23/2/09

Ούτε λόγος, γράφει εξαιρετικά τραγούδια!

[αντέντα 4.3.09, στο τέλος τού ποστ]

– «Δηλώνει ότι ψηφίζει ΚΚΕ»

– «Ξυπνάει στις 7.30 το πρωί καθημερινά και θυμιατίζει (πιστεύει πολύ στον Θεό)»

Κάτι μου θυμίζουν αυτά, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι ίσα κι όμοια. Πάντως, είναι μερικά πράγματα που «δεν ξέρουμε για τον Σταμάτη Κραουνάκη» και τα μαθαίνουμε από το Ntv, το σαββατιάτικο ένθετο των Νέων, όπου πάντα υπάρχει μια κεντρική συνέντευξη και στο πλάι της μια διακριτή στήλη με τον τίτλο «Τι δεν ξέρουμε για [τον/την τάδε]»

διαβάστε τη συνέχεια...

Και την Κυριακή στο Βημαgazino, το ένθετο του Βήματος, άλλη συνέντευξη του Σταμάτη Κραουνάκη, που ξεκινάει με τη δήλωση:

«Στο δικό μου το μαγαζί ο κόσμος πάντοτε θα καπνίζει. Ακόμη και αν απαγορευτεί το τσιγάρο, θα βρω ένα υπόγειο και θα το ρίξουμε στην παρανομία».

Α, ώστε μέρος της αντίστασης ήταν και η σκηνή που έτυχε να δω σε χώρο μη καπνιστών, τον Κραουνάκη να καπνίζει σα φουγάρο, να του το επισημαίνουν πως εκεί είναι για μη καπνιστές, εκείνος να συνεχίζει να καπνίζει. Σα φουγάρο.

Κι άλλη σκηνή, άλλου τύπου αντίστασης, στις συμβάσεις της κοινωνίας προφανώς:

Σε αγαπημένο μου εστιατόριο, απέναντι απ’ τις γραμμές του τρένου, το καλοκαίρι τραπέζια σε μια κινηματογραφικά στημένη, κολλητά στις γραμμές, εξέδρα, σε μια περιοχή όπου υπάρχει (ακόμα) χώρος να παρκάρουν ακόμα και νταλίκες, ο Κραουνάκης παρκάρει κολλητά στα μπροστινά τραπέζια, μες στη μούρη μας, εκεί δηλαδή που θα μπορούσαμε να είχαμε παρκάρει όλοι οι άλλοι θαμώνες που είχαμε φτάσει νωρίτερα από αυτόν.

Άλλη φορά ήτανε, στο ίδιο εστιατόριο, πάλι καλοκαίρι, ζέστη πολλή, ο Κραουνάκης βγάζει την πουκαμίσα του, μένει γυμνόστηθος για όλο το υπόλοιπο βράδυ. Έτσι σηκώθηκε κάποια στιγμή και πέρασε ανάμεσα απ’ τ’ άλλα τραπέζια, διέσχισε έπειτα το δρόμο, να πάει απέναντι, στην τουαλέτα.

Ένας επαναστάτης ή είναι ή δεν είναι. Ακόμα και στις καθημερινές του πράξεις, απ’ το παρκάρισμα, το τσιγάρο, τις φωτογραφίσεις, τσακίζοντας έτσι καθωσπρεπισμούς, συμβάσεις και μικροαστούς. Προβοκάροντας. Μεγάλη φιλοδοξία κι αυτή!



ΥΓ. Μακάρι να είναι το πρωινό θυμιάτισμα, που ούτε η θεια μου η θεούσα δεν το κάνει, μακάρι λέω να είναι κι αυτό ανόητη μεν ψιλοπροβοκάτσια δε, και ας τσιμπάω εγώ ο χάνος.


κι άλλο ΥΓ, μεταγενέστερο, στις 4/3: επειδή κοτζάμ Τιπούκειτος θεώρησε πως είναι ειρωνικός ο τίτλος μου, σπεύδω να διευκρινίσω πως τον εννοώ απολύτως --νά λ.χ. τι έγραψα στον σχολαστικό φίλο: "μέσα σε πολλά εξοργιστικά, και ιδίως λόγω Νικολακοπούλου, έχει πολλά καλά τραγούδια, και μερικά, όχι λίγα, εξαιρετικά: πολλά φαίνονται από μόνα τους, πιστεύω, σε άλλα πρέπει να υπερβεί κανείς τη διαπασών του συμπαθέστατου Μακεδόνα και το στρίγκλισμα της αντιπαθέστατης Πρωτοψάλτη, ή το προβοκατόρικο βρομομούρικο στιλ το δικό του --αλλά είναι εξαιρετικά"

buzz it!

21/2/09

Ο δικός μας πόλεμος

Τα Νέα, 21 Φεβρουαρίου 2009

Υπήρξε δηλαδή ποτέ γενιά που αποδέχτηκε, σαν κοινωνία και όχι ατομικά, τη γλώσσα, τα ρούχα, τα μαλλιά κτλ. των νέων;


Ώρα να μετρήσουμε τις δικές μας απώλειες, τις δικές μας, όχι υλικές, αλλά τις άλλες, τις μέσα σπασμένες βιτρίνες, παναπεί ιδέες, στάσεις, συνειδήσεις

το πλήρες κείμενο:

Δύο μήνες από τον ταραγμένο Δεκέμβρη δεν είναι νωρίς για μια πρόχειρη σούμα, μερικές σκέψεις που θα μπορούσαμε να τις κρατήσουμε σε μιαν άκρη, γιατί έχουμε δρόμο πολύ ακόμα.

