19/11/07

Υπέρ ριάλιτι; [α΄]

Τα Νέα, 22 Ιουνίου 2006

Άλλα δύο ριάλιτι, τάλεντ σόου ακριβέστερα, τέλειωσαν, με μικρότερη από άλλοτε τηλεθέαση και προβολή, αλλά και μετριασμένη την κατακραυγή εναντίον τους. Αναμενόμενο το πρώτο, κάποτε περνάει η αρχική περιέργεια. Και αναπόφευκτο το δεύτερο, αφού ετούτη τη φορά και το στοιχείο «ριάλιτι» είχε αισθητά υποχωρήσει και τραγουδιστές αναμφισβήτητα καλοί έφτασαν επάξια στον τελικό και στη νίκη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Διάλειμμα καλοκαιρινό λοιπόν από τα γλωσσικά, που παραπέσανε πολλά εσχάτως, τι εσχάτως, κοντά ένα χρόνο τώρα, και σε σελίδα που στο κάτω κάτω δεν προσδιορίζεται σαν γλωσσική –άλλο αν πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Γι’ αυτό εξάλλου λέω «διάλειμμα», γιατί σέρνονται ακόμα διάφορα θέματα γλωσσικά, π.χ. τελευταία η συζήτηση για τη μετάφραση έργων από παλαιότερη γλωσσική μορφή στη σημερινή, μια συζήτηση που επανέφερε στο προσκήνιο παλιές απόψεις για τη γλώσσα και το γλωσσικό. Εννοώ, για να επιγράψω πρόχειρα τώρα την άποψή μου, ότι πίσω από τη θέση για τη στενότατη σχέση γλώσσας, ύφους και λογοτεχνήματος (θέση που επιτέλους δεν την αμφισβητεί ο υπέρ μεταφράσεων λόγος) εμφανίστηκε, απερίφραστα τις περισσότερες φορές, η ιδεολογία περί μοναδικής γλώσσας και τα συναφή. Μέγα ατύχημα ήταν ότι στην έτσι κι αλλιώς περίπλοκη συζήτηση προσφέρθηκε, λάδι στη φωτιά, κάτι σαν (εξ αντικειμένου, εννοείται) προβοκάτσια, η «παράφραση» της σολωμικής Γυναίκας της Ζάκυθος, έργου συστατικού της νεοελληνικής γλώσσας!

Άλλη φορά όμως αυτά. Τώρα, από τα γλωσσικά στα ριάλιτι: το γράφω έτσι, με αυτό το σχήμα, γιατί θέματα κοινωνικής οργάνωσης και συμπεριφοράς είθισται να θεωρούνται παρακατιανά –και πού να γράψω (αν και παρεμπιπτόντως το ’χω κι άλλοτε δηλώσει, κι όχι μόνο μια φορά) ότι παρακολουθώ αρκετά συστηματικά τις σχετικές εκπομπές, και όχι από καμιά «επαγγελματικού τύπου» τάχα περιέργεια! Σκέφτομαι μάλιστα, καθώς τα γράφω τώρα αυτά, την αποστροφή παλιού άσπονδου «φίλου» (τον θυμήθηκα με τα περί μεταγλωττίσεων, που βγήκε και με κάτι ποιήματα χλεύαζε τους «μεταγλωττιστές»), όταν παλιά, μαζί με μια μετάφρασή του, σχολίαζα και κάποιες τουλάχιστον αμετροεπείς αναφορές του στον Μότσαρτ· κι είχε απαντήσει τότε ότι ο Μότσαρτ με μάρανε, όταν από την άλλη υπεράσπιζα «το δίκιο των μπουζουκομάγαζων» (ήταν η εποχή με την επιβολή νυχτερινού ωραρίου)! Κι ας είναι καλά ο Αντρέας Παππάς, που επισήμανε με επιστολή του (και) τη μουσική παιδεία του μύστη του Μότσαρτ, που σε άλλη του μετάφραση «επεξηγούσε» σε υποσημείωση ότι το μπάσο κοντίνουο (μουσική συνοδεία από ένα ή περισσότερα όργανα, κυρίως σε μουσική μπαρόκ) είναι μουσικό όργανο!

Φτάνουν όμως οι παρεκβάσεις ή οι αναμνήσεις, όσο κι αν αυτές όντως αλαφραίνουν την ατμόσφαιρα.

