4/10/08

Αρχαϊστικές τάσεις; Ε και; (α΄)

Τα Νέα, 4 Οκτωβρίου 2008

Και βέβαια οδός Σαπφούς, αλλά όχι «της Σαπφούς», έλεος, Νοταρά! Οδός Σοφοκλέους, αλλά όχι οι επιδόσεις «του Σοφοκλέους» Σχορτσιανίτη! Οδός Αριστοτέλους, αλλά όχι το μπριζολάδικο, ήμαρτον, «του Τέλους» στην Ευριπίδου ("Ο Τέλης")!


«Η θαυμάσια αιωνιοτυπία τού πλέκειν και πίειν τον καφέ», έτσι, για να μην γκρινιάζουν μερικοί πως η «βροντερή απουσία του απαρεμφάτου στη νεοελληνική μάς έχει γεμίσει “να” και “να”»


Τα πεπολιτισμένα έργα του πολυπραγμονήσαντος επιλαγχάνουν ή λαγχάνουν· από την άλλη, η χρήση μιας δημιουργίας υπερεβάθη εν ήματι χειμερίω, κρύβδην και απλέτως.

Και παίρνω όρκο, ω αναγνώστα, ότι καμία από τις ψηφίδες του (εκ)τυφλωτικού αυτού μωσαϊκού δεν προέρχεται από αρχαϊστή ή καθαρευουσιάνο, ή από κανένα ακροδεξιό έντυπο, κανάλι κτλ.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είπα να μαζέψω όλες τις τελευταίες γλωσσικές επιφυλλίδες σ’ ένα βιβλιαράκι ακόμα, τα ίδια και τα ίδια δηλαδή, απέναντι όμως, δυστυχώς, στα ίδια, τα ολόιδια και ψυχαναγκαστικώς απαράλλαχτα. Με τα ίδια λοιπόν θα ήταν κι ο επίλογος που σκέφτηκα να γράψω, με κεντρικό άξονα το δίδυμο σχήμα που το μαρτύρησα από τον τίτλο κιόλας: αν δηλαδή υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις και αν αυτό σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για την ίδια τη γλώσσα.

Τρεις παραλλαγές σ’ ένα απελπιστικά γνωστό θέμα

1. Ένας φίλος μετέφρασε πρόσφατα ένα σύγχρονο θεατρικό έργο που θα παιχτεί οσονούπω, κι εκεί γίνεται λόγος για τη Σαπφώ, οπότε εμφανίζεται συχνά η γενική: της Σαπφώς. «Της Σαπφούς» έλεγε συνέχεια μια νεαρή ηθοποιός, κατά τη συζήτηση μετά την ανάγνωση του έργου. «Επ, της Σαπφώς» την επανέφερε στην τάξη ο μεταφραστής, ξανά «της Σαπφούς» εκείνη, την επόμενη φορά. Και προσοχή: δεν είχε τίποτα γλωσσικές ανησυχίες ή εμμονές η ίδια, ώστε να θέλει να αποκαταστήσει τον «ορθό» αρχαϊκό τύπο, ή, πολύ περισσότερο, να διορθώσει τον μεταφραστή, με τον οποίο άλλωστε γνωρίζονταν από πριν και συμπαθιόνταν. Απλώς, όσο κι αν έβλεπε γραμμένο: της Σαπφώς, στον λόγο τον δικό της εκφωνούσε ενστικτωδώς τον τύπο που αποτελούσε ήδη κτήμα της.

