29/6/07

κοτζάμ μουσικός, και μέγας μουσικός, αλλά μόνο με ένα βιολί, το βιολί του

"Το μοναδικό τους επιχείρημα κατά του Αρχιεπισκόπου βασίζεται σε κάποια δήλωσή του ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εκείνος 'μελετούσε'."

Έτσι βρήκε να συνοψίσει ο Μίκης (συνέντευξη στον Γ. Χρονά, Lifo 7/6) τα πλείστα όσα είπε και έπραξε ο Χριστόδουλος, τα πλείστα όσα γράφτηκαν γι' αυτά και ξαναματαγράφτηκαν (μετά την ιταμή -να το πούμε τώρα- προτροπή να πλένουμε το στόμα μας προτού μιλήσουμε για τον Χρ.), μπας και βοηθήσουν την ασθενή μνήμη πια του Μίκη, πλην όμως αυτός, όπως έγραφα --αντίθετα με τον Χρ. που μελετούσε--, ούτε μελετούσε ούτε εκ των υστέρων μελέτησε,* ούτε ξεφύλλισε καν...

διαβάστε τη συνέχεια...

Στην εξίσου ιταμή συρρίκνωση των όσων γράφτηκαν κατά καιρούς για την πλούσια ακροδεξιά και εθνικιστική και ρατσιστική κτλ. δράση του Χρ. κατέληξε ο Μίκης έπειτα από τα εξής, απλώς αμετροεπή:

"Ας πάρουμε δυο τρία από τα μέγιστα προβλήματα του καιρού μας, όπως λ.χ. την επιθετικότητα των ΗΠΑ [...] με κορυφαίο έγκλημα τον πόλεμο στο Ιράκ, την παγκοσμιοποίηση και την προσπάθεια εξάλειψης της εθνικής μας μνήμης ακόμα και μέσα στα τρυφερά μυαλά των παιδιών μας με το βιβλίο της Στ΄ δημοτικού. Και ας συγκρίνουμε τη στάση του Αρχιεπισκόπου με εκείνη των λεγόμενων προοδευτικών κύκλων. Ποια θα πρέπει να είναι σήμερα μια πατριωτική, φιλειρηνική και αληθινά προοδευτική πολιτική; Παρατηρούμε λοιπόν ότι απέναντι σ' αυτούς τους Στόχους-Προβλήματα [σ.σ. το "Στόχους" με κεφαλαίο Σ μού θύμισε προς στιγμήν τον ακροδεξιό Στόχο, προσφιλή συνομιλητή και δι' αλληλογραφίας του Χρ.] η μεν στάση του Αρχ. είναι απολύτως θετική, το δε μεγαλύτερο τμήμα των πάλαι ποτέ αριστερών-προοδευτικών και άλλων και των πάσης φύσεως επιγόνων τους έχει διαβρωθεί. Εξού και η συντονισμένη από ελληνικά και ξένα κέντρα προσπάθεια για τη 'δαιμονοποίηση' του προσώπου του Μακαριωτάτου, που, εκτός των άλλων, ως προκαθήμενος της Ελληνικής Εκκλησίας, αποτελεί και ένα σύμβολο της Ορθοδοξίας, η οποία τους ενοχλεί από την άποψη ότι ο ρόλος της στη διαχρονική αντοχή και διατήρηση της ελληνικής γλώσσας (μέσω των Ευαγγελίων) και γενικότερα της ελληνικότητας υπήρξε καθοριστικός. [...]"

Δε μας ενοχλεί η Ορθοδοξία, Μίκη Θεοδωράκη. Κι εμάς η στάση των "πάλαι ποτέ αριστερών-προοδευτικών" μας ενοχλεί. Μας πληγώνει.

* Αλλά τι λέω, ούτε και τα ίδια του λόγια δε διάβασε ο Μίκης! (βλ. και εδώ)

buzz it!

28/6/07

53. Η κουλτούρα της κλάψας, η γλώσσα και ο Νότης

Τα Νέα, 17 Μαρτίου 2001

Στο προηγούμενο, με αφορμή πάντα τη διακήρυξη των ακαδημαϊκών για τα γκρίκλις, αναφέρθηκα στο σχηματισμό της υποκειμενικής «πραγματικότητας» του καθενός μας, που συντίθεται από υλικά όπως η νοσταλγία τού εξωραϊζόμενου χτες, ο φόβος του αγνώστου, και προπαντός η αναγόρευση των ανησυχιών μας σε βέβαιο, αναπότρεπτο μέλλον, με μοναδικό κριτήριο την εμπειρική και αποσπασματική παρατήρηση.

διαβάστε τη συνέχεια...

Την επομένη από τη δημοσίευση του κειμένου μου το κυριακάτικο άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή (4.3.2001) είχε τίτλο: «Με τη νοσταλγία σαν ληθαργικό άλλοθι». Θέλω να εκμεταλλευτώ αυτή την ευτυχή για μένα σύμπτωση, και μεταφέρω εδώ ορισμένα αποσπάσματα, που τα απομόνωσα με κόπο πολύ και τα αντιγράφω στ’ αλήθεια με ζήλια:

«Σαν νοσταλγοί όχι κάποιου συγκεκριμένου, καλά ορισμένου και αναγνωρισμένου παρελθόντος, αλλά ενός κίβδηλου, ανιστόρητα επιχρυσωμένου ινδάλματος, σπεύδουμε να μικρύνουμε το σήμερα, να το αποποιηθούμε χωρίς καλά καλά να το γνωρίσουμε και να το γευθούμε. Και καθόλου δεν μας προβληματίζει το μαρτυρημένο γεγονός ότι κάθε γενιά και κάθε εποχή μπλέκει ευχαρίστως στα δίχτυα της ίδιας νοσταλγίας για ό,τι προηγήθηκε, άρα είναι απολύτως λογικό να υποθέσουμε ότι, σε δέκα, σε είκοσι χρόνια, κάποιοι, τα παιδιά μας ίσως, θα ζηλεύουν και θα μακαρίζουν τις δικές μας “καλές μέρες”, βρίσκοντάς τες σαφώς ανώτερες από τις μέλλουσες δικές τους. [...]

»Στρεφόμαστε γύρω μας […] και βλέπουμε μόνο σκουπίδια και κάρβουνα, παραγνωρίζοντας το προφανές: ότι το καμένο μάτι μόνο αποκαΐδια μπορεί να δει, μόνο για στάχτη είναι προετοιμασμένο, μόνο την ευτέλεια προτίθεται να αναγνωρίσει, ώστε να ασκήσει πάνω της την ήδη έτοιμη κριτική του. [...]

»Και, σαν θεατές του καθαυτό βίου μας, μένοντας έξω από την ταπεινή πλην λαμπρή μικροϊστορία του, εγκλωβιζόμαστε μέσα σε ένα κουκούλι αναπόλησης για πράγματα και αισθήματα που μπορεί και να μην υπήρξαν ποτέ έτσι όπως τα φιλοτεχνεί η νοσταλγική μας υπερβολή, και καταλήγουμε να σιτιζόμαστε με την γκρίνια μας. Καταλήγουμε, δηλαδή, να βλέπουμε συνολικά το βίο των ανθρώπων, των γενεών, έξω από την ιστορία του, έξω από την εκάστοτε συνθήκη του, προτιμώντας να στιλβώνουμε αναδρομικά αυτό που όσοι το έζησαν ίσως το θεωρούσαν αμαυρό και μηδαμινής αξίας».

Αυτή την ενδιάθετη ροπή, ολόκληρη κουλτούρα, εντέλει, της γκρίνιας και της κλάψας τη διαπιστώνουμε αν ανοίξουμε οποιαδήποτε εφημερίδα, οποιοδήποτε τηλεοπτικό κανάλι, αν ακούσουμε τους διπλανούς μας στην ταβέρνα, στο λεωφορείο, αν κρυφακούσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Και καλύπτει όλα, μα όλα τα θέματα και τις εκφάνσεις της ζωής μας. Και φυσικά και τη γλώσσα, για να μαζευτούμε λιγάκι στα δικά μας. Έχω ξαναγράψει για το θρήνο που συνοδεύει σταθερά την εξέλιξη της γλώσσας, από την αρχαία κιόλας εποχή, και προφητεύει σταθερά ή και «πιστοποιεί» το θάνατό της, οπότε τίθεται το ερώτημα, αν η γλώσσα φτωχαίνει και πεθαίνει επί αιώνες και χιλιετίες, τι γλώσσα έχει φτάσει ώς τις μέρες μας, τι γλώσσα τότε μακαρίζουμε στην πένα του Σολωμού και του Ελύτη.

Κι ωστόσο καμία Ιστορία, ποτέ, δεν διδάσκει κανέναν. Και καμία επιστήμη, ούτε η αρμόδια εδώ, η γλωσσολογία. Μας δίνεται, έτσι, Σολωμός και Ελύτης, κι εμείς κάνουμε συλλογή από τους περίφημους μαργαρίτες των δύσμοιρων μαθητών ή στεκόμαστε στον «ξύλινο λόγο» (αχ αυτός ο ξύλινος όρος!) του τάδε καρεκλορήτορα πολιτικού ή του δείνα επαγγελματία συνδικαλιστή. Ή ξεμπερδεύουμε λέγοντας πως είναι εξαίρεση ο Σολωμός και ο Ελύτης, θαρρείς και ο κανόνας στην αρχαία χώρα των ονείρων ήταν οι Σοφοκλήδες, οι Ευριπίδηδες κι οι Αισχύλοι, και έγραφαν τότε οι πάντες απ’ το πρωί ώς το βράδυ τραγωδίες, ή έχτιζαν Παρθενώνες. Κι ούτε που θα καταδεχτούμε να σκεφτούμε ότι, μέσα απ’ όλα τα «κακά, τα μαύρα κι άραχλα», θα μείνει όπως πάντα η «εξαίρεση», ο Σολωμός δηλαδή και ο Ελύτης, και όχι ο «ξύλινος λόγος» του Λαλιώτη ή του Παπουτσή. Όπως έμεινε ο Παρθενώνας, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής, όπως έμεινε ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων, ο χρυσός αιώνας και η έννοια της αθηναϊκής δημοκρατίας, και όχι ο πιο άγριος ιμπεριαλισμός ή η δουλοκτησία, η μηχανορραφία, η ρεμούλα, ακόμα και η προδοσία.

Αυτά όμως μοιάζουν εξεζητημένες και περιδιαγραμμάτου αναλύσεις, την ώρα που σαν άτομα, σαν έθνος, σαν λαός, πολιτισμός, τα πάντα, σβήνουμε, λέει, χανόμαστε. Διαλέγουμε λοιπόν απλά: Πραγματικότητα είναι αυτό –το μαύρο μόνο από τα πολλά χρώματα, από τις χιλιάδες αποχρώσεις. Κι έτσι, ως προς την αφορμή μας λόγου χάρη, τα γκρίκλις, πραγματικότητα δεν θα ’ναι ποτέ ο δικός μου φίλος ο Θοδωρής, εικοσιπεντάχρονος «κομπιουτεράκιας» που μου γράφει ιμέιλ από το Λονδίνο χρησιμοποιώντας το ελληνικό αλφάβητο, αλλά θα ’ναι ο Φώντας, ο φίλος παλιού φίλου, που του στέλνει μηνύματα γραμμένα με λατινικό αλφάβητο, σαν Fwntas. Πάντα πραγματικότητα θα ’ναι η πραγματικότητα του άλλου· και η εξίσου υποκειμενική «δική μου», όταν δεν θα συμπίπτει στο μαύρο, θα πετιέται στο καλάθι, σαν μη πραγματικότητα, καθότι εξαίρεση.

Πώς όμως γίνεται ευρύτερα δεκτή και πώς αφομοιώνεται αυτή η «πραγματικότητα»; Μα ακριβώς μέσα από την «πραγματικότητα» του καθενός, ανάλογα δηλαδή με τις προσλαμβάνουσες, τις εμπειρίες, την ιδεολογία ή τις ιδεοληψίες, τις υπαρξιακές ανάγκες του. Μπορεί δηλαδή στο τέλος να μη συμπίπτουν απολύτως οι «πραγματικότητες» αυτές, έχουν όμως οπωσδήποτε κοινό άξονα, την ιδεολογία του Τέλους. Βγαίνουν δηλαδή οι θρηνωδοί, τώρα οι ακαδημαϊκοί, χτες άλλοι, και βαράνε τις καμπάνες, βγαίνουν στους δρόμους οι τελάληδες της συμφοράς με τις κουδούνες, φωνάζει άλλος κάθε τόσο, πέθανε η γλώσσα, πέθανε το έθνος, Finis Graeciae, το λέει μάλιστα με λατινικά, αφού τού πέθανε τάχα η γλώσσα, και ο καθένας δέχεται το λόγο αυτόν και τον εξαργυρώνει ανάλογα με ό,τι διαθέτει, με ό,τι του βρεθεί.

