14/2/08

5. Ένα πιάτο πατατών κι ένα χόρτων

Τα Νέα, 22 Μαΐου 1999

Άλλο είναι «ένα ποτήρι κρασί» το οποίο πίνουμε, κι άλλο «ένα ποτήρι κρασιού», που δεν το πίνουμε, διότι «ποτήρι κρασιού» είναι το κρασοπότηρο

το πλήρες κείμενο:

Κανείς μας δεν παράγγειλε ποτέ ούτε έφαγε «ένα πιάτο χόρτων» ή «ένα πιάτο πατατών», χωρίς να πνιγεί αυτοστιγμεί, στο γέλιο το δικό του και των φίλων του· μόνο για ανέκδοτο θα μπορούσαμε να το πούμε, και μάλιστα παρατονίζοντας: «πιάτο πατάτων», σαν μνημόσυνο στον πιο ευφρόσυνο Μποστ. Γράφουμε όμως και διαβάζουμε για τόσους «τόνους ανθρωπιστικής βοήθειας» την οποία στέλνουμε στα θύματα της νατοϊκής επίθεσης, έπειτα από τόσες «μέρες βομβαρδισμών», και μάλιστα «τόνους φαρμάκων» και «τόνους ψωμιού»! (βλ. και κεφ. 92)Υπάρχει διάκριση; και ποια;

«Ο Χ, έπειτα από 10 χρόνια φυλακή...» διαβάζω σε μια εφημερίδα το σχόλιο για μια ταινία που θα προβληθεί στην τηλεόραση. Και σε άλλη εφημερίδα, για την ίδια ταινία, τα ίδια σχεδόν λόγια, προφανώς από κάποιο δελτίο τύπου. Μόνο που εδώ κάποιος «διόρθωσε»: «έπειτα από 10 χρόνια φυλακής...» Ποιο το σωστό και ποιο το λάθος; Υπάρχει λάθος; Όχι. Ο ελαφρώς καθαρεύων χαρακτήρας του ετερόπτωτου προσδιορισμού (10 χρόνια φυλακής) δεν συνιστά επ’ ουδενί λάθος. Αν όμως αναλογιστούμε τις άπειρες ανάλογες εκφράσεις με ομοιόπτωτο προσδιορισμό (μια ώρα δρόμος), βλέπουμε ότι στην παράβαση αυτής της κοινής χρήσης («μια ώρα δρόμου») ενεδρεύει μάλλον ο κίνδυνος της γελοιότητας παρά του λάθους. Και δεν ξέρω ποιο είναι το χειρότερο.

Αφού όλοι αγοράζουμε ένα κιλό λεμόνια κι όχι «ένα κιλό λεμονιών», πίνουμε ένα ποτήρι γάλα κι όχι «ένα ποτήρι γάλατος», γράφουμε ή τυλίγουμε κάποιον σε μια κόλλα χαρτί κ.ο.κ., πώς θα ήταν δυνατόν να πνιγούμε σε «μια κουταλιά νερού», να ακούσουμε τα «Δέκα χρόνια κομματιών» του Σαββόπουλου, να διαβάσουμε τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς»* του Μάρκες. Ωστόσο, διαβάζουμε συχνά για τα τόσα «χρόνια κινηματογράφου» ή «κοινοβουλευτικής ζωής» κ.ά. (Εδώ ας σημειωθεί ότι το «γης» στην κοινότατη έκφραση «ένα κομμάτι γης» δεν είναι γενική πτώση παρά αιτιατική ή ονομαστική, όπως στο γνωστό δημοτικό: τούτ’ η γης που την πατούμε…)

Οπωσδήποτε, στον γραπτό λόγο και σε λογιότερα συμφραζόμενα είναι ανεκτός ή και προτιμότερος, και πάντως συνηθέστερος, ο ετερόπτωτος προσδιορισμός, ενώ στον προφορικό λόγο ή σε «λαϊκότερα» συμφραζόμενα ο ομοιόπτωτος. Ποια είναι όμως τα όρια; Απ’ τη μια, η φράση λ.χ. «30 έτη ομαλού κοινοβουλευτικού βίου» (ενώ πιο εύκολα ακούγεται το «30 χρόνια ομαλή κοινοβουλευτική ζωή») και απ’ την άλλη το «παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Είναι πράγματι τόσο δύσκολο να τα διακρίνουμε τα όρια, ή μήπως παρουσιάζεται κι εδώ η τάση να βάζουμε τα καλά μας κάθε που πλησιάζουμε το μικρόφωνο ή την τηλεοπτική κάμερα, για να πούμε ακόμη και τα απλά και καθημερινά μας γραβατωμένα; Και ενώ τρώμε μια φέτα ψωμί, όταν τάχα πρόκειται για την υψηλή και ευγενή χειρονομία της ανθρωπιστικής βοήθειας, μιλούμε για «τόνους ψωμιού». Και ποια η διαφορά ανάμεσα σε δύο κιλά μελιτζάνες και σε «δύο κιλά ηρωίνης»; Γιατί οι πλημμύρες να κατεβάζουν «τόνους λάσπης»; Επειδή η αναγωγή γίνεται πάντοτε σε στερεότυπα, που αναπαράγονται αναίτια και άτοπα τις περισσότερες φορές, και όχι στον απλό, προσωπικό μας λόγο.