Για τον Δεκέμβρη γράψαμε και ξαναγράψαμε, έγραψα και ξανάγραψα (α, β, γ, δ), ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά στον αντικατοπτρισμό των ταραχών στον δικό μας μικρόκοσμο ειδικότερα, την κοινωνία των διανοουμένων εννοώ, όπου εύλογα μεταφέρθηκαν οι κραδασμοί του ευρύτερου κοινωνικού χώρου.


1. Τα όνειρά σου μην τα λες, γιατί μια μέρα κρύα
μπορεί και οι φροϋδιστές να ’ρθουν στην εξουσία


Εν αρχή ην ο λόγος των τριών συγγραφέων, με αφορμή τη «βίαιη διακοπή» της πρεμιέρας του Εθνικού, λόγος καταγγελτικός των «ενοχικών μεσηλίκων» που επέμεναν να αφουγκραστούν «τα μηνύματα της ανομίας...»

Βέβαια, πιο αρχή ακόμα ήταν η δολοφονία του 15χρονου μαθητή από όργανο της πολιτείας. Κι όμως, αυτό πολύ συχνά δεν μνημονεύτηκε καν, από τη στενά συντεχνιακή διαμαρτυρία του Ελληνικού Κέντρου Βιβλίου για τον εμπρησμό βιβλιοπωλείων (που συνάντησε αντιδράσεις και στον ίδιο τον εκδοτικό χώρο, ενώ βρήκε απέναντί της τη δήλωση του προέδρου της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, ότι «δεν είναι ακόμα ώρα να μιλήσουμε για ζημιές, τώρα σκοτώθηκε ένα παιδί») έως πρόσφατες αναλύσεις από σημαίνοντα στελέχη της ανανεωτικής πτέρυγας του Συνασπισμού! Και η μνεία δεν είναι απαιτητέα για μνημόσυνο λόγου χάρη, ούτε κυρίως για συμψηφισμό, αλλά για τη στοιχειώδη ιστορικότητα που δεν νοείται να απουσιάζει από την όποια προσέγγιση και ανάλυση.

Είχαμε έτσι λόγο ψυχαναλυτικό: «ενοχικοί μεσήλικοι» (μαζί και ηθοπλαστικό: «μηνύματα της ανομίας») στη θέση του πολιτικού λόγου.

Θεωρήθηκε μέγα εύρημα το περί «ενοχικών μεσηλίκων», το ανέλυσε μάλιστα παραπέρα, επί δύο επιφυλλίδες, ένας από τους τρεις συγγραφείς –χωρίς ενδεχομένως να σκεφτεί πόσο εύκολα μπορούσε να του / να τους επιστραφεί ο χαρακτηρισμός.* Και επανήλθε και δεύτερος από τους τρεις. Ο οποίος μίλησε για την «ενοχική παιδαγωγική» που «οδήγησε αρκετούς [γονείς] σε προβληματικές σχέσεις με τα παιδιά τους, και –ακόμη χειρότερο– εκείνα σε προβληματικές σχέσεις με τους εαυτούς τους αλλά και την κοινωνία» κτλ.

Σε ανάλογο ψυχαναλυτικό ντιβάνι μάς ξάπλωσε, στο Διαβάζω, και άλλος συγγραφέας, δυστυχώς νεότερος των τριών –αν έχει άλλη σημασία αυτό απ’ το να κάνει οδυνηρότερη την έκπληξη. Ιδού το νέο, συλλογικό ψυχογράφημα:

«Οι πιο λαύροι θιασώτες της άποψης “να ακούσουμε τα παιδιά” [...] είναι κάτι πενηντάρηδες συν πλην, αιώνιοι έφηβοι που για διάφορους λόγους δεν τόλμησαν ή δεν θέλησαν να κάνουν παιδιά». Από κοντά και άλλοι που έκαναν παιδιά αλλά νωρίς, και «υπήρξαν ανεπαρκείς, αόρατοι, άφαντοι όταν τα παιδιά τούς χρειάστηκαν. Δεν τους στάθηκαν πραγματικά, δεν τους μίλησαν, δεν τους έδωσαν άξονες ζωής, ηθικό κέντρο στην ύπαρξή τους»!

Πάντως καλύτερα, γιατρέ μου, που για διάφορους λόγους (θα μας τους πουν οσονούπω κι αυτούς) δεν κάναμε μερικοί παιδιά, παρά σαν τους άλλους, πάτερ μου, που τα έκαναν νωρίς και «δεν τους έδωσαν άξονες ζωής, ηθικό κέντρο στην ύπαρξή τους».