Παράδειγμά μου διάλεξα τον Notis. Τον Notis; Ακριβώς. Γιατί δεν ενδιαφέρουν εδώ οι διανοούμενοι συνοδοιπόροι του επαγγελματία θρηνωδού αλλά το ευρύτερο κοινό, που είναι και αυτό, ή κυρίως αυτό, φυσικός αποδέκτης του θρήνου. Ιδού λοιπόν τι είπε από τηλεοράσεως σε συνέντευξή του στον Ευαγγελάτο ο Νότης Σφακιανάκης –που πάντως δεν είναι ούτε Λε Πα ούτε Άντζελα Δημητρίου, κι αν θελήσει να προχωρήσει κανείς πίσω από το γνωστό «ίματζ» με το οποίο πλασάρεται στην αγορά, θ’ ακούσει φωνή, όχι κατανάγκην τραγούδια της αρεσκείας του, πάντως θ’ ακούσει φωνή και ύφος τραγουδιστικό που θα ’πρεπε να τα ζηλεύουν πολλοί «ποιοτικοί». Κλείνει η παρένθεση· μας ενδιαφέρει λοιπόν ο Σφακιανάκης, πρώτα σαν ένας απ’ όλους τους αποδέκτες τού θρηνητικού λόγου και έπειτα σαν κάποιος με τη δυνατότητα να ανακυκλώνει αυτόν το λόγο, από θέση ιδιαίτερα προνομιακή.* Είπε λοιπόν ο Σφακιανάκης σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι (Alpha, 1.1.2001), κι άκουσαν δηλαδή και όσοι δεν διαβάζουν λ.χ. Γιανναρά ή τη διακήρυξη των ακαδημαϊκών, είπε χωρίς να του απαντήσει απολύτως τίποτα ο Ευαγγελάτος που του έπαιρνε συνέντευξη, πως ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε δύο μεγάλα κακά, που σβήνουν όποιο άλλο του καλό. Και το πρώτο μεγάλο κακό είναι «η αφαίρεση της ελληνικής γλώσσας απ’ τα σχολεία».

Προσοχή: η αφαίρεση! Και προσοχή: της ελληνικής γλώσσας! Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα του Σφακιανάκη –η οποία σε δεδομένη στιγμή επικυρώθηκε και από την παντεπόπτρα τηλεόραση. Τα υλικά που την έφτιαξαν είναι γνωστά: πρώτα το βασικό, ότι «η γλώσσα πεθαίνει»· έπειτα, φαίνεται, η κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στις τρεις τάξεις του γυμνασίου, που ίσχυσε λίγα μόνο χρόνια αλλά χαρακτηρίζεται ακόμη ανενδοίαστα «ανεπανόρθωτο ιστορικό έγκλημα του Ράλλη»· και μετά η καθιέρωση του μονοτονικού –που αυτή έγινε όντως επί Παπανδρέου.

Έτσι λοιπόν, έτσι ακριβώς φτιάχνεται πάντοτε η «πραγματικότητα». Με τις μικρές ή μεγάλες αποκρύψεις, τις θελημένες ή αθέλητες, συνειδητές ή ασύνειδες παραμορφώσεις. Τελικά, το «χαλασμένο τηλέφωνο» που παίζαμε παιδιά, αυτό διαμορφώνει τώρα και πάντα την πραγματικότητά μας, αυτό ρυθμίζει τη ζωή μας, ακυρώνοντας το παρόν μας και ζωγραφίζοντας με μαύρο το μέλλον μας.


* Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ιδεώδης επιλογή ο Σφακιανάκης, σαν χαρακτηριστικό δείγμα τού πώς διαμορφώνεται η «υποκειμενική πραγματικότητα»: σε συνέντευξή του στο περιοδικό Rider (τχ. 73, 2001, σ. 30, υπογραμμίζω εγώ), και όταν τον ρωτούν για κάποιον καβγά του στη Θεσσαλονίκη, όπου έβρισε το κοινό «Βουλγάρους», απαντά: «Κοίτα, εγώ ποτέ δεν έβαλα στο στόμα μου τέτοιο “επίθετο” πρόστυχο και ανθελληνικό. Ίσα ίσα, που όταν η μάστιγα της γλώσσας μας που αποκαλείται Μπαμπινιώτης έβαλε στο λεξικό της γλώσσας μας λήμμα της λ. “Βούλγαρος”, το οποίο ερμήνευε και ως επίθετο που χρησιμοποιείται για τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ…» κτλ. κτλ. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ βεβαίως αν είπε ή δεν είπε την επίμαχη λέξη ο κ. Σφακιανάκης, όμως προσέξτε: χαρακτηρίζει μάστιγα της γλώσσας τον προστάτη άγγελο ακριβώς της γλώσσας –εννοώ της γλώσσας έτσι όπως μυθοποιείται σε συγκεκριμένους ιδεολογικούς χώρους. Σε παλαιότερη συνέντευξή του ο κ. Σφακιανάκης επαναστατούσε πάλι εναντίον του κ. Μπαμπινιώτη, που του ανέτρεψε την παραδοσιακή –όπως πιστεύει αυτός– ορθογράφηση της λέξης καινούριος, χωρίς -γ, και του τη γράφει: καινούρΓιος. Δεν ξέρει, δηλαδή, ο κ. Σφακιανάκης ότι αντίθετα έχουν τα πράγματα, ότι δηλαδή η παραδοσιακή ορθογράφηση είναι με -γ, και μόνο σε αμιγέστερα δημοτικιστικούς κύκλους (και όχι πάντοτε) επικρατεί η γραφή χωρίς το -γ. Αλλά ο κ. Σφακιανάκης έμαθε στο σχολείο τη γραφή χωρίς -γ, αυτή είναι λοιπόν η δική του «πραγματικότητα», και κηρύσσει έτσι τον πόλεμο στη «μάστιγα», που του την ανατρέπει.

buzz it!

54. Οι κερδισμένοι της γραφής

Τα Νέα, 31 Μαρτίου 2001


Σημαία Μακεδόνων αγωνιστών του '21 - Εθνικό Ιστορικό Μουσείο: μωρέ με τέτοια ανορθογραφία επιτρέψαμε να γίνει επανάσταση ελληνική!





Ίσως απεραντολόγησα εντέλει, μιλώντας για την τάση να εξωραΐζουμε το παρελθόν, ακόμα και το χτεσινό δικό μας, που οι ίδιοι το ελεεινολογούσαμε σαν παρόν, πάντοτε βέβαιοι προφήτες ενός ελεεινότερου μέλλοντος. Όμως το θεωρώ απαραίτητο αυτό το κλειδί, γιατί βοηθάει να κατανοήσουμε αυτό που μας ωθεί να εστιάζουμε την προσοχή μας στο κακό, κι έπειτα να το απομονώνουμε και, μεγεθύνοντάς το, να το προεξοφλούμε σαν βέβαιο μέλλον. Είχαμε ξεκινήσει από το φόβο ότι το λατινικό αλφάβητο μπορεί να εκτοπίσει το ελληνικό, επειδή κάποιοι επικοινωνούν μέσα στο διαδίκτυο με γκρίκλις.

διαβάστε τη συνέχεια...

Συνοψίζω αυτά που επισημάνθηκαν όλο αυτό το διάστημα:

(α) καμία επιστημονική ή άλλη κοινότητα, κανένας φορέας, καμία κοινωνική ομάδα δεν θέτει θέμα αλλαγής αλφαβήτου· ενώ, ως προς την πρακτική διάσταση του θέματος,

(β) υπάρχει ήδη (και διαρκώς διευκολύνεται και επεκτείνεται) η δυνατότητα να χρησιμοποιεί κανείς το ελληνικό αλφάβητο και στο διαδίκτυο και στην κινητή τηλεφωνία –δυνατότητα μάλιστα που την εξασφάλισαν οι πολυεθνικές, για εμπορικούς δηλαδή λόγους, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Και με τις δύο αυτές κοινές, κοινότατες διαπιστώσεις θα μπορούσε να σταματήσει η συζήτηση. Ας σταθούμε όμως λίγο. Πρώτα στο φόβο ότι με ενδεχόμενη επικράτηση του λατινικού αλφαβήτου καταλύεται η ελληνική γλώσσα –και επειδή ο φόβος αυτός επανέρχεται κάθε τόσο, και περισσότερο τώρα με την παγκοσμιοποίηση:

Εδώ ανακυκλώνεται η παλαιά σύγχυση γλώσσας και γραφής, η ταύτιση δηλαδή της ουσίας, της γλώσσας, με την καθαρά συμβατική μορφή, τη γραφή, με την οποία αποτυπώνεται. Όμως, ακόμη και ο σθεναρότερος υποστηρικτής αυτής της άποψης μπορεί να διαπιστώσει ότι αλλάζει, άλλοτε λίγο κι άλλοτε πολύ, η ορθογραφία, ίσως κι ολόκληρο το αλφάβητο, χωρίς αντίκτυπο στη γλώσσα. Όταν ξέσπασε ο θόρυβος με τη διακήρυξη των ακαδημαϊκών, στο ρεπορτάζ της Μικέλας Χαρτουλάρη (Τα Νέα 16.1.2001) είχα χρησιμοποιήσει το γνωστό παράδειγμα των Τούρκων, που άλλαξαν το αλφάβητό τους χωρίς να θιγεί η γλώσσα τους και ο πολιτισμός τους. Αλίμονο, το σχόλιο των ακαδημαϊκών Κ. Δεσποτόπουλου και Ευ. Μουτσόπουλου ήταν ότι «οι Τούρκοι δεν είχαν να προστατέψουν κανέναν πολιτισμό τόσο σπουδαίο»!

Το θέμα όμως δεν είναι η σπουδαιότητα ενός πολιτισμού, αλλά αν αυτός ο όποιος πολιτισμός έπαθε τίποτα με την αλλαγή αλφαβήτου. Και δεν έπαθε τίποτα αυτός ο πολιτισμός. Ενώ, με σπουδαίο ή όχι ή και με καθόλου πολιτισμό, είναι σίγουρο ότι και οι Τούρκοι ήταν εξίσου δεμένοι, συναισθηματικά και ιστορικά, με το αλφάβητό τους. Εν πάση περιπτώσει, οι ιστορικοί, συναισθηματικοί και όποιοι άλλοι δεσμοί μας με το παλαιότατο αλφάβητό μας, με το ύψιλον και το ωμέγα, ακόμα και με τα πολύ νεότερα, τους τόνους και τα πνεύματα, είναι όντως σοβαρό επιχείρημα, αλλά και το μοναδικό. Η δικαιολογημένη δηλαδή συναισθηματική στάση μας δεν μπορεί να μεταμφιέζεται σε επιστημονικό λόγο, και πολύ περισσότερο να μεταλλάσσεται σε εσχατολογική προφητεία για την καταστροφή που τάχα θα επέλθει, με την κατάργηση π.χ. του ελληνικού αλφαβήτου.

Δεν χάθηκαν λοιπόν οι Τούρκοι. Το ίδιο κι οι Αλβανοί, που ερωτοτροπούσαν ακόμα και με το ελληνικό αλφάβητο ώς τον 19ο αιώνα, οπότε επικράτησε το λατινικό. Ή οι Ρουμάνοι, που κι αυτοί τον 19ο αιώνα εγκατέλειψαν το κυριλλικό αλφάβητο και υιοθέτησαν το λατινικό. «Εάν θεωρήσουμε ότι υπάρχουν δεκατρείς γλώσσες ή γλωσσικές οικογένειες που γράφτηκαν ποτέ στα Βαλκάνια, οι ιστορικά υπαρκτοί συνδυασμοί ανάμεσα σ’ αυτές και στα εφτά αλφάβητα [αραβικό, αρμενικό, κυριλλικό, γλαγολιτικό, εβραϊκό, ελληνικό, λατινικό] ξεπερνάνε το μισό των 91 δυνατών συνδυασμών» γράφει ο Ε. Α. Ζάχος-Παπαζαχαρίου, στο συλλογικό έργο Γλώσσες, αλφάβητα και εθνική ιδεολογία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια (επιμ. Κ. Τσιτσελίκης, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1999, σ. 20).

Εμείς πάντως πορευόμαστε με το ίδιο αλφάβητο από το 404-402 π.Χ., οπότε η ορθογραφία του ιωνικού βελτίωσε (άλλαξε, πάντως) το αλφάβητο που μαρτυρούνταν από τον 8ο αιώνα π.Χ. Αυτή ακριβώς η μακρά πορεία δημιουργεί τους απαγορευτικούς όρους για ενδεχόμενη ριζική αλλαγή του: για πρακτικούς και μόνο λόγους, η αλλαγή αλφαβήτου μοιάζει ανέφικτη. Αυτό όμως δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι η αλλαγή (κάτι που προσωπικά το απεύχομαι), οσοδήποτε επώδυνη και αν είναι, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αφελληνισμό. Ας θυμηθούμε εδώ ότι κορυφαία κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας γράφτηκαν με το λατινικό αλφάβητο (πρόσφατα μας το τόνισε και ο Αλέξης Πολίτης, Πρόσωπα , Τα Νέα 10.3.2001), ας θυμηθούμε και τα φραγκοχιώτικα από τον 16ο ώς τον 19ο αιώνα. Και προπαντός να θυμηθούμε πως δεν ήταν μαϊμουδίσματα κοσμικογράφων της εποχής και λάιφστάιλ εκδόσεων, αλλά Η θυσία του Αβραάμ και τα λειτουργικά βιβλία!