2. Κοντά δέκα χρόνια τώρα πίσω, τον πρώτο καιρό της συνεργασίας μου με την εφημερίδα, που άρχισε ακριβώς με κείμενο για τη γενική «Σαπφούς», μια καλή μου φίλη, όχι και τόσο πολύ νεαρή αυτή, μου ζήτησε τον αριθμό του κινητού μιας άλλης φίλης, με την οποία περνούσαμε τότε μαζί τις καλοκαιρινές διακοπές: «Έχεις το κινητό της Λητούς;» μου είπε. «Κι εσύ, Βρούτε;» έκανα εμβρόντητος, καθώς μάλιστα κι αυτή διόλου δεν σκότιζε το -–πανέμορφο–- κεφάλι της με τα γλωσσικά. «Μα έτσι δεν είναι το σωστό;» με ρώτησε αθώα, για το όνομα, ξαναλέω, μιας φίλης που άπειρες φορές ώς τότε το είχε χρησιμοποιήσει στη «μαλλιαρή», θου Κύριε, εκδοχή του, «της Λητώς» δηλαδή.

3. Και πάνε επίσης αρκετά χρόνια που άλλη Λητώ, κόρη παλιάς φίλης, κοτζάμ κοπέλα πάντως, καβατζαρισμένα τα είκοσι, ζήτησε ξαφνικά, έπειτα από εικοσιτόσα χρόνια δηλαδή, να λένε το όνομά της στη γενική: «της Λητούς».

Και περίσσευμα στο 1: στο ιλουστρασιόν διαφημιστικό φυλλάδιο της εταιρείας που είναι παραγωγός, μεταξύ άλλων, και της θεατρικής παράστασης για την οποία έγινε η μετάφραση που λέγαμε, δημοσιεύεται ένα σχετικό κειμενάκι: δύο φορές υπήρχε ο τύπος: της Σαπφώς, και τις δύο φορές διορθώθηκε σε «Σαπφούς». Έτσι είναι το σωστό, είπε η φιλόλογος διορθώτρια.

Σημαδιακό, είπα, καθώς το περιστατικό με την ανάγνωση της θεατρικής μετάφρασης συνέβη ακριβώς την εποχή που σκεφτόμουν τον κεντρικό άξονα του επιλόγου, όπως τον όρισα πιο πάνω.

Ποιο χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από το «Σαπφώ-Σαπφούς» δηλαδή, όπου κάποια στιγμή (επειδή στιγμή είναι στην ιστορία της γλώσσας τα δέκα-δεκαπέντε χρόνια που μετρά η συγκεκριμένη μόδα), θαρρείς μ’ ένα κλικ, με το γύρισμα ενός διακόπτη, εξαπλώνεται αστραπιαία ένας τύπος που μόνο σαν απολίθωμα υπήρχε ώς τότε. Και τότε, ξαφνικά, έπιασαν οι ενήλικοι να διορθώνουν τον εαυτό τους, θεωρώντας λαθεμένο τον τύπο που χρησιμοποιούσαν μόλις την προηγουμένη (και ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ., όπως μας λέει ο Γ. Ν. Χατζιδάκις), δηλαδή θεωρούν «μαλλιαριστή» αίφνης, ποιον, τον Ελύτη, που έγραφε «της Σαπφώς», και πλέον (α) διορθώνουν αναδρομικά όλους τους σχετικούς τύπους, ακόμα και σε δημοτικά τραγούδια λ.χ., ενώ (β) επεκτείνουν τη χρήση αυτή και φοράνε τον αρχαίο τύπο ακόμα και σε κοινά και λαϊκά ονόματα, όπως Αργυρώ, Γωγώ κ.ά. Εύλογα πια οι νεότεροι κληρονομούν σαν μόνο σωστό τον αρχαϊκό τύπο.

Αν όμως αυτή η πλευρά, η αποδοχή από τους νεοτέρους των οσοδήποτε ακραίων γλωσσικών τύπων τούς κληροδοτούνται, είναι, όπως είπα, εύλογη ή αναπόφευκτη, αλλιώς ονομάζεται η απόρριψη τύπων της καθημερινής, νεοελληνικής γλώσσας από εμάς, τους μεγαλυτέρους, και η καταφυγή σε παλαιότερους, συχνά αρχαίους τύπους, γενικότερα η αναζήτηση μιας όλο και πιο λόγιας γλώσσας.

