19/2/08

4. Πάλι για το Λεξικό Μπαμπινιώτη

Τα Νέα, 8 Μαΐου 1999 [τα δύο εκτενή ΥΓ προστέθηκαν κατά την έκδοση του βιβλίου --εκτενέστερα όμως για το Λεξικό Μπαμπινιώτη βλ. μεταγενέστερο άρθρο, εδώ]

Για λεξικά και σύγχυση ως προς την ορθογραφία μιλούσα στο προηγούμενο, και μεταξύ αυτών για το λεξικό Μπαμπινιώτη, που με την εμμονή του σε μιαν απόλυτη ετυμολογική καθαρότητα διεκδικεί σημαντικό μερίδιο στη σύγχυση αυτή.

Στο μεταξύ, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου έδωσε τέλος στην τραγικωμωδία που έστησαν όσοι θεώρησαν πως θίγεται η εθνική συνείδησή τους και κατ’ επέκταση η χώρα από την καταγραφή της ποδοσφαιρικής βρισιάς «Βούλγαροι». Ο Γ. Μπαμπινιώτης τώρα δικαιώθηκε, και μαζί, εν προκειμένω, η κοινή λογική –πολύ περισσότερο από την επιστημονική ελευθερία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Και βρέθηκαν «χαμένοι» όσοι ανέξοδα, βεβαίως, διέπρεψαν σε δημαγωγία και λαϊκισμό. Τουλάχιστον ας τους θυμηθούμε: όχι τόσο τον Χ υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο και πρωτεργάτη (Ασπασίδης), που εζήλωσε τη δόξα της κυρίας Λουκά, και μαζί του τον Ψ δικαστή (Ντάκος), όσο τους άλλους, αναμενόμενους και μη, Παπαθεμελή, Παπαγεωργόπουλο και Λαζαρίδη, Πετσάλνικο, Πασχαλίδη και Πάνο Θεοδωρίδη, ακόμη και ακαδημαϊκούς δασκάλους, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Μιχάλης Σταθόπουλος.

Τώρα πια, χωρίς τον κίνδυνο ανίερων συμμαχιών, μπορούμε να δούμε ψυχραιμότερα, και πάντοτε από τη σκοπιά του χρήστη, ένα λεξικό που πολύ συζητήθηκε. Διότι ήταν μεγάλες οι προσδοκίες που γεννούσε και γεννά, καθώς αποτελεί συνδυασμό ετυμολογικού, ερμηνευτικού αλλά και εγκυκλοπαιδικού λεξικού, με πλήθος σχόλια για γραμματικά και συντακτικά προβλήματα, εκτενείς πίνακες κ.ά. Αναμενόμενο βεβαίως είναι, σε τόσο ογκώδη εργασία, να υπάρχουν λάθη και παραλείψεις, όπως έχει κατ’ επανάληψη τονίσει και ο συντάκτης του λεξικού. Σημασία όμως έχει το είδος των λαθών, περισσότερο, πιστεύω, και από την έκτασή τους.

Για τον απλό αναγνώστη και τον χρήστη τα ερωτηματικά είναι κρισιμότερα όταν αφορούν όχι το πρόσωπο και την πολιτεία του συντάκτη, ούτε καν τις γλωσσοϊδεολογικές απόψεις ή την όποια μέθοδό του, αλλά στοιχεία ήσσονος φαινομενικά σημασίας, καθοριστικά όμως για την αξιοπιστία ενός λεξικού. Και τέτοια είναι σοβαρά λάθη, εκτός από τα τυπογραφικά, σε αρκτικόλεξα ή χρονολογίες, σύγχυση στα ερμηνεύματα, διπλοτυπίες. Σ’ ένα λεξικό, σ’ ένα εγχειρίδιο, σε μια εγκυκλοπαίδεια, πριν από τη σωστή αποτίμηση π.χ. του έργου ενός ιστορικού προσώπου, περιμένει κανείς να είναι σωστές οι χρονολογίες και τα ονόματα. Από κει και πέρα, επιχειρεί να παρακολουθήσει όσα επισημαίνουν στο λεξικό οι κατά θέμα αρμόδιοι, εν προκειμένω για σφάλματα στην ερμηνεία όρων της φιλοσοφίας, της λογικής, της νομικής, της χημείας κ.ά. Έχω υπόψη μου άρθρα του Φ. Κ. Βώρου, της Ελένης Καραντζόλα, του Ε. Χ. Μαραβέλια, του Παντελή Μπουκάλα, του Παναγιώτη Νούτσου, του Α.-Φ. Χριστίδη κ.ά. Αλλά και στα κυρίως επαινετικά, π.χ. των Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη, και ιδιαίτερα στην εκτενέστατη και εμπεριστατωμένη κριτική του Γιάννη Μ. Καλιόρη (Νέα Εστία 1706, Νοέμ. 1998, σ. 1056-1082), οι ελλείψεις και οι αστοχίες που επισημαίνονται ξεπερνούν συχνότατα τα όρια του «κατανοητού» και μαρτυρούν ασύγγνωστη προχειρότητα.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει λ.χ., πέρα από τα λανθασμένα αρκτικόλεξα (ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΠΕΕΑ) ή το χωροφυλακίστικο «Κ.Κ.=Κουμουνιστικό Κόμμα» (βλ. Ποντίκι 28.5.98), ο ορισμός της νύχτας: «το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση του ηλίου» (Κ. Π. Παπαθανασίου, Καθημερινή 18.7.98), η ερμηνεία του ρ. «λούζω=1. πλένω τα μαλλιά [...], 2. πλένω (τα μαλλιά)...» (Ηρ. και Στ. Αποστολίδης, Καθημερινή 23.8.98), ο «Ελευθέριος Παπανούτσος», και άλλα ανάλογα, όχι βεβαίως τυπογραφικά.