Τώρα όμως τα γκρίκλις τα γράφουν, λέει, οι νέες γενιές, οι πιτσιρικάδες κομπιουτεράκηδες, αυτή η «αλλήθωρη νεολαία, που κάνει κριτική». Αν προς στιγμήν δεχτούμε ότι όντως όλοι αυτοί γράφουν με γκρίκλις, κι αν δεν μας απασχολεί τι ποσοστό επιτέλους αντιπροσωπεύουν, πριν σύρουμε φωνή μεγάλη και μαδήσουμε το υπόλοιπο της κεφαλής μας, ας σκεφτούμε ότι όλοι αυτοί είναι εντέλει οι κερδισμένοι της γραφής: αυτοί, όπως και άλλοι, μεγαλύτεροι, ευρύτατες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες που, αφότου ξεμπέρδεψαν με το σχολείο, μετά βίας έβρισκαν μολύβι και χαρτί στο σπίτι τους, τώρα, με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ανακαλύπτουν πάλι τη γραφή –και την ανάγνωση. Διαβάζουν, και γράφουν. Ηλεκτρονικά μηνύματα. Ακόμα και με τα κινητά τηλέφωνα: αντί να μιλάνε, γράφουν. Μηνύματα πάλι.

Αν τώρα δεν βλέπουμε κανένα μήνυμα σ’ αυτό, οι αλλήθωροι είμαστε εμείς –κι ας κινδυνεύω να φανώ, με όλα αυτά, λαϊκιστής εγώ.

buzz it!

27/6/07

α στο καλό, πάλι γέλασα

"Και καλά η gay art εξουσία· δεν μπορεί να θεωρήσει ένα αιδοίο τέχνη. Αμ, οι επαγγελματίες 'εθνικόφρονες'; Τόσο εύκολα ξέχασαν τη μαμά τους;" έγραφε σε υστερόγραφο στην τελευταία του επιφυλλίδα ο Μάνος Στεφανίδης, στο "7" της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 24/6, αναφερόμενος προφανώς στο θόρυβο γύρω από το έργο της Εύας Στεφανή.

Στο τσακ τη γλίτωσα, σκέφτηκα, πάλι καλά που πρόλαβα να εκφραστώ αναφανδόν υπέρ, αλλιώς ή εθνικόφρων θα 'μουνα ή gay· αλλά gay art, και μάλιστα εξουσία; Χμ, να το ξανασκεφτώ;

Αστειεύομαι όμως κι εγώ, όπως αστειεύεται και ο Μ. Στεφανίδης, και πάλι, φαίνεται, αριστοφανικώς, όπως εδήλωσε ο ίδιος, όταν τον παρεξήγησα παραθέτοντας ορισμένα από αυτά που ο απροσδιόνυσος εγώ τα νόμιζα χοντρά, σεξιστικά σχόλια.

Το διευκρινίζω, μπας και νομίσει πάλι κανείς βιαστικός αναγνώστης πως και ο κ. Μ. Στεφανίδης είναι από αυτούς που βλέπουν παντού ασφυκτική κυριαρχία των γκέι, οι οποίοι κατσικώθηκαν σ' όλα τα Μέσα και καταδυναστεύουνε τους στρέιτ.

αλλά κι εγώ ένα ΥΓ. Ώστε δεν είδε ο κ. Στεφανίδης, τη μια φορά που θα 'θελα να συμφωνήσω, διάολε, μαζί του, δεν είδε λέω παρά μόνο γκέι και εθνικόφρονες που έκαναν "μέτωπο" κατά της Στεφανή --κι ενώ πολλοί ακόμα άλλοι το 'καναν απλώς γαργάρα, μόνο και μόνο για να μη συνταχτούν με τους λογοκριτές; Τυχερός τότε είναι!

buzz it!

55. «Welcome to Hellas!»

Τα Νέα, 13 Απριλίου 2001

Από όλη τη συζήτηση για τον κίνδυνο επιβολής του λατινικού αλφαβήτου μέσω των υπολογιστών και της κινητής τηλεφωνίας έμειναν μερικά ρέστα. Αφού ηρεμήσαμε λοιπόν ότι οι υπολογιστές και η κινητή τηλεφωνία δεν αποκλείουν τη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου (άρα μένει να δούμε το πραγματικό ποσοστό όσων γράφουν με λατινικά στοιχεία από συνήθεια ή ραθυμία και όχι από αντικειμενική αδυναμία ή καταναγκασμό), ας σταθούμε για λίγο σε δύο επιμέρους θέματα, που θεωρήθηκαν δείγματα ξενοδουλείας: το ένα είναι οι ταμπέλες των δρόμων, που αναγράφουν το όνομα και με λατινικά στοιχεία, και το άλλο οι πινακίδες των αυτοκινήτων, από τις οποίες αποκλείστηκαν τα γράμματα που δεν συμπίπτουν με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Έτσι, πλάι στο πραγματικό πρόβλημα με τις ξενόγλωσσες επιγραφές, την ξενική ονομασία περιοδικών, τηλεοπτικών σταθμών, εστιατορίων κτλ. (που θα μας απασχολήσει εκτενέστερα άλλη φορά, μια και εντάσσεται στη συζήτηση περί «εισβολής» ξένης γλώσσας και όχι αλφαβήτου, όπως εξειδικεύτηκε τελευταία -βλ. κεφ. 73 κ.ε.), δημιουργήθηκε θέμα επειδή η οδός Τζωρτζ σημαίνεται στην ταμπέλα της και σαν οδός Tzortz και επειδή οι πινακίδες των αυτοκινήτων της Αθήνας, λ.χ., δεν δηλώνουν «περήφανα», λέει, την καταγωγή τους μ’ ένα κατανοητό ΑΘΗ παρά με ένα τρέχα γύρευε ΥΒΡ ή ΥΖΕ κτλ.

Ομολογώ ότι με κατάπληξη είδα να αναδεικνύεται σε πρόβλημα το ελάχιστο τίμημα που καλούμαστε να καταβάλουμε, εφόσον ακριβώς θέλουμε να διατηρήσουμε το ελληνικό αλφάβητο. Εννοώ ότι, εάν θέλουμε, όπως όλοι το θέλουμε και καλά κάνουμε, να διατηρήσουμε το ελληνικό αλφάβητο, και παράλληλα θέλουμε, ανάδελφοι-ξεανάδελφοι, να συνεννοούμαστε και με πέντε άλλους ανθρώπους παραπέρα, και γι’ αυτό τρέχουμε και μαθαίνουμε ξένες γλώσσες, επειδή δηλαδή και πάλι θέλουμε να κρατήσουμε τη γλώσσα μας αντί να ψωνίσουμε μια και καλή αγγλικά και να τελειώνουμε, και καμαρώνουμε έπειτα για τη γλωσσομάθειά μας, που δεν είμαστε εμείς σαν τους σοβινιστές τους Άγγλους ή τους Γάλλους που αρκούνται αυτάρεσκα στη δική τους γλώσσα, εάν λοιπόν τα θέλουμε όλα αυτά, ξεκινώντας είτε από καθαρό ρομαντισμό είτε από καθαρό ρεαλισμό, για λόγους οικονομικούς, επαγγελματικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς, ερωτικούς ή ό,τι άλλο, κάτι τότε πρέπει να πληρώσουμε κι εμείς. Ε, ας μας πληγώνει πληγή μεγάλη το Tzortz, και ας μην αναγνωρίζουμε πούθε είναι το αυτοκίνητο ΥΒΡ ή ΥΖΕ, αν είναι γύφτου ή εδικού.

Εδώ το θέμα δεν είναι αν μεταγράφεται σωστά ή όχι ένα όνομα, ή αν καλώς εξελληνίζεται ή όχι. Δεν υπηρετεί φιλολογικούς ή άλλους τέτοιους σκοπούς η σήμανση των δρόμων, αλλά καθαρά πρακτικούς. Το θέμα δηλαδή είναι, αυστηρά και μόνο, αν πρέπει ο ξενόγλωσσος, ο αλλοδαπός τουρίστας ή κι ο μετανάστης να μάθουν πρώτα ελληνικά για να μπορέσουν να βρουν το δρόμο ή το λεωφορείο για το ξενοδοχείο, για το μουσείο, για το σπίτι ή για τη δουλειά. Σ’ αυτούς απευθύνεται η οδός Tzortz, η όσο το δυνατόν πιστότερη αναπαραγωγή αυτού που εμείς για τον άλφα ή βήτα λόγο λέμε Τζωρτζ. Δεν μας απασχολεί εδώ αν έρθει ο δισέγγονος του Church και μας ζητήσει το λόγο, με ποια λογική ξαναβαφτίσαμε τον προπάππο του σε George κι έπειτα τον μασκαρέψαμε σε Tzortz, ούτε αν έρθει ο απόγονος του Maison, να μας πει ότι, μπορεί ο ένδοξος πρόγονός του να πολέμησε για την Ελλάδα, έμεινε όμως πάντα βέρος Γάλλος, και πώς εμείς του βάλαμε χλαμύδα και τον ντύσαμε Μαιζών, γενική Μαιζώνος, άρα Maizonos!

Για τις πινακίδες πια των αυτοκινήτων δεν θα είχα να πω τίποτε άλλο. Για τους ίδιους λόγους που βάζουμε το σήμα GR, όταν ταξιδεύουμε στο εξωτερικό, και όχι ΕΛ (=ΕΛΛΑΔΑ), για λόγους δηλαδή αναγνώρισης, έτσι και στις πινακίδες, ακριβώς για να μη χρησιμοποιήσουμε το λατινικό αλφάβητο, χρησιμοποιούμε γράμματα του ελληνικού που συμπίπτουν, έστω οπτικά, με λατινικά. Τόσο μόνο. Τόσο φοβερό;

Δηλαδή, δεν νοείται απ’ τη μια να μιλούμε ξένες γλώσσες για να επικοινωνήσουμε με τους άλλους, κι απ’ την άλλη να μας ξεσηκώνει όχι η μετάφραση (που κι αυτή συχνά επιβάλλεται) παρά η απλή και απολύτως αναγκαία μεταγραφή, στην περίπτωση της σήμανσης των δρόμων, ενώ στην περίπτωση των πινακίδων των αυτοκινήτων να μας ενοχλεί εντέλει το ότι αποφεύγουμε, ίσα ίσα, ακόμα και τη μεταγραφή.

Τι χρειάζεται, δηλαδή, για να τελειώνουμε; Σεβασμός ελάχιστος στον ξένο, με τη μεταγραφή λ.χ. της ονομασίας των δρόμων στις σχετικές ταμπέλες, όπως είδαμε πιο πάνω –δηλαδή όπως γίνεται ώς τώρα, άσχετα από επιμέρους αστοχίες. Πρέπει εδώ να τονιστεί το «μεταγραφή», ότι δηλαδή τα ονόματα δεν αποτυπώνονται στη γλώσσα τους: αν δηλαδή ο Τζωρτζ δεν ήταν Church αλλά όντως George, πάλι Tzortz ή κάτι τέτοιο θα έπρεπε να γραφτεί, οσοδήποτε ανατριχιαστικό, πάντως φωνητική απόδοση και όχι το κάθε όνομα στη δική του γλώσσα, οπότε θα απευθυνόταν στους εκάστοτε ομόγλωσσους: ο George στους Άγγλους και ο Hugo στους Γάλλους. Μένει να συζητηθεί ο τρόπος μεταγραφής, αν λόγου χάρη το Σύνταγμα είναι Syntagma ή Syndagma ή Sintagma, αν η οδός Πειραιώς είναι Peiraios ή Pireos ή ό,τι άλλο.

Το βασικότερο όμως πλέον είναι ότι ο σεβασμός στον ξένο σημαίνει αυτομάτως σεβασμό στη γλώσσα του. Όταν λοιπόν από τη μεταγραφή υπάρχει λόγος να περάσουμε στη μετάφραση, τότε μεταφράζουμε στη γλώσσα του ξένου κι όχι… στη δική μας: το Welcome to Hellas, που λέει περήφανα και με άνωθεν εντολή η Ολυμπιακή στις πτήσεις της, επεμβαίνει αυθαίρετα και βάναυσα στη γλώσσα του άλλου, την ίδια στιγμή που εμείς τη France, λόγου χάρη, δεν τη λέμε ούτε Φρανς ούτε Φραγκία, αλλά Γαλλία.

