί να ανταμώνουν τον πιο αντιδραστικό μικροαστικό λόγο, αυτόν που απαξιώνει σταθερά την πολιτική και τους πολιτικούς. Κρατώ πάντα στο νου μια τραυματική εικόνα, έναν κουστουμάτο με πούρο, πρώτο τραπέζι σε μπουάτ της Πλάκας όπου εμφανιζόταν η Βίκυ Μοσχολιού, να τραγουδάει ενθουσιασμένος μαζί με τον Θέμη Ανδρεάδη τον «πολιτευτάκια».

Σίγουρα δεν φταίει ο Σαββόπουλος αν, την ώρα που με τον πολιτευτάκια του εκφράζει τον επαναστατημένο νέο, την ίδια εκείνη ώρα αγαλλιά κι ο Πλεύρης. Γι’ αυτό και είπα πως ο Σαββόπουλος υπήρξε παραγωγός σύγχυσης «εξ αντικειμένου». Γιατί το μέσον μπορεί καμιά φορά και να προδίδει. Και να προδίδεται έτσι εντέλει η ιδεολογία. Προσωπικά, σπάνια είχα με άλλον δημιουργό την αίσθηση πως –είναι τραγικά ειρωνικό, αλλά θα το πω με τα δικά του λόγια– «παίρνει την αλήθεια μου και μου την κάνει λιώμα».

Αλλά, από το «εξ αντικειμένου» που είπα, φτάσαμε στο «εξ υποκειμένου». Γιατί την «εξ αντικειμένου» σύγχυση ήρθε να την παγιώσει η μετέπειτα πορεία του Σαββόπουλου, πάντα και αυστηρώς στο τραγούδι εννοώ. Στους «Κωλοέλληνες» λ.χ. η σύμπτωση με τον σκανδαλισμένο μικροαστικό λόγο είναι απόλυτη. «Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς» είναι ο στίχος που δίνει το στίγμα του τραγουδιού. Αλλά τι διαφορετικό λέει τότε από το περίφημο “Finis Graeciae” του Γιανναρά; πού διαφοροποιείται εδώ ο Σαββόπουλος από τον Γιανναρά; Πουθενά. Χώρια που τον Γιανναρά στο κάτω κάτω τον διαβάζουν πολύ λιγότεροι από όσους ακούν Σαββόπουλο. Αλλά και το «Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό στον τόπο αυτό» πόσο απέχει τελικά από το «ανάδελφον έθνος» του Σαρτζετάκη; Όσο η τέχνη, θα μου πείτε. Είναι όμως πάντα τέχνη; Προσωπικά και πάλι, δύσκολα διακρίνω τον δημιουργό της «Θαλασσογραφίας» στον εύκολο πανηγυριώτικο καλαματιανό-χασαποσέρβικο «Ας κρατήσουν οι χοροί», σταθμό της νεορθόδοξης περιόδου του Σαββόπουλου και σουξέ πια και ύμνο των ημερών. Αλλά το θέμα δεν είναι διόλου αν ένα τραγούδι είναι ενδεχομένως κατώτερο από άλλα. Το θέμα είναι ο ιδεολογικός κατιμάς, το θέμα είναι η «Σύναξις» και των «Ελλήνων οι κοινότητες», που με την ορθοδοξία, λέει, «φτιάχνουν άλλο γαλαξία»!

Έμεινε η ακρισία, που έλεγα. Θα αναφερόμουν σε όσα στήριξε και προώθησε ο Σαββόπουλος ως δισκογραφικός παραγωγός, ή σ’ εκείνη τη σειρά εκπομπών «ΖΗΤΩ το ελληνικό τραγούδι», όταν μας τα σέρβιρε όλα ένα, τη Λίτσα Διαμάντη ή τον Βελλή πλάι στη Γαλάνη, λέγοντας πως αυτό είναι το ελληνικό τραγούδι, και ποιος θα διανοηθεί να κρίνει το καλό και το κακό, αλλά και θα κρίνει πάντως, γιατί υπάρχει και κακό, και άλλα τέτοια! Αυτά θα έγραφα, αλλά με έβγαλε από τον κόπο η εμφάνισή του στη λήξη των Ολυμπιακών. Και όχι, δεν μου φταίει η Βίσση ή ο Ρουβάς, που μπορεί να είχαν κι αυτοί τη θέση τους εκεί. Το πώς με ενδιαφέρει. Και πάλι δεν αναφέρομαι στη φυσική τους παρουσία. Αλλά στο ιδεολόγημα που ο ίδιος ο Σαββόπουλος το έχει υπηρετήσει όσο λίγοι, στο «μία είναι η μουσική», αυτό που πίσω από την τάχα μου πολυτυπία κρύβει τον πιο αφόρητο δογματισμό. Και προάγει τότε τη σύγχυση και την ακρισία.

Όμως, και πάλι ο πληθωρικός Σαββόπουλος ξεφεύγει από όλα αυτά. Και οπωσδήποτε ξεφεύγει το έργο του. Αυτό ας κρατήσουμε τουλάχιστον, όσο δεν υπακούει στους κανόνες της ύστερης, νεορθόδοξης και εντεύθεν αγκιτάτσιας-προπαγάνδας.

buzz it!

κριτική παρουσίαση από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

στο ένθετο Βιβλιοθήκη (στήλη "Ξεφυλλίζοντας"), Ελευθεροτυπία, 14 Νοεμβρίου 2003

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, «ΠΟΛΙΣ», σελ. 532, ευρώ 22

Νηφάλιος και συνάμα μαχητικός, ο λόγος του Γιάννη Η. Χάρη για τη γλώσσα (για τα ελληνικά που μιλάμε και γράφουμε καθημερινά) είναι πριν και πάνω απ' όλα ένας τόπος γόνιμου και συνεχούς διαλόγου. Χωρίς προκαθορισμένες αφετηρίες και στριμμένες ιδεολογικές εμμονές, με οδηγό το σε κάθε περίπτωση ασφαλές κριτήριο της χρήσης, καθώς και με σωρεία παραδειγμάτων, από την παράθεση των οποίων δεν λείπουν και ορισμένες προσεκτικά ισορροπημένες δόσεις χιούμορ, ο Χάρης μας ξεναγεί σ' ένα τοπίο όχι μόνο σπαρακτικών παρεξηγήσεων αλλά και ζωτικών ψευδαισθήσεων. Πεπεισμένοι πως θεμελιώνουμε αξίες, αποδίδουμε συχνά στη γλώσσα ιδιότητες που ούτε έχει ούτε και μπορεί να διεκδικήσει. Κι από εκεί αρχίζουν όλα: ο φόβος για τον εθνικό μας αφανισμό, η βεβαιότητα ότι με μια σειρά υπερήφανα αποφασισμένων διοικητικών μέτρων θα σηκώσουμε ισχυρό ανάχωμα απέναντι στις απειλές οι οποίες μάς κυκλώνουν ή η ιδέα της ακούραστης υπεράσπισης των ιερών και απαραβίαστων θεσφάτων. Γραμμένα για εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας («ΤΑ ΝΕΑ», όπου και η στήλη του «Μικρά Γλωσσικά»), τα άρθρα του Χάρη ξέρουν να πιάνουν το σφυγμό της καθημερινότητας και των εντελώς συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της, χωρίς να καταπονούν τον αναγνώστη με άβολα και ανοικονόμητα θεωρητικά σχήματα, αλλά και χωρίς να αγνοούν τη θεωρία, όπου επιβάλλεται να ερωτηθεί και να χρησιμοποιηθεί. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι τόνοι για τη γλώσσα έχουν, όπως και να το κάνουμε, χαμηλώσει πολύ, βιβλία σαν κι αυτό του Χάρη προσφέρουν μια πρώτης γραμμής ευκαιρία για μιαν ερεθιστική και εις βάθος συζήτηση. Και μακάρι σε μια τέτοια συζήτηση να πάρουν μέρος άνθρωποι όλων των παρατάξεων, με πνεύμα ουσιαστικής συνεννόησης.

buzz it!

κριτική από την Άννα Φραγκουδάκη

"Της γλώσσας τα καμώματα", Τα Νέα, 8 Νοεμβρίου 2003

buzz it!

26/5/07

Φσθ, βζμ, φχθ, φσπλ, φθρ, γχν, ή Η αφόρητη μουσική

Τα Νέα, 26 Μαΐου 2007

««εἴην, εἱην, ἰοίην, ἱείην, ἠΐην, ποιοίη, ρυοίη [...]: Θα ήτανε σωστή ασέβεια στην ανώτερη καλαισθησία [των αρχαίων] να υποθέσουμε πως μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους λέγοντας ιίι, ιίι, ιίι…» (Ελισαίος Γιανίδης, 1908)

το πλήρες κείμενο

Δεν ξέρω σε ποια άλλη γλώσσα ή σε πόσες άλλες γλώσσες είναι υποχρεωμένος να μιλάει κανείς με διευκρινιστικές σημειώσεις, συγκεκριμένα με ορθογραφικές οδηγίες, για να εκφράσει στοιχειώδη πράγματα.

«Η μουσική και οι μουσικοί» θέλει να πει, αναφερόμενος π.χ. σε σχετική ραδιοφωνική εκπομπή, και χρειάζεται να πει: «Η μουσική με ήτα και οι μουσικοί με όμικρον γιώτα». Ή θέλει να πει «Η κριτική και οι κριτικοί», αναφερόμενος π.χ. σε σχετικό άρθρο με αυτό τον τίτλο, και χρειάζεται να πει: «Η κριτική με ήτα και οι κριτικοί με όμικρον γιώτα».

Ομόηχα υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες, στη δική μας όμως πολύ περισσότερα, εξαιτίας της μακράς ιστορίας της, και για τον επιπλέον λόγο ότι διαφορετικά προφέρουμε σήμερα εμείς, και ιδίως τα διάφορα [i] και [e] και [ο] –κι αυτή πια η πραγματικότητα αποτελεί παρεμπιπτόντως έναν βασικότατο, πρακτικό λόγο για την αδυναμία να υιοθετηθεί π.χ. η φωνητική γραφή ή το λατινικό αλφάβητο. Έχουμε έτσι το περίφημο κι από τα σχολικά αστεία χοίρος και χήρος, και άλλα τέτοια ομόηχα ανάμεσα σε λέξεις λογιότερες και σημερινές, όπως καινός και κενός, ή ανάμεσα σε λέξεις κοινές και σπανιότερες, όπως εξάρτηση-εξάρτυση, μήτρα-μίτρα, όπου είναι μάλλον μηδαμινός ο κίνδυνος να προκληθεί σύγχυση· και υπάρχουν πλείστα όσα ανάμεσα σε λέξεις της τρέχουσας χρήσης, όπως κόλλημα και κώλυμα, λιτός και λυτός, φύλο και φύλλο, ο όρος και το όρος, ψηλή (γυναίκα) και ψιλή (φωνή), όπου όμως και πάλι η νοηματική απόσταση είναι τέτοια, που ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος παρανόησης: τα συμφραζόμενα, μολονότι δεν μπορεί να αποτελούν πάντοτε άλλοθι-πασπαρτού, φωτίζουν κατά κανόνα το νόημα.

Όμως οι λέξεις μουσική και μουσικοί, κριτική και κριτικοί, είναι από την ίδια οικογένεια, σαν ζεύγη χρησιμοποιούνται συχνά, και τότε πρέπει κανείς μιλώντας να διευκρινίζει τι λογής [i] είναι αυτό, και συχνά, προσέξτε, να… ζωγραφίζει στον αέρα με το δάχτυλο αυτό το -η ή το -οι!

Ε και, σπουδαίο το πράμα, έχει και την πλάκα του, θα πει κανείς· ναι, είμαστε για γέλια, θα πω εγώ, τουλάχιστον παρακάτω, μια και το θέμα μου, όπως φάνηκε από τον τίτλο, δεν είναι τόσο η αμηχανία και η ιλαρότητα που προκαλείται από τα ομόηχα όσο η κακοφωνία, αυτή την οποία μας κληροδότησε η πλουσιότατη σε ιστορία γλώσσα μας, από τη στιγμή που χάθηκε ο μουσικός τονισμός και η προσωδία, πολύ πάνω από χίλια χρόνια τώρα δηλαδή.

Δεν είναι δα προς θάνατον, μία στις τόσες να μπερδευόμαστε με τα ομόηχα, ή όταν σχηματίζουμε λέξεις κάπως σαν γλωσσοδέτες ή προϊόντα βραδυγλωσσίας, όπως το πολυπολιτισμικός (καλά που δε φτούρησε και η πρόταση να ειπωθεί το μπεστ σέλερ «πολυπώλητο»), μ’ αυτό το polipoli-, άσε τα παλιά ομοφυλόφιλος, ομοφυλοφιλία κτλ. με τα -filofilo- και -filofili- τους. Είναι μια τόση δα αναπηρία, εντέλει, μια αδυναμία, όχι πάντως μεγαλύτερη από άλλες, ουσιαστικότερες, συντακτικές π.χ., που χαρακτηρίζουν άλλες γλώσσες, ακόμα και τα ισχυρότατα αγγλικά και γαλλικά.

Γίνονται όμως σοβαρότερα (ή ιλαρότερα;) τα πράγματα με τους κανονικούς πια γλωσσοδέτες που δημιουργούνται όταν συνδυάζονται σύμφωνα και συμφωνικά συμπλέγματα με «φωνηεντικά γράμματα» που δηλώνουν σύμφωνο (δηλαδή το -υ που συχνά προφέρεται -β ή -φ: αύριο, εύκολο= avrio, efkolo). Και τότε έχουμε, παρακαλώ διαβάστε μεγαλόφωνα:

να επισπευσθεί= να «επισπεφσθεί»
θραύσμα, εσπευσμένα= «θράβζμα», «εσπεβζμένα»
να επιτευχθεί= «επιτεφχθεί»
ευσπλαχνία= «εφσπλαχνία», και το απαράμιλλο
ευθραυστότητα= «εφθραφστότητα»!
– Έβαλα και το γχν στον τίτλο, ανύπαρκτο παντελώς στη νεότερη γλώσσα, που το ονειρεύονται όμως ίσως κάποιοι να νεκρανασταίνεται, αφού γράφουν ξάφνου: «σπλάγχνα»: τα διαβάζουν όμως κιόλας έτσι;

Αλλά σάμπως διαβάζονται, προφέρονται ομαλά τα άλλα; Φσθ, βζμ, φχθ, φσπλ, φθρ, φστ! Μόνο σαν τιμωρία θέλω και μπορώ να τα φανταστώ, ειδικά σε λέξεις όπως το επισπευσθεί, με την παρήχηση και του -π, όπου έχουμε στη σειρά π-σπ-φσθ, ή πια το εύθραυστο: φθρ και φστ μαζί, πλάι πλάι, να τα εκφωνούν οι λάτρεις τού (ψευδο!)αρχαίου ήχου, δέκα φορές, ας πούμε, το καθένα στη σειρά: επισπευσθεί, επισπευσθεί, επισπευσθεί…, εύθραυστο, εύθραυστο, εύθραυστο…, χειρότερα κι απ’ τον παπά τον παχύ που ’φαγε παχιά φακή, να τα απαγγέλλουν λοιπόν όσοι εκστασιάζονται μπροστά στη μουσικότητα της αρχαίας ελληνικής.

Άγνοια τάχα; Ή κοροϊδία, άλλη μια φορά;

Είναι δυνατόν, ή έστω νοείται, να αγνοούν στοιχειώδη «μυστικά» της αρχαίας γλώσσας άνθρωποι εγγράμματοι, επιστήμονες, δάσκαλοι και φιλόλογοι ειδικά, ή συγγραφείς, μύστες δηλαδή μεταξύ άλλων του ήχου της γλώσσας; Είναι δυνατόν να αγνοούν πως η αρχαία προφορά δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή, εδώ και αιώνες, αν όχι είκοσι τόσους, από τότε που άρχισε δηλαδή να χάνεται ο μουσικός τονισμός, πάντως σίγουρα εδώ και αιώνες δέκα τόσους, από τότε δηλαδή που επικρατεί οριστικά η ισοχρονία;
Έχω αναφερθεί αρκετές φορές στο θέμα, έχω αφιερώσει και ολόκληρη επιφυλλίδα, με τον τίτλο «Δαρείου και Παρυσάτιδος», αναφερόμενος στο επίσης σχολικό αστείο «Νταρέιοου κάι Παρουσάτιντος γκίγκνονταϊ παΐντες ντούο», που όμως είναι το πλησιέστερο στην αρχαία προφορά, κι έπειτα από εξήμισι σχεδόν χρόνια θα ’θελα να γινόταν να ξαναδημοσίευα αυτούσια την επιφυλλίδα εκείνη, παρά να κάθομαι να εφευρίσκω κάθε φορά καινούριο τρόπο για να ξαναπώ τα ίδια, απέναντι στα ίδια που λέγονται και γράφονται συνέχεια, είτε στην παλιά γνωστή γραμμή του διαλόγου των κουφών, είτε από ειλικρινή, πραγματική άγνοια των νεοτέρων, στην καλύτερη περίπτωση.