Χαρακτηριστικά και πάλι: στο λήμμα ότι (χωρίς υποδιαστολή) είδα να εξετάζεται ο «χρονικός» σύνδεσμος, με παραδείγματα: «ότι λέγαμε για σένα / ότι σε μελετούσαμε». Και στο αμέσως επόμενο λήμμα ό,τι (με υποδιαστολή), το ίδιο! Με παραδείγματα: «καλώς τον Γιάννη! ό,τι σε σκεφτόμουνα / ό,τι λέγαμε για σένα». Τόσο αρκεί.

Τέτοιου τύπου αμαρτήματα είναι ικανά να χαρακτηρίσουν «εξ όνυχος» το λεξικό. Που, αν ήταν οποιοδήποτε άλλο προϊόν, θα το χαρακτήριζαν απλούστατα ελαττωματικό. Τώρα, οι υπερδεκαπέντε χιλιάδες αγοραστές της πρώτης έκδοσης, ένα μόλις χρόνο από την κυκλοφορία της, θα αγοράσουμε τη δεύτερη; Ή θα περιμένουμε την τρίτη, μια και στη δεύτερη οι διορθώσεις μοιάζει να έγιναν σπασμωδικά και πάντως όχι συστηματικά;* Κι ώς τότε, θα καταφεύγουμε σε άλλα λεξικά για να επαληθεύσουμε αυτό που λέει το λεξικό μας; Ένα λεξικό εξαιρετικά ενδιαφέρον, το λέω απερίφραστα, στη σύλληψή του, που μ’ αυτά και μ’ άλλα τόσα, κι ώσπου να έχουμε κάποια απάντηση για τα καθαρώς επιστημονικά σφάλματα που του καταλογίζουν, δεν θα πάψει να είναι απολαυστικό στην ανάγνωσή του. Φοβούμαι όμως ότι, περισσότερο από την οποιαδήποτε αξία του, θα το συνοδεύει η αμφισβήτηση –και τον χρήστη η αμφιβολία.


* Πριν από την έκβαση της δικαστικής περιπέτειας, ο Γ. Μπαμπινιώτης έσπευσε να ανταποκριθεί στην «ευαισθησία» των βορείων: απάλειψε το επίδικο ερμήνευμα του λ. Βούλγαρος («ο οπαδός ή παίκτης ομάδας της Θεσσαλονίκης...»), για να το εντάξει, όπως είπε, σε γενικότερο σχόλιο για τη γλώσσα των γηπέδων, ακυρώνοντας έτσι μία από τις αρετές του λεξικού του, την καταγραφή λέξεων και εκφράσεων της εποχής. Αλλά, γενικότερα, τι είδους διορθώσεις νοείται να έχουν γίνει σε μια δεύτερη έκδοση; Στη σ. 188 κοιτάζω αν διορθώθηκε το «συνομίληκος» (δύο φορές, στο σχόλιο μετά το λ. ανήλικος), και βλέπω ότι σ’ αυτήν τη σελίδα, δηλαδή σε λιγότερο από το ένα δέκατο του λεξικού, έχει μεταφερθεί σχεδόν μισή στήλη από τη σ. 189 της πρώτης έκδοσης: δηλαδή έχουν επέλθει αλλαγές, εν προκειμένω αφαιρέσεις, τόσο εκτεταμένες;

Το ελάχιστο, ίσως: να τυπωθεί ένα λιγοσέλιδο φυλλάδιο με τις διορθώσεις που έγιναν στη δεύτερη έκδοση και να βρεθεί τρόπος να το προμηθευτούν οι αγοραστές της πρώτης. Με την ευκαιρία, μαζί με τον «συνομίληκο», ας διορθωθεί και το επίσης τυπογραφικό σφάλμα: 1896, αντί για 1897, για «τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες στην Αθήνα», στο λ. λούης.