Έγινε μάλιστα πριν από μερικά χρόνια ολόκληρη εκστρατεία για την επιβολή του ονόματος Hellas στους ξένους, βασισμένη στη γνωστή άποψη των θαμώνων των παραδιαδρόμων της Ιστορίας, ότι η ονομασία Γραικοί –που έρχεται ήδη από τους Ηπειρώτες Δωριείς, κι έπειτα από τους κατοίκους της Γραίας, μιας πόλης δυτικά του Ωρωπού– αποτελεί τάχα υποτιμητική ονομασία, που μας την έδωσαν οι κακοί Ρωμαίοι. Από όσα γράφτηκαν τότε παραπέμπω στο κατατοπιστικότατο άρθρο του Νικ. Γ. Κοντοσόπουλου, «Graecia ή Hellas;» (περ. Αντί 576, 1995, σ. 38-39), που πραγματεύεται την ιστορική ονομασία της χώρας μας και εκθέτει την πολύ «χειρότερη» τύχη της ονομασίας άλλων χωρών, όπως της Φιλανδίας/Φινλανδίας, δηλαδή της «χώρας των Φίννων», όπως την ονομάζουμε εμείς και όλοι οι άλλοι λαοί, ενώ στη γλώσσα της λέγεται Suomi, ή της Γερμανίας, που μόνο οι ίδιοι οι Γερμανοί τη λένε Deutschland –και οι Ολλανδοί Duitsland: «σε όλες τις άλλες γλώσσες» αντιγράφω «η ονομασία της είναι εντελώς διαφορετική: λατινογενής (από το Germania) στα ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά, ρωσικά, βουλγαρικά· γαλλογενής (από το Allemagne) στα ισπανικά, πορτογαλικά και τουρκικά· σλαβογενής (από λέξη που σημαίνει “μουγκός”, “άφωνος”, άρα Γερμανία=χώρα των μουγκών) στα πολωνικά, τσέχικα, σλοβακικά, σλοβενικά, σερβοκροατικά, ουγγρικά και ρουμανικά. Στις σκανδιναβικές γλώσσες η Γερμανία λέγεται Tyskland, δηλαδή Τευτονία [...], στα φινλανδικά Saksa, δηλαδή Σαξονία, στα λετονικά Vâcija».

Αλλά εμείς, είπαμε, όταν αυτοί ήταν πάνω στα δέντρα… κτλ. Κλείνω με τα λόγια από ένα σκίτσο που κοσμούσε το ίδιο εκείνο άρθρο, με την υπογραφή του Β. Χερουβείμ. Λέει ένας εμπνευσμένος ρήτορας: «Είναι απλό: από τους Ισπανούς θ’ απαιτήσουμε να λένε τον El Greco - El Helleno και απ’ τον Αθανάσιο Διάκο να λέει “Εγώ Γραικός γεννήθηκα - Έλληνας θενά πεθάνω”».

Hellinas δηλαδή, Hellinaras.

buzz it!

26/6/07

Περί τριχών, ή Η τρίχα συλλεκτικό είδος



δείτε τη συνέχεια...









Όλο καθυστερημένος, πέρασαν κοντά 10 μέρες από το φετινό πρωτάθλημα πόλο του Ολυμπιακού, έλεγα να... συμμετάσχω στους πανηγυρισμούς με τις φωτογραφίες αυτές, που θα μου έδιναν [σοβαρά τώρα] αφορμή για ένα θέμα που από καιρό με τσιγκλάει, πάλι δεν τα κατάφερα, ευτυχώς από μιαν άποψη, γιατί θα στενοχωρούσα φίλους αναγνώστες βάζελους κ.ά., τώρα όμως ισοφαρίζει το πράμα, αφού στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας ο Θρύλος έπιασε μόλις 4η θέση :-(

Προτού λοιπόν μου παραπέσουν, όπως συχνά τα καταφέρνω, οι φωτογραφίες αυτές, προτού περάσουν άλλα τόσα χρόνια από τότε που με τσιγκλάει, όπως είπα, το θέμα, και τότε πια δε θα βρίσκονται τέτοιες φωτό, παρά μόνο σαν απροσδόκητη εξαίρεση [εδώ μπαίνει η Τζούλια Ρόμπερτς!], τις ποστάρω, προς τέρψιν έστω των απανταχού γάβρων, κι ελπίζω σύντομα [μπα! το κατάστημα εδώ ήδη υπολειτουργεί] να αναφερθώ διεξοδικότερα στο θέμα, που έχει, θέλω να πιστεύω, κάποιες κοινωνικές παραμέτρους!

ΥΓ. Στο μεταξύ, έκκληση προς φίλους αναγνώστες, ιδίως σινεφίλ: ξέρει κανείς, θυμάται, ακόμα καλύτερα: έχει την αφίσα, μάλλον φωτογραφία από μια αφίσα της Σοφίας Λόρεν, αδύνατον να θυμηθώ από ποια ταινία, όπου εικονίζεται με μαγιό και το χέρι σηκωμένο, με τη μασχάλη αξύριστη φάτσα φόρα;

ΥΓ 2. Ευχαριστώ τους φίλους Γιάννη Παπαθανασίου και Κουκουζέλη, που έσπευσαν και ανταποκρίθηκαν με φωτό της Λώρεν (ο Κουκουζέλης μάλιστα με μπόλικες: έχουμε να μοιράζουμε τώρα)

buzz it!

24/6/07

Ιδεολογικός αμοραλισμός και αντίδραση

Τα Νέα, 23 Ιουνίου 2007

Δεν κινδυνεύει σίγουρα η δημοκρατία από τον Καρατζαφέρη, κινδυνεύει όμως η υγεία του κοινωνικού σώματος από την ανοχή απέναντι στον Καρατζαφέρη, που εκφράζεται μ’ έναν ιδεολογικό αμοραλισμό

«Προσβολή Εθνικού Συμβόλου» τιτλοφορεί τη φωτογραφία αυτή στο μπλογκ του Gravity and the Wind ο cyrusgeo, που σχολιάζει παρακάτω: «η διαφορά μας μ’ αυτούς είναι ότι εμείς ασκούμε κριτική ή σατιρίζουμε –αυτοί φωνάζουν τον εισαγγελέα…» Μωρέ μήπως να το σκεφτόμασταν κι εμείς σοβαρά;

το πλήρες κείμενο

«Η Στεφανή δεν στερείται ελευθερίας έκφρασης. Στερείται ταλέντου» διάβασα από πένα μάλλον λαϊφστάιλ, αλλά σε «μεγάλη δημοκρατική εφημερίδα», όπως λέμε, τις προάλλες. Η Ρεπούση, παραθέτω από μνήμης αλλά και πάλι από «μεγάλες δημοκρατικές εφημερίδες» ή από «μεγάλους αριστερούς ιστορικούς», «καταργεί την αφηγηματικότητα», «το βιβλίο έχει στρυφνές διατυπώσεις», άσε πια το «ξινό ύφος της ίδιας στις συνεντεύξεις».

Ο φονταμενταλισμός δρα συντονισμένα, ο θρησκευτικός καταρχήν, αν τάχα υπάρχουν σαφώς διακριτά όρια, παρέα με τον εθνικιστικό, σ’ όλες του τις αποχρώσεις, από τις παραδοσιακά καταγάλανες και μαύρες έως τις κατακόκκινες, με βούλα το σφυροδρέπανο, παρακαλώ. Ο φονταμενταλισμός λοιπόν συντάσσεται, ο φασισμός, να το πούμε ανοιχτά, με τα διαφορετικά προσωπεία του χτυπά την πόρτα μας αντί για τον γαλατά, και οι μεγάλες δημοκρατικές εφημερίδες, οι δημοκρατικές φωνές, ο προοδευτικός λόγος σταθμεύει στο ξινό ύφος της Ρεπούση και στο ταλέντο ή το μη ταλέντο της Στεφανή, θαρρείς κι αυτό είναι το επίμαχο θέμα.

Από μια άποψη, προοδεύσαμε: λίγες δεκαετίες πριν, «τι περιμένεις από γυναίκες» θα έλεγαν, όχι τόσο για τη Στεφανή (στην τέχνη, βλέπεις, όλα τα παράδοξα χωρούν, ακόμα και γυναίκα καλλιτέχνης δηλαδή) όσο για τη Ρεπούση: γυναίκα-επιστήμονας, σου λέει, ιστορικός! Ή μήπως ειπώθηκαν και τέτοια και δεν τα πήρα απλώς χαμπάρι, νά όπως έλεγαν πως «του κουνιόταν» του πρόσφατα δολοφονημένου διοικητή του ΙΚΑ η γραμματέας και ερωμένη του. Αυτά όμως τα έλεγαν Τραγκοκακαουνάκηδες, ενώ εδώ μιλάμε για δικούς μας, είπαμε, προοδευτικούς, αριστερούς, απ’ τη δική μας μπάντα, όχι του ΚΚΕ, αφού αυτοί για τη Ρεπούση λόγου χάρη βάδισαν χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη· οι δικοί μας λοιπόν πεφωτισμένοι αριστεροί ή εν γένει προοδευτικοί βρήκαν να απαντήσουν στην επιδρομή του πιο ακραίου και αγοραίου εθνικισμού με το δικό τους ξινισμένο εντέλει ύφος, όταν μιλούσαν για τις «ατέλειες» του βιβλίου και το ύφος της Ρεπούση ή το ταλέντο της Στεφανή.

Ένα σκανδαλισμένο άπαπα ή τσου-τσου-τσου, Μαρίες Αντουανέτες απέναντι σε Χριστόδουλους, Καρατζαφέρηδες και Ψωμιάδηδες, την ώρα που αυτοί ορμούσαν με τα όργανα ή τα οργανέτα τους, καλοκουρντισμένα σε όλα τα μέσα και επίπεδα, από τις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά πάνελ-τηλεδικεία ώς τις σατιρικές εκπομπές, ο θίασος όλος, σε απαρτία, οι παραπάνω, ο Παπαθεμελής βεβαίως, ο άλλος λέων του Βορρά, ο Άνθιμος, κι ο Άδωνης, και ο Ζουράρις, και ο παπα-Τσάκαλος, και οι κάποτε αστέρες των αριστερίστικων γκρουπούσκουλων και άλλοι αριστερογενείς, και η Πρωθιέρεια της Δεξιάς μα τώρα της Αριστεράς, συγνώμη του ΚΚΕ, Λιάνα Κανέλλη, με επίκουρους προβεβλημένους, στις χιουμοριστικές εκπομπές, όπως είπα, Θέμο και Λαζόπουλο.

Φασισμός, εθνικισμός, επιδρομή; μήπως τα παραλέω; Και κινδυνεύει τότε η δημοκρατία; Όχι, δεν κινδυνεύει από Καρατζαφέρηδες η δημοκρατία –ας πούμε, από αισιοδοξία μάλλον παρά από καθαρά πολιτική ανάλυση, αφού κάπως έτσι έφτασε στο κατώφλι της προεδρίας της δημοκρατίας, πού, στη χώρα των Φώτων, ένας Λεπέν, δεν κινδυνεύει λοιπόν η δημοκρατία, μπορεί όμως να κινδυνεύει η υγεία της δημοκρατίας, σίγουρα η συνοχή του κοινωνικού ιστού (αυτό πια κι αν είναι ολοφάνερο από τη συμπόρευση Φαιών και ΚΚΕ, όχι μόνο στο θέμα της «Ιστορίας της Ρεπούση» αλλά γενικότερα σε εθνοπατριωτικά θέματα), η υγεία της κοινωνίας πιο απλά.

Και ο κίνδυνος, προσοχή, δεν προέρχεται από τη δύναμη καθαυτήν του Χριστόδουλου και του Καρατζαφέρη, με το άθροισμα που δίνει η περιστασιακή ή μονιμότερη πρόσθεση του ΚΚΕ και των αριστερογενών. Ο κίνδυνος προέρχεται από την ανοχή στην καλύτερη περίπτωση, την προβολή, εμπρόθετη συχνά, των θέσεων του Χριστόδουλου και του Καρατζαφέρη, των θέσεων της ακροδεξιάς, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, που σερβίρονται με τον πιο αποτελεσματικό λαϊκισμό και με περισσή μαεστρία –το σημειώνω αυτό, γιατί εύκολα υποτιμάται η όλη υπόθεση με απλουστευτικές αναφορές στη γραφικότητα (άρα ακινδυνότητα) του Καρατζαφέρη λ.χ., ενώ αυτή ακριβώς είναι η δύναμή του και η μαεστρία του.

Άφησα πια το ΚΚΕ απέξω, αφού αναφέρομαι στη συγκροτημένη ιδεολογία της ακροδεξιάς, και επειδή στο σημείο αυτό, μιλώντας για την ανοχή ή την προβολή του Καρατζαφέρη συγκεκριμένα, το ΚΚΕ διά της Παπαρήγα είπε τις προάλλες και μια σωστή κουβέντα, πως το ΠΑΣΟΚ στηρίζει Καρατζαφέρη προκειμένου να αποδυναμώσει τη Νέα Δημοκρατία. Αλλά ότι το ΠΑΣΟΚ στηρίζει άμεσα σχεδόν (βλ. Πρετεντέρη) ή με τις ποικίλες προσβάσεις του στα ΜΜΕ τον Καρατζαφέρη δεν φτάνει να εξηγήσει την κάρτα που χτυπούν καθημερινά σχεδόν ο αρχηγός Καρατζαφέρης και ο Άδωνής του στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, από πρωίας μέχρι νυκτός, από χαβαλεδιάρικες εκπομπές ώς τα σοβαρά δελτία ειδήσεων και τοκ σόου.

