17/12/07

Ιστορία ή μυθιστορήματα με λήσταρχους; [β΄]

Τα Νέα, 2 Σεπτεμβρίου 2006

Απέναντι στη βαρβαρότητα και την τρομοκρατία, ή προασπίζουμε τον πολιτισμό που χτίσαμε ή δεν τον προασπίζουμε. Και τότε γινόμαστε ίδιοι μ’ αυτούς που πολεμούμε



Δεν είναι εξ αντικειμένου αθώα η μετονομασία μιας σαφώς εχθρικής αλλά πολεμικής πράξης όπως η αιχμαλωσία των 2 Ισραηλινών στρατιωτών σε «απαγωγή», λες και αντί για Ιστορία ξεφυλλίζουμε μυθιστορήματα με λήσταρχους και πειρατές

το πλήρες κείμενο:

Αυτό που λέμε στην καλύτερη περίπτωση «ουδετερότητα» ή «ίσες αποστάσεις» λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του εκάστοτε ισχυρού.

Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα γύρω από την οποία οργανωνόταν η προηγούμενη επιφυλλίδα μου, με αφορμή τον πόλεμο του Ισραήλ, όπου εννοούσα προφανώς ότι ενδεχόμενη ουδετερότητα απέναντι σ’ αυτό τον πόλεμο, ανεξάρτητα από ιδεολογικές και άλλες καταβολές, ανεξάρτητα και από προθέσεις, λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του Ισραήλ, και γενικότερα της αμερικανοϊσραηλινής στρατηγικής στη Μέση Ανατολή.

Υπήρξε ουδετερότητα, θα μου πείτε; Ή μήπως η ουδετερότητα έκρυβε, έστω ασυνείδητα, δεδομένη θέση –πράγμα καθ’ όλα νόμιμο, αλλά κυρίως φυσικό, θα πείτε πάλι, αφού ο ίδιος ισχυρίζομαι ότι ουδετερότητα δεν είναι δυνατόν εξ ορισμού να υπάρξει; Ή τάχα υπήρξε αντικειμενικότητα, που αυτή «κανονικά» υπάρχει, μπορεί και πρέπει να υπάρξει;

Απ’ όσα διάβαζε και διαβάζει ή άκουγε και ακούει κανείς, εύκολα συνάγεται ότι υπήρξαν και εδώ δύο τάσεις, δύο «στρατόπεδα», όχι τόσο, ή καθόλου, φιλοϊσραηλινών και φιλοχεζμπολάδων, όσο, αρκετά σαφώς, φιλοϊσραηλινών και αντιισραηλινών. Έτσι, η «μάχη» η δική μας δόθηκε πλέον αποκλειστικά ή κυρίως στο πεδίο της αντικειμενικότητας. Και ξεκίνησε εύκολα σχετικά, αφού υπήρχε, με όλες τις «αφαιρέσεις» που θα δούμε παρακάτω, η αφορμή, η αιχμαλωσία των Ισραηλινών στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ. Δυσκόλεψε όμως όταν άρχισε το Ισραήλ βομβαρδισμούς αμάχων, και έγινε πια δραματική (μετά βίας κρατιέμαι να μην πω «τραγικωμική») ύστερα από τον βομβαρδισμό της Κανά, που σήμανε τη μεταστροφή πολλών από τους «ουδέτερους», αλλά και από τους φιλοϊσραηλινούς.

Ποια είναι αυτή η μάχη της αντικειμενικότητας; Η σύγκρουση, θα έλεγα, των «αντικειμενικοτήτων», της «αντικειμενικότητας» του καθενός, όπως προκύπτει από τον διαφορετικό τρόπο, από τις διαφορετικές ιδεολογικές αποσκευές με τις οποίες προσέρχεται κανείς στη μελέτη της Ιστορίας, στην αναζήτηση δηλαδή της αντικειμενικότητας· με άλλα λόγια, από τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο διαβάζει κανείς την Ιστορία. Πολύ περισσότερο όταν την ίδια την Ιστορία την αντιλαμβανόμαστε (για να μην πω «μεταχειριζόμαστε») σαν επάλληλα έστω συρταράκια, όπως επίσης έλεγα στο προηγούμενο, όπου ανοίγουμε ένα, περιστασιακά ή κατά βούληση, αγνοώντας πως η Ιστορία είναι ένα ενιαίο και αδιάσπαστο Συνεχές.

Υπάρχουν, εννοείται, διακεκριμένες τομές στην Ιστορία και, αλίμονο, δεν ξεκινούμε κάθε φορά από την παλαιολιθική εποχή προκειμένου να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο φαινόμενο. Όμως, εξίσου αλίμονο, δεν νοείται να ξεκινούμε περιστασιακά ή κατά βούληση, θα πω και πάλι (για να μην πω, τώρα πια, καταπώς μας συμφέρει), από ένα οσοδήποτε σημαδιακό πλην συγκυριακό συμβάν.