Έτσι, μπορεί από άγνοια να λένε οι –πάντως– μουσικοί του συγκροτήματος «Άβατον» ότι χρησιμοποίησαν «αρχαίο κείμενο όχι μόνο για τη νοηματική του αξία, αλλά και για την ακουστική του, για το εύηχο της γλώσσας» (Έψιλον 3.3.02) –ποιο εύηχο, τραβάς τα μαλλιά σου εσύ; ποιο πνεύμα τούς κοινώνησε την αρχαία προφορά; Άγνοια όμως και η σπουδαία δασκάλα του θεάτρου και της μουσικής Μίρκα Γεμετζάκη, σε ωριμότερη ηλικία αυτή, που σε συνέντευξή της (Καθημερινή 14.5.06) οικτίρει τους νέους: «Άτυχοι εσείς οι νέοι. Σας στέρησαν τη μαγεία της γλώσσας. Γράφετε και διαβάζετε χωρίς περισπωμένες…»;

Βρήκε δηλαδή, πνευματιστικώ τω τρόπω, η Μ.Γ. την αρχαία προφορά, ό,τι πλήθος ειδικοί μελετητές και επιστήμονες δε βρήκαν μέσα στους αιώνες, έτσι όπως είχε βρει παλαιότερα και ο Σαββόπουλος με τους παλμογράφους του, ότι μακρά, βραχέα κτλ. υπάρχουν ενδιάθετα στη νεοελληνική φωνή, κι έβγαλε έτσι δηλαδή, όπως ξανάγραφα, άσχετους, αδαείς τους Αλεξανδρινούς, που επινόησαν τόνους και πνεύματα για να αποτυπώσουν ακριβώς αυτό που από τότε κιόλας έμοιαζε να χάνεται οριστικά;

Περί ορέξεως

Ο καθένας μπορεί να βρίσκει μουσικότατα αυτά τα φσθ, βζμ, φχθ, φσπλ, φθρ, φστ. Αρκεί να μην αυταπατάται και με τη σειρά του εξαπατά ότι αυτή είναι η μουσική της αρχαίας γλώσσας.

Έτσι θέλουμε να τα διαβάζουμε τα αρχαία, θα μου πείτε. Να έχουμε όμως επίγνωση πως έτσι αλλοιώνουμε τον αρχαίο ήχο. Θέλουμε αρχαία; Ας λείπουν τα ανυπόστατα περί μουσικότητας και αρχαίου ήχου, αυτά που προσβάλλουν δηλαδή τον αρχαίο ήχο. Ας λείπουν έτσι και οι δημόσιες λ.χ. αναγνώσεις, σε λέσχες και σε ιερά καταφύγια, ας λείπουν προπαντός οι παραστάσεις αρχαίου δράματος, τάχαμου στο πρωτότυπο, αφού αγνοούμε πώς ακριβώς εκφερόταν το πρωτότυπο, ή ακριβέστερα ξέρουμε πως πάντως δεν εκφερόταν έτσι το πρωτότυπο.

Πιο παλιά είχε ανεβεί η Αντιγόνη ολόκληρη στο πρωτότυπο, ανέβασμα που ήθελε να αναδείξει «το ακουστικό της μήνυμα», «τις συγχορδίες συμφώνων και φωνηέντων»: άγνοια και πάλι; πάντως ύβρις! Και πιο πρόσφατα επανέλαβε το εγχείρημα η Άννα Συνοδινού, με τις Ευμενίδες αυτή. Αλίμονο, «είναι σαν να διαβάζουμε μισή παρτιτούρα», έγραφα τότε. Σαν να παίρνεις μια πάρτα συμφωνικού έργου απ’ όπου διαβάζεται λόγου χάρη μόνο το μέρος των κρουστών και κάποιων σκόρπιων οργάνων, πού και πού κάνα έγχορδο ή πνευστό, και να νομίζεις ότι έχεις και παίζεις το πλήρες αυθεντικό έργο. Μουσική με βρυχηθμούς και συριγμούς, με ροκάνες και γκρανκάσες.

Ύβρις, απέναντι σε εκείνους που τάχα έτσι τους τιμάς. Άλλως καραγκιοζιλίκια.

buzz it!

25/5/07

Η φενάκη της πλειοψηφίας

Τα Νέα, 7 Αυγούστου 2004

«Σπάνια ταυτίζομαι με την πλειοψηφία, αλλά όταν συμβεί κάτι τέτοιο, το χαίρομαι»: κάπως έτσι σχολίασε ο Σαββόπουλος την επιλογή του να εμφανίσει στο μουσικό του πάρτι στο Ηρώδειο την Καλομοίρα, τη νικήτρια του φετινού Φέιμ Στόρι, προσθέτοντας και το αφοπλιστικό: «μου αρέσουν τα αθώα της μάτια» (Alter, 27/7, κεντρικό δελτίο ειδήσεων).

Μαζί του αυτήν τη φορά, μαζί δηλαδή και με την πλειοψηφία, την περιστασιακή εννοείται. Και η πλειοψηφία γενικότερα είναι το θέμα μου, με αυτήν την πανηγυρική αφορμή, και όχι η συνηγορία που δεν μου ζητήθηκε για μία από τις κατά καιρούς εντυπωσιακές και προκλητικές χειρονομίες του Σαββόπουλου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Για τη φενάκη, την απάτη, το ψέμα της πλειοψηφίας προειδοποιεί ο σημερινός τίτλος, και δεν εννοώ βεβαίως ότι η πλειοψηφία, σαν κάποια μεταφυσική τάχα έννοια, ή η πλειονότητα, σαν κάποιο συγκεκριμένο υποτίθεται μόρφωμα, συνιστά καθαυτήν απάτη, όσο ότι ο τρόπος με τον οποίο αναφερόμαστε εμείς στην εκάστοτε πλειοψηφία συνιστά στην καλύτερη περίπτωση αυταπάτη. Το πράγμα θα μπορούσε να μείνει εδώ, και η πλειονότητα να κάνει τη δουλειά της κι εμείς τη δική μας, τις εμβριθείς δηλαδή αναλύσεις μας, αν – αν αυτές οι φενακιστικές αναλύσεις δεν διαμόρφωναν περαιτέρω την πλειοψηφία. Αναφέρομαι λ.χ. στις δημοσκοπήσεις που, μέσα από τη σχετικότητά τους, αναδεικνύουν πάντοτε ορισμένες γενικές τάσεις και πλειοψηφίες· έρχονται τότε οι αναλύσεις και όλο το ιδεοτρομοκρατικό οπλοστάσιο, με τα περί «κυρίαρχου λαού» και του «αλάθητου αισθητηρίου του», και εξωθούν συχνά τη μειοψηφούσα άποψη στα όρια του απαγορευμένου: η επόμενη δημοσκόπηση ή επισημότερη έκφραση της «λαϊκής βούλησης» (π.χ. εκλογές) πιθανότατα θα έχει αυξήσει το κεφάλαιο της πλειοψηφίας.

Είναι φυσικά τεράστιο το θέμα και δεν χωρά σε επιφυλλίδα η θεωρητική ανάλυσή του, γι’ αυτό θα επιχειρήσω να το προσεγγίσω πρακτικά. Ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει κάθε φορά και ταυτόχρονα να μη σημαίνει η πλειοψηφία στην κοινωνικοπολιτική μας επικαιρότητα, έτσι, επαναλαμβάνω, όπως την επικαλούμαστε, για να υπηρετήσει τα δικά μας ερμηνευτικά σχήματα.

Πάμε ανάποδα χρονικά, με τη σημερινή αφορμή, την Καλομοίρα. Η Καλομοίρα, ένα νεαρότατο κορίτσι που εικονογραφεί στην εντέλεια αυτό που λέμε «χαρά της ζωής», με συμπαθή απλώς φωνή αλλά με εκπληκτική κατά τα άλλα στόφα σόουγούμαν, αναδεικνύεται νικήτρια από μια πλειοψηφία. Σωστά ψήφισαν, λέω τώρα εγώ, κρυμμένος πίσω και από το όνομα του Σαββόπουλου. Κι όμως, στη διαμετρικά αντίθετη άποψη συναντώ ονόματα εξίσου ή και περισσότερο –για αυστηρά προσωπικούς έστω λόγους– έγκυρα. Οπότε;

Προχωρούμε πιο πίσω. Τεράστια πλειονότητα παρακολούθησε το Euro 2004 και ακόμα μεγαλύτερη πανηγύρισε την αναπάντεχη νίκη της Εθνικής μας. Εδώ τα πράγματα είναι πιο κραυγαλέα, άρα και ζόρικα, καθώς δεν έχουμε πλειοψηφία σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο, όπως ήταν οι ψηφοφόροι (και όχι γενικά οι θεατές!) του ριάλιτι, αλλά ένα πολύ μαζικότερο φαινόμενο, που ξεπερνά τα τεράστια έτσι κι αλλιώς όρια του μαζικότατου φαινομένου του ποδοσφαίρου. Άρα σωστά διαμορφώθηκε κι εδώ η πλειοψηφία, λέω πάλι εγώ, στοιχισμένος αυτήν τη φορά πίσω λ.χ. από τον Παντελή Μπουκάλα και τον Άγγελο Ελεφάντη, για να περιοριστώ σε φίλους από τον χώρο των διανοουμένων, που κατά κανόνα είναι εχθρικός προς το ποδόσφαιρο. Κι όμως: συγγενικές είναι πολλές εξίσου έγκυρες φωνές, που υπήρξαν απερίφραστα καταδικαστικές, από αυτές που χαρακτηρίζουν το ποδόσφαιρο «όπιο των λαών» –και έχει υπάρξει τέτοιο το ποδόσφαιρο, συχνά. Λοιπόν;

Και πιο πίσω, στο Κυπριακό. Εδώ επίσης είχαμε συντριπτική πλειοψηφία, με το Όχι. Κι εγώ βρέθηκα ξαφνικά με τη μειοψηφία τού Ναι. Μαζί πάλι με τον Ελεφάντη, χώρια τώρα από τον επιφυλακτικό Μπουκάλα. Σαν να δυσκολεύουν τα πράγματα. Ενώ υπήρχαν και φίλοι με τους οποίους βρέθηκα χώρια και τις δύο φορές: ένας μάλιστα βρέθηκε να εξυμνεί τη μία φορά τη σοφία της πλειοψηφίας που αντιστάθηκε στις πιέσεις των ισχυρών και αποφάσισε Όχι, την άλλη να ωρύεται με την πλειοψηφία των «οπιομανών» που πανηγύριζαν την Εθνική.

Πότε αποφασίζουμε λοιπόν ότι είναι «σωστός» ο λαός, η πλειοψηφία; Και κυρίως: είναι τάχα άλλος ο λαός και η πλειοψηφία του, που τη μια είναι με το Όχι στο Κυπριακό και την άλλη παραληρεί με την Εθνική; Και με ποιαν από τις δύο τάχα πλειοψηφίες είναι η άλλη πλειοψηφία, αυτή που καθηλώνεται στην τηλεόραση και βλέπει τα ριάλιτι, τα «βρομερά σκουπίδια», όπως τα χαρακτηρίζει μια –συντριπτική τώρα– πλειοψηφία από τον –πάντα μειοψηφικό– χώρο των διανοουμένων;

Αν πάμε όμως και στις εκλογές, η κατάσταση είναι φαινομενικά –με βάση τη λογική των αριθμών– χαώδης, καθώς τη μια φορά ο λαός θέλει ΠΑΣΟΚ, την άλλη Δεξιά, τη μια θυμάται τι σημαίνει Δεξιά, την άλλη το ξεχνάει. Εδώ οι αναλύσεις μοιράζονται. Άλλες οικτίρουν ή ειρωνεύονται αυτόν που μόλις χτες τον λιβάνιζαν σαν «κυρίαρχο» λαό, άλλες επιμένουν στο αλάθητο δόγμα του αλάθητου αισθητηρίου του λαού, και την επομένη μόλις των εκλογών, από χώρους και εφημερίδες που εκφράζουν το ΠΑΣΟΚ, υποστηρίζονται όσα ακριβώς καταλόγιζαν και τα αντίπαλα κόμματα: «αποκρουστικά κατεστημένα του ΠΑΣΟΚ (και της κρατικής γραφειοκρατίας)», «διαφθορά, αλαζονεία και κυνισμός», «ατυχείς χειρισμοί» σε «ασφαλιστικό, Παιδεία, αγροτική πολιτική, καθημερινότητα του πολίτη…», γενικότερα ότι το ΠΑΣΟΚ αντιγράφει και ξεπερνά τη Δεξιά «στα εξωτερικά θέματα, στην οικονομική πολιτική, στον αποκλεισμό της Αριστεράς, [...] στην παροχολογία κτλ.» (Τα Νέα 8/3). Κι όμως, με αυτή την περιουσία, ένα κόμμα σχετικής μάλιστα πλειοψηφίας, λόγω του εκλογικού νόμου, επιχειρεί ανέκαθεν να απαξιώσει, με την επίκληση ακριβώς της πλειοψηφίας, πολιτικά μορφώματα και χώρους τους οποίους θεωρεί συγγενέστερούς του ιδεολογικά (π.χ. τον Συνασπισμό). Και είναι απολύτως μέσα στο πολιτικό παιχνίδι κάτι τέτοιο· εδώ μας ενδιαφέρει όταν αξιώνει νομιμοποίηση από την επίκληση αποκλειστικά της αλάθητης πλειοψηφίας.*

Είναι όμως προφανές ότι η πλειοψηφία είναι πάντοτε αυτό που θέλουμε εμείς να είναι, άλλοτε άφρων, άλλοτε σοφή. Δεν μπορεί δηλαδή να συνιστά απόλυτο επιχείρημα η πλειοψηφία. Εκφράζει προφανέστατα τη βούληση του λαού και θέτει έτσι τους όρους του παιχνιδιού μέσα στη δημοκρατία, το εντελέστερο οπωσδήποτε καθεστώς –για την ακρίβεια, το λιγότερο ατελές. Γι’ αυτό και νομιμοποιείται πάντοτε η πλειοψηφία· δεν δικαιώνεται όμως σώνει και καλά αυτομάτως, σε μια μονοδιάστατη τουλάχιστον καταγραφή των γεγονότων. Αλλιώς, αν θυμηθούμε πρόχειρα: πλειοψηφία κατασυντρίβει τον Βενιζέλο το 1920, οδηγώντας στη Μικρασιατική Καταστροφή, και πλειοψηφία στηρίζει τον Χίτλερ το 1933. Πλειοψηφία χειροκροτεί τον Λε Πα και πλειοψηφία διαβάζει Μάιρα Παπαθανασοπούλου. Πλειοψηφία στέλνει πρώτον στη Βουλή τον Αβραμόπουλο και πλειοψηφία εκστασιάζεται με την Ντενίση. Πλειοψηφία επίσης χάφτει Χριστόδουλο και ψηφίζει τις ταυτότητές του (αν και πλειοψηφία θα ψήφιζε, έγραφα άλλοτε με την ίδια αφορμή, και τη διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας στους ακτήμονες). Τέλος, πλειοψηφία θα ψήφιζε και τη θανατική ποινή. Μπορεί να συνεχίσει κανείς επ’ άπειρον αυτό το άγονο παιχνίδι, με κίνδυνο να πέσει σ’ έναν εκλεκτικισμό, που θα προσπαθεί να αντισταθμίσει τον λαϊκισμό και τη φενάκη της πλειοψηφίας: αλλά η πλειοψηφία δεν είναι, συχνά, παρά ο κορδωμένος εαυτός μας στον καθρέφτη.


* Ιδιαίτερα στην πολιτική, η λογική των αριθμών και της πλειοψηφίας αποτελεί συχνά το βασικότερο «επιχείρημα». Τις μέρες του Κυπριακού, διακεκριμένος στιλίστας δημοσιογράφος, τη μία φορά που βρέθηκε με μειοψηφία, εδώ τη μειοψηφία τού Ναι (τώρα κι εγώ μαζί του, όπως είπα), χτυπάει τη φενάκη της πλειοψηφίας, με τη λογική ακριβώς της πλειοψηφίας εγγεγραμμένη βαθιά στα κύτταρα του λόγου του: «Οι περισσότεροι από αυτούς που επικαλούνται τώρα την πλειοψηφία για να ορίσουν το ορθό είναι οι ίδιοι που αγνοούν το νόμο των αριθμών όταν δεν τους βολεύει. Ως γνωστόν, ούτε η Ακροδεξιά ούτε η Ακροαριστερά στη χώρα μας διακρίθηκαν ποτέ για τη μαζικότητά τους: η φασαρία που κάνουν είναι αντιστρόφως ανάλογη του αριθμού των ψηφοφόρων τους»! Όθεν, «εσείς δεν δικαιούστε διά να ομιλείτε»!

buzz it!

Η πολιτεία έπλεε εις την γαλανόλευκον

Τα Νέα, 10 Ιουλίου 2004

«Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον» τιτλοφορούσε ένα λεύκωμά του ο ανατρεπτικός Μίνως Αργυράκης, απαντώντας με τον δικό του τρόπο στα χουντικά κλισέ της εποχής.

διαβάστε τη συνέχεια...

Λίγες δεκαετίες μετά, η σάτιρα μοιάζει ξαφνικά αχρείαστη. Η πολιτεία έπλεε αυτές τις μέρες εις την γαλανόλευκον, κι αυτό δεν οφειλόταν σε διαταγή χουντικού καθεστώτος, όπως κάποτε, ούτε στον ζήλο των επιδεικτικά εθνικοφρόνων των μετέπειτα χρόνων, όταν πια σε εθνικές επετείους μετράς μία με δύο σημαίες το πολύ ανά πολυκατοικία. Δύο μέρες από την υποδοχή των νικητών της Λισσαβόνας, που γράφονται τούτες οι γραμμές, δε θέλω να βγάλω από το αυτοκίνητό μου το σημαιάκι, που μόλις την επομένη της νίκης αποτόλμησα να το βάλω και να με κοροϊδεύουν οι φίλοι μου. Τη μέρα που θα διαβάζεται η επιφυλλίδα αυτή, θα έχουν ξεκρεμαστεί οι σημαίες, και κυρίως θα έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί τα όσα είδαμε και ζήσαμε τις μέρες της γιορτής –μαζί με τις λίγες στιγμές της ντροπής, που δεν έλειψαν, και από τους δρόμους και από το Καλλιμάρμαρο.