Ο κίνδυνος λοιπόν είναι η ανοχή, άρα ο μιθριδατισμός, ο σταδιακός δηλητηριασμός του κοινωνικού σώματος, η ανοχή που εκφράζεται μ’ έναν κυνισμό κι έναν ιδεολογικό αμοραλισμό. Ο οποίος ιδεολογικός αμοραλισμός εκφράζεται με τη σειρά του άλλοτε με επιτελικά σχέδια που αποσκοπούν σε πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη (όπως καληώρα με την προβολή του ΛΑΟΣ από το ΠΑΣΟΚ ), άλλοτε γενικότερα με τη λογική των ίσων αποστάσεων, με το ιδεολόγημα –σ’ αυτή την περίπτωση– της αντικειμενικότητας ή της επιστημονικής ουδετερότητας.

Γύρισα έτσι εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, στην κατάσχεση του έργου της Εύας Στεφανή στο Art Athina και στο βιβλίο της Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού, όπου επικεφαλής τής συγγραφικής ομάδας ήταν η Μαρία Ρεπούση. Για την υπόθεση της Ιστορίας γράφτηκαν και ειπώθηκαν πάμπολλα, αν και μένει και πρέπει να γραφτούν ακόμα, καθώς το θέμα δεν έχει κλείσει, ίσα ίσα μοιάζει σίγουρο πως το βιβλίο τελικά θα αποσυρθεί! Το μείζον όμως για μένα θέμα είναι, πέρα κι από τη διαφαινόμενη νίκη του Ενιαίου Μετώπου Εκκλησίας-ΛΑΟΣ-ΚΚΕ (αλλά και την άτολμη, με μισό στόμα, υποστήριξη από μέρους του ΠΑΣΟΚ, για να μην πω κυρίως τη σιωπή του!), το μείζον λοιπόν θέμα είναι η απέξω και υπεράνω και ουδέτερη στάση των «δικών μας», όταν ξέρουμε πια τόσο καλά πως δεν υπάρχει αντικειμενικότητα και ουδετερότητα, αφού στην πράξη, σε δεδομένη στιγμή, ουδετερότητα σημαίνει έμμεση έστω ενίσχυση του μετώπου των εκάστοτε ισχυρών και επιτιθεμένων.

Έτσι και τώρα στην υπόθεση της Εύας Στεφανή, ο ίδιος αποστασιοποιημένος λόγος, οι ίσες αποστάσεις, τα μισόλογα, όχι τα αναμενόμενα, του υπουργού πολιτισμού της Νέας Δημοκρατίας στο κάτω κάτω, ή της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης. Ακόμα χειρότερα, ο λόγος σε στιλ Μαρίας Αντουανέτας, όπως έγραψα, ο λόγος π.χ. απ’ όπου άντλησα την εισαγωγική φράση της σημερινής επιφυλλίδας: «Η Στεφανή δεν στερείται ελευθερίας έκφρασης. Στερείται ταλέντου».

Δε θα μιλήσω για το ταλέντο της Στεφανή, αυτόκλητος τεχνοκριτικός και εγώ, κι ας έχω ενθουσιαστεί με όσα, λίγα δυστυχώς, έργα της είδα: έχουν μιλήσει άλλοι, όντως ειδικοί, οι εδώ και έξω βραβεύσεις της, και δεν έχει σημασία τώρα η οσοδήποτε επηρμένη απόφανση του εν λόγω περί μη ταλέντου. Αλλά αλήθεια «δεν στερείται ελευθερίας έκφρασης»; Επειδή, λέει, «η λογοκρισία δεν είναι πια αυτό που ήταν», επειδή, λέει, ακόμα κι αν κατασχέθηκε «το κακόγουστο έργο», μπορούσε ο καθένας να το δει στο ίντερνετ, άρα, λέει, «η λογοκρισία είναι πια ένα πρόβλημα ξεπερασμένο στον Δυτικό Κόσμο». Αμετροέπεια, θα πει κανείς, πλήρης σύγχυση –όχι «διαστρέβλωση», είναι πιο σοβαρή υπόθεση αυτή, απαιτεί σοβαρή σκέψη εννοώ.

Το μαύρο χρώμα του λαϊφστάιλ

Όμως εγώ μίλησα για ιδεολογικό αμοραλισμό, που εξαλλάσσεται σε αντιδραστικό λόγο, σε αντιδραστική ιδεολογία. Αλλά κι αυτά προϋποθέτουν στοιχειώδη πολιτική σκέψη και ανάλυση. Ο λαϊφστάιλ λόγος τα σνομπάρει ευθέως όλα αυτά. Δείγμα γραφής: «σύμπασα η φιλελεύθερη Ελλάς συζήτησε ακόμα μια φορά για τη φριχτή λογοκρισία», αλλά «τα αντιφατικά παιδιά» δεν έχουν καταλάβει «ότι σε αυτή τη νέα εποχή η λογοκρισία…» κτλ. Προσέξτε δηλαδή, επιμένω: ανάλαφρη ειρωνεία μέσω της καθαρεύουσας: «σύμπασα η φιλελεύθερη Ελλάς», τα επίθετα: η «φριχτή λογοκρισία», τα «αντιφατικά παιδιά», το ίδιο το συγκαταβατικό: «παιδιά».

Ενώ, αντίθετα με τα «αντιφατικά παιδιά», η Μαρία Αντουανέτα πάντοτε έβλεπε μπροστά: «Προσωπικώς, ποτέ δεν τσίμπησα σε αυτήν τη σίξτις, ρομαντική τσιρίδα που πλέον είναι ανεφάρμοστη και ξεπερασμένη: “Όχι σε όλες τις λογοκρισίες”».

Πόσοι, αλήθεια, δρόμοι υπάρχουν για τη χυδαιότητα –με όρους δηλαδή πολιτικούς: για την πιο ζοφερή, κατάμαυρη αντίδραση!

buzz it!

23/6/07

Τις δύσκολες αυτές ώρες που περνάει ο Αρχιεπίσκοπος…

update: Το κείμενο αυτό, ξαναδουλεμένο, ενσωματώθηκε σε εκτενέστερη επιφυλλίδα στα Νέα, έπειτα πια από το θάνατο του Χριστόδουλου (βλ. τώρα εδώ)


Τις δύσκολες αυτές ώρες που περνάει ο Χριστόδουλος αισθάνομαι χρέος μου όσο λίγες φορές στη ζωή μου να γράψω τούτες τις γραμμές:

Δύσκολες ώρες περνάει ο Χριστόδουλος. Κι εμείς. Πολύ δύσκολες. Και τώρα και πριν -αλλά θα περάσουμε και μετά.

Δύσκολες ώρες περάσαμε με τον Χριστόδουλο. Τον υβριστή προσώπων και θεσμών. Αυτόν που διέβρωσε συνειδήσεις. Και –ξανά– θεσμούς. Που χλεύασε και πολέμησε βασικές έννοιες και κατακτήσεις της κοινωνίας των ανθρώπων, του πολιτισμού του ανθρώπου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Και άνοιξε δρόμους. Γκρεμίζοντας, εννοείται. Όσα έφτανε κι όσα μπορούσε απ’ όσα έχτιζαν και χτίζαμε και χτίζουμε αιώνες τώρα, με και για την κοινωνία των εθνών, με και για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με και για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Άνοιξε λοιπόν δρόμους, δημιούργησε προηγούμενα και «δεδικασμένα». Έτσι, ακόμα και με τον - οποτεδήποτε- θάνατο του Χριστόδουλου, δεν θα κλείσει ένα κεφάλαιο (τι κεφάλαιο! τόμος ολόκληρος) της ζοφερής μας ιστορίας, δεν θα ξυπνήσουμε δηλαδή από ’ναν εφιάλτη, αλλά θα συνεχίσουμε να τον ζούμε τον εφιάλτη που μας έφτιαξε.

Γι’ αυτό και μόνο γι’ αυτό, γι’ αυτά δηλαδή που πρέπει να παλέψουμε να τα στήσουμε ξανά απ’ την αρχή, να ξαναβρούμε τον βηματισμό μας, έτσι δεκαετίες, αν όχι αιώνες πίσω που μας έσυρε, γι’ αυτό και μόνο δεν μπορούμε να χαρούμε, να πανηγυρίσουμε, τώρα στις «δύσκολες στιγμές που περνάει ο αρχιεπίσκοπος».

Γι’ αυτό, και για έναν ακόμα λόγο.

Γιατί τον εφιάλτη αυτόν δεν μπόρεσε να τον στήσει μόνος του αυτός ο ένας και οσοδήποτε ικανός. Υπήρχε, όπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στην ιστορία, από απλούς δημαγωγούς έως αιμοσταγείς δικτάτορες τυράννους, υπήρχε μια κοινωνία έτοιμη να τους υποδεχτεί –και να τους ακολουθήσει. Και τις ευθύνες για την κατάσταση αυτή θα τις ζητήσουμε βεβαίως από τον εαυτό μας, από τους δικούς, και όχι από τους τυπικώς ομοϊδεάτες τού εν λόγω.

Έτσι, τις δύσκολες αυτές ώρες που περνάει ο Χριστόδουλος, μόνο ανατριχίλα μού προξενεί η δήθεν ή και όντως χριστιανική ή απλώς, λέει, ανθρωπιστική συμπόνια, συμπαράσταση ή «συγνώμη».

Γιατί κάθε κροκοδείλιο ή και –ακόμα χειρότερα– ειλικρινές δάκρυ είναι απλούστατα ύβρις. Στην ιστορία, στον πολιτισμό, στις ιδέες, στους θεσμούς, σε όσα χλεύασε και πολέμησε, ξαναλέω, ο Χριστόδουλος. Ύβρις σε όσους μέσα στους αιώνες μάτωσαν ή και έδωσαν και τη ζωή τους για όλα αυτά που χλεύασε και πολέμησε ο Χριστόδουλος.

Ύβρις ίδια με την ύβρη την οποία προσωποποίησε όλα αυτά τα χρόνια ο Χριστόδουλος.

Ύβρις, ή κοινώς ροχάλα.

Μακάρι από μιαν άποψη να μακροημέρευε, μπας και μπορούσαμε να την ανταποδώσουμε. Πλην, ματαιότης ματαιοτήτων.

Από οργή ξεκίνησα, ώς και ο Αλαβάνος, διάβασα, πήγε να τον επισκεφτεί στην εντατική, ο έτσι κι αλλιώς αρχηγός κομμουνιστικού, πάντως αριστερού κόμματος πήγε να επισκεφτεί αρχιεπίσκοπο, ψιλά γράμματα τώρα αυτά, ο ειδικότερα όμως λουσμένος τις ροχάλες του αρχιεπισκόπου! Τόση χριστιανική ανωτερότης, τόσος απλώς, λέει πάλι, ανθρωπισμός, με παραλύει. Από οργή, είπα, ξεκίνησα, με μια πικρή, ολόπικρη γεύση κλείνω, κοντεύει τέσσερις το πρωί, ποια καλημέρα όμως τώρα, καλή μας νύχτα…

buzz it!

21/6/07

στις επάλξεις [4], μία απ' τα ίδια

Είναι φανερό: τη βαριέμαι σαν τις αμαρτίες μου, τη βαρέθηκα πριν καλά καλά την ξεκινήσω την κατηγορία αυτή [«Στις επάλξεις…»], που την έστησα για να μοιράζομαι τις σημειώσεις-αποδελτιώσεις μου, όπως είπα, πιο πολύ όμως με την ελπίδα πως θα με βοηθούσε να απαλλαγώ απ’ τα χαρτάκια και παραχαρτάκια που βόσκουν παντού μες στο σπίτι… Αλλά πάντοτε σιχαίνομαι τον εαυτό μου [και] τη στιγμή που, μεταφέροντάς τα σε κανονικό αρχείο στον υπολογιστή, ή εδώ όπως σχεδίαζα, ξαναζώ τη σύγχυση που, πάλι βλακωδώς, σαν καμιά ανίδεη παιδούλα, ένιωσα την ώρα που πρωτοσημείωνα το «εύρημά» μου.

Νά μια καινούρια φουρνιά ωστόσο, καινούρια-από-τα-ίδια, εννοείται:

διαβάστε τη συνέχεια...

1. Πρώτα έναν παρήγορο χαιρετισμό στη συντάκτρια του ΒΗΜΑgazino για την οποία ξανάγραφα εδώ: χαιρετίσματα λοιπόν συντροφικά τής στέλνει το ΙΚΑ, που σε ασφαλιστική ενημερότητα την οποία χρειάστηκα τις προάλλες διάβασα τον τίτλο: «Βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας με τηλεομοιοτυπία». Θρίαμβος δηλαδής!