2. Συμπλεγματικοί μεσήλικοι;

Ας αφήσουμε όμως τ’ αστεία, που είναι εξόχως τραγικά. Μία μόνο παρατήρηση:

Αν δεν μας βοηθάει η ιστορική γνώση, που μας δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο, με πλήθος μαρτυρίες δηλαδή, άρα και με τον πιο πειστικό –θα έπρεπε– τρόπο τον αδιατάραχτο ανά τους αιώνες θρήνο για την έκπτωση αξιών, για τον εκφυλισμό των νέων, όπως και για το θάνατο της γλώσσας, της κοινωνίας, του έθνους, θρήνο κωμικά πανομοιότυπο και από σοβαρά χείλη και σοβαρές πένες όσο και από τηλεοπτικές εκπομπές «κοινωνικής κριτικής»,

αν, λέω, δεν μας βοηθάει η ιστορική γνώση, σε τίποτα επιτέλους δεν μπορεί να μας χρησιμέψει η δική μας εμπειρία, τα χτεσινά βιώματά μας, όταν δηλαδή ήμασταν εμείς το αντικείμενο κριτικής, η ζωντανή απόδειξη, υποτίθεται, της αποχαυνωμένης και φαύλης νεολαίας, όταν π.χ. ακούγαμε –τίποτα σοβαρό δεν θα πω εδώ, δεν έχει νόημα– για τα «σημερινά παιδιά που δεν σηκώνονται στο λεωφορείο, να δώσουν τη θέση τους στους ηλικιωμένους»;

Αμνήμονες τόσο αποκλείεται να είμαστε, ούτε αδαείς. Πώς τότε αναπαράγουμε απαράλλαχτα και μονότονα τον ίδιο απαξιωτικό και καταγγελτικό λόγο για τα πάντα, από την «ανυπαρξία ιδεολογίας» και το «έλλειμμα ηθικών αξιών» ώς την «πενόμενη» γλώσσα, ή τα ρούχα και τα μαλλιά των νέων;

Φοβούμαι τότε –και καταφεύγω στην ίδια κοινωνιολογίζουσα ψυχαναλυτική γλώσσα– πως πρόκειται απλώς για άρνηση εκχώρησης της εξουσίας. Για άρνηση να αποδεχτούμε, να κατανοήσουμε καν, οτιδήποτε δεν εκπορεύεται από εμάς, και ίσα ίσα μας έρχεται, απειλητικό όντως ή έτσι συχνά νομίζουμε, από τα κάτω, από τους νεότερούς μας, από τους νέους, απ’ τα παιδιά, απ’ τα παιδιά μας.

Πόσο μάλλον όταν αυτό που έρχεται από τα κάτω είναι εφ’ όλης της ύλης, όπως ξανάπαμε, ριζική αμφισβήτηση. Άναρθρη ενδεχομένως, γι’ αυτό και πιο απειλητική.

Έτσι, αν κάποιοι είναι ή είμαστε ενοχικοί μεσήλικοι, τίτλος τιμής εντέλει, από την άλλη μπάντα στέκονται, όχι τώρα, πάντα, και συμπλεγματικοί μεσήλικοι, που ζουν, πολύ συχνά ασύνειδα, με τον εφιάλτη της καρέκλας που θα τους την τραβήξουν ξαφνικά, εκεί που νόμισαν πως καλοκάθονται, με τη σειρά τους πια, άρχοντες-κύριοι της εποχής τους.


3. Αγαπημένο μου ημερολόγιο

Αρκετά όμως, φτάνει για την ώρα, στο κάτω κάτω δεν είναι εύκολο να βλέπεις να φυραίνει η γενιά σου, να ξεμακραίνουν κι άλλοι, γνωστοί ή και φίλοι, και το χειρότερο ακόμα να ξεφτάει ο όποιος προβληματισμός, να γίνεται σχολιάκι, σπόντα, ανθυποσπόντα –δεν πάει, δεν πάω άλλο: αυτό είναι πια μαζοχισμός.

Τελευταίες εγγραφές, μικρή επιλογή από τη χτεσινή Κυριακή (η επιφυλλίδα γράφεται Δευτέρα), μετά το σκίζουμε το ημερολόγιο, κομματάκια και τα σκορπάμε –στα κομμάτια.
Χτες λοιπόν, ο κοσμικογράφος της Ελευθεροτυπίας, ντοκτορούχος αυτός στη σπόντα, για έκθεση σε γκαλερί θα γράψει και θα το πάει στη Ρεπούση και στη Σμύρνη, έτσι και τώρα, γράφοντας για κάποιο σίριαλ, μεγαλουργεί παρεμπιπτόντως: «είναι κοινή πεποίθηση η αφελής ιδέα πως οι εικοσάρηδες νιώθουν δήθεν μεγάλη οργή για τα πάντα διότι τους στερούν το όνειρο!»

Ενώ αποστομωτική η ευθυμογραφική-σχολιογραφική σελίδα του Βήματος, που βαρέθηκε κι αυτή: «Βαρεθήκαμε τόσον καιρό να ακούμε για την εξέγερση του Δεκεμβρίου και τους εξεγερμένους. Να ρωτήσω, αν μου επιτρέπετε, πού έχουν πάει τώρα όλοι αυτοί οι εξεγερμένοι;»

Ε, δεν χρειάζεται τόση αγωνία –ούτε και πολλή σοφία: για ανεφοδιασμό έχουν πάει, μαζεύουν πέτρες, κοτρόνες, από αυτές που αφειδώς τους προσφέρουμε εμείς.