Όμως ιδού: η Ιστορία ξεκίνησε, τη βάλαμε να ξεκινά, από μια ωραία πρωία όπου η Χεζμπολάχ έκανε ριφιφί σε ισραηλινό έδαφος και _________ δύο στρατιώτες. Άρχισε ήδη η μάχη της αντικειμενικότητας, με την παραπάνω άσκηση, κατά το πρότυπο των σχολικών ασκήσεων, όπου ζητείται να συμπληρώσουμε το κενό. «Αιχμαλώτισε» συμπληρώνουν οι μεν, «απήγαγαν» συμπληρώνουν οι δε. Η πρώτη σελίδα αυτού του κεφαλαίου της Ιστορίας γράφτηκε, ήδη με δύο διαφορετικούς τρόπους. Διότι η αιχμαλωσία προϋποθέτει πόλεμο, προϋποθέτει την αναγνώριση ότι υπάρχει πόλεμος. Η απαγωγή προϋποθέτει ή απηχεί ρομαντικά μυθιστορήματα με λήσταρχους ή πειρατές, άντε την πιο σύγχρονη «απαγωγή της Τασούλας» που υπερκαταναλώσαμε τελευταία.

Η πράξη, εννοείται, δεν αλλάζει: εχθρική πράξη έχουμε και στις δύο περιπτώσεις. Απλώς (!) στην πρώτη περίπτωση η πράξη –ανεξάρτητα, τονίζω, από την αξιολόγησή της– εντάσσεται σ’ έναν πόλεμο, εντάσσεται στην Ιστορία. Στη δεύτερη έχουμε αφυδάτωση της Ιστορίας, εντέλει απουσία της Ιστορίας. Και η απουσία της Ιστορίας σημαίνει αυτόχρημα «κατασκευή» της –και αναπόφευκτα υπονόμευση, δηλαδή ακύρωση, όλων των εφεξής συλλογισμών μας.

Και ακολουθεί το «δικαίωμα αυτοάμυνας» του Ισραήλ, αυτονόητο πάντως και στις δύο περιπτώσεις, είτε πρόκειται δηλαδή για εν αιθρία απαγωγή είτε για αιχμαλωσία στο πλαίσιο πολέμου. Μόνο που η νόμιμη άμυνα κατάργησε παντελώς τη νομιμότητά της, αφού εφάρμοσε το «ογδόντα αντί οδόντος», σύμφωνα με το πικρό λογοπαίγνιο, αφού ακολούθησε την αποτρόπαιη αρχή της συλλογικής ευθύνης, βομβαρδίζοντας αμάχους, βομβαρδίζοντας πρόσφυγες, χρησιμοποιώντας βόμβες φωσφόρου και άλλα γνωστά και αναγνωρισμένα από όλους. Μόνο που: «ναι, Τάδε, σ’ ακούμε, είχαμε νέο βομβαρδισμό αμάχων από τους Ισραηλινούς –είχε προηγηθεί βέβαια η απαγωγή των δύο Ισραηλινών στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ», ακούω π.χ. την παρουσιάστρια μεγάλου καναλιού να απευθύνεται στον πολεμικό ανταποκριτή. Αλίμονο, όχι πια «τραγικωμική» η μάχη της αντικειμενικότητας, όπως είπα με μισό στόμα παραπάνω, αλλά κωμικοτραγική –σκέτα κωμική θα έλεγα, αν δεν ήταν τόσο τραγικές οι περιστάσεις.

Ε, αυτή η αντικειμενικότητα σήμαινε εμμέσως, όταν δεν δήλωνε ευθέως, στάση φιλοϊσραηλινή. Θα μείνω για την ώρα στο «σήμαινε εμμέσως», σύμφωνα με το κυρίως θέμα μου, που είναι η αποσπασματική ανάγνωση της Ιστορίας. Βλέπουμε λοιπόν την αυθαίρετη τοποθέτηση της αφετηρίας μας σε ένα συγκεκριμένο συμβάν σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τοποθέτηση που παραβλέπει την προϊστορία του συμβάντος, παραβλέπει δηλαδή την Ιστορία εν γένει.