2. Και μια μικρή, οδυνηρή συνέχεια στα του νόστου: πετυχημένη και σοβαρή πεζογράφος της γενιάς μου σε πρόσφατη ομιλία της έλεγε και ξανάλεγε «ο νόστος», και τον ανέλυε ("ο νόστος για την οικογένεια" κ.ά.), εννοώντας πάντοτε αυστηρώς νοσταλγία –είπα «οδυνηρή συνέχεια» όχι επειδή είναι σημαντική πεζογράφος αλλά επειδή δεν είχε ποτέ και δεν έχει την παραμικρή τάση λογιοτατισμού.

Μπήκα όμως και στο γκουγκλ, ε, δεν έκατσα να ψάξω και πολύ, ιδού όμως κάποια: «μ’ έπιανε πάντα νόστος και επέστρεφα στα μέρη που γεννήθηκα», «ηδονή ατελώνιστη στις άγριες κορφές του νόστου, νόστο που έχουν μυστικό οι ψυχές δοτές του έρωτα και της αθανασίας», «Έχοντας διπλό το νόστο στα φτερά του» (δε φαντάζομαι να μην εννοείται κι εδώ νοσταλγία), «η φαιακίδα θα ξενίσει τον οδυσσάμενο, θα του προξενήσει νόστο, νόστιμο ήμαρ που το προγεύεται στα μάτια της παρθένας βασιλίδος» –αλλά πολλή λογοτεχνία μάς έπεσε εδώ: σταματάω.

3. Μικρό συμπλήρωμα στο «έμφορτο», που έγραφα αλλού: «φορτηγό έμφορτο αρνιά» είπε τροχαίος τις μέρες του Πάσχα στην τηλεόραση (μου ’χε παραπέσει το ρημάδι το χαρτάκι!) –απορίας άξιο πώς δεν είπε «έμφορτο αρνιών». Τι φταίει ο έρμος ο τροχαίος, θα μου πείτε· τίποτα, βεβαίως, τ’ άκουσε και το επανέλαβε, έτσι όπως γίνεται πάντοτε, φυσικώ τω τρόπω –αλλά σαν πού να τ’ άκουσε, άραγε; όχι στην τηλεόραση λόγου χάρη; Το λέω αυτό επειδή πρόσφατα, σε ημερίδα για τη γλώσσα και τη δημοσιογραφία στο Ζάππειο, γνωστός φέρελπις γλωσσολόγος είπε ότι τα ΜΜΕ δεν επηρεάζουν και δε διαμορφώνουν τη γλώσσα (το μεταφέρω πάντως με επιφύλαξη, επειδή δεν ήμουν αυτήκοος, μου το μετέφερε όμως εμένα, μάλλον κατάπληκτος, συνάδελφός του πανεπιστημιακός και μεγαλύτερος σε ηλικία).

4. Άλλο: το επανα- αντί για το πτωχόν ξανά:
–«επαναγοράζει» [το ομόλογο], Βήμα 27.5.07,
–«την απόφασή της να επανατυπωθεί με διορθώσεις το επίμαχο βιβλίο της Ιστορίας…» Νέα 14.6.07, με τίτλο: «Επανατύπωση της ιστορίας…».

Κανένα σχόλιο για το «επαναγοράσει», ήμαρτον, αλλά κάποιο ενδιαφέρον έχει η γενικευμένη πια χρήση τού επανα- όταν καλύπτει και αχρείαστες ανάγκες, αφού η ανατύπωση λ.χ. είναι δοκιμότατος όρος, λόγιας στο κάτω κάτω καταγωγής. Ανάλογα θα μπορούσε να πει κανείς και «να ανατυπωθεί η Ιστορία», αν τάχα θα ’ταν τόσο μαλλιαρό και προς θάνατον να πει: «να ξανατυπωθεί η Ιστορία», πλάι στον καθιερωμένο, τεχνικό, ας πούμε, όρο ανατύπωση. Αυτή, που να με πάρει, δεν είναι η περιλάλητη πολυτυπία;

Είναι σαν το «εκτυπώνω», το οποίο επίσης σχολίαζα παλιά, με το αχρείαστο «εκ», αφού το τυπώνω σταδιοδρόμησε και σαν κοινόχρηστη λέξη και σαν αυστηρά τεχνικός όρος, και σε καθαρεύουσα και σε δημοτική, ήρθε όμως ο εκτυπωτής, σχεδόν σε κάθε σπίτι πλέον μέσα, και πολύ φυσικά, από μιαν άποψη (και τότε τι γκρινιάζεις, θα μου πείτε), έδωσε και το ρήμα «εκτυπώνω».

5. Και το αγαπημένο μου:
Ο κήπος της Σαπφούς, είδα πρόσφατα διαφημιστική καταχώριση, για τον καινούριο δίσκο της ΜαρίζΗΣ, θα πω τότε κι εγώ, Κωχ.

Αλλά και: «Η Όλγα, λοιπόν, έγινε μήλον της Έριδος για τα κανάλια, αφού εκτός της εκρηκτικής εμφάνισης αποδείχθηκε και “εμπορική”. Για παράδειγμα, τα εξώφυλλά της πουλάνε περισσότερο από εκείνα της Τζούλιας Αλεξανδράτου ή της Γωγούς Μαστροκώστα»: αντέγραψα ολόκληρο κατεβατό από το τελευταίο tvguide του κυριακάτικου Βήματος (17.6.07), να δείτε μπας και είναι ειρωνική εδώ η χρήση και μου διέφυγε εμένα.

Άσχετο εδώ, αλλά επειδή αναφέρθηκα στο Βήμα: εδώ και χρόνια παρακολουθώ εμβρόντητος, κατάπληκτος από τον σχολαστικισμό και τη βλακεία, να γράφεται σταθερά το ΠΑΣΟΚ: «ΠαΣοΚ». Δε σηκώνει σοβαρό σχολιασμό το πράγμα, να πεις λ.χ. για «απρέπεια» να γράφεις όπως θες εσύ το όνομα του άλλου. Όμως, αδύνατον να αντιληφθώ τα βάθη της σοφίας του ιθύνοντος νου που έδωσε προφανέστατα εντολή να γράφεται έτσι το ΠΑΣΟΚ, διότι… κτλ. Τότε όμως γιατί δε γράφουνε και ΛαΟΣ, ΥΠεΧωΔΕ και τα τοιαύτα;

buzz it!

19/6/07

56. Λ’αλφαμπετάρ ντε λα μωρί

Τα Νέα, 28 Απριλίου 2001

Στο προηγούμενο μίλησα για το “Welcome to Hellas” της Ολυμπιακής μας, το οποίο επεμβαίνει βάναυσα στη γλώσσα του άλλου, την ίδια στιγμή που εμείς τη France, τη Φραγκία, θέλουμε να τη λέμε Γαλλία, δηλαδή Γαλατία –για να μη φτάσω και στα πιο ζόρικα, στην Κωνσταντινούπολη λόγου χάρη. Γιατί, όπως σεβόμαστε τη γλώσσα τη δική μας με την ιστορία της, που διάλεξε τις λέξεις της με βάση τη δική της λογική, μέσα και από λάθη και από δρόμους σκολιούς, έτσι οφείλουμε να σεβόμαστε και τη γλώσσα του άλλου. Δεν νοείται να γίνουμε εμείς τροχονόμοι στην ξένη γλώσσα. Κι ούτε είναι τόσο απλό: ότι όνομά μας είναι, τάχα, κι οφείλουν να το λένε όπως θέλουμε εμείς, κάτι σαν το «να με λέτε Ιωάννη», ή κάποιον υπουργό παλιά της Νέας Δημοκρατίας, που ήθελε το όνομά του, Μπίτσιος, να αποκτήσει πιο συσταζούμενη τάχα γενική: «Μπιτσίου».

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν επεμβαίνουμε λοιπόν σε ξένη γλώσσα. Ούτε, κυρίως, νομοθετούμε.

Έχω στα χέρια μου ένα τομίδιο, 96 σελίδες: Dictionnaire des mots inexistants λέγεται, δηλαδή «Λεξικό ανύπαρκτων λέξεων», που προτείνει στους Γάλλους να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιό τους με ελληνικές λέξεις. Συγγραφείς του, ο ψυχίατρος και λογοτέχνης Αριστοτέλης Νικολαΐδης και ο ψυχίατρος Νίκος Νικολαΐδης, που υπογράφουν σαν Aristote et Nikos Nikolaïdis. Το «λεξικό» εκδόθηκε στη Γενεύη το 1989 και την ύπαρξή του την έμαθα πρόσφατα από τη γλωσσολόγο Μάρω Κακριδή, η οποία το χρησιμοποιεί στο μάθημά της στο πανεπιστήμιο, σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Όταν το διάβασα και πίστεψα το απίστευτο, ότι το εγχείρημα δηλαδή είναι «σοβαρών προθέσεων», σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να πάρει μια γεύση και ο αναγνώστης της σελίδας αυτής. Και να δει τη γλώσσα του να δοξάζεται στα χείλη των Γάλλων, που όταν κάποτε κατέβηκαν απ’ τα δέντρα και βρήκαν έτοιμο λόγο ανθρωπινό, τουτέστιν ελληνικό, άρχισαν κι αυτοί να ψελλίζουν φιλοζοφί, ντεμοκρασί και ανατομί, και τώρα θα τους δώσουμε να μάθουν κι άλλα: αφιλοτιμί και αστυφιλί, κι ακόμα πιο πολλά και κρίσιμα για την επιβίωσή τους και την προκοπή, π.χ. επιστολοφόμπ και επιστολοφομπί, ε ναι, αυτό που λέμε κάθε μέρα πια εμείς: επιστολοφόβος και επιστολοφοβία!

Με τον επιστολοφόμπ, αυτόν, λέει, «που φοβάται να γράψει επιστολές», παράδειγμα: «παρόλο που είναι επιστολοφόβος, μου έστειλε νέα του», με τον «επιστολοφόβο», λοιπόν, φύγαμε μακριά, ακόμα και από αυτή την άμετρη φιλοδοξία τού να προτείνει κάποιος σε μια ξένη γλώσσα λέξεις της δικής του: εδώ πια έχουμε λέξεις ανύπαρκτες και στη δική μας, λέξεις που προπαντός επιζητούν να καλύψουν ανύπαρκτες ανάγκες. Θα μεταφέρω όσο περισσότερες μπορώ, με μία μόνο παρατήρηση, χωρίς άλλα πολλά: γνωρίζω μια ξένη γλώσσα δεν σημαίνει απλώς γνωρίζω, έστω «τέλεια», να διαβάζω, να καταλαβαίνω, να μιλώ· γνωρίζω μια ξένη γλώσσα, όταν μάλιστα φιλοδοξώ να νομοθετήσω σ’ αυτήν, σημαίνει γνωρίζω το μηχανισμό παραγωγής και σύνθεσης της γλώσσας αυτής, γνωρίζω τη φωνολογία της, εν γένει τους δικούς της νόμους. Τελεία.

Ξεφυλλίζω το «λεξικό» και μεταγράφω εδώ ελληνικά τα λήμματα, έτσι, σαν τεστ νοημοσύνης γενικά, σαν τεστ γνώσεων και ταχείας αντίληψης για γαλλομαθείς ειδικότερα (με μαύρα στοιχεία σημειώνω τα παχιά σύμφωνα και τα κλειστά φωνήεντα), έπειτα, για βοήθεια, δίνω καμιά φορά τη γαλλική γραφή και την πρότυπη ελληνική λέξη· και, αντί για οποιοδήποτε σχόλιο, μεταφράζω ορισμένες φορές και το παράδειγμα, εκεί όπου φαίνεται η αβυσσαλέα απόσταση και από την ελληνική πλέον γλώσσα, και γενικότερα από την καθημερινή γλωσσική πραγματικότητα.

Α

-Ακτεμόν, λοιπόν, actémon, ο ακτήμων –αρχίζω για εξοικείωση με εύκολα.

-Και αντικάστ, adicaste, ο αδίκαστος.

-Ε καλά, αμφικρονί, αμφιτυμί, αντροπρεπί και αντροπρέπ, αντροποφιλί, ακόμα πιο εύκολα.

-Αλλοφύλ και αλλοφυλί: «Η αλλοφυλία μεταξύ Ασιατών και Αφρικανών είναι προφανής»!

-Έπειτα, αναποντράστ ο αναπόδραστος, αν’τιντίκ ο αντίδικος, αν’τιζέλ ο αντίζηλος, γαλλικά antijèle, γιατί δεν μας έφτανε το άλλο zèle, το ελληνικό βεβαίως.

-Και ανεπιφυλάκτ και απαραλλάκτ και απράκτ, και ω αυτή η Ανατολέ!

-Και αφιλοκαλί: «επίπλωσε το διαμέρισμά του με απίστευτη αφιλοκαλία»!

-Και ωτοτυζί και ωτοκλέτ, μπερδευτήκαμε, γιά να τις δούμε γαλλικά: autothysie και autoclète: μάλιστα, αυτοθυσία και αυτόκλητος.