ΥΓ. Και μετά;

Δεν υπάρχει αμφιβολία, θα ξαναμιλήσουμε, θα μιλάμε για καιρό γι’ αυτό τον ταραγμένο Δεκέμβρη, ο καθένας με τον τρόπο του εννοείται. Για την ώρα δεν έχει νόημα να ανακυκλώνουμε τα ίδια: πολλά ειπώθηκαν, πολλά γράφτηκαν, όλα εν θερμώ, αναπόφευκτα. Για την ώρα μετράμε, ας μετρήσουμε, τις δικές μας απώλειες, τις δικές μας, όχι υλικές, αλλά τις άλλες, τις μέσα σπασμένες βιτρίνες, παναπεί ιδέες, στάσεις, συνειδήσεις, έτσι, σε τέτοια έκταση που διχαστήκαμε. Γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, ήταν ο δικός μας πόλεμος αυτός, όχι στη Σερβία, όχι στο Ιράκ, όχι στη Γάζα –εδώ. Μικρογραφία, καρικατούρα, δεν έχει σημασία, αυτός ήταν, πόλεμος ήταν. Και δεν εννοώ τις ταραχές στους δρόμους, την εξέγερση, ή όπως αλλιώς ονομαστεί, των νέων: αυτή απλώς πυροδότησε, ή ξεμπρόστιασε και ανέδειξε δικές μας, ουσιαστικές συγκρούσεις και διαφορές.

Ας τις αναγνωρίσουμε τουλάχιστον, για να πάμε παρακάτω μετά. Αυτή είναι η πρόκληση. Και ο μόνος τρόπος, ο μόνος δρόμος, σε μια κοινωνία, μακάρι των πολιτών.


* Θα μπορούσε δηλαδή κανείς, χρησιμοποιώντας την ίδια, αδιέξοδη εδώ, ψυχοκοινωνιολογική γλώσσα, να μιλήσει και για ενοχές που οφείλονται –και δεν είναι ελληνικό φαινόμενο αυτό– σ’ ένα αριστερό παρελθόν, το οποίο ξορκίζουν οι «ενοχικοί μεσήλικοι» αυτής πλέον της κατηγορίας, ενοχές για το παρελθόν καθαυτό, κάποτε, όχι σπάνια, και για την αποκήρυξή του. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και η βαναυσότητα και/ή η απαξίωση που χαρακτηρίζει τον καταγγελτικό ή σωφρονιστικό λόγο τους, αλλά και την προβολή γενικότερα των θέσεών τους, καθώς νιώθουν υποχρεωμένοι να αιτιολογούν συνέχεια, απέναντι στους άλλους αλλά και στον ίδιο τους τον εαυτό, την ορθότητα της μεταστροφής, και παράλληλα να λογοδοτούν συνέχεια για την ύπαρξη αυτού του «αμαρτωλού» παρελθόντος.

buzz it!

7/2/09

Αφιερωμένο εξαιρετικά

The show must go on, γιατί τι διάολο θα κάναμε αλλιώς... So, the show goes on

* * *

«Η ναρκισσιστική αυτοϊκανοποίηση του “επαναστάτη” με κουκούλα και οι πράξεις που απορρέουν από αυτή είναι θέμα ψυχανάλυσης, γεγονός που τους θέτει εκτός των ορίων της πολιτικής και της ιδεολογίας. Η “επαναστατική” εκσπερμάτωση με κοινωνικούς βιασμούς είναι φασισμός. Η προβολή του υπερεγώ μέσα από την κουκούλα...» κτλ. κτλ.

διαβάστε τη συνέχεια...

»Αποτελεί επομένως πολιτική υποκρισία και ιδεολογική σύγχυση όταν στεκούμενοι μπροστά στα φαινόμενα τυφλής βίας είμαστε αμήχανοι να πάρουμε σαφή θέση πάνω σε αυτά. Η υφέρπουσα τάση για κατανόηση ή σε άλλες περιπτώσεις δικαιολόγησης των φαινομένων αυτών προκαλούν σε κάποιους τα λανθάνοντα αντανακλαστικά μιας αντι-ιμπεριαλιστικής εικονικότητας στα πλαίσια μιας αριστερής θολούρας.

»Το σύστημα χρησιμοποιεί συχνά…» κτλ. κτλ.

Δεν έχει νόημα να δώσω το όνομα του συντάκτη και σχετική παραπομπή, ενδεικτικό είναι το κείμενο αυτό, πολλοί θα το υπέγραφαν, ή το έχουν υπογράψει, πριν γραφτεί, ή το έχουν γράψει οι ίδιοι, ολόιδιο, άντε με παρεμφερή λόγια

* * *

Αυτούς τους έχω βαρεθεί!

1
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά
σ’ αυτή την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί
                                          –-αυτούς τους έχω βαρεθεί!


2
Και πέστε μου: αξίζει μια πεντάρα
των γραφειοκρατών η φάρα;
στήνει με ζήλο περισσό
στο σβέρκο του λαού χορό
στης ιστορίας το χοντρό το κινητή
                                          –-αυτή την έχω βαρεθεί!


3
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους
τους γερμανούς τους προφεσόρους
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά
αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά
υπαλληλίσκοι! φοβητσιάρηδες! δούλοι παχιοί!
                                          –-αυτούς τους έχω βαρεθεί!


4
Οι δάσκαλοι, της νεολαίας γδαρτάδες
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς
με ιδεώδεις υποτακτικούς:
που είναι στο μυαλό νωθροί, μα υπακοή έχουν περισσή
                                          –-αυτούς τους έχω βαρεθεί!


5
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό
υμνούνε της πατρίδας το χαμό
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια
με τους σοφούς του Κράτους τα ’χουνε πλακάκια
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί
                                          –-αυτούς τους έχω βαρεθεί!