Γράφω παραταύτα, πιθανότατα τα ίδια, γιατί απλούστατα στον απόηχο της γιορτής το μυαλό δεν μπορεί ή και δε θέλει να πάει πουθενά αλλού. Έτσι και ο τόνος θα είναι προσωπικότερος, σαν φωτογραφική μηχανή που φυσικά δεν κρατούσα.

Και πρώτη ακριβώς φωτογραφία, η γαλανόλευκη πολιτεία. «Τα σύμβολα γίνονται μόδα» έγραφε η πάντα εύστοχη γειτόνισσα εδώ Πόπη Διαμαντάκου: «φουστανέλες και χλαμύδες, γαλανόλευκες και κότινοι, τα στερεότυπα με τα οποία γαλουχήθηκε το ελληνικό έθνος, βρήκαν πανηγυρικό φόντο να αναδειχθούν στο ποδοσφαιρικό πάθος». Από το μπλουζάκι που λάνσαρε ο ωραίος Σάκης στη Γιουροβίζιον ώς τα γήπεδα της Πορτογαλίας κι από κει στους δρόμους τους δικούς μας, και πιο πολύ σαν μακιγιάζ στα πρόσωπα των νέων παιδιών, η ελληνική σημαία γίνεται in: «το ποδόσφαιρο έγινε η αφορμή για την αποκάθαρση του συμβόλου και της σημασίας του», που «το είχαν οικειοποιηθεί πολιτικοί χώροι συνεχιστές της χουντικής παράδοσης» επισήμαινε η Διαμαντάκου, λίγες μέρες πριν από τον μεγάλο τελικό (Νέα 2.7.04). Και τότε φάνηκε αληθινό πως όχι μόνο «όλη η Λισσαβόνα είναι μπλε, είναι μπλε, είναι μπλεεε», αλλά και «όλη η Ελλάδα είναι μπλε, είναι μπλε, είναι μπλεεε», κατά το σύνθημα που είχε κυριαρχήσει τη βραδιά των βουλευτικών εκλογών, μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Τέσσερις μήνες από την Κυριακή εκείνη, και τώρα δεν παγώναμε με το ίδιο σύνθημα. Πολύ περισσότερο με την εικόνα της γαλανόλευκης. Κι έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό για μας τους μεγαλύτερους, για τις γενιές έως και τη δική μου, όσους γεννηθήκαμε τα μετεμφυλιακά χρόνια και έφηβοι ξημερωθήκαμε με τη δικτατορία της 21ης, δηλαδή σε χρόνια πατριδοκαπηλίας κι όταν το όραμα της Αριστεράς ήταν ακόμα διεθνιστικό, πριν τσαλαβουτήξουν και τα ΚΚ, καληώρα το δικό μας, στα έλη του εθνικισμού, κι έτσι η σημαία μόνο απώθηση μας έφερνε, με ή χωρίς το μπάρμπεκιου πουλί επάνω της.

Τώρα λοιπόν μπορέσαμε να δούμε τη σημαία σαν σύμβολο χαράς και γιορτής, έστω και μ’ όλο το κιτς που συχνά τη συνόδεψε: από τα προσκυνήματα ώς τις δηλώσεις πως μ’ αυτήν και την Υπέρμαχο Στρατηγό νικήσαμε τους αλλόθρησκους φραγκολεβαντίνους. Πίσω όμως ή και μαζί με τις γραφικότητες, ου μην και τις ιδεολογικές ακρότητες, γιατί δεν ήταν μόνο γραφικοί αλλά πολλοί και ιδεολόγοι επαγγελματίες, Χρυσαυγίτες π.χ., με τον γνωστό Μπροστάρη, τον Ανερυθρίαστο Αθηνών εννοώ, πίσω λοιπόν ή και μαζί με όλα αυτά κερδήθηκε η σημαία, όχι πια σαν έμβλημα φαιάς και στρατοκρατικής ιδεολογίας αλλά σαν σύμβολο, το ξαναλέω, χαράς. Έστω σαν μόδα. Τη μόνη που μπορεί να αφυδατώνει και να απεκδύει από το πραγματικό τους νόημα πράγματα και ιδέες: ό,τι καλύτερο εδώ. Κι ας ακούγονται ξινισμένες φωνές, ότι τι πράγματα είναι αυτά, φοράνε τη σημαία σορτς, και η σημαία έχει πάνω της σταυρό, κάθονται λοιπόν πάνω στο σταυρό. Ας καθίσουν, μακάρι, τα νέα παιδιά, μπας και ξεμαγαρίσουν μυαλά και ιδέες.

Και όχι σαν αυτόν, φωτογραφία δεύτερη, που μαγάρισε κοτζάμ γιορτή. Πήγε, όπου γάμος και χαρά, πήγε κι αυτός στο Καλλιμάρμαρο, αφού ζήτησε, λέει, δύο φορές από την ΕΠΟ, κι έπειτα από το υπουργείο Πολιτισμού κι έπειτα από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, να συναντηθεί με τους διεθνείς, πήγε λοιπόν στο Καλλιμάρμαρο, όπου και βγήκε πρώτος –παρά πάσα λογική και τάξη– να μοιράσει τα σταυρουδάκια του στους παίκτες, και πήρε το μικρόφωνο, και κατά το συνήθειο του δεν τ’ άφηνε, για να πει, γραφικότερος των γραφικών, αλλά λόγω θέσης επικίνδυνος, πως πρώτη φορά ορθόδοξη χώρα κατέκτησε το τρόπαιο!

Και μαζί, στην ίδια φωτογραφία, οι άρχοντες του Έθνους και των Αθηνών, να μοιράζουν κι αυτοί τα μετάλλιά τους, να μοστράρονται στο φακό πρώτοι πρώτοι, ετοιμάζοντας από τώρα τα προεκλογικά φυλλάδιά τους, Φάνη-Πάλλη, Ορφανός, Γκαγκάτσης, και η πάντως πάντα ωραία δήμαρχος –αυτή σε δική της φωτογραφία, μόνη της, παρακαλώ–, που έκανε και τη διερμηνέα του Ότο Ρεχάγκελ, κι όταν εκείνος είπε πως ήρθε το κύπελλο στην Ελλάδα, αυτή μετέφρασε: «στην Αθήνα».

Κι άλλη φωτογραφία, ηχητικό ντοκουμέντο, ο εθνικός εκφωνητής-παιδονόμος να καλεί και να ξανακαλεί τους τιμώμενους της βραδιάς να κάτσουν κάτω, ν’ ακούσουν το μάθημά τους. «Είχαμε κανονίσει να μπούμε χορεύοντας, να πετάξουμε τις φανέλες μας», είπε ο Φύσσας, αλλά λογάριαζαν χωρίς τον παιδονόμο ταξιθέτη. «Δεν μπορέσαμε καν να εκφραστούμε. Να ανταποδώσουμε την αγάπη του κόσμου. Ήταν μια γιορτή που δεν τη χαρήκαμε» είπε ο Καραγκούνης. Τους κάτσαν στο θρανίο, και μάλιστα του κατηχητικού.

Και μια μέρα πριν, μετά τον τελικό, φωτογραφία με τον λιπόσαρκο, ταλαιπωρημένο μαύρο που περπατάει μπροστά μου, ανοίγοντας δρόμο ανάποδα μες στο μεγάλο πλήθος στην Ομόνοια. Κρατάει μια μεγάλη σημαία, με ψηλό, ξύλινο κοντάρι, κανονικό, όχι από τα πλαστικά που πούλαγαν στα καροτσάκια. Πού να την είχε βρει, άραγε. Τον ακολουθώ και προσπαθώ να πιάσω ένα βλέμμα του κόσμου, καθώς βαδίζουμε ανάποδα, όπως είπα. Ούτε ένα. Καμία έκπληξη, κανένα σχόλιο. Εγώ πάντως έχω έναν κόμπο στο λαιμό, όπως και με τους άλλους μετανάστες, παρέες παρέες, Αφρικανούς, Πακιστανούς, που πανηγυρίζουν με σημαίες μαζί μας –πολλές φωτογραφίες εδώ. Γιορτάζουν άραγε για τη γιορτή, μέσα στην ξενιτιά τους; γιορτάζουν για το ποδόσφαιρο, που τους συγκινεί οπωσδήποτε όλους; εκφράζουν κάτι σαν φιλοφρόνηση για τη χώρα που τους φιλοξενεί; ή μήπως έναν πόθο ενσωμάτωσης, ή κάποιοι νιώθουν ήδη ενσωματωμένοι; Ποιος να ξέρει, μπορεί όλα μαζί. «Ελλάς, Ελλάς, δε σταματάω να φωνάζω» μου είπε σχεδόν ξέπνοα άλλος έγχρωμος –άλλη φωτογραφία αυτή–, που πετάχτηκε μπροστά μου χειρονομώντας, Δευτέρα βράδυ σ’ άδειο δρόμο, και φρέναρα, μισοανήσυχος, νομίζοντας πως κάτι ήθελε: ήθελε απλώς να μου δείξει, να μου πει πως δεν είναι τελείως
απέξω.

Όμως «Δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ» έπιασε να φωνάζει κάποια παρέα δίπλα μου, για λίγο ευτυχώς, καθώς κατηφορίζαμε την Πανεπιστημίου την Κυριακή το βράδυ. Νόμισα πως ήταν από την εποχή Τσενάι, τους ήρθε ξαφνικά το σύνθημα, γι’ αυτό και ξαφνικά το άφησαν. Αλλά ακούστηκε, έμαθα, και αλλού, ώς και στο Στάδιο –ελεεινή φωτογραφία, χρώμα βεβαίως καφετί, φαιό. Και είχε ξεκινήσει, μου είπε ο γνώστης ανιψιός μου, από τους πρώτους πανηγυρισμούς, μετά την πρόκριση, στην Ομόνοια, όπου και έστρωσαν στο κυνήγι Αλβανούς, Πακιστανούς και άλλους μετανάστες. Οι Χρυσαυγίτες, δεν είναι η πρώτη φορά, και λοιποί εθνικόφρονες. Εθνοκάπηλοι, βεβαίως, αυτοί οι ουσιαστικά εθνοκτόνοι.

Ας μείνουμε όμως ακόμα στη γιορτή.

buzz it!

ομιλία του Παντελή Μπουκάλα

"Tα λάθη μας-τα πάθη μας και η γλώσσα"
Oμιλία στην παρουσίαση του βιβλίου, στο Θέατρο του Nέου Kόσμου, 1.12.2003. Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη, τχ. 116, Νοέμβριος 2003, σ. 60-63

Όταν μετέχουμε στην παρουσίαση του βιβλίου ενός φίλου, σαν ομιλητές ή σαν ακροατές, μετέχουμε στη γιορτή του· δεν χωριζόμαστε καν σε ομιλητές και ακροατές, γιατί όλοι έχουμε έτοιμο από καιρό τον καλό το λόγο για να τον πούμε, δίκαιο κι από καρδιάς· απλώς κάποιοι κερδίζουν το προνόμιο να πουν δημόσια αυτό που όλοι λέμε στις παρέες μας. Mοιραζόμαστε λοιπόν τη χαρά τού φίλου, νιώθουμε όλοι την ίδια συγκίνηση, που ώρες ώρες καταλήγει να μας εμποδίζει να πούμε όσα θέλουμε, όπως το θέλουμε. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, τα καλοσιδερωμένα λόγια, τα κολλαριστά, δεν είναι απλώς άχαρα και περιττά· είναι άδικα.

O Γιάννης Xάρης, λοιπόν, είναι φίλος μου και φίλος σας. Kαι σήμερα γιορτάζει, μιας και μέσα στους τόσους Aϊ-Γιάννηδες, δεν μπορεί, θα υπάρχει κι ο Aϊ-Γιάννης ο Διορθωτής, ή τέλος πάντων ο Aποκεφαλιστής των λαθών και των αμαρτημάτων ημών. Πρέπει ως εκ τούτου να τον πολυχρονίσουμε ή να τον... πολυτομίσουμε, να του ευχηθούμε δηλαδή πολλούς τόμους σαν κι αυτόν που επιτέλους ετοίμασε και μας πρόσφερε. Nα τον πολυτονίσουμε πάντως, μάλλον δεν θα μας το επέτρεπε, καθότι μονοτονικός εκ πεποιθήσεως αυτός.

Aλλά πριν του πούμε τον καλό μας το λόγο, πρέπει να τον ψέξουμε. Nα τον ψέξουμε που αργοπόρησε τόσο πολύ να καταπιαστεί με το συστηματικό δημόσιο γράψιμο. Ώσπου να αποφασίσει να ξανοιχτεί στα «Mικρά Γλωσσικά», στα σαββατιάτικα «Πρόσωπα» των Nέων, και να συμμορφωθεί με τους όρους και τα όρια της τακτικής γραφής, επιδιδόταν στο αντάρτικο, πότε στον Πολίτη και πότε στο Aντί. Iδέες είχε, και μάλιστα κάθε άλλο παρά συμβατικές, αίσθημα είχε, χιούμορ είχε, γλώσσα είχε, θυμό είχε, εμμονές είχε ―γιατί λοιπόν έπρεπε να περιμένει, κι εμείς μαζί του, χρόνια και χρόνια, ώσπου να μας δώσει ό,τι τώρα μάς δωρίζει, ζωηρό, ευθύβολο, χαριτωμένο αλλά και αυστηρό, με επιστημονικότητα πλήρως αναντίστοιχη, ευτυχώς από μια άποψη, των διπλωμάτων του;

Aς όψεται η κάποια δημοφοβία του, για να μην πω οκνηρία, οπότε για να τον ηρεμήσω θα έπρεπε να τον χαρακτηρίσω «οτρηρό» και όχι «οκνηρό», και τότε θα άρπαζε πεντέξι τόμους του Δημητράκου και θα τους πέταγε καταπάνω μου πριν προλάβω να του εξηγήσω ότι μια χαρά λέξη είναι η λέξη οτρηρός, ένα χρησιμότατο «τρία σε ένα» είναι, αφού σημαίνει και δραστήριος και εύστροφος και πρόθυμος. Ωστόσο, είπα ήδη την κρίσιμη λέξη: εμμονές. Δίχως αυτές δεν γίνεται η γραφή, η δημόσια εννοώ γραφή, η πολιτική· δίχως αυτές δυσκολεύεσαι να ορίσεις το πεδίο σου, να αναγνωρίσεις τους αντιπάλους σου, και κυρίως να συνεχίσεις όταν όλα σε ζορίζουν να σωπάσεις ή να ψευτίσεις. Aλλά πριν από την εμμονή είναι η υπομονή και η επιμονή: να αποδελτιώνεις με φρόνημα ασκητικό όσα δημοσιεύματα αφορούν την περιπέτεια της γλώσσας κι όσα πάσχουν γλωσσικά, να ταξινομείς τα ευρήματά σου, να αναζητείς το μόνιμο πίσω από το περιστασιακό και το ιδεολογηματικό πίσω από το επιστημονικοφανές, να πολεμάς για τις απόψεις σου ακόμα κι όταν σε πικραίνει η αίσθηση ότι είχε δίκιο εκείνος ο ματαιολόγος ο Eκκλησιαστής, η αίσθηση δηλαδή ότι και στο γλωσσικό, όσα κι αν ειπωθούν, οι αγκυλώσεις δεν θα θεραπευτούν, κι ο καβγάς θα ξεκινάει πάντοτε από την αρχή, ίσως επειδή συντελείται μεταξύ ιδεολογικώς βαρηκόων.