Υστερόγραφο 1: ο σαμπόδρομος

Είχε γραφτεί και είχε δημοσιευτεί αυτή η επιφυλλίδα, όταν διάβασα μια επισήμανση του Παντελή Μπουκάλα, ότι στο λεξικό Μπαμπινιώτη λημματογραφείται ο παντού αλλού ανύπαρκτος σαμπόδρομος: ο δρόμος, λέει, όπου «παρελαύνουν οι σχολές της σάμπας κατά το διαγωνιστικό μέρος του καρναβαλιού του Ρίο Ιανέιρο στη Βραζιλία»! Και είδα και εθαύμασα, μολονότι δέχομαι σαν αρετή ακριβώς του λεξικού ότι είναι ώς ένα βαθμό και εγκυκλοπαιδικό, κι ας μην είναι στις προθέσεις του κάτι τέτοιο. Αλλά, ακόμα κι έτσι, λήμμα σαμπόδρομος; Ανοίγω στην οικεία σελίδα και βλέπω και τα εξής, που έχει ενδιαφέρον να τα μεταφέρω εδώ, σαν άλλη μια δειγματοληπτική προσέγγιση του λεξικού.

Σε μία λοιπόν σελίδα και μόνο, εκτός από τον σαμπόδρομο, διαβάζουμε: το σαμπάν, πλοιάριο που χρησιμοποιείται και σαν κατοικία στη ΝΑ Ασία και την Ιαπωνία· το σαμπούκ, αραβικό πλοιάριο στην Ερυθρά Θάλασσα· ο Σαμνίτης, μέλος ιταλικών φύλων τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ., και ο Σαμογέτες, μέλος μογγολοειδούς φυλής στη Σιβηρία. Προφανώς το λεξικό αντλεί από ειδικά λεξικά, όπως βεβαίως κάνουν όλα τα λεξικά: απλώς, αναρωτιέται κανείς σε ποια πραγματικότητα λογοδοτεί αυτή η λημματογραφική βουλιμία.

Και αυτός ο Σαμνίτης τώρα ορίζεται ως εξής: «καθένας από τα μέλη ορισμένων ιταλικών φύλων…»· και ο Σαμογέτες: «καθένας από μια μογγολική φυλή…»: ώστε δεν αντλεί απλώς, παρά μεταφράζει, που ούτε κι αυτό είναι, αλίμονο, κακό, αρκεί η μετάφραση, και μάλιστα σε λεξικό, να γίνεται σε «στρωτά» ελληνικά.

Τέλος, στην ίδια σελίδα εικονογραφείται και η γενικότερη προχειρότητα που επισημάνθηκε συχνά στο λεξικό αυτό: το λήμμα Σαμόα παραπέμπει στη Δυτική Σαμόα, αλλά τέτοιο λήμμα δεν υπάρχει. Έτσι όπως –αντλώ και πάλι από τον Π. Μπουκάλα– στην «άτυπη» (βλ. αμέσως παρακάτω) δεύτερη έκδοση προστέθηκε λήμμα απριόρι, αλλά με κενό δίπλα, γιατί ξεχάστηκε το ερμήνευμα!

Υστερόγραφο 2: η δεύτερη 2η έκδοση

Στη σημείωση της επιφυλλίδας αυτής μιλούσα για τη δεύτερη έκδοση του λεξικού, μια έκδοση με σημαντικές αλλαγές, με δεν ξέρω τι αφαιρέσεις, ακόμα και με προσθήκες λημμάτων. Το ότι καταφανώς εσφαλμένα δεν ονομάστηκε «Δεύτερη έκδοση» αλλά απλώς «Επανεκτύπωση» θεώρησα ότι μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια, παραδρομή κτλ. Ωστόσο, βλέπω ότι σ’ αυτή την έκδοση είχε προστεθεί (νά μια προσθήκη δηλαδή) λήμμα επανεκτύπωση, προφανώς για να δικαιώσει το εγχείρημα. Και έλεγε αυτό το καινούριο λήμμα ότι επανεκτύπωση είναι «η εκ νέου εκτύπωση (συνήθ. με μεταβολές στη μορφή του κειμένου)».