6
Κι ο παροιμιώδης “μέσος ανθρωπάκος”
κέρδος ποτέ μ’ από παθήματα χορτάτος
που συνηθίζει στην κάθε βρομιά
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί
                                          –-αυτόν τον έχω βαρεθεί!


7
Και γενικά είναι για να ουρλιάζεις
της Γερμανίας την κατάντια σαν κοιτάζεις
τούτης της γης που τριπλά έχει χωριστεί
κι αν ευτυχία γνώρισα σ’ αυτή
αυτό άλλο τραγούδι ας το πει
                                          –-τα έχω βαρεθεί


Βολφ Μπίρμαν, Στους παλιούς συντρόφους μου, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1974, σ. 28-29

Το ποίημα αυτό το μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος στον πρώτο του δίσκο, Πολιτικά τραγούδια, 1975, Μπίρμαν απ' τη μια πλευρά, Χικμέτ από την άλλη, με την ανυπέρβλητη και πρόσφατα χαμένη Μαρία Δημητριάδη
Στη μελοποίησή του ο Θ.Μ. έχει παραλείψει την τελευταία στροφή, και έχει ωραία αντιστρέψει τις στροφές 5 και 6.
Έτσι το τραγούδι τελειώνει με την 5η στροφή (και με αλλαγμένο τον τελευταίο στίχο: "τους έχω σιχαθεί!"). Ξανά:

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό
υμνούνε της πατρίδας το χαμό
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια
με τους σοφούς του Κράτους τα ’χουνε πλακάκια
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί
                                          –-αυτούς τους έχω βαρεθεί



Επικαιρότατο, ή "διαχρονικό", όπως λέμε. Ξανά:

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό
υμνούνε της πατρίδας το χαμό...


στο ποιητές βάλτε λ.χ. συγγραφείς,βάλτε διανοούμενοι, βάλτε αναλυτές... κτλ.
στο πατρίδας βάλτε νεολαίας, βάλτε κοινωνίας, βάλτε γλώσσας... κτλ.

τους έχω βαρεθεί!

με έχω βαρεθεί!



[στο you tube βρήκα το τραγούδι, το βάζω για όποιον δεν το ξέρει, αν και το θέμα μου δεν είναι επ' ουδενί οι αυτονόητοι θεμομάκηδες, αυτιάδες και λοιποί, και μάλιστα ισοπεδωτικά βαλμένοι πλάι στους πολιτικούς (έστω κι αυτούς που επίσης τους έχουμε βαρεθεί ή σιχαθεί)]

buzz it!

Παραλειπόμενα του πιο άβολου Δεκέμβρη [ριμέικ]

Τα Νέα, 7 Φεβρουαρίου 2009 [ανατύπωση με ελάχιστες μικροαλλαγές τού 1 από το ομότιτλο ποστ, μ' έναν εκτενή επιλογικό πρόλογο (!) για την εφημερίδα και μια εκτενή σημείωση τώρα, για το μπλογκ]

Είτε καμένο είτε κομμένο, το δέντρο δοκίμασε σκληρά και μέτρησε και βρήκε λειψή την πολιτική ηθική του Νικήτα Κακλαμάνη

Στη σειρά των τελευταίων και δίχως έργο δημάρχων μάς έμελλε να δούμε δήμαρχο που μοναδικό επίτευγμά του μοιάζει να είναι ότι θα μας κάνει εντέλει νοσταλγούς του Αβραμόπουλου

το πλήρες κείμενο:

Παραλειπόμενα του πιο άβολου Δεκέμβρη, ενός μήνα που μας έβγαλε άλλους στους δρόμους, κι άλλους απλώς απ’ τα ρούχα μας, να προβάλλει η ιδεολογική γύμνια μας, άλλους μας άφησε αμήχανους και απορημένους, σίγουρα πάντως μας ξεβόλεψε πολύ.

Παραλειπόμενα λοιπόν, ή άλλη μια βαρκούλα που αρμενίζει, όπως ξανάγραψα, όταν καράβια χάνονται, όταν στο μεταξύ ζήσαμε την ανελέητη σφαγή ενός λαού, που άλλη μια φορά έγινε με τον πλέον προκλητικό, επιδεικτικό θαρρείς τρόπο --και αναφέρομαι στην πάγια περιφρόνηση των ψηφισμάτων λ.χ. του ΟΗΕ, των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κατακραυγής. Το παρήγορο από μιαν άποψη είναι πως τη φορά αυτή, εκτός από ελάχιστες, εύλογες εξαιρέσεις, το αντιπολεμικό μέτωπο υπήρξε, όπως λέμε, αρραγές, και συγκλονιστικά επαρκής η κάλυψη από τον Τύπο, με ανταποκρίσεις, σχολιασμό και αναλύσεις, της γενοκτονίας στη Γάζα.

Ωστόσο, στο χώρο των διανοουμένων μοιάζει να αναλωθήκαμε στην πλαγιοκόπηση κατά κανόνα, και σπανιότερα στην κατά μέτωπο εξέταση, των ιδεολογικών παραμέτρων των ταραχών. Δικαιολογημένα ώς ένα βαθμό, αφού υπόκεινται, ακριβώς, θέματα ιδεολογικά· απλώς, από ένα σημείο κι έπειτα, η όποια αντιπαράθεση κατέληξε στην ομφαλοσκόπηση, ο έστω λειψός προβληματισμός στον αυτισμό, ο καθένας να αυτοθαυμάζεται μπροστά στον καθρέφτη του. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες μιας φαρσικής εκδοχής της «συζήτησης» που συνεχίζεται και φαίνεται πως θα συνεχιστεί, με βασικό σημείο αιχμής δευτερεύουσες, όπως ξανάγραψα, πλευρές των «δεκεμβριανών», τις διακοπές θεατρικών παραστάσεων κτλ., δευτερεύουσες και γι’ αυτό ασφαλέστερες στην παραγωγή μεταφορών και μετωνυμιών, αν όχι απλώς και μόνο ευφυολογημάτων.