Ξεκίνησα με τα φετινά ριάλιτι, το Dream show και το Fame story, που, όπως είπα, αντιμετώπισαν μετριοπαθέστερη κριτική, καθώς εμφανίστηκαν σαφώς «βελτιωμένα». Στέκομαι λίγο σ’ αυτά, ενώ σπεύδω να δηλώσω εξαρχής ότι ο «υπερασπιστικός» μου λόγος δεν αφορά μόνο τα βελτιωμένα, αλλά και τα προγενέστερα, τα μη μουσικά και «αμιγώς» ριάλιτι, τύπου Big Brother. Ποια είναι λοιπόν τα στοιχεία που έκαναν να πέσει ο άγρια καταγγελτικός τόνος της κριτικής;

Πρώτα και γενικότερα ότι όλο και μειώνεται το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού, κάτι που θεωρήθηκε «υγιής αντίδραση». Προσωπικά πιστεύω ότι η μείωση του ενδιαφέροντος δεν έχει να κάνει ούτε με «μεταστροφή» ή «ανάνηψη» του κοινού, ούτε απλούστερα με μπούχτισμα· απλώς, το κάποτε καινούριο εξάντλησε τα όριά του και βρίσκει τις πραγματικές του διαστάσεις, άρα το πραγματικό κοινό του.

Έπειτα, όλοι εθιζόμαστε κάποια στιγμή στο «σκάνδαλο», πόσο μάλλον που αυτό το σκάνδαλο χάνει πολλά από τα κραυγαλέα του στοιχεία: έτσι, στα τελευταία ριάλιτι υποχωρούν ακριβώς τα στοιχεία τού ριάλιτι, ίσως και γιατί η επιλογή των παικτών δεν γίνεται αποκλειστικά με γνώμονα την παραγωγή θεάματος. Αυτό τουλάχιστον συνέβη με το Dream show, γεγονός ακόμα πιο αξιοπερίεργο, μια και παρουσιαστής ήταν ο αρχιμάγειρας του είδους Μικρούτσικος, που όμως ελάχιστα άσκησε την παλιά, γνωστή του τέχνη!

Έτσι κι αλλιώς, αυτή η εκδοχή των ριάλιτι, τα τάλεντ σόου, διεκδικούσαν εξαρχής μερίδιο στην ποιότητα, καθώς λειτουργούσαν όντως σαν φυτώρια ταλέντων, έστω μαζί με διάφορα άλλα φρούτα –κι ας μη μείνουμε στο εκάστοτε επίπεδο των παικτών: καμία σύγκριση δεν θα το αποδείξει κατώτερο από τη μέγιστη μερίδα της σχετικής πιάτσας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην πιάτσα του ανάλογου είδους, αφού σε γενικές γραμμές τα ριάλιτι αυτά υπηρετούσαν το ελαφροπόπ είδος, αλλά και στα πιο δικά μας, του λεγόμενου ποιοτικού τραγουδιού. Δεν ήταν δηλαδή καθόλου χειρότερα ή φάλτσα ή ό,τι άλλο τα παιδιά από πάμπολλους φτασμένους ήδη, και από πολλούς όντως καλούς, όχι δηλαδή μόνο από Άντζελες και Λεπάδες.

Κι όμως, η σύγκριση των άβγαλτων νέων παιδιών γινόταν πάντοτε ακριβώς με τους φτασμένους. Μικρόψυχη μου φαινόταν έτσι η κριτική αυτή, μαζί με τη στηλίτευση της φιλοδοξίας να γίνουν όλοι σ’ αυτή τη χώρα τραγουδιστές, με τον ίδιο τρόπο που άλλοτε, αλλού, πάλι χλευάζουμε ότι όλοι οι νέοι θέλουν να γίνουν επιστήμονες, γιατροί και δικηγόροι. Και μάλλον χαιρέκακη, και οπωσδήποτε άτοπη, έβρισκα την παρατήρηση «πού χάθηκαν ήδη όλοι αυτοί», θαρρείς και θα ’πρεπε πρώτον να βγαίνουν δέκα δέκα οι γερές φωνές, και το κυριότερο να κάνουνε καριέρα μέσα σε μια μέρα –αυτό δηλαδή που τους καταλογιζόταν σαν φιλοδοξία τους και στόχος απ’ την άλλη.