Ώστε υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις;

Απέδωσαν δηλαδή καρπούς, και τόσο πλούσιους, οι αγώνες για την απαξίωση και την υπονόμευση της νεοελληνικής από δηλωμένους ή κυρίως κρυφούς εχθρούς της, ή από τους απαράλλαχτους ανά τους αιώνες θρηνωδούς για το μαρασμό κτλ. της γλώσσας; Απέδωσε τόσο πλούσιους καρπούς η αφομοίωση από τους χρήστες αυτού του κατεδαφιστικού λόγου, η εσωτερίκευση της υποτίμησης της νεοελληνικής γλώσσας, που τους κάνει να στρέφονται όλο και περισσότερο προς τα πίσω, στην ασφάλεια της μόνης αποδεκτής λοιπόν γλώσσας, της αρχαίας; Προφανώς, ώς έναν μεγάλο βαθμό.

Ώς έναν άλλο, επίσης μεγάλο βαθμό, το φαινόμενο πρέπει να αποδοθεί, όπως είπαμε συχνά, στην αναζήτηση μιας νέας καθαρεύουσας, μιας επισημότερης γλώσσας –αλλά όχι μόνο, και έχει σημασία αυτό, για επισημότερες περιστάσεις.

Αυτό όμως το θέμα, η αναζήτηση επίσημου ύφους, έχει να κάνει με τον μέσο χρήστη. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, τους επιστήμονες, γλωσσολόγους, φιλολόγους και διανοουμένους, τους επαγγελματίες του λόγου, της γραφής κτλ., τους διαβασμένους και ξεσκολισμένους, δεν ισχύει ο όρος «αναζήτηση»: δεν αναζητούν αυτοί· αυτοί, και πάντως οι περισσότεροι, ξέρουν τι θέλουν και ξέρουν και πού να το βρουν, και προπαντός πώς λέγεται αυτό. Αν λέγεται τώρα ξάφνου «ευρύχωρη δημοτική» ή «γλώσσα μία, ενιαία και συνεχής» ή όπως αλλιώς, ανεξάρτητα λοιπόν από την όποια ονομασία, το φαινόμενο είναι εξαρχαϊσμός, παναπεί γλωσσική συντήρηση και οπισθοδρόμηση –εμπρόθετη βεβαίως, σε επιτελικό επίπεδο.

Τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε;

Στο μεταξύ ποια είναι η πραμάτεια μας; Πέρα από την εμβληματική αλλαγή ακόμα και της Γωγώς σε «Γωγούς», είδαμε την επιστροφή αρχαϊκών καταλήξεων: του Πάριδος, του Έκτορος και της Αλκήστιδος· την επιστροφή αρχαϊστικών ρηματικών τύπων: ηρνείτο, συνεπήγετο, ακόμα και την επιστροφή της άτονης αύξησης σε κοινότατα ρήματα: απεφάσισε, διεπίστωσε κτλ.· γενικότερα την επιστροφή λόγιων ρημάτων, όπως αναγιγνώσκω, αφικνούμαι, εξέρχομαι κτλ., και μάλιστα τη χρήση τους ακόμα και σε καθημερινές εκφράσεις, όπως «η ταινία εξέρχεται στους κινηματογράφους», «οι γυναίκες εξάγουν κραυγές» κτλ.· την πληθωρική, άτοπη και συχνότατα λαθεμένη χρήση της γενικής, ιδίως στον πληθυντικό: «των καταρών» και «των σουπών», ή μαζί με ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν έτσι: «αποποιούμαι των ευθυνών», «διέφυγε της προσοχής»· και όλο και ξεπετιούνται κάτι αύλειοι χώροι, ανύπαρκτοι ακόμα και στην καθαρεύουσα, όμβροι κτλ.