Ας αποσυρθεί τουλάχιστον η στήλη αυτή, διόλου άμοιρη οπωσδήποτε της συνέχειας του άγονου πλέον διαλόγου, διαλόγου κουφών στην ουσία, για να μην πω: ως συνήθως. Μου έμεινε όμως στα χέρια μια εμμονή που με κυνηγάει από τις μέρες με το καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, εμμονή που αντάμωσε μιαν άλλη ιστορία, που την κουβαλούσα από χρόνια.

Πάμε κοντά τεσσεράμισι χρόνια πίσω, Σεπτέμβρη του 2004:

«Σε πένθος η χώρα: Χωρίς ψυχαγωγικό και καλλιτεχνικό μέρος η Τελετή Λήξης των Παραολυμπιακών, λόγω της σχολικής τραγωδίας»: πανομοιότυποι οι τίτλοι σ’ όλο τον Τύπο, καμία διαφορετική φωνή δεν ακούστηκε, εθνική ομοφωνία δηλαδή ως προς τη συρρίκνωση της τελετής λήξης. Εφτά ζωές, εφτά μικροί μαθητές είχαν χαθεί σε τροχαίο στον Μαλιακό, καθώς κατευθύνονταν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τους Παραολυμπιακούς Αγώνες…

Το πένθος ήταν όντως μεγάλο. Όμως, στον λαϊκό μας πολιτισμό το πένθος ουσιαστικά αποκρύπτεται από τον φιλοξενούμενο, και οπωσδήποτε δεν αναιρεί την υποχρέωση της φιλοξενίας.

Εδώ οι φιλοξενούμενοί μας, αθλητές των Παραολυμπιακών, άτομα με αναπηρία, σε μία από τις ελάχιστες στιγμές αναγνώρισης, με την πρόσκαιρη αίσθηση της εξομοίωσης και της ενσωμάτωσης, σε μια κορυφαία στιγμή όχι μόνο της αθλητικής σταδιοδρομίας τους αλλά πιθανότατα της ζωής τους ολόκληρης, στερήθηκαν τη γιορτή.

Ήμουν παρών στη μιζερεμένη τελετή. Σκεφτόμουν την τελετή λήξης των «κανονικών» Ολυμπιακών, τη λάμψη των αθλητών, νικητών και χαμένων, καθώς έμπαιναν πανηγυρίζοντας σαν μικρά παιδιά στο στάδιο, κι έβλεπα τώρα πώς έκλεψαν από τους άλλους τη χαρά. Και ελεεινή λεπτομέρεια: στην ακυρωμένη ουσιαστικά τελετή, όταν μπήκε τελευταία η ελληνική αποστολή, η διαδικασία, από κάκιστο προφανώς σχεδιασμό, είχε ήδη προχωρήσει: οι Έλληνες αθλητές μπήκαν απαρατήρητοι και έμειναν στο βάθος, στα σκοτεινά: ούτε μισό χειροκρότημα δεν εισέπραξαν.

Ένιωσα σχεδόν ντροπή. Μα ούτως ή άλλως ένιωθα μόνος. Καμία ένσταση δεν είχα δει να διατυπώνεται πουθενά για τη συρρίκνωση της τελετής --ούτε και ξαναασχολήθηκε κανένας.

Τώρα περίσσεψε η χλεύη, η απαξίωση και η οργή για τα παιδιά του Δεκέμβρη που απαίτησαν τον ελάχιστο σεβασμό στον δικό τους νεκρό, την ελάχιστη συμμετοχή στο δικό τους, επίσης μεγάλο πένθος· αν μη τι άλλο, την αναγνώριση επιτέλους του δικαιώματός τους να πενθήσουν, όταν η επίσημη πολιτεία επιδείκνυε προκλητικά την --ηθική και πολιτική-- αναλγησία της, όταν δηλαδή δεν υπήρξε όχι παραίτηση ή αποπομπή, αλλά ούτε επίπληξη, έστω, προς τον γλεντοκόπο αρμόδιο υπουργό ή τον υπεύθυνο αρχηγό της Αστυνομίας.

Ειρωνεία κυρίως ήταν και πάλι η αντίδραση στο κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα, ακόμα περισσότερο στις απόπειρες να ξανακαεί το εν μιά νυκτί ξαναστημένο δέντρο. «Παρανοϊκά φασιστοειδή» ήταν ένας από τους αμετροεπείς –και προβοκατόρικους– χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν στους επίδοξους πυρπολητές του νέου δέντρου.