Ας ανατρέξουμε στον Τζάρτζανο, που μόνο με κλειστό βιβλίο τον τιμούμε, να δούμε τα όσα ταξινομεί με τον σοφό του τρόπο στο κεφάλαιο για την κατά παράθεση σύνταξη. Μεταφέρω 6 από τις 10 κατηγορίες τις οποίες συγκροτεί, και περιορίζομαι σε ένα από τα παραδείγματά του κάθε φορά (Νεοελληνική σύνταξις, β΄ έκδ. 1946, τόμ. α΄, σ. 65-67):

«1. σχέσις περιέχοντος και περιεχομένου: δυο πιάτα φαΐ·

»2. σχέσις ενός διηρημένου όλου κι εκεινών που το αποτελούν [...]: ένα κοπάδι πρόβατα·

»3. σχέσις ενός πλήθους και του αριθμού εκεινών που το αποτελούν [...], όταν ο αριθμός του πλήθους εκφράζεται με αριθμητικό ουσιαστικό: εκατομμύρια εργάτες·

»5. σχέσις ποσού συνεχούς ή διηρημένου και του είδους ή της ύλης από την οποίαν [...] αποτελείται: μια αχτίδα φως·

»6. σχέσις μέτρου και του πράγματος που μετριέται μ’ αυτό: ένα κιλό σιτάρι·

»8. σχέσις ενός χρονικού διαστήματος και μιας ενέργειας ή καταστάσεως που υπάρχει κατά το χρονικό διάστημα αυτό: δέκα λεπτά γυμναστική».

Ποιος δεν αναγνωρίζει σαν δικό του κτήμα εκφράσεις όπως οι παραπάνω και ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι «λέγονται κι αλλιώς». Άρα, μένουμε στο διαχωρισμό «λόγιο-λαϊκό». Υπάρχουν λοιπόν όρια, και δεν θα ’πρεπε να κυριαρχήσει άλλη μια φορά η αδιαφορία που ενδύεται το μανδύα του γλωσσικού πλουραλισμού.

Πολύ περισσότερο όταν καραδοκεί και το πραγματικό λάθος. Όντως, σε κάποιες περιπτώσεις η χρήση του ομοιόπτωτου προσδιορισμού δεν είναι μόνο προτιμότερη και φυσικότερη, παρά επιβάλλει σαφή νοηματική διάκριση: άλλο είναι ένα ποτήρι κρασί το οποίο πίνουμε, κι άλλο «ένα ποτήρι κρασιού», που δεν το πίνουμε, διότι «ποτήρι κρασιού» είναι το κρασοπότηρο. Γι’ αυτό και πίνουμε ένα φλιτζάνι τσάι, γιατί το «φλιτζάνι (του) τσαγιού», σε μια συνταγή ζαχαροπλαστικής π.χ., μπορεί να περιέχει ζάχαρη: «ένα φλιτζάνι του τσαγιού ζάχαρη» (όχι, φυσικά, «φλιτζάνι του τσαγιού ζάχαρης»). Και τρώμε ένα πιάτο σούπα, αυστηρώς και αποκλειστικώς, γιατί κανείς δεν τρώει «πιάτο (της) σούπας», δηλαδή πιάτο για σούπα, εκτός κι αν είν’ του γένους των Κουταλιανών.


* Κι όμως, «Εκατό χρόνια μοναξιάς» είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1979 στις εκδόσεις Λιβάνη: για τα πολλαπλά αμαρτήματα της έκδοσης και της μετάφρασης έγραψε ο Διονύσης Καψάλης, ο Φ. Δ. Δρακονταειδής και ο υπογραφόμενος (με σχόλιο και για τον τίτλο). Δεν ξέρω πόσο ρόλο έπαιξαν αυτές οι κρίσεις, πάντως ο τότε εκδότης Αντώνης Λιβάνης επανεξέδωσε το έργο σε νέα μετάφραση. Την όφειλα πάντα αυτή την επισήμανση, κυρίως επειδή δεν γνωρίζω ανάλογο περιστατικό, ενώ όλοι γνωρίζουμε πόσο σπάνια προχωρούν οι εκδότες ακόμη και σε επιμέρους, επιβεβλημένες διορθώσεις.

buzz it!