Πριν κι από αυτά όμως είναι οι συστάσεις, χρειαζούμενες, έστω κι αν είμαστε φίλοι ανάμεσα σε φίλους. Έγραφε λοιπόν ένας τέτοιος φίλος, ο Άγγελος Eλεφάντης, στον Πολίτη, στο τεύχος 90-91, τον Iούλιο-Aύγουστο 2001 ―και να πω εδώ το απολύτως περιττό, ότι δεν τον τσιτάρω για να λουφάρω εκατό ή και διακόσιες λέξεις παρά γιατί νιώθω ακατανίκητη την ανάγκη του συναισθηματικού δεσμού, του «ανήκειν», που θα έλεγαν και οι φιλοσοφότεροι εξ υμών· γερνάω, άρα λευκαίνει κι η μνήμη μου και η αγάπη μου, και γίνεται μεροληπτική, συγχωρήστε με. Eκεί άλλωστε, στον Πολίτη, δευτερογεννήθηκα κι εγώ, λίγο μετά τον Γιάννη, χονδρικώς το ίδιο αίσθημα μειονεξίας μοιραστήκαμε: ο βλάχος, εγώ δηλαδή, που έγινε οδοντίατρος για να γίνει διορθωτής ― ο απανεπιστημίωτος, ο Γιάννης δηλαδή, που έγινε διορθωτής των πανεπιστημιακών... Λέει λοιπόν ο Άγγελος Eλεφάντης:

«O Γιάννης Xάρης είναι επιμελητής εκδόσεων, διορθωτής και μεταφραστής. Διετέλεσε διορθωτής αξιώσεων και του Πολίτη στα πρώτα 12 τεύχη του περιοδικού, το 1976-77, όταν και ο ίδιος άρχιζε τη σταδιοδρομία του πάνω στο μαρτύριο των γραμμάτων, των λέξεων και των φράσεων (άρα και των νοημάτων). Mάθαμε πολλά απ΄ αυτόν και συνεχίζουμε να μαθαίνουμε. Aπό τότε που κυκλοφόρησαν τα "Πρόσωπα" των Nέων, ο Γιάννης Xάρης, κάθε δεκαπέντε μέρες, από τη στήλη του "Mικρά Γλωσσικά" διδάσκει. Διδάσκει γραμματική και συντακτικό. Kρίνει τις άπειρες γλωσσικές παρεκτροπές, κείμενα ανελλήνιστα και μαργαριτοβριθή, δείχνει ασάφειες, σολοικισμούς, χοντρές ασυνταξίες, προχειρότητες, επισημαίνει πλείστα όσα μη εξελληνισμένα γλωσσικά δάνεια (χονδροειδείς γαλλισμοί και αγγλισμοί), τα τραγελαφικά στα οποία καταλήγει τόσο συχνά ο λόγος των εφημερίδων, του κράτους, της ακαδημαϊκής κοινότητας και των βιβλίων. Aπορρίπτει βαρύγδουπες "θεωρίες", ιδεολογίες δηλαδή, περί λεξιπενίας και περί γλωσσικού ζητήματος. Προτιμά να μιλά για προβλήματα που έχουμε στη γλώσσα μας και με τη γλώσσα μας, προβλήματα που μας κληροδότησε η ιστορία και πολλαπλασίασε η απαιδευσία, οι εμμονές νεοκαθαρευουσιάνων αλλά και δογματικών νεοδημοτικιστών. Kαι καταπιάνεται με απορίες, γιατί δεν είναι όλα λυμένα και τακτοποιημένα άπαξ και διά παντός. H ζωή και η ζωή της γλώσσας τα ανακατώνουν συνεχώς τα πράγματα και τα λόγια. Eπισημαίνω τις μεγάλες αρετές των "Mικρών Γλωσσικών" του Γιάννη Xάρη όχι για να πω έναν καλό λόγο σε παλιό συνεργάτη και φίλο αλλά γιατι τα γραπτά του είναι χρήσιμα. Mε ωφέλεια θα τα επισκεπτόταν ο οιοσδήποτε. Διότι αν αποφεύγονταν αυτά τα άπειρα γλωσσικά ολισθήματα, ο δημόσιος λόγος θα ήταν σαφέστερος και πιο ευανάγνωστος».

Πόσο πίσω είναι το γενέθλιο 1976 στο οποίο αναφέρεται ο Aγγελος Eλεφάντης; Eναν αιώνα, μπορεί και δύο, με τόσα «μετά» τού «μετά» που επήλθαν, ή νομίζουμε ότι επήλθαν, και κυρίως, κυριότατα, με τους τόσους απόντες με την τιμή των οποίων την ατίμητη μετράμε έκτοτε τη δική μας παρουσία. Tω καιρώ εκείνω, λοιπόν, για να αλαφρύνω το βαρύ που δεν αλαφρώνεται, όταν άρχιζα κι εγώ να μαθαίνω τα σημαδάκια της διόρθωσης με την καθοδήγηση του Δήμου Mαυρομμάτη που θα μας βλέπει τώρα από ψηλά και θα στρίβει τις μουστάκες του όλο χαρούμενη ειρωνεία, ο Γιάννης Xάρης, κι όχι μονάχα αυτός, ήταν στην ψυχαρική φάση του δημοτικισμού. Mάρτυς μου η Aλληλογραφία του Kαρλ Mαρξ και του Φρήντριχ Eνγκελς, στις εκδόσεις του Oλκού. Oι δύο πατριάρχες βρέθηκαν να μιλάνε, εξαιτίας και του μεταφραστή/επιμελητή τους, σε μια γλώσσα που θα ανάγκαζε τον Ψυχάρη να ξουριστεί και να κουρευτεί γουλί, για να μην τον πούνε μαλλιαρό.

Tο θυμίζω αυτό όχι για να κακολογήσω τον φίλο μας αλλά για να σημειώσω το αυτονόητο που δεν είναι πάντοτε αυτονόητο: είμαστε η ηλικία των εμμονών μας, είμαστε η εξέλιξη των εμμονών μας. Oύτε ο Γιάννης ούτε κανένας άλλος έμεινε «κολλημένος με την μπάλα», που λέει η διαφήμιση, κολλημένος με τις απόψεις του για τη γλώσσα. Tη δημοτική, τη γλώσσα δηλαδή, τη μάθαμε, και συνεχίζουμε να τη μαθαίνουμε, λέξη τη λέξη, απορία την απορία, γαμοσταυρίδι το γαμοσταυρίδι, ανακάλυψη την ανακάλυψη. Δεν ήταν ετοιμοπαράδοτη, οριστική, πηγμένη και ληγμένη. Φτιαχνόταν, επειδή συνεχίσαμε να τη φτιάχνουμε ― επειδή συνεχίσαμε να έχουμε απορίες, όλοι μας, οι γραφιάδες, λογοτέχνες, επιστήμονες, πολιτικοί σχολιαστές, οι διορθωτές, οι επιμελητές, και οι διορθωτές που γίναμε γραφιάδες.

Πορευόμασταν και εξακολουθούμε να πορευόμαστε πελαγωμένοι μέσα στις αντιφάσεις των λεξικών, τέτοιες αντιφάσεις, που για να αποφύγει κανείς το τρίλημμα πώς στα κομμάτια γράφεται τελικά ο ξiπόλiτος, με δύο ύψιλον, με ύψιλον και ήτα ή με γιώτα και ήτα, φτάνει συγχυσμένος να επιλέξει είτε την κάποια καθαρεύουσα, και να γράψει «ανυπόδητος», είτε την περίφραση και να γράψει «ο μη ποδεμένος». Θα πείτε, δεν χάθηκε ο κόσμος για το πώς γράφεται ο ξυπόλυτος. Προφανώς δεν χάθηκε, μολονότι ξέρουμε από τις αναπαραστάσεις ότι και ο θεός όταν έφτιαχνε τον κόσμο, ξυπόλυτος ήταν, άρα κάπως πρέπει να τον φανταστούμε, κάπως ορθογραφημένο δηλαδή, για μην πέσει το στερέωμα και μας πλακώσει.

O διορθωτής, λοιπόν, και ο επιμελητής είναι ένα πλάσμα απολύτως χρειαζούμενο και εντελώς περιττό. Eντελώς περιττές φαίνονται ώρες ώρες και οι γνώσεις του, χρήσιμες μόνο για το «Θέλεις να γίνεις εκατομμυριούχος;» σε φιλολογικότερη εκδοχή. Ξέρει ας πούμε ότι υπάρχουν τριών λογιών εξαρτiσεις, η μια με ήτα, η άλλη με ύψιλον, η τρίτη και πιο σπάνια με γιώτα. Aλλά και που το ξέρει κι αυτό κι άλλα πολλά, δεν μπορεί να κόψει την εξάρτησή του από την ακατανίκητη ουσία που λέγεται αμφιβολίνη. Ποτέ δεν είναι σίγουρος, και πάντως λιγότερο σίγουρος είναι όταν προσποιείται πως είναι απολύτως βέβαιος. Ποτέ δεν κοιμάται ήσυχος, γιατί ξέρει ότι ο διαβόητος δαίμονας δουλεύει υπερωριακώς κι η ουρίτσα του μετριέται με τα μίλια, όχι με τις σπιθαμές, άρα μπορεί να τρυπώσει παντού. Συν τοις άλλοις, παίζει το ρόλο της κι εκείνη η παλιά σύγχυση: τα σωστά αποδίδονται πάντοτε στον συγγραφέα, ακόμα κι αν παρέδωσε τραυλό χειρόγραφο· για τα λάθη καταγγέλλεται ο διορθωτής, ακόμα κι όταν δεν πρόκειται για λάθη αλλά για ορθογραφικές ιδιορρυθμίες του συγγραφέα, δεδομένου ότι στην ανοιχτή Δημοκρατία της Γλώσσας συνωστιζόμαστε μερικές χιλιάδες αυτοκράτορες κι άλλοι τόσοι νομοθέτες.

Eίναι μια μανία η διόρθωση ―αλλιώς δεν αξίζει να την αναλάβεις, επαγγελματικά. Eίναι μια μανία σαν κι αυτή που οδήγησε τον Γιάννη, όπως μας λέει στον πρόλογό του, να διορθώνει τον κατάλογο των εστιατορίων ―γιατί όσο νά ΄ναι ένας «σολωμός» με ωμέγα δεν κατεβαίνει πανάθεμά τον με τίποτε, όσο νόστιμος κι αν φημολογείται―, κι οδήγησε κι εμένα, το ένδοξο 1979, να ζητάω από έναν υψηλότατο φίλο και συμφοιτητή μου να με σηκώσει στην πλάτη του για να διορθώσω την ανορθόγραφη ταμπέλα ενός περιπτέρου στην Aλεξάνδρας. Tότε κυκλοφορούσαμε όλοι με έναν χοντρό μαύρο μαρκαδόρο στην τσέπη τού τζάκετ, για να διορθώνουμε πάραυτα και επιτοπίως, άρα κατά φαντασίαν, όλα τα στραβά του κόσμου.

Δεν έχω την πρόθεση να ψάλω τον αχρείαστο ύμνο του διορθωτή, αλλά, μιλώντας για τον Γιάννη, έναν επί τριακονταετία διορθωτή και επιμελητή, και για το βιβλίο του, δεν μπορώ παρά να μιλήσω για τη διόρθωση και για την επιμέλεια, δηλαδή για το καθεστώς της διαρκούς αμφιβολίας. Aυτό ακριβώς το καθεστώς της ανασφάλειας, ενός συνεχούς πέρα-δώθε στη μορφή των λέξεων (και η μορφή που αποφασίζεται, το ξέρουμε πια, δεν αποφασίζεται αποκλειστικά από την καθαρή επιστήμη παρά και από την κιβδηλοποιό ιδεολογία), αυτή η πεποίθηση ότι η γλώσσα είναι ένα παιγνίδι εσαεί ανοιχτό, που άρχισε πολύ πριν από μας και θα συνεχιστεί ερήμην μας, οδήγησε τον Γιάννη Xάρη, και κάμποσους άλλους του σιναφιού των διορθωτοεπιμελητών, στη διαρκή ανάγνωση και μελέτη των γραφών, μια ανάγνωση που όσα προβλήματα θεραπεύει, άλλα τόσα προξενεί. Tα ύψιλον και τα γιώτα, τα όμικρον και τα ωμέγα, αν έχεις το σκουλήκι ―κι ο Γιάννης το έχει― δεν θ΄ αργήσουν να σε φέρουν στο ζουμί της γλώσσας, στην ιστορία της, στην ιστορία των παθών που φούντωσαν εν ονόματί της ―και τι ιστορία: αίματος.

Για πάθη μάς μιλάει, λοιπόν, με πάθος ο Γιάννης Xάρης στο βιβλίο του, ένα πράγματι ενιαίο κείμενο, από την αρχή ώς το τέλος του, απαρτισμένο από επιφυλλίδες του που δημοσιεύτηκαν από τον Mάρτιο του 1999 ώς τον Φεβρουάριο του 2003 και στις οποίες καταπιάνεται με ζητήματα συντακτικά και συντακτικά, με δάνεια και ξενισμούς, με λεξικά και βέβαια με όλα τα μυθεύματα που παρακολουθούν σταθερά οποιαδήποτε συζήτηση για την ελληνική γλώσσα. Eτσι άλλωστε μας ενδιαφέρουν τα λάθη της γραμματικής ή της σύνταξης: όταν απορρέουν από πάθη ― ιδεολογικά, γλωσσολογικά, ιδεογλωσσολογικά. «Περί ψυχής παθών και αμαρτημάτων» μάς μιλάει, ακόμη κι όταν γράφει για τη γενική της Σαπφώς, που βεβαίως και πρέπει να είναι «της Σαπφούς», κι ας λέει ό,τι θέλει ο Γιάννης, διότι αλλιώς χάνεται το καταληκτικό «ους», το αυτί δηλαδή που έστρεφαν προς τη λύρα της ποιήτριας οι αρχαίοι ημών, χάνεται δηλαδή όλη η εικόνα του προφορικώς αναπτυσσομένου πολιτισμού.

Γενικώς ο Γιάννης κρατάει κλειστά τ΄ αυτιά του όταν βοούν τα τεκμήρια πως η ελληνική είναι η μητέρα όλων των γλωσσών. Φοβάμαι ως εκ τούτου ότι δεν θα ένιωσε εθνικά υπερήφανος με τη μόλις προχθεσινή ανακάλυψη, συγκλονιστική όσο και η αμέσως προηγούμενη, σύμφωνα με την οποία ακόμα και το «κουμπεπέ» που λέμε στα νήπια είναι αρχαιοπινές, καταγόμενο από το «κούπα ω παι». Kαθηγητής τις λοιπόν του Παντείου ανακάλυψε, και μας διαφώτισε δι΄ επιστολής του στον Tύπο, ότι ελληνικό, ελληνικότατο είναι και το «ολέ» των Iσπανών, το «(χ)αλλό» των Aγγλων και το «όλα-λά» των Γάλλων· πατέρας τους λέει είναι το ομηρικό «ούλε», προστακτκή του ρήματος «ούλω», που παναπεί χαίρω άκρας υγείας. Ωστε λοιπόν όταν οι γαύροι τραγουδούν «ολέ ολέ ολέ ολέ, Θρύλε θεέ», είναι προφανές ότι συνεχίζουν τα ομηρικά έπη σε λαϊκότερη μορφή. Kι αν δεν το ξέρουν οι ίδιοι, το ξέρει το γονίδιό τους.

Ένα από τα πάθη που παθιάζουν ιδιαίτερα τον Γιάννη Xάρη, και στο οποίο επιφυλάσσει ορισμένα από τα πιο φαρμακερά του βέλη, είναι ο «καημός της διαχρονίας», για να χρησιμοποιήσω τον δικό του ορισμό, ένας καημός που, όταν συνυπάρχει με λειψή και επιπόλαιη γνώση των παλαιότερων φάσεων της ελληνικής γλώσσας, οδηγεί σε φράσεις που είναι απλώς αφιερώματα στου κιτς τη μάνα, κι ας νομίζουν οι κατασκευαστές τους ότι αποτελούν κομψοτεχνήματα που αποδεικνύουν τη θεϊκή καταγωγή της ελληνικής και την αυτονόητη λέει ανωτερότητά της. Για τους νεοαττικιστές των καιρών μας, ο Γιάννης Xάρης ίσως και να αποδεχόταν, χάριν αστεϊσμού και μόνον, τη θεραπευτική μεθοδο που χρησιμοποιούσε ο λίαν αγαπημένος μου Λουκιανός για τους «υπεράττικους» της δικής του εποχής, προσπαθώντας να προστατέψει από τους παραχαράκτες το ισχύον νόμισμα της γλώσσας, «το καθεστηκός νόμισμα της φωνής».

O σοφιστής Λεξιφάνης, λοιπόν, στον οικείο διάλογο του Λουκιανού, όντας «της αττικίσεως άκρον» γυρνάει γλωσσικώς περί τα χίλια χρόνια πίσω και κορφολογάει «άτοπα και διάστροφα ονόματα» για να στολίσει την κενότητα του λόγου του. Δεν τον αντέχει άλλο ο Λυκίνος, φωνάζει έναν γιατρό, τον Σώπολη, και τον παρακαλεί να σώσει τον φίλο του από τον «λήρο». Πάραυτα ο γιατρός δίνει ένα φάρμακο στον Λεξιφάνη, ένα καθαρτικό, μήπως και συνέλθει, «της τοιαύτης των λόγων ατοπίας κενωθείς». Kι αρχίζει εκείνος να ξερνοβολάει τα καθαρευουσιάνικά του, το «μων», το «αμηγέπη», το «δήπουθεν», το «σκορδινάσθαι», κι άλλα τέτοια που βαρυστομάχιαζαν και τον ίδιο και τους ακροατές του, και, ανακουφισμένος, επιστρέφει στον πραγματικό χρόνο, τον γλωσσικό άρα και τον κοινωνικό.

Tέτοιο μαντζούνι δεν υπάρχει βέβαια. Kαι δεν χρειάζεται. Aυτό που χρειάζεται είναι ετούτο το απλό, το πολυσύνθετα απλό: το πάθος μας για τη γλώσσα να μας οδηγεί στη μελέτη της, στη μελέτη της ιστορίας της, των φαινομένων της, των διαπλοκών της με την πολιτική, άρα και στον απεγκλωβισμό μας από αστόχαστα ιδεολογήματα που κηρύσσουν τη μοναδικότητα της ελληνικής και ταυτόχρονα το θάνατο της νεοελληνικής, από πενία λέει. Aυτό ακριβώς κάνει ο γλωσσογράφος Γιάννης Xάρης, για να μην πω γλωσσολόγος και θεωρηθεί αντιποίηση αρχής: διαβάζει πριν γράψει, κι αφού ξαναγράψει, ξαναδιαβάζει. Eτσι τα επιχειρήματά του κερδίζουν σε βάθος και σαφήνεια, σε αυστηρότητα και συστηματικότητα.