-Απροτύμ και ασκολιάστ και αρτιζυστάτ, απρόθυμος και ασχολίαστος και αρτισύστατος.

-Και αρτιμάτ: «αν και αρτιμαθής, είναι ήδη πολύ επιδέξιος σ’ αυτό το επάγγελμα».

-Και ο αρτοφάζ: «παραμένει ευκίνητος, παρόλο που είναι αρτοφάγος»!

-Και το επιδόρπιο: αρρενοφτορί: «διαφθορά παρά φύσιν μεταξύ ανδρών, ομοφυλοφιλία, παιδεραστία» κατά το ερμήνευμα, με παραδείγματα τα εξής: «Ο Λάιος ήταν ο πρώτος από τους θνητούς που ασκούσε την αρρενοφθορία» και «Η αηδία του για τις γυναίκες συνδέεται με την αρρενοφθορία του».


Β

-Μπανωσολοζί και μπανωσολόγκ; να βοηθήσω: banaussologie και banaussologue, βαναυσολογία και βαναυσολόγος· νά, όπως λέμε: «ήταν βαναυσολόγος με το αφεντικό του»!

-Και μπαρυαλζί: «η μετεγχειρητική βαρυαλγία τον ακινητοποίησε».

-Και μπαρυπάν’τ ο βαρυπενθής: «η ήττα κατέστησε βαρυπενθές το έθνος».

-Μπιοπαλέστ και μπραντυπόρ, βιοπαλαιστής και βραδυπόρος.

-Μπρασυζομί η βραχυσωμία.

-Και η μπρασυπεπσί, η βραδυπεψία –ίσως του αναγνώστη.


C

-Κακοτέκν ο κακότεχνος, καλλιγκλότ ο καλλίγλωττος, καλλιμορφί η καλλιμορφία.

-Και κακοτρόπ.


D

-Ντετερογκάμ ο δευτερόγαμος, ντυζαναμπάτ ο δυσανάβατος, το «δυσανάβατο μονοπάτι», και ντυζαπομπλέτ ο δυσαπόβλητος.

-Ντυζεξικνιάστ, δηλαδή δυσεξιχνίαστο: το μυστήριο της θεότητος, αλλά προπάντων ο νους του ανθρώπου, ντυζερέτ, με τρελαίνει αυτό, ο δυσεύρετος, και ντυζεγκζεζέτ ο δυσεξήγητος.

-Και ντυζαποσπάστ ο δυσαπόσπαστος, έτσι όπως λέμε: «η φιλία τους τούς καθιστά δυσαποσπάστους».

-Και ντυζπαρεγκορέτ, δυσπαρηγόρητος, κάποιος π.χ. που έχει ασθένεια ντυζιάτ, δυσίατον.


Ε

-Εκοζενιάρκ, εφεμεριντοφάζ, ελετεροτυπί, τώρα πετάει ο αναγνώστης, ελαφροπόντ, ελαφρόπους.

-Εφαπσί ο εφαψίας, συν η επιστολοφομπί κι ο επιστολοφόμπ που λέγαμε, και εροτοπλέκτ ουχί ο ερωτόπλεκτος αλλά ο ερωτόπληκτος.

-Εκαταλέπτ, eucatalepte, ο ευκατάληπτος –ο κατανοέτ, όπως θα λέγαμε εμείς.

-Και εσταζί, eustasie, ευστάθεια, και εταξί, eutaxie, ευταξία.

-Και ετνοκαταράτ.


F

φυγκομασί και ο φυγκομάκ.


G

-Γκαλλομάτ, γαλλομαθής, και γκαλακτοτροφί, και «γκλυκοτρόπ γυναίκα».

-Ζυνεκομάν όχι το γυναικομάνι μα ο γυναικομανής.

-Και όλοι ξέρουμε από γκλοσοπλάστ –και γκλοσοκτόν.


H

-Ελλενομάτ, που θα τους κάνουμε όλους.

-Εξαμέλ και επταμέλ.

-Και εμεραρζί: «οι απεργοί απαιτούν να πληρώνονται οι ημεραργίες τους».

-Ετεροσινέτ, ετεροκίνητος. Και ετιμοπολέμ.

-Και ετερορύτμ: «της ίδιας θρησκείας αλλά ετερόρρυθμοι στις τελετές τους».

-Ομοτιμί, homotimie, η ομοτιμία, κι εδώ η σελίδα προτείνει κι άλλη ομοτιμί, την homothymie, να μάθουν και ομοθυμία αλλά και άλλη ακόμα ιστορική ορθογραφία οι Γάλλοι.

-Και ομοτρόπ, αυτός βεβαίως που έχει τους ίδιους τρόπους, τις ίδιες τάσεις: «ανεξαρτήτως του χαρακτήρα του, ασκώντας το ίδιο επάγγελμα γίνεται κανείς ομότροπος».

-Και ομοτύπ: «αυτό το ζευγάρι δίνει την αίσθηση πως είναι απολύτως ομότυπο».

-Και ορκοντοσί και οροντίκτ.


Ι

-Ιατροφιλί, ιατρομανί: «η ιατροφιλία του κατάντησε κανονική αρρώστια», το αντίθετο της ιατροφομπί.


J, K, δεν έχει.


L

-Λεστοπραξί η ληστοπραξία, λιποψυσί η λιποψυχία, και λεξιτέρ ο lexithère.

-Λεπτογκράφ: «παρά την πρεσβυωπία του είναι λεπτογράφος».


Μ

-Μειοντοζί και μεζοπολέμ και μυτιστορέμ.


Ν

-Νεοντμέτ: «τα νεόδμητα σπίτια δεν τα πείραξε ο σεισμός».


Ο

-Οκλοκρασί η οχλοκρατία, ολιγκοεμέρ ο ολιγοήμερος.

-Ολιγκολόγκ και ολιγκαρίτμ.

-Ονοματύρζ ο ονοματουργός.

-Κι ο οψιγκάμ: «αν και οψίγαμος, απέκτησε πολυμελή οικογένεια».

-Και ορνιτοκλοπί, και ορνιτοκλέπτ ο cleftokotas.


Ρ

-Πανσελέν και παρερμενί.

-Και πατροπαραντόζ η «πατροπαράδοσις»: «φέρθηκαν σαν ήρωες, πιστοί στην πατροπαράδοσή τους» και «διατηρώ την πίστη μου εκ πατροπαραδόσεως».

-Παραπιστίκ, παρενερζί και φιλυποπσί.

-Πολεμοκαρίκ, ψυκρολουζί, ψυκοφτόρ και πρικοτέρ.

-Και αχ το πεντιοτέν, pédiothène, παιδιόθεν.

-Και φρενοπλύζ, η γνωστή φρενόπλυσις, ελληνικότερα: plyse encéphalique!

-Προτοφάν. Και πυκνοτρίξ.


Q. Ούτε κου έχει.


R

ροντοντακτύλ του Ομήρου. Και ροντοστέφ.


S

-Σκανταλοτέρ και σισμοπάτ.

-Και σενοτεζί, scénothésie, η σκηνοθεσία.

-Και τώρα να πέφτουν τα στοιχήματα: σκοποφιλί, ήτοι scopophilie, ήτοι σκοποφιλία· ούτε τώρα; από το σκοπώ=voir, viser, και φιλώ=aimer· ούτε τώρα; «αυτός που του αρέσει παθολογικά να βλέπει, να παρατηρεί. Ηδονοβλεψίας», κοινώς matakias.


Τ

-Τασυμπουλί και τασυμπούλ, tachyboulie και tachyboule: «η ταχυβουλία του μας έβγαλε από το αδιέξοδο», και «ταχύβουλος πολιτικός».

-Και τασυματί η ταχυμάθεια.

-Τασυπορί «η γρήγορη πορεία»: «η ταχυπορεία μιας στρατιάς».

-Τωτοζέμ και τωτοζεμί, ταυτόσημος και ταυτοσημία.

-Τεζιτέρ ο θεσιθήρας, και ταλασοκρασί η thalassocratie.

-Τρασυγκλότ ο «θρασύγλωττος»: «έτσι θρασύγλωττος που είναι, γίνεται πιστευτός».

-Έπειτα, τιμετρόπ, timétrope, τιμήτροπος, «αυτός που έχει τάση να αναζητάει τιμές», παράδειγμα: «οι στρατιωτικοί είναι φιλόδοξοι και τιμήτροποι»!

-Και τελυμάν, thélymane, ο θηλυμανής, κοινώς gomeniaris.

-Μετά, τεοπέμπτ, ακούς Χριστόδουλε, και τεοφομπουμέν ο θεοφοβούμενος.

-Τεομπαντίστ το όρος Σινά, κι η Τεοτόκ να μας φυλάει.

-Τέλος, η τεοφόρ ιδέα, ναι, théophore, η «εμπνευσμένη απ’ το Θεό», παράδειγμα: «τι μεγαλοφυής και θεοφόρος ιδέα» –και πάλι όλοι ξέρουμε απ’ αυτό!


U, V, W, δεν έχει.


Χ

ξεροφαζί μας.


Υ. ούτε υ γκρεκ έχει –τι υ γκρεκ δηλαδή: υ ελλέν!


Ζ

ζοοκλέπτ. Ποια ζώα, τώρα... εδώ μας τα πήραν όλα.

Τέλος.

Πάνε, λέει, δύο από χωριό σε εστιατόριο στο Παρίσι, και τρέμει ο ένας, πώς θα παραγγείλουν, που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα. Μπα, δεν είναι τίποτα, τον πειράζει ο άλλος· θα τρως τα τελευταία γράμματα της λέξης και θα βάζεις μπροστά το άρθρο «λα»: λα πατάτ, λα αγγουροντομάτ και τα λοιπά. Έρχεται το γκαρσόνι, παραγγέλνει δειλά ο πρώτος, και ω του θαύματος η παραγγελία έρχεται σωστή. Μωρέ καλά μου τα ’λεγες, λέει έκθαμβος στο φίλο του, αλήθεια είν’ εύκολα τα γαλλικά! –Α ρε πατρίδα, λέει και το γκαρσόνι που άκουγε, ας μην ήμουν εγώ, και θα ’τρωγες λα σκατά!

Ας ξεχάσουμε τι φάγαμε εμείς τώρα, αναγνώστα, κι εμπρός ο καθείς για γλωσσική ιεραποστολή, για ένα αλφαμπετάρ, λ’αλφαμπετάρ ντε λα μωρί.

buzz it!

16/6/07

Βασίλειος Δ. Φόρης, "Με ανοιχτά χαρτιά -και βιβλία: Από την ποιότητα και την 'επιστημονικότητα' του πολέμου κατά της δημοτικής", Θεσσαλονίκη 1978

[απντέιτ, λινκ για πιντιέφ στο τέλος]


Τις προάλλες έστειλε η mariaxefteri, να 'ναι καλά, στο glosinform το ακόλουθο μήνυμα:

"Φρέσκα κουλούρια ο κουλουράς", λένε, αλλά έπεσα τυχαία πάνω σε ένα μπλογκ που είχε θέμα την κριτική του Παπαναστασίου για την Συγχρονική γραμματική της κοινής ελληνικής των Μπαμπινιώτη και Κοντού (1967).

Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να δει εδώ: http://gordongr.blogspot.com/2007/05/blog-post_13.html


[το glosinform, για όσους δεν ξέρουν, είναι μια ιντερνετική "ομάδα" που τη δημιούργησαν δύο γλωσσικά μπλογκ, οι ανορθογραφίες και το περιγλώσσιο, μέσα από την οποία αλληλοενημερωνόμαστε για δημοσιεύσεις, εκδηλώσεις κτλ. γλωσσικού ενδιαφέροντος -σπεύσατε να εγγραφείτε, μέσα από τα εν λόγω μπλογκ]

Διάβασα την ευθύβολη κριτική του Γιώργου Παπαναστασίου [γραμμένη πότε; γιατί το πολύ καλό σάιτ της «Πύλης» δε βάζει γενικά χρονολογικές ενδείξεις;], όπου υπάρχει παραπομπή στο «επιθετικό κείμενο» του εν μακαριστοίς μεγάλου φίλου Β. Δ. Φόρη, του 1978. Πρόκειται για σειρά επιφυλλίδων, που κυκλοφόρησε σε ανάτυπο, το οποίο σκάναρα εδώ ολόκληρο, αφού είναι δυστυχώς δυσεύρετο. Θα βοηθήσει και τους νέους μας, να συμπληρώσουν τυχόν «ιστορικά κενά» τους, κατά τη διάγνωση του Λαζόπουλου :-)

το ανάτυπο του Β. Δ. Φόρη:






















































σ' αυτήν τη διεύθυνση κατεβάζετε το πιντιέφ, να 'ναι καλά ο φίλος Στράτος Ν.:
http://ifile.it/qhc7l8b/Foris-Me_anoixta_xartia_kai_vivlia.pdf

buzz it!