Γενικότερα «καλλωπίζεται» η γλώσσα, ακόμα και εκεί όπου δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος: το λόγιο επιτέλους αποκομίζω γίνεται ξαφνικά κομίζω, που ως γνωστόν σημαίνει φέρνω, κουβαλάω: «από την ανάγνωση του έργου αυτού κόμισα το εξής συμπέρασμα» (κι όχι πως είναι καλύτερη ακόμα και η σωστή χρήση τού κομίζω: «από το ταξίδι της» διαβάζω «κόμισε ένα κολιέ»!)· αλλά προπάντων γίνεται, έγινε, η νοσταλγία: νόστος, που όμως νόστος σημαίνει επιστροφή –-διστάζω να πω τώρα «ως γνωστόν», γιατί είναι εντυπωσιακή η χρήση του νόστου με την έννοια της νοσταλγίας, ακόμα και από δόκιμους γραφιάδες, πολλούς, τι ειρωνεία, από τη χορεία των θρηνωδών που είπαμε πιο πάνω.

Από τα απλά, αλλά και γι’ αυτό παντελώς ανεξήγητα: του γεωμέτρου Μέτωνος, την πυρκαϊά, επιβεβλημένη μάλιστα σ’ ολόκληρη εφημερίδα, ώς τα -–διόλου ειρωνικά, και πάλι παίρνω όρκο–- πώποτε, οψέποτε, αρχολίπαρα, ισχνέγχυλα, ο νήδυμος της Αριστεράς, οι αγγλοσαξονική παιδεία εσχηκότες, η χρήση μιας δημιουργίας υπερεβάθη και ανήχθη σε δημιουργία, τα όσα εκτυλίσσονται κρύβδην και απλέτως, η θαυμάσια αιωνιοτυπία τού πλέκειν και πίειν τον καφέ, και ώς το τετρωμένο και πεπληγμένο κύρος της αστυνομίας -–ύψιστε Κύριε, τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε;

Αν όμως πάλι θέλουμε τέτοια γλώσσα, σημαίνει άραγε αυτό κάτι ουσιαστικό για την ίδια τη γλώσσα, που κάποτε περνάει πλάι ή και πάνω από μας; Στο επόμενο.

* * *

εξωεφημεριδικό ΥΓ: απ' την κουζίνα του κειμένου

Το κείμενο αυτό, ελαφρά προσαρμοσμένο, είναι ο επίλογος σ’ έναν δεύτερο τόμο στη Γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, έναν τόμο που συγκεντρώνει τις γλωσσικές επιφυλλίδες μετά το 2003 (εδώ τα «γλωσσικά Β»), ξαναδουλεμένες εννοείται, με μπόλικες προσθήκες, σημειώσεις κτλ. -–άρχισε η διαφήμιση, βαράτε καμπάνες και κανόνια του Λυκαβηττού, ο τόμος θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο, κι ενώ μόλις βγήκε και η τρίτη έκδοση του πρώτου. Ο επίλογος τώρα αυτός βασίζεται, πού αλλού, στα χιλιοματαειπωμένα μέσα στο βιβλίο, στις επιφυλλίδες δηλαδή, σε ορισμένες από τις οποίες δόθηκε συνέχεια από εδώ, και ιδιαίτερα με μια συζήτηση στα λογοράμματα κι ένα τελικό κείμενο στο δικό μου μπλογκ, με τίτλο «Υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις;» (από αυτό ειδικά το κείμενο μεταφέρονται αυτούσια κομμάτια στη συνέχεια του επιλόγου, όπως θα μπει στην επόμενη επιφυλλίδα).