Xάρη σ΄ αυτά τα γνωρίσματα το βιβλίο του ούτε ανώδυνη συλλογή μαργαριτών είναι (άλλωστε ο Γιάννης δεν φοβάται να κάνει εχθρούς, αλλά και δεν τσιγκουνεύεται και τον έπαινο στους ίδιους τους αντιπάλους του, όταν τον δικαιούνται) ούτε το συνταγολόγιο ενός εμπειρικού σαν κι αυτά που τα υπονομεύει το γεγονός ότι ξεκινούν από ερασιτεχνισμό ―κι αυτό δεν είναι οπωσδήποτε κακό― και καταλήγουν στον ερασιτεχνισμό, κι αυτό είναι οπωσδήποτε κακό. Eπίσης, δεν είναι ένα δημιούργημα του πνεύματος της «ακανθολογίας», όπως την όριζαν οι αρχαίοι, δηλαδή της χαιρέκακα μικρόλογης καταγραφής σφαλμάτων σε αλλότρια γραπτά. Έχουν αγκάθια τα κείμενά του αλλά ακανθολόγος δεν είναι. Kι όσα λέει, χωρίς κανέναν δασκαλίστικο ή γλωσσοσωτήριο τόνο, είναι πολύ παιδεμένα, και ως εκ τούτου ουσιωδώς παιδευτικά.

buzz it!

22/5/07

Ο Χατζιδάκις, η πρόκληση και οι μαθητές του

Τα Νέα, 26 Ιουνίου 2004

Για το αυτομαστίγωμά μας έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, έπειτα από ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες και το Παρίσι, επιχειρώντας να αντιγυρίσω τον σκανδαλισμένο υπεραπλουστευτικό λόγο με τον οποίο περιγράφουμε την καθυστέρησή μας απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Και εντάσσεται το αυτομαστίγωμά μας στη γενικότερη κουλτούρα της κλάψας, για την οποία γράφω και ξαναγράφω και δε σώνω, μα πώς αλλιώς:

Λίγες μέρες μετά, επέτειο του θανάτου του Μάνου Χατζιδάκι (15/6), το Τρίτο αφιερώνει όλο του το πρόγραμμα στον μεγάλο δημιουργό. Οδηγώ και έχω το ραδιόφωνο ανοιχτό, ακούω σχεδόν μόνο τη μουσική, κι έτσι, όταν χτύπησε όχι καμπανάκι αλλά γκόγκ τεράστιο στ’ αφτιά μου, ήταν αργά: γι’ αυτό, μεταφέρω με επιφύλαξη ό,τι κατάφερα να ανασυστήσω, πιστός τουλάχιστον στο πνεύμα. Έλεγε η παραγωγός της εκπομπής ότι, αν έδιναν σήμερα το έργο τους ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης –αν πήρε καλά τ’ αφτί μου–, τίποτα δε θα γινόταν, επειδή –εδώ πια άκουσα καλά!– δεν υπάρχουν πια πολίτες σ’ αυτήν τη χώρα, αφού ο νεοναζισμός κυριαρχεί παντού, και άλλα παρόμοια.

διαβάστε τη συνέχεια...

Και συνέχισε, διαβάζοντας απόσπασμα από κείμενο του Χατζιδάκι σε πρόγραμμα συναυλίας της Ορχήστρας των Χρωμάτων, ακριβώς «για το αναζωογονημένο φαινόμενο του νεοναζισμού». Από αυτή λοιπόν την πηγή άντλησε η αθώα κυρία, και θέλησε να μας ποτίσει κι εμάς. Και τέλειωσε με την ευχή-παραίνεση να μην αφήσουμε το γκρίζο να πνίξει τα χρώματα στη ζωή μας.

Και αν, εν πάση περιπτώσει, ο Χατζιδάκις έβλεπε τότε «αναζωογονημένο» τον νεοναζισμό, εύλογη ίσως αντίδρασή του στις άθλιες επιθέσεις που δεχόταν από την Αυριανή, τι στο καλό κάνει την αθώα κυρία, δέκα τόσα χρόνια μετά, να βλέπει παντού την κυριαρχία του γκρίζου, σε μια χώρα «δίχως πλέον πολίτες»;

Στα χρόνια της διδακτικής μου εμπειρίας προσπαθούσα να έχω οδηγό το "δόγμα" ότι η αποτυχία του μαθητή είναι αποτυχία του δασκάλου. Είναι υπερβολικό, είναι οπωσδήποτε σχηματικό, αλλά κατά κανόνα βαθιά αληθινό. Φταίει τότε εδώ ο Χατζιδάκις; «Ο Νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός [...] δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία» γράφει σ’ εκείνο το κείμενο. «Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας, χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. [...] Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιασμένο κάτω από συγκυρίες, και με τη μορφή “λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων”, σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου…»

«Ο Νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς…» παραφράζει τον Πιραντέλο προς το τέλος, «είμαστε εμείς, εσείς και τα παιδιά σας», και κλείνει «ποιητικά», κατά το συνήθειό του, κι ενώ προηγουμένως «τα παιδιά μας» δέχτηκαν μεγάλο μερίδιο αυτής της κριτικής: «Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. [...] Προσέξτε τον χορό τους, με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακριά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας…» και άλλα, μάλλον κοινότοπα, που, κι αν είναι αλήθεια, δύσκολα θα μπορούσαν να αποτελέσουν περιγραφή και τεκμήριο «νεοναζισμού»!

Δεν είναι σκοπός μου να υποβάλω σε λογικό και ιδεολογικό έλεγχο ένα τέτοιο κείμενο, σφραγισμένο από την πληθωρική προσωπικότητα του μεγάλου δημιουργού. Ή που οφείλεται ακριβώς και αποκλειστικά στην πληθωρική προσωπικότητά του. Εδώ με απασχολεί η χρήση του από επιγόνους, θαυμαστές, μαθητές, που με θρησκευτική ευλάβεια και άκριτη πίστη υιοθετούν και αναπαράγουν σαν ύψιστη αλήθεια κάθε του λέξη –και μάλιστα πλειοδοτώντας, όπως στη δική μας ιστορία, όπου ο νεοναζισμός εξαφάνισε πλέον τους πολίτες! Ίσως γιατί ο δάσκαλος το μάθημα το έδωσε αν μη τι άλλο με κενά, σαν κι αυτό που πρόχειρα επισήμανα με το χορό των νέων.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως η υπερβολή και η πρόκληση ήταν από τα στοιχεία της γοητείας του Χατζιδάκι. Και πάντως υπήρχε ένα τεράστιο έργο μουσικό που απορροφούσε τους κραδασμούς. Από μόνες τους οι συχνά θεαματικές προκλητικές χειρονομίες του δε θ’ άντεχαν στον παραμικρό έλεγχο, πόσο μάλλον στην προβολή και την αναπαραγωγή, στο αναμάσημα. Θα πάρω ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ίδιας τάξεως στην υπερβολή του με τα περί νεοναζισμού, στους αντίποδες όμως σαν θεματική, που απ’ τη φύση του δεν επιτρέπει την αναπαραγωγή: «αν δεν τον απασχολούσαν τόσο πολύ οι γυναίκες, θα ήταν ομοφυλόφιλος, διότι υπήρξεν όμορφος», γράφει ο Χατζιδάκις για τον Σούμπερτ, και τον φαντάζομαι να γελάει καθώς σκέφτεται την αντίδραση του «αμύητου» αναγνώστη. Ας το πάρει τώρα αυτό η κυρία του Τρίτου, να δούμε τι θα το κάνει.

Ο Χατζιδάκις κατάφερε να αγοράσει, με την τεράστια ακριβώς περιουσία του έργου του, την προσωπική του έκφραση, την προσωπική του ελευθερία, χωρίς να λογοδοτήσει ποτέ σε κανέναν. Και είναι μέγα επίτευγμα αυτό. Αλλά για τον ίδιο. Γιατί η προσωπική αυτή ελευθερία μπορούσε να επαναδιοχετεύεται στο έργο του, εκεί απ’ όπου πήγαζε και τροφοδοτούνταν. Για μας αυτή η ελευθερία στα καθέκαστά της δεν μπορεί να αποτελέσει κανόνα ή μέτρο, τυφλοσούρτη για αντιγραφή.

Κάθε αυστηρά προσωπική χειρονομία είναι εξ ορισμού ανεπανάληπτη και αμίμητη, συχνά και από τον ίδιο τον αυτουργό της, όπως μας το λέει λόγου χάρη θαυμαστά ο Κλάιστ στις Μαριονέτες του, στην εξίσου θαυμαστή μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, με το παράδειγμα ενός νέου που, από τη στιγμή που παρατηρεί ότι μια κίνησή του θυμίζει ένα περίφημο άγαλμα, χάνει διά παντός την αθωότητά του και μάταια προσπαθεί να επαναλάβει την ίδια κίνηση. Αν έτσι ο ίδιος ο αυτουργός, πόσο μάλλον ένας αντιγραφέας. Είναι σαν τα χάπενινγκ. Συμβαίνουν άπαξ, δεν αντιγράφονται, δεν επαναλαμβάνονται.

Ο Χατζιδάκις, ως γνωστόν, δεν έπιασε κάποια υπουργική καρέκλα, παρά τη στενή φιλία του με τον ισχυρό άνδρα της εποχής, τον Καραμανλή: πιστεύω ότι αυτήν τη στάση τού την υπαγόρεψε ο αισθητισμός του, έτσι όπως καθοδηγούσε ρητά κάθε του κοινωνικοπολιτική αντίδραση και συμπεριφορά –και όχι απλώς ρητά, αλλά προκλητικά και πάλι προβεβλημένα. Και πολέμησε τη Γαλάζια Γενιά. Απ’ την άλλη ο μέγας αυτός αισθητής έγραψε τον Ύμνο της Αεροπορίας σε στίχους του Ευάγγελου Αβέρωφ, και τον παρουσίασε σε γιορτή του Σώματος, ενώπιον των Αρχών, και έπειτα στο κλείσιμο του Μουσικού Αυγούστου! Αλλά και τον Φλωρινιώτη μάς τον τάισε σαν «μετέωρο αστροναύτη» με συνοδεία τσέμπαλου!

«Το σκάνδαλο δεν είναι πράξη πολιτική –και αν είναι, δεν είναι πάντως προοδευτική, ακόμη κι αν έχει τέτοιο στόχο και προθέσεις. Γιατί το σκάνδαλο (καληώρα η Αυριανή) απευθύνεται στο θυμικό και όχι στην πολιτική συνείδηση, αποπροσανατολίζει λοιπόν και αποκοιμίζει· είναι λοιπόν, εφόσον διεκδικεί τίτλους πολιτικούς, πράξη σαφώς αντιδραστική»: αυτά έγραφα στο Αντί την εποχή της εντονότερης πολιτιστικής και αμεσότερα πολιτικής παρέμβασης του Χατζιδάκι, όταν ίδρυσε και διηύθυνε το περιοδικό Τέταρτο (1985). Δε θα άλλαζα τίποτα σήμερα, αν έπρεπε να ξαναγράψω για τότε, απλώς δε θα ξανάγραφα. Τώρα υπάρχει μόνο το έργο του Χατζιδάκι. Τα όποια άλλα συνδέονται με μια συγκεκριμένη εποχή και χάνονται μαζί μ’ αυτήν και μαζί μ’ εμάς. Όχι να τα κάνουμε κιόλας παντιέρα.

«Κατάλαβα πως ήθελαν να μου φορέσουν τον μανδύα του γραφικού, για να πάψω να είμαι επικίνδυνος» έγραφε ο Χατζιδάκις όταν τον ζητούσαν σαν «εθνικό υβριστή» από διάφορες εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς, και έφερνε παράδειγμα τον Τσαρούχη, που το επίσημο κράτος ήθελε «να τον παρουσιάσει μπροστά στην κοινή Γνώμη σαν διασκεδαστή και γραφικό –άρα ακίνδυνο», μετατρέποντας τις δηλώσεις του σε γνωμικά.

Μήπως το ίδιο κάνουν, άθελά τους, οι πιστοί και μαθητές του;

buzz it!

21/5/07

62. Ένα μωρό δάγκωσε σκυλί!

Τα Νέα, 21 Ιουλίου 2001

Ένα μωρό δάγκωσε σκυλί! Και μετά; Μετά έτρεξαν, ας πούμε, περαστικοί για βοήθεια. Να βοηθήσουν το καημένο το σκυλί! Που το δάγκωσε ένα μωρό!

Τερατολογώ, βεβαίως. Αφού η αλήθεια είναι ότι το σκυλί δάγκωσε το μωρό. Γιατί όμως είναι αυτή η αλήθεια; Απλώς επειδή «κατά κανόνα», «κανονικά», «λογικά», τα σκυλιά δαγκώνουν, κι όχι τα μωρά. Αρκεί να μη διασαλευτεί λοιπόν η τάξη του κόσμου, για να μπορούμε εμείς να συντάσσουμε μακαρίως και κατά το δοκούν.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ώστε η γλώσσα λειτουργεί εντέλει με την καθοριστική εδώ συνδρομή της κοινής εμπειρίας; Έτσι φαίνεται. Αφού συχνά παρουσιάζονται απολύτως εναλλάξιμες οι δύο προτάσεις:

(α) «μωρό δάγκωσε σκυλί» και

(β) «σκυλί δάγκωσε μωρό»,

για να εκφράσουν και οι δύο μία και μόνο εκδοχή, πως το σκυλί δάγκωσε το μωρό, ή αλλιώς το μωρό ΤΟ δάγκωσε το σκυλί.

Επιτρέψτε μου να καθυστερήσω κι άλλο σ’ αυτό το απλό παράδειγμα και να επαναλάβω πράγματα στοιχειώδη και πασίγνωστα: στην πρόταση (β), την «ορθόδοξη» από συντακτική άποψη: «σκυλί δάγκωσε μωρό», έχουμε το κλασικό σχήμα υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, δηλαδή «ποιος έκανε τι, σε ποιον», με υποκείμενο το σκυλί και αντικείμενο το μωρό. Πώς είναι τώρα δυνατόν να εναλλάσσονται στα καλά καθούμενα οι βασικοί αυτοί όροι, χωρίς καμία άλλη αλλαγή στη σύνταξη, και χωρίς καμία επίπτωση;

Λέω «στα καλά καθούμενα», γιατί υπάρχει περίπτωση να αντιστρέψουμε τους όρους για έμφαση, ότι το σκυλί δάγκωσε ένα μωρό και όχι λόγου χάρη τη μητέρα του που το είχε βγάλει βόλτα. Και λέω «χωρίς καμία αλλαγή», γιατί τότε, όταν δεν μιλούμε, ώστε να τονίσουμε ιδιαίτερα τη λέξη μωρό, δηλαδή «ένα μωρό δάγκωσε σκυλί», τότε λοιπόν λέμε ή γράφουμε (όπως σημειώνουν άλλωστε και οι γραμματικές μας) πως ένα μωρό το δάγκωσε σκυλί, και τρέχαμε μετά για αντιλυσσικό ορό. Και είπα «χωρίς καμία επίπτωση», γιατί δεν θα ’χουμε πάντοτε σκυλί και μωρό, ώστε να συμπεραίνουμε –προσοχή, όχι να μας το λέει αυτόματα, όπως οφείλει, η γλώσσα, απλώς να συμπεραίνουμε, να καταλαβαίνουμε– τη βασική πληροφορία, το «ποιος-τι-σε ποιον».

Ανοίξτε οποιοδήποτε βιβλίο στο τέλος, στον λεγόμενο «κολοφώνα» με τα στοιχεία της έκδοσης: διαβάζουμε πως «το εξώφυλλο σχεδίασε ο Χι», λες και υπάρχει έμφαση, ότι προσοχή, το εξώφυλλο σχεδίασε κι όχι το νυφικό του εκδότη, «τις διορθώσεις έκανε ο Ψι», προσοχή, τις διορθώσεις κι όχι τα θελήματα στη γειτονιά, «την έκδοση επιμελήθηκε ο τάδε»· ακούστε οποιαδήποτε εκπομπή στο ραδιόφωνο: «την ορχήστρα διευθύνει ο Άλφα», κι όχι την επιχείρηση του πατέρα του, «την Έκτη του Μπετόβεν ερμηνεύει η Ορχήστρα Φιλαρμόνια», την Έκτη κι όχι την Ενάτη. Κρυάδες, θα μου πείτε, και σωστά. Διότι, αλίμονο: κατά την τάξη των πραγμάτων που λέγαμε, σ’ ένα βιβλίο ο ζωγράφος ή ο γραφίστας σχεδιάζει εξώφυλλο, ο διορθωτής κάνει διορθώσεις, ενώ ο αρχιμουσικός διευθύνει ορχήστρες και η ορχήστρα ερμηνεύει συμφωνίες και κοντσέρτα. Αλλιώς τι; θα πείτε και πάλι. Σώνει και καλά, ή επειδή το λένε οι γραμματικές, «το εξώφυλλο το σχεδίασε ο δείνα»; «τις διορθώσεις τις έκανε ο τάδε»; «την έκδοση την επιμελήθηκε ο τάδε»; «την ορχήστρα τη διευθύνει ο δείνα»; «την Έκτη την ερμηνεύει η Ορχήστρα…»; Αλλά γιατί όχι, αλήθεια; Τόσο τα συνηθίσαμε αλλιώς, που μας φαίνονται πια λάθος τα σωστά, ή πάντως άνευ λόγου;

Τότε θα δεχτούμε και πως «μωρό δαγκώνει σκυλί». Πως δηλαδή οι βασικοί όροι μιας πρότασης μπορεί να εμφανίζονται απολύτως εναλλάξιμοι, χωρίς καμία άλλη αλλαγή, και πάντα θα μας ξελασπώνουν τα συμφραζόμενα, ή λίγη σκέψη παραπάνω, βρε αδερφέ. Και τι πειράζει, αφού έχει πια σχεδόν καθιερωθεί κι αυτή η σύνταξη, και, όπως φάνηκε πιο πάνω, ασάφεια δεν υπάρχει. Όταν όμως –πλάι στην Έκτη του Μπετόβεν την οποία ερμηνεύει η Ορχήστρα των Χρωμάτων– «το Κουαρτέτο Voces Intimae ερμηνεύει το Κουαρτέτο Γκουαρνέρι» και «το Τρίο του Αρχιδούκα ερμηνεύει το Τρίο Γκουλντ»; Μα τότε η γλώσσα απευθύνεται σε άλλους μυημένους τώρα, που ξέρουν, ξέρουν από πριν, πριν τους το πει η γλώσσα, ότι το Κουαρτέτο Voces Intimae είναι μουσικό έργο, του Σιμπέλιους, ενώ το Κουαρτέτο Γκουαρνέρι είναι μουσικό σύνολο, όπως και το Κουαρτέτο Γκουλντ, ενώ το Τρίο του Αρχιδούκα μουσικό έργο του Μπετόβεν: οπότε θα αποκαθιστούν νοερά οι μύστες –αλλά μόνο αυτοί– τη σωστή σειρά.