Και πώς μεταβάλλεται η μορφή; με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία; θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Και πώς νοείται να διαφέρει η επανεκτύπωση από τον γλωσσικά ταυτόσημο όρο ανατύπωση (ανα- = επανα-, τύπωση = εκτύπωση), τον όρο που χρησιμοποιείται ανέκαθεν για να δηλώσει αυτό που και το λεξικό Μπαμπινιώτη δηλώνει: «η εκ νέου εκτύπωση εντύπου: λόγω της μεγάλης ζήτησης του βιβλίου ο εκδοτικός οίκος προέβη σε ανατύπωση…»; Έτσι κι αλλιώς, λήμμα επανεκτύπωση δεν υπάρχει, όσο μπόρεσα να ψάξω, σε νεότερα λεξικά, στο Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη, στον Κριαρά, στου Τριανταφυλλίδη, και σε παλαιότερα, στον Βοσταντζόγλου, τον Δημητράκο, τον Σταματάκο, ή και τον Κουμανούδη: αρκεί αυτό και η ίδια η «επανεκτύπωση», όπως την υλοποίησε ο κ. Μπαμπινιώτης, για να δώσουν νέο περιεχόμενο σ’ έναν παμπάλαιο και κοινότατο όρο (ανατύπωση) που εμφανίζεται απλώς λογιότερος (επανεκτύπωση),** και πολύ περισσότερο να «ιδρύσουν» και σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους;

Εν πάση περιπτώσει, αυτό το «προσωπικό» λοιπόν ερμήνευμα επέτρεψε στον κ. Μπαμπινιώτη να ονομάσει δεύτερη την τρίτη ουσιαστικά έκδοση του λεξικού, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2002, τέσσερα (4) μόλις χρόνια από την πρώτη.

Αλλά μέσα σε τέσσερα χρόνια τρεις εκδόσεις –όπως κι αν ονομάζονται–, και όχι ανατυπώσεις για λόγους κυκλοφορίας, έστω με ορισμένες διορθώσεις τυπογραφικών αβλεψιών, όπως συνηθίζεται· τρεις διορθωμένες εκδόσεις, και μάλιστα λεξικού, φοβούμαι ότι έστω έμμεσα ομολογούν αυτό που επισημάνθηκε κατά κόρον και από διαφορετικές μεριές: ότι δηλαδή η πρώτη έκδοση που έχουμε στα χέρια μας δεκάδες χιλιάδες αναγνώστες είναι περίπου σκάρτη, ένα κακέκτυπο που, αντίθετα από ό,τι συνηθίζεται για ένα οποιοδήποτε κακέκτυπο βιβλίο, δεν μπορεί κανείς να το επιστρέψει και να το αντικαταστήσει, παρά αφού καταβάλει το ευτελές –όπως νομίζει η εκδοτική μεγαλοθυμία– ποσό των 15.000 δραχμών.

Έτσι, χιλιάδες αντίτυπα σε χιλιάδες βιβλιοθήκες, χάρη και στο πρωτοφανές για επιστημονικό βιβλίο μάρκετιγκ, θα μείνουν να απαντούν με προχειρότητα, επίσης πρωτοφανή για σοβαρών προδιαγραφών λεξικό, στη φιλέρευνη ματιά αναγνωστών-χρηστών, και ιδιαίτερα παιδιών, μαθητών του σχολείου.


** Με τη διάδοση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και μαζί των εκτυπωτών, η παλαιότερη αλλά κοινότατη εκτύπωση σχεδόν εκτοπίζει το τύπωμα, ενώ, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, το λιγότερο κοινό εκτυπώνω εκτοπίζει το κοινότατο, ακόμα και σε λόγιες μέρες, τυπώνω· ήταν επόμενο να σταδιοδρομήσει έτσι και η επανεκτύπωση, λ.χ. στις πρώτες σελίδες των βιβλίων, εκεί όπου από παλιά «απαγορεύεται ρητώς η ανατύπωσις ή αναδημοσίευσις μέρους ή όλου του παρόντος έργου…» κτλ. Τώρα λοιπόν, συχνά διαβάζουμε «ότι απαγορεύεται η επανεκτύπωση…», ίσως γιατί δεν έγινε γνωστό ακόμα το ερμήνευμα του λεξικού Μπαμπινιώτη.


[για το Λεξικό Μπαμπινιώτη βλ. εδώ, μεταξύ άλλων, Ι, ΙΙ, και ιδιαίτερα ΙΙΙ]

buzz it!