Όμως, το Ισραήλ νομιμοποιεί την ίδρυσή του, κατοχυρώνει δικαίωμα για την ίδρυσή του, αναγόμενο στην εκδίωξή του από τους Ρωμαίους πριν από χιλιετίες, κι εμείς ούτε 60 χρόνων ιστορία δεν βλέπουμε μπροστά μας –λέω 60, αν ξεκινήσουμε από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Είναι πολλά; Κι είναι τα πράγματα πολύπλοκα (αμ Ιστορία είναι, δεν είναι τρίλιζα ή παιχνίδι με τις κούκλες) και φαινομενικώς αντιφατικά; εφόσον μάλιστα δεχόμαστε την ίδρυση και αναγνωρίζουμε σαφώς το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ; Είναι λέω πολλά; Άντε 40 χρόνων λοιπόν, από τον πόλεμο των έξι ημερών του ’67. Ή 25, από την εισβολή στον Λίβανο το ’82, που οδήγησε στη μαζική σφαγή στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα. Αλλά τι κυνική κολοκυθιά είναι αυτή, με τα 60 και 40 και 25, όταν στη μόλις χτεσινή αιχμαλωσία των 2 Ισραηλινών στρατιωτών εμείς βλέπουμε απαγωγές, όπως είπα, σαν μέσα από μυθιστορήματα με λήσταρχους και πειρατές;

Αυτά για την αντικειμενικότητα, όταν τουλάχιστον δεν αποτελεί συνειδητή σύνταξη με την ισραηλινή πλευρά, έστω και μόνο επειδή δεν θέλει κάποιος να είναι με τη Χεζμπολάχ –λες και για να μην είναι με τη βαρβαρότητα του Ισραήλ πρέπει αυτομάτως να είναι με τη βαρβαρότητα της Χεζμπολάχ. Ή όταν δεν αποτελεί υποταγή στην ειδική τρομοκρατία που ασκεί με εξαιρετικά μεθοδικό τρόπο η ισραηλινή πλευρά, επισείοντας την κατηγορία του αντισημιτισμού σε οποιαδήποτε κριτική ασκείται στην πολιτική των κυβερνήσεων, του κράτους του Ισραήλ.

Η αυτοκτονία ενός ολόκληρου πολιτισμού

Αν τώρα φύγουμε από τη δήθεν –όπως αποδείχτηκε, ελπίζω– αντικειμενικότητα, μένει κυρίως να ξεφύγουμε από την αλυσίδα με τις παραπλανητικές ταυτίσεις: αντισιωνισμού με αντισημιτισμό· Εβραίων με Ισραηλινούς· και τέλος Ισραηλινών, λαού του Ισραήλ, με πολιτικοστρατιωτική ηγεσία. Μα πιο πολύ μένει να ξεφύγουμε από απλουστευτικές ψηφοφορίες και στρατεύσεις του είδους: Ισραήλ ή Χεζμπολάχ;

Η θέση μας στον δυτικό κόσμο είναι δεδομένη· η θέση μας απέναντι στην τρομοκρατία επίσης· το ίδιο και απέναντι στον φονταμενταλισμό, αλλοδαπό και ημεδαπό, και δεν θα υπογράφουμε κάθε φορά υπεύθυνη δήλωση. Όταν όμως πολεμούμε την τρομοκρατία με Γκουαντάναμο, η θέση μας –η θέση ακριβώς που έχουμε σαν πολίτες του δυτικού κόσμου– μας καλεί, απαιτεί να εξεγερθούμε κατά του Γκουαντάναμο.

Ακόμα κι αν μόνο σαν βαρβαρότητα μπορούμε να αντιληφθούμε την «άλλη πλευρά», ακόμα κι αν (σίγουρα εδώ) την εισπράττουμε σαν βαρβαρότητα, ακόμα-ακόμα κι αν όντως είναι νέτα σκέτα βαρβαρότητα, δεν νοείται να επιστρέψουμε εμείς στη δική μας βαρβαρότητα –πίσω λόγου χάρη στα ρόπαλα και την αυτοδικία, στη θανατική ποινή, πολύ περισσότερο στη συλλογική ευθύνη, καληώρα.

Ή προασπίζουμε τον πολιτισμό που χτίσαμε ή δεν τον προασπίζουμε. Και τότε γινόμαστε ίδιοι μ’ αυτούς που πολεμούμε. Και τότε, με τη δική μας πλέον βαρβαρότητα, στην περιφανέστερη εφαρμογή του φαύλου κύκλου, δημιουργούμε οι ίδιοι και εκτρέφουμε αυτό που πολεμούμε. Τότε δημιουργούμε εμείς την τρομοκρατία, όπως το ίδιο το Ισραήλ, εν προκειμένω, δημιούργησε τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ (αν και αποτελεί τεράστιο θέμα κατά πόσο είναι τρομοκρατικές οι οργανώσεις αυτές). Δημιουργούμε δηλαδή και εκτρέφουμε αυτό που μας πολεμάει. Άρα, πολεμούμε τον εαυτό μας, απεργαζόμαστε την καταστροφή μας, με άλλα λόγια αυτοκτονούμε, βεβαίως σαν πολιτισμός, αλλά και κυριολεκτικά, βιολογικά, από το χέρι που μόνοι μας οπλίζουμε.

Θα συνεχίσω.

buzz it!