Ωστόσο δεν πρέπει να παραβιάζεται ένα βασικό συντακτικό σχήμα ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με το πόσο σαφή ή ήδη γνωστά είναι αυτά που λέμε, και σε πόσους, ή να συντάσσουμε κατά βούληση, αμέριμνοι ότι από την πτώση φαίνεται το υποκείμενο και το αντικείμενο («τις διορθώσεις έκανε ο Χ»), και απλώς να προσέχουμε λιγάκι όταν υποκείμενο και αντικείμενο είναι ουδέτερα, οπότε συμπίπτει η ονομαστική με την αιτιατική, όπως με το μωρό και το σκυλί.

Η αλήθεια πάντως είναι ότι, ειδικά στις χρήσεις που σημείωσα πιο πάνω, με την επιμέλεια του βιβλίου και τη διεύθυνση της ορχήστρας, ενδέχεται να έχουμε πλέον στερεότυπες εκφράσεις, καθώς μάλιστα ανήκουν σε λόγο επιγραμματικό· αρκεί να μην επικρατήσει το σχήμα αυτό και σε ρέοντα, αναλυτικό λόγο. Γιατί δεν θα ’χουμε πάντοτε, όπως είπα, μωρό και σκυλί: παλαιότερα είχα διαβάσει ότι «το σίριαλ Κατς αντικαθιστά το τάδε», δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιο, πάντως κάποιο επίσης ουδετέρου γένους, ενώ συνέβαινε το ανάποδο: τελείωνε το Κατς και θα το αντικαθιστούσε το άλλο. «Το πρόσωπο του Μέγα Κατακτητή διαδέχτηκε το πρόσωπο του Μέγα Συλλέκτη…» διαβάζω, και στους Γελοίους έρωτες του Κούντερα, σελίδα 137 (Οδυσσέας, 1984), θα δούμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο: το πρόσωπο του Μέγα Συλλέκτη διαδέχτηκε το πρόσωπο του Μέγα Κατακτητή, ή αλλιώς: το πρόσωπο του Μέγα Κατακτητή ΤΟ διαδέχτηκε το πρόσωπο του Μέγα Συλλέκτη.

Έχουμε όμως να δούμε πολλά: στο επόμενο.

buzz it!

63. Δεκάχρονο παιδάκι μετέφερε ασθενοφόρο

Τα Νέα, 4 Αυγούστου 2001

Στο προηγούμενο είδαμε ότι «ένα μωρό δάγκωσε σκυλί», δεν ήταν όμως έτσι, το σκυλί δάγκωσε το μωρό, δηλαδή ένα μωρό ΤΟ δάγκωσε σκυλί. «Στιλ αγκοπιέν» λεγόταν παλαιότερα αυτή η καθόλου σπάνια παράβαση, το «μωρό δάγκωσε σκυλί», και ο Ελισαίος Γιανίδης γράφει ότι «η σύνταξη αυτή συμφωνεί και με την καραμανλήδικη έκφραση», ότι ο τουρκόφωνος ρωμιός δεν θα πει «το βιβλίο το έδωσα», αλλά «το βιβλίο έδωσα» (Γλωσσικά πάρεργα, όπ. παρ., σ. 41).

διαβάστε τη συνέχεια...

Πρόκειται εντέλει για τη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας τον, την, το, τους, τις, τα, που λειτουργεί άλλοτε σαν επαναληπτική και άλλοτε σαν προληπτική αντωνυμία, και δεν κάνει απλώς περισσότερο φυσικό τον λόγο αλλά υποδεικνύει διαφορετικά πράγματα. Όταν λέμε

το βιβλίο αυτό το έδωσα (επαναληπτική) ή
το έδωσα αυτό το βιβλίο (προληπτική),

τονίζουμε το ρήμα, αναφερόμαστε σε κάποιο βιβλίο για το οποίο ξέρει ήδη ο συνομιλητής μας, ξέρει ότι έπρεπε να το δώσω κτλ. Ενώ όταν λέμε

αυτό το βιβλίο έδωσα, ή
το βιβλίο αυτό έδωσα,

τονίζουμε το αντικείμενο, ότι αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο έδωσα και όχι κάποιο άλλο. Ανάλογο παράδειγμα:

«τον Θωμά τον ξέρω καλά, και δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτά που μου λες»· αλλά:

«τον Θωμά ξέρω, όχι τον Νίκο». Ή: «ξέρω τον Θωμά, να πας να τον ζητήσεις, θα σε βοηθήσει οπωσδήποτε».

Ακόμη:
«τον άκουσα το δίσκο του Θεοδωράκη, και είχες δίκιο, είναι όντως ωραίος»· αλλά:
«άκουσα το δίσκο του Θεοδωράκη που κυκλοφόρησε τις προάλλες και είναι πολύ ωραίος».

Αυτά δηλαδή τα μικρούλια τον, την, το… (κλιτικά τα λένε οι γλωσσολόγοι) είναι αναπόσπαστο στοιχείο του νοήματος που εκφράζουμε κατά περίπτωση, και όχι παραπανίσια, περιττά λεξίδια που τα τσιγκουνευόμαστε, επηρεασμένοι ουσιαστικά από την καθαρεύουσα («την Έκθεσιν Θεσσαλονίκης εγκαινίασεν ο πρωθυπουργός»).

Θα συνεχίσω με παραδείγματα από εφημερίδες και βιβλία, πρωτότυπα ή μεταφράσεις. Συχνά πρόκειται για τίτλους άρθρων, οπότε η επιβεβλημένη συντομία δεν αποδίδει με την πρώτη το νόημα. Ορισμένες πάλι φορές επιδιώκεται έμφαση, σύμφωνα και με τα παραδείγματα πιο πάνω, τονίζεται δηλαδή το αντικείμενο· αναρωτιέμαι ωστόσο αν είναι συνειδητή αυτή η εξαίρεση ή εντάσσεται απλώς σε μια ενιαία και ομοιόμορφη πλέον σύνταξη. Στις περιπτώσεις όμως αυτές πιστεύω πως η παθητική σύνταξη –που, όσο κι αν έχει ατονήσει η χρήση της στη δημοτική, δεν νοείται να αποκλειστεί εντελώς– θα εξέφραζε την επιθυμητή έμφαση ενώ θα μας απάλλασσε από κάθε ασάφεια:

«Καταδικάζει το Ευρωκοινοβούλιο»: τίτλος που εννοεί ακριβώς το αντίθετο, ότι το Ευρωκοινοβούλιο καταδικάζει…, μολονότι θα μπορούσε να αναφέρεται π.χ. στον Χριστόδουλο, ο οποίος καταδικάζει το Ευρωκοινοβούλιο.

«Το Πολυτεχνείο γιόρτασε το ΚΚΕ», οποία τιμή στο ΚΚΕ!

«Ένα δεκάχρονο παιδάκι μετέφερε το ασθενοφόρο»: φυσικά δεν πρόκειται για μικρούλη Μασίστα, που σήκωσε ασθενοφόρο στα χέρια· απλώς έμφαση: για να συγκινηθούμε, φαίνεται, που ήταν παιδάκι μικρό και όχι γέρος που τα ’φαγε τα ψωμιά του.

«Το άτομο που εμφανίζεται ως “μεσάζων” είχε κατονομάσει, σύμφωνα με πληροφορίες, στην κατάθεσή του και ο Αργύρης»: εδώ, καθώς μεσολαβεί και η παρενθετική πρόταση μέσα σε κόμματα, έχουμε μείνει για πολύ με την εντύπωση ότι το άτομο αυτό αποτελεί υποκείμενο στην πρόταση, και είχε κατονομάσει και κάποιον άλλο σαν συνεργό του· με το κλιτικό «το», δηλαδή: το είχε κατονομάσει, θα βαδίζαμε με απόλυτη ασφάλεια.

«Το βιβλίο συμπληρώνει ένα εκτενές κείμενο για τον Μαζόχ»: με αυτήν τη σύνταξη θα λέγαμε ότι το βιβλίο συμπληρώνει λ.χ. ένα σημαντικό κενό στη βιβλιογραφία, εδώ όμως το βιβλίο το συμπληρώνει ένα κείμενο… ή συμπληρώνεται από ένα κείμενο.

«Το αφιέρωμα, που υπογράφει η Χ, κοσμεί η εφημερίδα με τη γνωστή φωτογραφία του Καβάφη»: που το υπογράφει… κοσμείται στην εφημερίδα

«Τα παρτέρια του προστάτευαν απ’ την παγωνιά ψάθες»: τα προστάτευαν.

«Το κοινόχρηστο στήριξε το σκηνικό και τα κοστούμια τού Χ και το συναισθηματισμό η έμμονη φωνή τής Ψ αλλά και το τραγούδι τής Ω»: εδώ, μόνη λύση, πιστεύω, η παθητική σύνταξη: το κοινόχρηστο υποστηρίχτηκε από το σκηνικό και τα κοστούμια… και ο συναισθηματισμός από την έμμονη φωνή… Διαφορετικά, το «κοινόχρηστο» μοιάζει υποκείμενο, που απλώνει τη δράση του στο σκηνικό και στα κοστούμια αλλά, προς στιγμήν, και στο συναισθηματισμό· και μόνο όταν φτάσουμε στην ονομαστική «η έμμονη φωνή», γυρίζουμε πλέον πίσω και ξαναδιαβάζουμε σωστά· σκεφτείτε τώρα να μην υπήρχε αίφνης «η έμμονη φωνή», και να ήταν μόνο το άδηλης πτώσης «τραγούδι της Ω»: δοκιμάστε το: «Το κοινόχρηστο στήριξε το σκηνικό και τα κοστούμια τού Χ και το συναισθηματισμό…»!

«Το κάτασπρο υφαντό δαμασκηνό στο στρογγυλό τραπέζι διέκοπτε ένα πρασινοκεντημένο στενό εργόχειρο και σκέπαζε πορσελάνη με χρυσή μπορντούρα»: εδώ το υφαντό, έτσι όπως συντάσσεται σαν υποκείμενο, σίγουρα δεν θα μπορούσε να διακόπτει τίποτα, θα μπορούσε όμως κάλλιστα να σκεπάζει, π.χ. το σκοροφαγωμένο τραπέζι.

«Το ιδιωτικό κύκλωμα τηλεόρασης είχε κατασκευάσει μια εταιρεία ηλεκτρονικών»!

«Το ψωμί συμβόλιζαν γλυκά, βαριά τσουρέκια […] και το αλάτι περιέβαλλε ατόφιο χρυσάφι»!

«Το πώμα της κοσμούσε ένα μικρό ασημένιο ελάφι»!

«Το νέφος προκάλεσε διαφυγή αερίου από γειτονικό εργοστάσιο»: το προκάλεσε, βεβαίως, ή προκλήθηκε, αφού το νέφος, σαν υποκείμενο πια, προκάλεσε, προξένησε κτλ. αναπνευστικά προβλήματα, δημιούργησε πονοκέφαλο στις αρμόδιες υπηρεσίες κ.ά.

«Τα επεισόδια, έλεγε η κυβερνητική ανακοίνωση, δημιουργούν ανεύθυνα στοιχεία», ενώ κανονικά τα επεισόδια δημιουργούν, λ.χ., προβλήματα στη συγκοινωνία ή στην ομαλή οικονομική ζωή του τόπου, όπως προετοιμαζόμαστε να διαβάσουμε.

Και «Γυναικόπαιδα χτύπησαν», μωρέ μπράβο τα γυναικόπαιδα, ποιους χτύπησαν; «τα ΜΑΤ»!

Ας σταματήσω εδώ για σήμερα.

buzz it!

64. Κοκτέιλ στην παραλία και κου-πε-πε

Τα Νέα, 18 Αυγούστου 2001

Έπειτα από δύο συνεχόμενες επιφυλλίδες για την παράλειψη των κλιτικών, και μάλιστα ενόψει τρίτης, τελευταίας αλλά και εκτενέστερης, σκέφτομαι ότι επιβάλλεται, αυγουστιάτικα, ένα μικρό διάλειμμα. Κοκτέιλ λοιπόν στην παραλία, αύρα δροσιάς, νότα ιλαρή, με θέματα γνωστά και από αυτήν τη σελίδα, κατευθείαν δηλαδή «στο ψητό», με παραδείγματα που μου μαζεύτηκαν στο μεταξύ, κι έψαχνα, ομολογώ, αφορμή να τα μοιραστώ με τον αναγνώστη.

διαβάστε τη συνέχεια...

1. Έγραφα παλιά για την Νταϊάνα - «της Νταϊάνα», τη μόδα να μην κλίνονται τα ξενικά ονόματα, μα ήμουν βαθιά νυχτωμένος, ή μάλλον η σχετική «επιστήμη» προχώρησε έκτοτε αλματωδώς. Το διαπίστωσα άλλη μια φορά, τώρα τελευταία, με τη Γένοβα, γενική «της Γένοβα», όπου μένει δηλαδή άκλιτος ο εξελληνισμένος τύπος. Ας λένε όμως τότε η Τζένοβα - της Τζένοβα, και ν’ αφήσουν ήσυχη τη Γένοβα στην ελληνική πια πορεία της. Ανάλογα ακούω κάθε τόσο από το Τρίτο Πρόγραμμα για την ορχήστρα «του Αννόβερο»: Χάννοβερ, τότε, στη γλώσσα του και άρα άκλιτο, και ας μείνει το Αννόβερο - του Αννόβερου, για τους λαϊκούς εμάς.

Έτσι λοιπόν, άκλιτα και τα εξελληνισμένα ονόματα, ακόμα και τα ελληνικά ή τα εβραϊκά: άκλιτη παραμένει η Μαρία, έλεος πια, το κεντρικό πρόσωπο στο Γουέστ Σάιντ Στόρυ, καθότι εκεί μη Ελληνίς: «η τάδε τραγουδάει το ρόλο της Μαρία»! Και η Σάρα Κέην, στο πρόγραμμα από πρόσφατη παράσταση έργου της: «της Σάρα» και μόνο «της Σάρα» –γιατί όχι τότε «Σέρα», πιο κοντά στην αγγλική, αφού το θέλουν, προφορά του; Και διάβασα και για τη «μακαρονάδα της οικονόμου του Άννα»: όχι του Άννα και του Καϊάφα, όπως λέει τώρα το άναρθρο τέρας, αλλά «της οικονόμου του της Άννα»! Και γιατί «της Άννα»; διότι είναι η οικονόμος του Παβαρόττι, άρα μη Ελληνίς κι αυτή. Και σε αθλητική εκπομπή στην τηλεόραση, από σχολιαστή με άψογη πάντως άρθρωση και σε αργό ρυθμό άκουσα ότι, «σε περίπτωση που ηττηθούν..., απαιτείται νίκη της Νορβηγίας επί της Σλοβενία... θέλουν νίκη της Νορβηγία»! Προσέξτε: της Νορβηγίας, στην αρχή, γιατί αυτή είναι πια πολύ παλιά, αλλά ακολουθεί η νεότερη Σλοβενία, οπότε γενική «της Σλοβενία»· πήρε έτσι φόρα, και ιδού, αμέσως μετά: «της Νορβηγία»! Και με τη γενικότερη πλέον φόρα, γνωστή πρωταγωνίστρια μίλησε για «το ρόλο της Πραξαγόρα».

2. Η άλλη όψη, το ’χουμε ξαναδεί, είναι ο καθαρισμός των δικών μας. Εδώ είναι τα ολοένα πολυαριθμότερα «διεμαρτύρετο», «παρητήθη», «ησχολούντο», «ηρνείτο». Εδώ είναι, τώρα το καλοκαίρι με τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, οι τύποι «του Προμηθέως Δεσμώτου» και «την Άλκηστιν» (γενική, παρακαλώ; της Αλκήστιδος;) και του «Αγαμέμνονος», και πιο πολύ «στις Χοηφόρους και τις Ευμενίδες» (τότε «τις Ευμενίδας»!), έτσι, για να κραυγάζουν την αρχαϊκή καταγωγή τους, θαρρείς κι έμειναν τύποι απροσάρμοστοι, ανεξέλικτοι, λέξεις άπαξ.