Δεν έχει και τόση σημασία να σταθούμε τώρα και στα «συμφραζόμενα» της υπόθεσης, λόγου χάρη στην ιδεολογική ταυτότητα του δημάρχου, που δεν μπορεί να μην έπαιξε κάποιο ρόλο στην όξυνση των πνευμάτων, την ταυτότητα ενός υπερδεξιού δημάρχου με προοδευτικό μακιγιάζ που του το εξασφάλιζε η παντελώς ανεξήγητη έως σκανδαλώδης στήριξη από προσωπικότητες του αριστερού χώρου,* του αποτυχημένου πρώτα υπουργού που εκλέχτηκε παραταύτα δήμαρχος χάρη ακριβώς στην πολιτική αλαλία του, που την πρόβαλε μάλιστα σαν αρετή ο ίδιος, του δημάρχου που μοναδικό και μέγιστο επίτευγμά του μοιάζει να είναι ότι θα μας κάνει εντέλει νοσταλγούς του Αβραμόπουλου.

Δεν έχει, λέω, και τόση σημασία αν το δέντρο είναι του άλφα ή βήτα δημάρχου, ούτε οι σπασμωδικοί, άκομψοι χειρισμοί, έτσι που ο συγκεκριμένος τώρα δήμαρχος έσπευσε λαϊκιστής την πρώτη μέρα των ταραχών να δηλώσει πως «αναστέλλονται οι προγραμματισμένες χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις μέχρι νεωτέρας», αμέσως όμως εξέδωσε τη «νεωτέρα», δηλώνοντας με γινάτι μικρού παιδιού πως οι γιορτές θα γίνουν, πως δεν θα αλείψει αυτός «βούτυρο στο ψωμί τους» --των ταραχοποιών εννοούσε. Ας μείνουμε στην ουσία. Που είναι η --προκλητική-- άρνηση και απαξίωση του πένθους των άλλων.

Το πένθος και το δέντρο

Ακούω όμως τον εύλογο αντίλογο, πως η στάση μου εμφανίζεται άκρως αντιφατική: στη μια περίπτωση παραμερίζω το πένθος, στην άλλη το υπερασπίζομαι --έως βανδαλισμού και πυρπολήσεων.

Όχι. Πιστεύω πως ήταν μεγάλο ατόπημα η συρρίκνωση της τελετής λήξης των Παραολυμπιακών του 2004. Και εξίσου πιστεύω πως έπρεπε να γίνουν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές τον φετινό, ταραγμένο Δεκέμβρη, με φωτεινό το δέντρο και με ό,τι άλλο, μοναδική νότα χαράς για μια μερίδα συμπολιτών μας, και προπαντός, όπως και στην περίπτωση των Παραολυμπιακών, των ξένων μας, προσωρινών ή μόνιμων –και εννοώ τους μετανάστες.

Όμως αυτό, η πραγματοποίηση των γιορταστικών εκδηλώσεων, μόνο σαν αποτέλεσμα τέτοιας πολιτικής και, ναι, ηθικής μπορούσε να νομιμοποιηθεί.

Για άλλη μια φορά ο λόγος μας έπρεπε να είναι πολιτικός και όχι αστυνομικός· μάλλον, να είναι καταρχήν λόγος απέναντι στο δίκαιο πένθος των παιδιών, αυτό που υπαγόρευε και τη δίκαιη οργή τους. Αυτήν που εντέλει συδαυλίζουμε με την απουσία λόγου και την περίσσεια ίσα ίσα ειρωνείας, απαξίωσης και αμετροέπειας, που έφτασε ώς τον χαρακτηρισμό που ανάφερα και παραπάνω, και σκόπιμα τον επαναλαμβάνω: «παρανοϊκά φασιστοειδή»!

Το δέντρο, ούτε λόγος, το κάψαμε και διαρκώς το καίμε εμείς.


ΥΓ., από το Σύνταγμα στην Κυψέλη: Είτε καμένο είτε κομμένο, το δέντρο δοκίμασε σκληρά και μέτρησε και βρήκε λειψή την πολιτική ηθική του Νικήτα Κακλαμάνη.


* Θα ’πρεπε πάντοτε να θυμόμαστε την πολιτική διαδρομή, άρα ταυτότητα, του Ν.Κ., αφού δεν την αναίρεσε ποτέ ο ίδιος· να θυμόμαστε δηλαδή τη θητεία του στο εθνικιστικών αποχρώσεων κόμμα του Αντώνη Σαμαρά, πριν από την επιστροφή του στη Ν. Δημοκρατία, όπου καταλαμβάνει υπουργικό θώκο. Από εκεί βρίσκεται υποψήφιος και πανηγυρικά εκλεγμένος έπειτα δήμαρχος Αθηναίων --με στελέχη μάλιστα του ΛΑΟΣ στο ψηφοδέλτιό του. Η θητεία του στο υπουργείο Υγείας δεν θεωρήθηκε γόνιμη, παρότι είχε γενναία υποστήριξη από μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία στην προεκλογική του εκστρατεία, όπως καταγγέλθηκε: «Θα απαντήσω μετά τις [δημοτικές] εκλογές» είπε ο Ν.Κ., αλλά δεν απάντησε ποτέ.

Γενικότερα ωστόσο, έπειτα από τα πολλά πολιτικοϊδεολογικά δείγματα γραφής του, παραμένει, λέω, ανεξήγητη η αφειδώλευτη στήριξη και μετέπειτα ασυλία --που διαρκεί μέχρι και σήμερα-- από προοδευτικούς, όπως ο Λαζόπουλος, με την κοινωνικά ευαίσθητη αλλά άλαλη εν προκειμένω εκπομπή του. Και σκέφτομαι μήπως τα μοναδικά προοδευτικά ένσημα του Ν.Κ. είναι αυτά που απέκτησε, ερήμην του, από την εκστρατεία του γνωστού ακτιβιστή Γρηγόρη Βαλλιανάτου, που για δικούς του λόγους, σε πλήθος τηλεοπτικές εμφανίσεις του, ακόμα και στη Χριστίνα Λαμπίρη, πίστωνε στον Κ. Καραμανλή τη "γενναιότητα να περιλάβει στην κυβέρνησή του γνωστό ομοφυλόφιλο υπουργό".