Όμως, και αφού λογιστικά τα υπολογίζουμε, ακόμα και μία φωνή να αναδεικνυόταν από κάθε παιχνίδι, για να μην πω από όλα αυτά τα παιχνίδια όλα αυτά τα χρόνια, θα ήταν οπωσδήποτε κέρδος. Αλλά τα κέρδη ήταν πολλά, πολλές δηλαδή οι φωνές, άσχετα τι θα κάνουν αύριο στην αγορά, τι τραγούδια λ.χ. θα βρουν να πουν, αν και πώς θα σταθούν μέσα στο σύστημα με τους σκληρούς έως απάνθρωπους νόμους κτλ. Πειράζει όμως που δοκίμασαν, που έδειξαν πως υπάρχουν;

Habemus φωνές και ερμηνεία

Αλλά ποια η σοδειά; Αρκετές αξιόλογες παρουσίες σε κάθε παιχνίδι, π.χ. ο λαϊκός Πετρέλης, ο Γ. Λιανός, ή μία «του κλασικού», Αναστασία, ξεχνώ το επίθετό της, κ.ά. Αλλά, πέρα από απλώς (;) αξιόλογες, εντυπωσιακή βρίσκω την περίπτωση του νικητή του Pop idol Σταύρου Κωνσταντίνου, ενός νεαρότατου σε ηλικία αλλά ώριμου, «έτοιμου», λαϊκού τραγουδιστή, περίπτωση που από μόνη της θα συνιστούσε κέρδος, όπως το όρισα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι σε διαγωνισμό για είδωλο ποπ, νίκησε ό,τι πιο… αντι-ποπ και αντι-είδωλο μπορούσε να υπάρξει, και σαν φωνή και σαν γενικότερη παρουσία.

Στα φετινά πλέον παιχνίδια ήταν παραπάνω από εντυπωσιακό πόσες και πόσο ωραίες φωνές συμμετείχαν, όλα νεότατα παιδιά, πολλά επίσης «έτοιμα» ερμηνευτικά. Και τέτοιες περιπτώσεις ήταν και οι νικητές, αντίθετα από την ώς τώρα γραμμή να επικρατούν οι περισσότερο επικοινωνιακοί (Καλομοίρα, Περικλής) –κι αυτό στα πιο πρόσφατα πάλι παιχνίδια, γιατί στα πρώτα, τα «αμιγώς» Big Brother, κανόνας ήταν να αναδεικνύονται οι όσο πιο γίνεται «ανύπαρκτοι» ή οι όσο πιο προκλητικά μας πουλούσαν τρέλα, μοσχομαγκιά και γλείψιμο (Τσάκας, Αλέξανδρος κτλ.).

Έτσι, στο Dream show έφτασαν στον τελικό τέσσερις διαλεχτές φωνές, θέλω να τα αναφέρω και τα τέσσερα ονόματα, με τη δική μου, επιτρέψτε μου, σειρά: ο ολοκληρωμένος Θάνος Τζάννης, ο λαϊκός και με αυτοσχεδιαστικό οίστρο Διονύσης Μακρής, μαζί μια πολύ ενδιαφέρουσα συγγενής φωνή (και δεν είναι κακό αυτό) της Πρωτοψάλτη, η Όλγα Βενετσάνου, και μια γνήσια λαϊκορεμπέτικη φωνή, αδούλευτη τεχνικά ακόμα, η Αμαλία Αυγουστάκη. Εξίσου ιδιαίτερες φωνές και ολοκληρωμένοι τραγουδιστές, που δεν έφτασαν στον τελικό, ήταν π.χ. η Νίκη Κωνσταντινίδη και ο Νίκος Απέργης, κι ένα τρελό ροκάκι, ο Γιώργος Βάνας. Αυτό κι αν είναι ανθοφορία.

Το ίδιο και στο Fame story, αναδείχτηκαν γερές φωνές και ερμηνευτικές παρουσίες, οπωσδήποτε ο άξιος νικητής Λεωνίδας Μπαλάφας, κι ας μην έλειψαν εδώ, κατά τη γνωστή συνταγή (που όμως ατύχησε στα αδέξια χέρια της παρουσιάστριας), νούμερα και νουμεράκια, διάδοχοι της Άσπας, Ελληναράδες κι άλλοι.

Σίγουρα περιορίστηκα αρκετά στη ρεπορταζιακή πλευρά και προπαντός στη μουσική, και έμεινε απ’ έξω για την ώρα η ηθική διάσταση, που είναι και το καίριο στα παιχνίδια αυτά. Στο επόμενο.

buzz it!