Εδώ είναι και το αγλάισμα πια του καθαρισμού, η τόσο πρόσφατη αλλά και τόσο πεισματική επιστροφή στο «νησί της Καλυψούς» και στην «ποίηση της Σαπφούς»,* έτσι να ανταμώνουν τη μαϊμού - της μαϊμούς –κι όχι σε λόγϊα έστω συμφραζόμενα, αλλά σε απλό, καθημερινό λόγο, στο τηλεπαιχνίδι του Εκατομμυριούχου, αίφνης. Και πριν από δυο-τρεις εβδομάδες, με αφορμή «παράσταση βασισμένη σε ποίηση της Σαπφούς όπως την έχει αποδώσει ο Οδυσσέας Ελύτης», η αρχαϊκή γενική έδωσε και πήρε στις εφημερίδες και στο στόμα των βασικών συντελεστών της παράστασης. Που δεν είναι όμως χτεσινά αγέννητα παιδιά, και ξέρουν πώς κλινόταν ίσαμε τώρα η Σαπφώ, μαζί με τη Μυρτώ και με την Αργυρώ, και ξέρουν και ότι δεν ήταν, φυσικά, μαλλιαριστής ο Οδυσσέας Ελύτης, που αυτός απέδωσε βεβαίως «ποίηση της Σαπφώς» και πάντα «της Σαπφώς», σε όλα του τα γραφτά, και πάνε τώρα αυτοί και στήνουν όλο πόζα δίπλα του τη γλωσσική τους ξιπασιά.

3. Από τη χορεία των γυρολόγων της συμφοράς, που θρηνούν το θάνατο της γλώσσας, χρησιμοποιώντας όμως ψέματα ασύστολα, λ.χ. πως καταργήθηκαν τα αρχαία απ’ το σχολείο, απ’ αυτούς λοιπόν, μαζί και με τον Νότη Σφακιανάκη, δεν θα ’λειπε ο πρώτος τη τάξει, εγνωσμένος ψεύτης, ξέρετε, αυτός που επί χούντας μελετούσε και δεν είχε πάρει είδηση τι γινόταν στην Ελλάδα, ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Σε μονοστηλάκι στα Νέα της 18ης Ιουλίου διαβάζω ότι σε κάποιο πανηγύρι «επιχείρησε να εξηγήσει ένα τροπάριο στους πιστούς και τότε σημείωσε πως οι ύμνοι είναι γραμμένοι στη γλώσσα των πατέρων μας, που όμως τα εγκλήματα που έχουν γίνει στην εκπαίδευση [υπογραμμίζω εγώ] έχουν ως συνέπεια τα παιδιά πλέον να μην αντιλαμβάνονται τη γλώσσα…»

Με αφορμή άλλον επιφανή, που κάθε τόσο εκτοξεύει τα ίδια, και επειδή εκείνος είναι και γνωστός δικομανής απέναντι στους (ιδεολογικούς, βεβαίως) αντιπάλους του, αναρωτιόμουν αν τους αφορά όλους αυτούς ο νόμος για τη συκοφαντική δυσφήμηση κτλ.** Το θέμα όμως δεν είναι, φυσικά, αυτό. Είναι –πιο πολύ κι από το ψέμα– κάποια κρυφή αγαλλίαση στο πρόσωπό τους, η φλόγα της Αλήθειας που επαγγέλλονται, ο θρίαμβος του ζηλωτή και Μέγα Απαξιωτή, καθώς σταλάζει σαδιστικά δηλητήριο στις ψυχές των ανθρώπων, των νέων παιδιών κυρίως.

4. Ιδού άλλοι δάσκαλοι, πάλι, πώς διαβουκολούν τους μαθητές τους, και γράφουν γράμμα τα παιδιά –αν γράφουν μόνα τους τα παιδιά–, στην Καθημερινή (12.4.2001, επιστολή μαθητών Α΄ τάξης ενιαίου Λυκείου Π. Ψυχικού), ύστερα ακριβώς από ολόκληρη συζήτηση η οποία απαντούσε στις τουφεκιές που ’ριξαν οι Αθάνατοί μας στον αέρα για την «εισβολή του λατινικού αλφαβήτου», γράφουν λοιπόν τώρα τα παιδιά πως η «όλο και περισσότερη χρήση των λατινικών χαρακτήρων στην καθημερινή μας ζωή» θα οδηγήσει στην «πλήρη κατάργηση της ελληνικής γλώσσας». Και μέσα από ένα μνημείο βερμπαλισμού, πως «γλώσσα είμαστε εμείς», που «είμαστε από τη χώρα του Σωκράτη και που λαλούμε τη γλώσσα την ελληνική στις ακρογιαλιές του Ομήρου», έτσι, με μπόλικο τσαλακωμένο Ελύτη, «επειδή εμείς έχουμε παππού από δρυ και από οργισμένο άνεμο…», με όλα αυτά, λοιπόν, είναι έτοιμα τα παιδιά να προστατέψουν και να διατηρήσουν «τη γλώσσα μας αναλλοίωτη», από το «όσον αφορά στην…» ίσαμε τις «κουτσονούρες αλεπούδες» (ναι, στο γράμμα τους αυτά), δηλαδή όλο το γραμματικό και λεξιλογικό φάσμα της ελληνικής, όπως τους το ’βαλαν στο στόμα ή στη γραφίδα οι φωτισμένοι δάσκαλοί τους. Οι ασύστολοι.

5. Άλλοι μαθητές τώρα, του 7ου Γυμνασίου Χαλανδρίου, τα βάλαν με τους έλληνες ευρωβουλευτές που δεν έσπευσαν να προωθήσουν την πρόταση βάσκων συναδέλφων τους να γίνει επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ελληνική, ώστε «η Ελληνική Κλασική Γλώσσα την τάξιν την προσήκουσαν αναλάβη εν Ευρώπη και απάντων των Ευρωπαίων κοινή σοφή γλώσσα γένηται» –ναι, έτσι τα είπαν οι Βάσκοι, και «τσίμπησαν» τα παιδιά τα δικά μας.

Δώσ’ μου, Θεέ μου, παιδιά χουλιγκάνους, με τη λέξη «μαλάκα» ολοένα στο στόμα, και κράτα τα, τα περιούσια, χάρισμά σου. Μαζί με τους δασκάλους, πρώτα πρώτα, εννοείται.

6. Και με τους βάσκους ευρωβουλευτές. Και με τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Πού τον θυμήθηκα όμως τώρα τον Ξενοφώντα Ζολώτα; Νά, για κείνη την ομιλία του μπροστά σε ξένους, που ήταν γραμμένη στα αγγλικά αλλά με αποκλειστικά ελληνικές λέξεις, και ενέπνευσε τώρα άλλον σοφό, καθηγητή της ορθοπεδικής, που έκανε τα ίδια σε άλλο συνέδριο τελευταία, και εντυπωσίασε δυστυχώς τη δική μας εφημερίδα, που του αφιέρωσε πεντάστηλο, με τίτλο ακριβώς: «Εντυπωσίασε μιλώντας στα αγγλικά με ελληνικές λέξεις» (Τα Νέα 8.6.2001). Έχετε δει, φαντάζομαι, διάφορους να κάνουν διάφορα ανεκδιήγητα, ίσα για να περάσουν στο βιβλίο Γκίνες: τόσα μέτρα, λέει, μουστάκια, να τα βγάζουν περίπατο σαν ουρά νυφικού, τόσες μέρες όρθιοι στο ’να πόδι, κι ό,τι άλλο μπορεί να κατεβάσει ο νους του ανθρώπου: Ας όψεται όμως το βιβλίο Γκίνες. Έτσι κι εδώ, ας όψεται η εφημερίδα· που έδωσε βήμα σε τέτοια ουρανομήκη απρέπεια; ασέβεια στην ξένη γλώσσα; οίηση; αδαημοσύνη; πώς να την πω; Πήγε λοιπόν ο δικός μας άνθρωπος και είπε στους ξένους, πως δεν έχετε γλώσσα εσείς, δανεικά από μας είναι όλα!

Και τι τους σέρβιρε επιπλέον για γλώσσα, γλώσσα δική τους; Αφήνω τις κοινοτοπίες και τα ποιητικοφανή καμώματα· τους σέρβιρε ένα κατάπλασμα που ποτέ δεν μιλήθηκε στη γλώσσα τους, γιατί η γλώσσα, οι γλώσσες όλες δεν μιλιούνται με όσες λέξεις βρίσκονται κάπου μες στα λεξικά τους, γιατί η γλώσσα, οι γλώσσες όλες δεν είναι μηχανικό άθροισμα λέξεων, που τις ψαρεύουμε δώθε κείθε. Δεν πά’ να βρίσκουμε λοιπόν στα λεξικά τα αγγλικά πως graphic είναι και ο «γραφικός»… Δεν θα «μιλήσουμε» σώνει και καλά αγγλική γλώσσα αν πούμε ότι η Ρόδος είναι ένα graphic Hellenic metropolitan center! Ούτε θα φτιάξουμε αγγλικά με eulogize και plethora και με kyros (αυτό πάντως δεν το βρήκα ούτε στο Oxford English Dictionary, το μεγάλο) και myriads και amalgamated. Α, και τι είναι amalgamated; Είναι ο geographical paradise (!) της Ρόδου, με τις cryptic and chimerical icons of idyllic charm with Hellenic gastronomy of musaka, souvlaki [ρίγη με διαπερνούν με την ελληνικότητα του μουζάκα και του σουβλάκι], ouzo emporia and euphoria [η ποίηση που σας έλεγα] of the rhyme and rhythm [κι άλλη ποίηση] of bouzouki [ελληνικά: μπουζούκι], Byzantine and Spanoudakis music. Ώστε το μπουζούκι, η βυζαντινή μουσική και η μουσική του Σπανουδάκη! Σαν το παλαιότερο «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου»…

Το ρίξαμε όμως στις πενιές και ξεστρατίσαμε. Έλεγα πόσο είναι ύβρις εντέλει η αναγόρευση της γλώσσας μας σε Πρώτη, Μόνη και Κυρία. Και ότι, κι αν ακόμα το πιστεύουμε, πόσο αγενές, πόσο ασεβές είναι να το πετάμε αλαζονεύοντας κατάμουτρα στον άλλο· παράλληλα, πόσο αγενές, πόσο ασεβές είναι να τσαλαβουτάμε στη γλώσσα του άλλου και να την κακοποιούμε βάναυσα, αγνοώντας παντελώς τους νόμους τους δικούς της, και φυσικά τη σημασία των λέξεων, καθώς νομίζουμε πως οι δικές μας λέξεις διατηρούν την ίδια σημασία και στην ξένη γλώσσα (icons, machinations κ.ά.).

7. Και πού φτάνουμε αντικειμενικά με κάτι τέτοια; Φτάνουμε στα ελληναράδικα τεταρταυγουστιανά, του Πλεύρη και των ομοίων του, ή κάτι ολοφάνερα και αγρίως ψωνισμένων, σε μεταμεσονύχτιες εκπομπές λαθρόβιων τηλεοπτικών καναλιών, οι οποίοι όλα τα στύβουν και από παντού τρέχει Ελλάδα. Είπα «λαθρόβιων», αλλά όχι μόνο: τέτοιες εκπομπές βρήκαν εσχάτως φιλόξενη στέγη και στο Τρίτο Πρόγραμμα, εκεί, ομόκλινες των «πριμαντόνε» και των «τύμπανι». Και βρήκαν και στο ψιλοκουλτουριάρικο Seven X. Από εκεί αλίευσε ο Παντελής Μπουκάλας το τελευταίο, κερασάκι στο κοκτέιλ που είπα να σας φτιάξω, αυγουστιάτικα, για την παραλία, μα βγήκε ελαφρώς φαρμάκι. Είπε λοιπόν Ελληνομύστης σοφός ότι το κου-πε-πε που κάνουν οι μανάδες στα μωρά έρχεται από τη μακρινή αρχαιότητα, όταν οι Αχαιές, αν θυμάμαι καλά, μητέρες κοίλαιναν, λέει, τη χούφτα τους, την έδειχναν στο βρέφος και του έλεγαν: κούπα, παι! κούπα, παι!


* Ένα πρέπει να τονιστεί εδώ: Η αρχαία αλλά και η νεότερη Σαπφώ - «της Σαπφούς» είναι το ίδιο φαινόμενο με την ξένη Νταϊάνα – «της Νταϊάνα» και με τη βιβλική Σάρα, γενική «της Σάρα», ίδιο με τα τύμπανα που γίνονται ξάφνου «τύμπανι», και τα χειμερινά παλτά που γίνονται «παλτό». Είναι μια καθαριστική τάση που ξαναβάζει τα πάντα «στη θέση τους», που επιστρέφει τα αρχαία στα αρχαία και τα ξένα στα ξένα, και αρνείται έτσι στην πράξη αυτό ακριβώς που θέλει να προβάλει: το δυναμισμό και την αφομοιωτική δύναμη της γλώσσας, προπάντων τη συνέχεια της γλώσσας.

** Και καλά ο μακαριότατος, καλά και ο κ. Γιανναράς, αλλά ο κ. Παπαθεμελής διατέλεσε και υπουργός παιδείας, υπήρξε δηλαδή θεσμικά υπεύθυνος και κατά τεκμήριο γνώστης της αλήθειας. Κι ωστόσο τα ίδια ψεύδη διακινεί: «το εκπαιδευτικό σύστημα εξοβέλισε τα αρχαία», και «τα Ελληνόπουλα δεν παίρνουν γλωσσική παιδεία», χώρια τα απαραίτητα πλέον σε τέτοιου είδους λόγο και ιδεολογία «αυτοκαταργηθήκαμε γλωσσικά» κτλ. (Τα Νέα 21.1.201).

buzz it!

65. Το αβγό την κότα;

Τα Νέα, 1 Σεπτεμβρίου 2001

Έπειτα από το διάλειμμα με τα «Σαπφούς» και τα λοιπά της νέας γλωσσικής γκλαμουριάς, επανέρχομαι στην παράλειψη των κλιτικών τον, την, το κτλ.* Έλεγα ότι με την παράλειψη αυτή εξισώνονται φράσεις με διαφορετικό νόημα, όπως «το σκυλί δάγκωσε το μωρό» και «το μωρό δάγκωσε το σκυλί», ενώ στοιχειώδες γλωσσικό αίσθημα θα έπρεπε να μας οδηγεί στη διατύπωση πως «το μωρό το δάγκωσε το σκυλί», κι όχι απλώς επειδή μας το λέει ρητά η γραμματική. Το ίδιο πρόβλημα δημιουργείται όταν αντικαθιστούμε σε όλες τις πτώσεις αδιακρίτως τα αναφορικά οποίος, οποία, οποίο με το που, χωρίς να το συνοδεύουμε με το κατάλληλο κλιτικό.

διαβάστε τη συνέχεια...

«Ο Ξενάκης είναι από τις λίγες περιπτώσεις συνθέτη σύγχρονης μουσικής που προσέγγισε ένα ευρύτερο κοινό»: μοιάζει διαυγέστατη αυτή η περίοδος, και μας λέει, απλούστατα, πως ο Ξενάκης (υποκείμενο και στις δύο προτάσεις), μολονότι έγραφε σύγχρονη μουσική, κατόρθωσε να πλησιάσει ένα ευρύτερο κοινό… Κι όμως! Άλλο ήθελε να μας πει ο συντάκτης: πως το ευρύτερο κοινό (υποκείμενο) πλησίασε τον Ξενάκη (αντικείμενο). Απαιτείται δηλαδή από μία πρόταση να εκφράσει δύο διαφορετικά νοήματα, σχετικά με τον Ξενάκη

(α) «ο οποίος προσέγγισε ένα ευρύτερο κοινό» και

(β) «τον οποίο προσέγγισε ένα ευρύτερο κοινό»·

μ’ άλλα λόγια, ότι

(α) «ο Ξενάκης προσέγγισε το κοινό» και ότι

(β) «τον Ξενάκη τον προσέγγισε το κοινό».

Και λέμε έτσι άλφα, αντί να πούμε βήτα –αντί να χρησιμοποιήσουμε, εν προκειμένω, το ελάχιστο τον: που ΤΟΝ προσέγγισε ένα ευρύτερο κοινό. Φυσικά, στην ίδια αυτή περίπτωση δεν πρέπει να αποκλείουμε τη χρήση τού οποίος (=τον οποίο προσέγγισε...), ούτε και της παθητικής φωνής (=που προσεγγίστηκε...). Αλλά, ακριβώς αυτοί οι δύο αποκλεισμοί, μαζί με την ανέμελη χρήση τού ασυνόδευτου που, συν η επίδραση ξένων γλωσσών, όπως θα δούμε παρακάτω, συσκοτίζουν συχνά το νόημα.

Τα πράγματα είναι απλούστατα και ομαλά όταν το που αντικαθιστά το οποίος σε θέση υποκειμένου:

Οι υπουργοί που έλαβαν μέρος στη σύσκεψη (=οι οποίοι)

Τα βιβλία που πουλήθηκαν φέτος (=τα οποία)

Ήταν σπουδαία ηθοποιός, που ήξερε να καθηλώνει το κοινό (=η οποία).