Ήταν απολύτως φυσικό, έτσι γίνεται με τους επιλόγους, είχα όμως ορισμένες αναστολές, αν έπρεπε να δημοσιευτεί το κείμενο του επιλόγου και σαν επιφυλλίδες στην εφημερίδα, να ειπωθούν δηλαδή για πολλοστή φορά τα ίδια πράγματα εκεί, και ειδικά πια με τη «Σαπφώ - της Σαπφούς». Βέβαια, πάντα πιστεύω, και πολύ συχνά το γράφω, ότι οφείλουμε να επαναλαμβάνουμε συνέχεια τα ίδια πράγματα απέναντι σε ίδια συνέχεια φαινόμενα. Και πολύ περισσότερο αυτό σε εφημερίδα, όπου δεν πρέπει να προϋποθέτει κανείς το ίδιο πάντοτε κοινό, τους ίδιους αναγνώστες κτλ. Παραταύτα, την ίδια πάντοτε στιγμή νιώθει βαριά τη «μομφή» τού «ωχ αμάν, πάλι τα ίδια» –άσε που πολύ συχνά μπαφιάζεις ο ίδιος που τα (ξαναματα)γράφεις.

Οποία ανακούφισις όμως: με μια απλή ερώτηση εξαφανίστηκαν όλες μου οι αναστολές, για να μην πω πως σκέφτομαι πώς να γινόταν να επανερχόμουν κάθε δύο μήνες, κάθε μήνα, κάθε δεκαπενθήμερο, σε κάθε επιφυλλίδα -–νά, μήπως να έβαζα κάτι σαν τα διαφημιστικά μπάνερ; Στο πάνω μέρος της επιφυλλίδας ή στο κάτω; ή κάτω απ’ τ’ όνομά μου; Ή, εύρηκα εύρηκα, να το βάζω στα ξεκούδουνα μέσα σε άσχετο κείμενο, στα μισά μιας φράσης, να περνάει σαν τα κρυφά διαφημιστικά μηνύματα στη μουσική των σούπερ μάρκετ, ή τ’ άλλα τα χειρότερα: τα σατανιστικά στους στίχους αθώων τραγουδιών; Ή καλύτερα να τύπωνα φέιγ βολάν, να σκόρπιζα στους δρόμους, ή να μοιράζω έξω από τις συναυλίες στο Μέγαρο και τις εκδηλώσεις στο Γκάζι, που ’χει και πιο μικρές ηλικίες; Αλλά πώς θα τα προλαβαίνω όλα μόνος μου; Ζητούνται εθελοντές: οι Ανορθόγραφοι μήπως; ο Σαραντάκος βλέπεις είναι Λουξεμβούργο, Καναδά ο Τιπούκειτος... Κάνας άλλος; Στείλτε παρακαλώ ηλεμήνυμα.

Α, η ερώτηση: μπαίνω Πέμπτη βράδυ στην εφημερίδα, τη μία φορά που περνάω κάθε 15ήμερο, να δω στημένη τη σελίδα, να πω και καμιά κουβέντα με τα μόνιμα εκεί παιδιά. Κι ένα απ’ τα «παιδιά», από τα πιο καλά, νεαρότατη και συμπαθέστατη δημοσιογράφος, με την οποία στήνουμε κουβεντούλα και πού και πού με ψιλορωτάει κανένα ψιλογλωσσικό, μου έκανε τούτη τη φορά την εξής λυτρωτική ερώτηση: «Μπορούμε, εκτός από τον σωστό τύπο: της Αργυρούς, να χρησιμοποιούμε και τον “άλλο”: της Αργυρώς

Την επέπληξα, εννοείται, σφόδρα, πως δεν διαβάζει Γιαννηχάρη, της είπα πως επιφυλάσσομαι για την τιμωρία της, και επίτηδες δεν της φανέρωσα πόσο καλό μού έκανε, απ’ την άλλη.

Και επειδή είπα για την εφημερίδα, μια τέταρτη παραλλαγή στις αρχικές τρεις του κειμένου εδώ: κάποιος συνάδελφος έγραψε στη στήλη του ότι μου κάνει «δώρο» το δελτίο τύπου για την παρουσίαση ενός βιβλίου της Αργυρούς Πιπίνη. Και πήγαν κατάπληκτοι από τη Διόρθωση, ή μάλλον απορημένοι, και τον ρώτησαν ειλικρινώς αθώα τι ακριβώς εννοεί, αφού έτσι είναι το σωστό.

Εθελοντές, είπα, παρακαλώ!

buzz it!