15/6/07

Αναπλάσεις και αποστειρωμένη πόλη

Τα Νέα, 30 Οκτωβρίου 2004

Συχνά οι αναπλάσεις έχουν στόχο την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη χρήση των δημόσιων χώρων, την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη ζωή μας, μέσα από μια όλο και περισσότερο αποστειρωμένη πόλη

Οι καλλιτέχνες του δρόμου εκδιώχθηκαν με αστυνομική επιχείρηση σκούπα από την Ερμού! Μήπως τώρα «μολύνουν» και τα αρχαία μας;

το πλήρες κείμενο:

Ανάπλαση, η νέα θρησκεία της συμπλεγματικής πόλης, με αρχιερείς μάλλον τους εργολάβους, πάνω κι από τους αρχιτέκτονες. Αναπλάσεις και νεοπλασίες, κοινώς καρκινώματα. Σώνει και καλά; Βεβαίως όχι, αλλά όλο και πιο συχνά.

Έχω πολλές φορές γράψει πως η νοσταλγία, που εξωραΐζει το παρελθόν, παραβλέποντας βασικά συστατικά του, είναι εντέλει δύναμη αντιδραστική, και ελπίζω πως δεν θα κατηγορηθώ εκ προοιμίου σαν επαγγελματίας νοσταλγός, με την αντιαναπλασιακή τώρα δυσφορία μου.

Ούτως ή άλλως, δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο να νοσταλγήσω από την παλιά, απλώς διεκπεραιωτική για την κυκλοφορία, πλατεία Ομονοίας, πολύ περισσότερο από την παλιά, εντελώς άχρωμη πλατεία Κουμουνδούρου. Νοσταλγούσα όμως την πολύ παλιά πλατεία Συντάγματος, με τα δύο της ζαχαροπλαστεία, που χρειάστηκε να περάσουν χρόνια και αλλεπάλληλες αναπλάσεις (με κεντρική την παντελώς άσκοπη του κατά τύχη δήμαρχου Γιατράκου, παραμονές ξηλώματός της για το μετρό), για να ξανάρθει τώρα πια κάπως στα συγκαλά της. Και οπωσδήποτε νοσταλγώ την παλιά, ολοζώντανη πλατεία Κοτζιά, προτού την κάνει μνημείο-πρότυπο ανθρωποδιώχτη ο Άρχων Ατσαλάκωτος.

Κι αυτό είναι πάντα το κλειδί: ο ανθρωποδιωχτικός χαρακτήρας, περισσότερο κι από την αισθητική, που είναι στο κάτω κάτω υποκειμενική, ακόμα κι αν πρόκειται για καταφανείς ασχημίες, όπως πάλι της Κοτζιά.

Πριν από έναν ακριβώς χρόνο είχα αφιερώσει δύο επιφυλλίδες στα κάγκελα και την ανάπλαση που άρχιζε στο Πεδίο του Άρεως (α και β), την ανάπλαση που στόχο είχε και έχει (βλέπε λ.χ. Εξάρχεια) την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη χρήση των δημόσιων χώρων, την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη ζωή μας, μέσα από μια όλο και περισσότερο αποστειρωμένη πόλη. Που όλο και περισσότερο αποκλείει τα αδέσποτά της, τετράποδα και δίποδα, καθετί το εκτός νόρμας, από τους μικροπωλητές και τα «ανατολίτικα» παζάρια στο Μοναστηράκι ή στις παρυφές των λαϊκών αγορών έως τους λαθρομετανάστες, τους τοξικομανείς και τους ομοφυλόφιλους. Έτσι, βασιλεία των σεκιουριτάδων στις λαϊκές, αποψιλωμένα δημόσια πάρκα, ξυρισμένα από κάθε χαμηλή (έως 3 μέτρα!) βλάστηση, κλεισμένες, καταργημένες δημόσιες τουαλέτες. Και κάγκελα.

Η «σημειολογία του κάγκελου», που υποδεικνύει ακριβώς αστυνόμευση, όπως είχε δηλώσει απερίφραστα ο υπεύθυνος για την καγκελόφραξη του Φιλοπάππου, συναντά ακόμα κάποιες αντιστάσεις –θεωρητικά βεβαίως, κι αφού υπάρχουν τα τετελεσμένα (λίγα πάντως από τα κάγκελα στους δρόμους τα έβγαλε η Ντόρα, όπως και τα ανεκδιήγητα αγάλματα της Κοτζιά –αν βγάλει και τα υπόλοιπα, έχει την ψήφο μου διά βίου), τα κάγκελα, λοιπόν, συναντούν ακόμα κάποιες αντιστάσεις· η ιδεολογία της αποστείρωσης, ελάχιστες.

Θεωρήθηκε απολύτως φυσικό –ήταν μάλιστα «αίτημα λαού», των περιοίκων– να φύγουν από το Πεδίο του Άρεως το χριστουγεννιάτικο και το πασχαλινό παζάρι, οι μικροπωλητές δηλαδή που τους είχαν ήδη διώξει από το κέντρο της πόλης, πάλι για λόγους «ευπρεπισμού»· έφυγαν έτσι και οι ανθοκομικές εκθέσεις και η έκθεση βιβλίου. Και η έκθεση βιβλίου, παρά την κατακραυγή, πήγε φέτος δεύτερη φορά στον πεζόδρομο της Αρεοπαγίτου (ο οποίος είχε δοθεί για προεκλογικές συγκεντρώσεις, ξεσηκώθηκε γενική αντίδραση, και αποφασίστηκε να μην ξαναδοθεί πουθενά).

Αν όμως λέω πως καλά ήταν οι εκθέσεις στο Πεδίο του Άρεως, και ό,τι άλλο του έδινε ζωή, γιατί να μην ισχύει το ίδιο και στην Αρεοπαγίτου. Όντως, όσο κι αν είναι πιο περίπλοκο το θέμα, καθώς παρεμβάλλονται αρχαιολογικές και άλλες υπηρεσίες, δεν θα διαφωνούσα γενικά με τη χρήση της Αρεοπαγίτου –αυτό τον υπέροχο πεζόδρομο, που όμως για την ώρα είναι περισσότερο μνημειακός παρά χρηστικός, ειδικά στη συνέχειά του, στην Αποστόλου Παύλου. Ωστόσο η Αρεοπαγίτου παραχωρήθηκε στο βιβλίο, προφανώς επειδή το βιβλίο είναι είδος "ευγενές". Τότε όμως, ξανά, γιατί όχι στο Πεδίο του Άρεως; Όπου γινόταν κάτι σαν λαϊκή γιορτή, όπου κατέβαινε και κόσμος που σχεδόν δεν είχε ξαναδεί βιβλίο; Γιατί από τον χύμα λαό, φράγκα δεν έβγαιναν, ή έβγαιναν ελάχιστα. Τώρα στην Αρεοπαγίτου, καινούρια μόδα αλλά και πιο σικ, κατεβαίνει ευπορότερο κοινό. Είχα πάει στην πρώτη έκθεση, έφυγα στα δέκα λεπτά, και δεν ξαναπήγα. Σε τίποτα δεν μου άρεσε η περίπου διατεταγμένη πορεία, σε ατέλειωτη ευθεία, όπου πας πας, εσύ με τον πωλητή απέναντι, ίσα για να ξέρεις πως είσαι γειτονιά με την Ακρόπολη, άσε πια την άλλη πλευρά της έκθεσης, πλάτη στα αρχαία μεγαλεία, αυτήν που κοιτάει ασκαρδαμυκτί ντουβάρια και την είσοδο των πολυκατοικιών! Αλλά γούστα είναι αυτά, και δεν ήταν καθόλου αυτό το θέμα μου.

Το θέμα είναι ότι, για να εξασφαλίσουν οι υπεύθυνοι την παραχώρηση, υποσχέθηκαν, όπως διάβασα στις εφημερίδες, ότι θα κυνηγήσουν οι ίδιοι τους μικροπωλητές,

τα καροτσάκια με το μαλλί της γριάς και τα τοιαύτα. Αυτό λοιπόν, το για μένα ανατριχιαστικό, θεωρήθηκε φυσικό. Όπως φυσικό θεωρείται πια το να μην τρώει κανείς τίποτα στο μετρό, γιατί μόνο έτσι, λέει, θα διατηρηθεί καθαρό, και όπως απαγορεύονται, πάντα στο μετρό, πάλι οι μικροπωλητές, και φυσικά οι ζητιάνοι, οι πλανόδιοι μουσικοί και οι καλλιτέχνες του δρόμου.

Αλλά νά που ακόμα και οι καλλιτέχνες του δρόμου διώχτηκαν πρόσφατα από την Ερμού, με αστυνομική επιχείρηση σκούπα, πάλι έπειτα από «αίτημα λαού», τώρα των καταστηματαρχών. Προσοχή, δεν έδιωξαν τους μικροπωλητές, που έστω ότι αυτοί τους κλέβουν πελατεία (λες και ίδια πουλάει η μπουτίκ, ίδια ο φουκαράς Πακιστανός), έδιωξαν κάποιους πλανόδιους, συχνά ταλαντούχους μουσικούς, φοιτητές της Καλών Τεχνών και άλλους περφόρμερ, που έδιναν ακριβώς ζωή στην πόλη, και έτερπαν τα μάτια και τ’ αφτιά μας –αλλά κι όταν τα έγδερναν, κάποιοι αδέξιοι ή και φάλτσοι, τι έγινε επιτέλους!

Πόλη-χειρουργείο αποστειρωμένο, πόλη που αυτοακρωτηριάζεται, πόλη επαρχιώτικη στο νου, που γι’ αυτό συνέχεια αναπλάθεται. Πίσω λοιπόν στις πλατείες μας, καθρέφτη της ιδεολογίας της ανάπλασης. Για την Κοτζιά γράφτηκαν πάμπολλα –όμως αυτή παραμένει. Για την Ομόνοια επίσης –αυτής της κόλλησαν με σελοτέιπ κάτι ελιές και γλάστρες, τώρα θα την ξαναφτιάξουν, ίδωμεν. Πάντως, απ’ τα πολλά που γράφτηκαν, ξεχωρίζω, από τις φωνές υπεράσπισης, την παρέμβαση ενός αρχιτέκτονα, που μας εγκαλούσε αν θέλουμε πλατεία ή πάρκο, αφού, λέει, κι η ωραιότερη πλατεία της Ευρώπης, η Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, είναι ολόγυμνη –θαρρείς και ίδια η κλίμακα, και προπαντός ίδιες οι κλιματολογικές συνθήκες, ή και ο περιβάλλων χώρος. Αλλά μεγαλύτερη ειρωνεία κρύβει, μάλλον μας την ξερνάει στα μούτρα, ο όρος «ελευθεροχωράδες», δημιούργημα οικολόγου, παρακαλώ, σε ένθετο αριστερής εφημερίδας! Πάμε πιο κάτω απ’ την Ομόνοια: η νέα Κουμουνδούρου, με κάποια οπωσδήποτε αισθητική, δεν έχει ούτε μισό παγκάκι. Μόνο στα πεζούλια στα παρτέρια μπορεί κανείς να ψευτοκάτσει, σχεδόν κατάχαμα: κανείς; Όχι· μονάχα ο μετανάστης, για να τον ξεχωρίζουμε με ασφάλεια. Ίδια με το σχέδιο της Ομόνοιας: μακρύ πεζούλι, εκθετήριο μεταναστών, δακτυλοδεικτούμενων.

Το μη χείρον;

Γιατί φοβάμαι ότι τα περισσότερα έργα γίνονται σαν μακέτες, ανεξάρτητα από τον περιβάλλοντα χώρο, κάποτε και από την κλίμακά τους. Έξοχη μακέτα μού μοιάζει αίφνης η πλατεία Κολωνακίου, όπου τουλάχιστον υπάρχουν παγκάκια ακριβώς για να κάτσεις, αλλά από μπετόν: πόσο ευχάριστα κάθεσαι τάχα στο μπετόν; Όμως, έτσι κι αλλιώς η πλατεία Κολωνακίου αποτέλεσε εμπρόθετα ύμνο στο μπετόν, το «παρεξηγημένο υλικό», όπως δήλωσαν οι δημιουργοί της, οι περίφημοι Αντωνακάκηδες. Στο σπίτι του κρεμασμένου, όσο και αν ακούγεται αποτροπιαστικό, γίνεται και όντως έγινε και ποίηση από μπετόν. Είπα όμως μακέτα, γιατί, κατά τη γνώμη μου, σε μια μικρή πλατεία συσσωρεύτηκαν πλήθος στοιχεία, μπορεί όλα λαμπρά καθαυτά, που ήθελαν όμως πολλαπλάσιο χώρο για να αναπνεύσουν –άρα να λειτουργήσουν. Και μπορεί τότε σ’ αυτή την υπέροχη αλλά ασφυκτική σύνθεση να χώραγε και κάποιος διάδρομος, για να περνούν σε ίσιωμα ηλικιωμένοι και καρότσια με μωρά.

Τέλειωσα, έτσι για μια νότα αισιοδοξίας, με την καλύτερη περίπτωση, τουλάχιστον υψηλής αισθητικής. Όμως, και στην καλύτερη περίπτωση καραδοκούν αποκλεισμοί.

buzz it!