Το ίδιο και όταν το που είναι άμεσο αντικείμενο σε προσδιοριστική ή περιοριστική αναφορική πρόταση, δηλαδή σε πρόταση που είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε την ταυτότητα του υποκειμένου (και στην οποία, παρεμπιπτόντως, δεν μπαίνει ποτέ –αυστηρώς– κόμμα πριν από το «που»):**

Η ταινία που είδαμε χτες ήταν βαρετή (=την οποία)

Ο ράφτης που ανακάλυψες είναι καταπληκτικός (=τον οποίο)

Οι χώρες που επισκέφτηκε στα νιάτα του μένουν ζωντανές στη μνήμη του (=τις οποίες).

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν το που αντιστοιχεί σε πλάγια πτώση, χρειάζεται κατά κανόνα η κατάλληλη προσωπική αντωνυμία, που μας δείχνει πιο καθαρά την πτώση, άρα και κάθε όρο της πρότασης. Με όσο το δυνατόν περισσότερα παραδείγματα θα επιχειρήσω να παρακολουθήσω βήμα προς βήμα την αβέβαιη αυτή σύνταξη, όπου τα αναγνωστικά ανακλαστικά μας ακυρώνονται, ή πάντως τελούν εν αναστολή, μόνο και μόνο επειδή τσιγκουνευτήκαμε μια τόση δα λεξούλα: τον, την, το…

«Ο Ρενουάρ υπήρξε ο πρώτος από τους ιμπρεσιονιστές που αγάπησε το κοινό»: κι εδώ, όπως στο παράδειγμα με τον Ξενάκη: ποιος αγάπησε ποιον; που τον αγάπησε, λοιπόν, το κοινό.

«Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι το συγκρότημα της Αυριανής οδεύει σε ρήξη με εκείνον τον πολιτικό οργανισμό, που σε χαλεπούς καιρούς στήριξε με δόντια και νύχια»: ένας νεότερος, που αγνοεί τη ζοφερή περίοδο του αυριανισμού, δεν είναι δυνατόν να καταλάβει ποιος στήριξε ποιον: (α) αλλάζει ρότα η Αυριανή, και παύει να στηρίζει αυτόν τον οποίο στήριξε, δηλαδή που ΤΟΝ στήριξε; (β) ή είναι αγνώμων η Αυριανή προς αυτόν που ΤΗ στήριξε; Και εδώ το νόημα, που είναι το (α), μας το εξασφαλίζει μόνο η γενικότερη γνώση, και όχι η γλώσσα η ίδια.

«Τρεις ισλαμιστές συνέλαβαν πράκτορες των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών»: απολύτως στρωτή πρόταση, διαυγέστατη, αλλά μόνο, αυστηρά και μόνο, αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί λ.χ. στην Αλγερία· η αλήθεια είναι τελείως άλλη, το νόημα είναι ακριβώς το αντίστροφο, γιατί στη Γαλλία οι πράκτορες των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών συνέλαβαν τρεις ισλαμιστές! Αν τώρα, κατά την επιχείρηση της σύλληψης, είχαμε ανταλλαγή πυροβολισμών, κανένας δεν θα καταλάβαινε ποτέ τι πραγματικά συνέβη, αφού με την παράλειψη των κλιτικών εμφανίζονται, όπως είδαμε, εναλλάξιμες οι διαμετρικά αντίθετες περιπτώσεις: «τρεις ισλαμιστές πυροβόλησαν πράκτορες των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών» ή «πράκτορες των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών πυροβόλησαν τρεις ισλαμιστές»!

«εξονυχιστικό έλεγχο στην νταλίκα που επιχείρησε να προσπεράσει το μοιραίο λεωφορείο»: και εδώ, μόνο η δική μας γνώση μάς προφυλάσσει από την πλήρη παρανόηση, γιατί η αλήθεια είναι –αντίθετα απ’ ό,τι μας λέει η πρόταση– πως το λεωφορείο προσπάθησε να προσπεράσει την νταλίκα, κι έτσι έγινε το κακό·

«υπάρχουν αρκετές ορεινές περιοχές, που επλήγησαν από το σεισμό και που δεν έχουν προσεγγίσει ακόμη τα σωστικά συνεργεία»: ιδού, δύο όμοια, αδιαφοροποίητα που, ενώ το πρώτο είναι οι οποίες (=υποκείμενο) και το δεύτερο τις οποίες (=αντικείμενο)· για να μην καταφύγουμε στον πλατειασμό τού οποίος, τη δεύτερη φορά είναι απαραίτητο το κλιτικό: που δεν τις έχουν προσεγγίσει...***

«την ιστορία της δαιμόνιας προξενήτρας και προαγωγού Σελεστίνας που έγραψε το θαυμαστό παιδί της ισπανικής αναγέννησης Φερνάντο ντε Ρόχας, παρουσιάζει ο θίασος...»: την οποία έγραψε… Διαφορετικά, νομίζουμε προς στιγμήν ότι υποκείμενο είναι η Σελεστίνα, η οποία έγραψε, λόγου χάρη, ένα γράμμα στον κόμη τάδε...

«Ας ελπίσουμε πως η τιμή που έγινε στον Αγγελόπουλο, τον άνθρωπο που έχει ώς τώρα κυνηγήσει μανιωδώς το επίσημο ελληνικό κράτος –Κέντρο Κινηματογράφου, Τράπεζες κλπ.– θα ξυπνήσει το νέο αρμόδιο υπουργείο, το λεγόμενο “Πολιτισμού”»: Εδώ η είδηση μιλάει για τον άνθρωπο που ΤΟΝ έχει ώς τώρα κυνηγήσει μανιωδώς το επίσημο ελληνικό κράτος... Κι όμως, θα μπορούσε εξίσου καλά να διαβαστεί ότι ο Αγγελόπουλος κυνήγησε το κράτος, κυνήγησε το Κέντρο Κινηματογράφου και τις Τράπεζες!

«Ανεξάρτητα από τα δομικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, τον θυμοειδή ίππο που κρύβει μέσα του και που συχνά παρασύρει, ο δυσήνιος αυτός ίππος, τον άλλον τον πειθήνιο και τον ηνιοχούντα λογισμό του σε εκτροχιασμούς, η πρόσφατη λυσσαλέα επίθεσή του στους καλλιτέχνες...»: για τον Πάγκαλο ο λόγος, και πώς θα μπορούσε να είναι πιο απλά τα πράγματα! Γιά να δούμε: το πρώτο που=τον οποίο και το δεύτερο=ο οποίος. Σαν να τη διαισθάνθηκε όμως ο συντάκτης την ασάφεια που δημιουργείται με το δεύτερο που, και, επειδή προέγραψε το οποίος (μολονότι κάθε άλλο παρά «μαλλιαριστής» είναι), επέλεξε να ξεχειλώσει την πρότασή του, με την αναίτια, αλλιώς, επανάληψη: «ο δυσήνιος αυτός ίππος»! Θέμα ύφους, ίσως· μπορεί· όχι όμως και με την αδιαφοροποίητη χρήση τού που. Διαβάστε πάντως τώρα: Ανεξάρτητα από τα δομικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, τον θυμοειδή ίππο τον οποίο κρύβει μέσα του και ο οποίος συχνά παρασύρει τον άλλον τον πειθήνιο και τον ηνιοχούντα λογισμό του σε εκτροχιασμούς...· και καλύτερα, χωρίς το διπλό οποίος: τον θυμοειδή ίππο που κρύβει μέσα του, αυτόν που συχνά παρασύρει...

«Ο Ιωαννίδης ήταν ο σκληροτράχηλος δικτάτορας που έτρεμε, μ’ όλο το μυστήριο που περιέβαλλε τη σκοτεινή φυσιογνωμία του, όλος ο κόσμος»: εδώ η ονομαστική «όλος ο κόσμος» υποδεικνύει ασφαλώς το υποκείμενο, το ποιος έτρεμε ποιον. Αυτή όμως η γνώση εξασφαλίζεται στο τέλος πια της περιόδου· ώσπου να φτάσουμε εκεί, προχωρούμε πάλι στα τυφλά: θα μπορούσε κάλλιστα να έτρεμε ο Ιωαννίδης, κοτζάμ δικτάτορας, και σκληροτράχηλος, το σκοτάδι, τη μάνα του, ή τις κατσαρίδες· ήταν όμως δικτάτορας που τον έτρεμε όλος ο κόσμος.

«Έδωσε έναν τόνο παιδαριώδη, που δεν δικαιολογούσε ούτε το έργο ούτε η σκηνοθεσία»: που δεν τον δικαιολογούσε...

Τελικά, φράσεις απλές, από συντακτική άποψη, καταντούν γνωσιολογικά προβλήματα του τύπου «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα;»:

«ορεκτικότατος σολομός που τυλίγει λεμονάτη μους»: δεν τυλίγει ο σολομός τη μους, αλλά τυλίγεται από μους, παθητική σύνταξη δηλαδή, γιατί όχι.

«Πνίγηκε επιβάτης βάρκας που ανέτρεψε πλοίο»: κι εδώ Μασίστα έχουμε; ποιος τάχα αναποδογύρισε το πλοίο, ο επιβάτης βάρκας; ή μήπως η ίδια η βάρκα;

«Ψιθύρους που συλλαμβάνουν πάραυτα ευαίσθητα αφτιά “εκδοτών”»: που τους... ή τους οποίους συλλαμβάνουν.

«Σε τρεις μέρες εισερχόμαστε στο 1984, χρόνο που σημάδεψε ένα μυθιστόρημα μ’ αυτό τον τίτλο γραμμένο στα 1948 από τον Όργουελ»: που τον σημάδεψε... ή που σημαδεύτηκε...

«Οι κυκλικοί χοροί είναι διωδίες και χορικά που ψάλλουν σώματα»: ασχολίαστο.

* * *

Ελαφρώς χειρότερα από συντακτική άποψη είναι τα πράγματα όταν το που ισοδυναμεί με εμπρόθετο. Στην περίπτωση αυτή το οποίος είναι η ασφαλέστερη λύση, μολονότι εδώ δεν έχουμε ασάφεια παρά μόνο συντακτική παράβαση, με την οποία μάλιστα μας έχει εξοικειώσει αρκετά ο προφορικός λόγος:

«Πρέπει να ενημερώσετε όλους τους πράκτορες που συνεργάζεστε»: με τους οποίους συνεργάζεστε

«σύχναζα σ’ ένα γειτονικό σπίτι που οι γονείς μου διατηρούσαν φιλικές σχέσεις»: με το οποίο

«Όπως φάνηκε και από τα συμπεράσματα που καταλήξαμε στο συνέδριο αυτό»: στα οποία καταλήξαμε

«Αν αφαιρέσουμε τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, που εντάσσει το επεισόδιο, δεν θα μπορούσαν…»: στην οποία εντάσσει

«Η τουαλέτα που εμφανίστηκε η Χ έφερε την υπογραφή τού Ψ»: με την οποία εμφανίστηκε

Η λύση είναι εξαιρετικά απλή όταν το εμπρόθετο εκφράζει τόπο: με το όπου αποφεύγεται οποιαδήποτε ασάφεια, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε στο οποίος:

«Ο νεαρός μαθητής επέστρεψε στο σχολείο του που, έπειτα από την πολύμηνη απουσία του, τον υποδέχτηκαν οι συμμαθητές του…»: έτσι όπως «το σχολείο του» εμφανίζεται σαν υποκείμενο, θα μπορούσαμε να διαβάσουμε ότι, έπειτα από την πολύμηνη απουσία του, «του φάνηκε αγνώριστο»· χρειαζόταν λοιπόν ένα όπου, απλώς, απλούστατα·

«τα φαντάρια αυτά σε λίγο έφευγαν για το φυλάκιο του Σκρα [...] και άλλα επίκαιρα σημεία που ο τέντζερης σιγόβραζε»: εδώ πρέπει να μπει και το υποκείμενο στη θέση του:**** όπου σιγόβραζε ο τέντζερης

«τα παιδιά στο δρόμο που, άδειος τότε από αυτοκίνητα, έπαιζαν ελεύθερα...»: όπου έπαιζαν…(αλλά θα παραμένει το έτσι κι αλλιώς ασύντακτο: «άδειος τότε…»).

* * *

Είπα στην αρχή ότι η συσκότιση του νοήματος που παρατηρείται με τη σύνταξη του που χωρίς τα κλιτικά οφείλεται, συν τοις άλλοις, σε επίδραση ξένων γλωσσών: Περιορίζομαι σε δύο παραδείγματα από γαλλικό κείμενο, που τα έχω πρόσφατα:

Il avait sa femme qu’il aimait, λέει και γράφει ο Γάλλος· αυστηρώς κατά λέξη: «αυτός είχε τη γυναίκα του που αυτός αγαπούσε». Μεταφράζουμε τώρα εμείς, παραλείποντας, ορθά, την προσωπική αντωνυμία αυτός, αφού δεν χρησιμοποιείται στη γλώσσα μας, και ιδού: «είχε τη γυναίκα του που αγαπούσε». Με το il, «αυτός», η γαλλική γλώσσα εξασφαλίζει υποκείμενο στο δεύτερο ρήμα και είναι σαφές το «ποιος-τι-ποιον», ότι αυτός αγαπούσε τη γυναίκα του (=αντικείμενο) και όχι ότι η γυναίκα του (=υποκείμενο) αγαπούσε πιο πολύ τη φίλη της ή τα μπιζού. Εδώ ακριβώς η δική μας γλώσσα απαιτεί: που ΤΗΝ αγαπούσε.

c’était un client régulier qu’elle connaissait de vue: «ήταν ένας τακτικός πελάτης που [αυτή] γνώριζε εξ όψεως»: βγαίνει, ορθά, το «αυτή» αλλά μπαίνει το κλιτικό: που ΤΟΝ γνώριζε εξ όψεως

Αλλά κι ένα παράδειγμα που φαίνεται εξαιρετικά απλό: η πρόταση:

«συνειδητοποίησε ότι ο άντρας που αγαπάει είναι τέρας»

τι μας λέει; ότι ο άντρας, όταν αγαπάει, είναι τέρας; Όχι δα, θα πούμε –με βάση όμως την κοινή λογική, την κοινή εμπειρία και γνώση κτλ., όπως συμβαίνει συχνότατα σε τέτοιες περιπτώσεις, και όχι αυστηρά τη σύνταξη. Ξέρουμε δηλαδή εκ των προτέρων το σωστό, ότι ο άντρας τον οποίο αγαπάει είναι τέρας. (Και πάλι από τα γαλλικά: qu’elle aimait.) Κι όμως, το παράδειγμά μας εμφανίζεται πανομοιότυπο με το ακόλουθο:

ήξερε ότι ο άντρας που πίνει είναι ακατάλληλος οικογενειάρχης

όπου δεν υπάρχει αμφιβολία για το σωστό νόημα, αφού εδώ υποκείμενο τού «πίνει» είναι σαφέστατα ο άντρας.

Όμοια λοιπόν τα τόσο ανόμοια, ή τα εντελώς αντίθετα, το υποκείμενο και το αντικείμενο;

* * *

Το θέμα «έπρεπε» να είναι απλό, αλλά φαίνεται πως δεν είναι. Η επίδραση, όπως είδαμε, πρώτα της καθαρεύουσας, έπειτα των ξένων γλωσσών, μαζί με την ισοπεδωτική «μετάφραση» του οποίος σε που ερήμην των γραμματικών κανόνων, και επιπλέον η ισχύς του γλωσσικού νόμου της απλολογίας, όλα αυτά δείχνουν με σχετική ασφάλεια προς την κατάργηση αυτής της χρήσης των κλιτικών. Αν πρέπει να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας, ας σκεφτούμε ότι όλες οι γλώσσες, και οι κραταιές, λ.χ. τα γαλλικά, και οι κραταιότατες, λ.χ. τα αγγλικά, λειτουργούν με ανάλογα και εξίσου σημαντικά κενά στη δομή τους, κενά που πονοκεφαλιάζουν αίφνης τον μεταφραστή, όπως εδώ τον σχολαστικό, έστω υποχόνδριο αναγνώστη.

Δεν μπορώ όμως, κλείνοντας το θέμα αυτό, να μη δηλώσω την αναγνωστική δυσφορία μου, με το εξής αναπάντητο αίνιγμα: «Η κοπέλα που μιλούσαμε προχτές» είναι άραγε

(α) η κοπέλα για την οποία μιλούσαμε προχτές;
(β) η κοπέλα με την οποία μιλούσαμε προχτές; ή
(γ) η κοπέλα στην οποία μιλούσαμε προχτές;


* Βλ. κεφ. 62, "Ένα μωρό δάγκωσε σκυλί!", και 63, "Δεκάχρονο παιδάκι μετέφερε ασθενοφόρο"

** Βλ. παρακάτω, κεφ. 71, "Η απόλυτη εξουσία του κόμματος".

*** Εδώ ειδικά θα μπορούσε και να παραλειφθεί το δεύτερο που: Υπάρχουν αρκετές ορεινές περιοχές που επλήγησαν από το σεισμό και δεν ΤΙΣ έχουν προσεγγίσει ακόμη τα σωστικά συνεργεία· βλ. και παραπάνω, σ. 181 κ.ε.

**** Για τη θέση του υποκειμένου στις δευτερεύουσες προτάσεις βλ. παραπάνω, κεφ. 40, "Θέλω αυτόν να έρθει".

buzz it!