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις ερωτικές επιλογές του Ν.Κ., ούτε και νοείται να μας αφορούν, ωστόσο η επανειλημμένη αναφορά σ’ αυτές, και μάλιστα από στενό συνεργάτη του ίδιου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ή ο παραλληλισμός με τον δηλωμένα ομοφυλόφιλο αλλά προοδευτικό και επιτυχημένο δήμαρχο του Παρισιού, χρύσωσαν τη γνωστή, ξαναλέω, ιδεολογική ταυτότητα του Ν.Κ. και γέννησαν ίσως προσδοκίες για αναβάθμιση κτλ. της Αθήνας.

Όμως η ομοφυλοφιλία δεν είναι λ.χ. ιδεολογία, με θετικό αυτομάτως πρόσημο, και από την άποψη αυτή δεν μπορεί να λειτουργεί σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου αποκαθαίρονται αμαρτίες και αναγεννώνται ψυχές και συνειδήσεις. Και εν πάση περιπτώσει, τις ερωτικές επιλογές του Ν.Κ., όπως ξανάπα, δεν τις γνωρίζουμε και ούτε και μας αφορούν· την αναβάθμιση όμως της Αθήνας και του πολιτικού λόγου τη γνωρίσαμε, τη γνωρίζουμε, τη ζούμε. Αυτή μας αφορά.

buzz it!

2/2/09

Συγνώμη, Χριστίνα Λαμπίρη

Η Χριστίνα Λαμπίρη της έντυπης και "σοβαρής" δημοσιογραφίας ξαναχτύπησε (όχι πως έπαψε ποτέ). Ο κοσμικογράφος εθνοφρουρός που δεν έχει αίσθηση πού βρομίζει κάθε φορά, πως δεν είναι όλα ίδια έτσι όπως αλέθονται στο μπλέντερ της αήθειάς του, πως δεν είναι όλα κοσμικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, ώστε να αντιμετωπίζονται όλα με τον ίδιο, απαράλλακτο τρόπο: με αστειάκια κοσμικογραφίας περασμένων, ζαχοχατζηφώτειων εποχών, και όλα αφ' υψηλού, απαξιωτικά, όλο ξινίλα.

[Όλα; ε, όχι, υπάρχουν κι εξαιρέσεις, η εξής μία: η συναυλία του Δημήτρη Παπαδημητρίου με τη Δάρρα στο Ηρώδειο τον Σεπτέμβρη (On off 14.9.08) --του Παπαδημητρίου, του συνθέτη και διευθυντή του Τρίτου, όπου απέκτησε εσχάτως εκπομπή ο Απόστολος Διαμαντής, ιστορική παρακαλώ, στο Τρίτο ξαναλέω, για τον Ιουστινιανό και τις "νεαρές" του κτλ.]

Πού αποπάτησε τη φορά αυτή ο κοσμικογράφος μας; Δείτε μέσα από αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον ποστ, που είχε την καλοσύνη να μου το στείλει φίλος αναγνώστης:

Εργάτες στην Χωματερή του Τύπου


ΥΓ. Και να με συμπαθάει, είπα, η Χριστίνα Λαμπίρη: αυτή δεν πουλάει τίποτα παραπάνω από τη συγκεκριμένη δουλειά που επέλεξε να κάνει, ούτε εθνοπατριωτισμούς, ούτε [κακο]μακιγιαρισμένους ρατσισμούς, ούτε γλωσσαμυντορισμούς επιπέδου Σπυραδώνιδος κτλ.

buzz it!

Μόνο λίγες μερούλες ξαποσταίνει, και ξανά… τραβά

«Ξέρετε, σε αυτήν τη χώρα έχει επικρατήσει η άποψη (κυρίως για τη γλώσσα) ότι η επανάληψη ενός λάθους το καθιστά εντέλει σωστό. Και πράγματι, ώς έναν βαθμό αυτό στη γλώσσα όντως συμβαίνει. Ο εθισμός μας όμως στο ότι αυτό το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και στην πολιτική, είναι ωσάν να αποδέχεται κανείς ότι η επανάληψη της μαλακίας την καθιστά κυβερνητική πολιτική...

»Πράγμα το οποίον επίσης συμβαίνει, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...» (Στάθης, Ελευθεροτυπία 2.2.09)

ο εθισμός μας όμως στο ότι αυτό το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και στη (γλωσσολογούσα) δημοσιογραφία είναι ωσάν να αποδέχεται κανείς ότι η επανάληψη της μαλακίας την καθιστά σχολιασμό ενός κάποιου επιπέδου

πράγμα το οποίον συστηματικά συμβαίνει, η ίδια αξιοθρήνητη ιστορία

γιατί θα όφειλε να ξέρει, να έχει κάπου διαβάσει ο σχολιαστής πως η «άποψη» αυτή είναι στοιχειώδης αρχή της γλωσσολογίας και όχι μια κάποια άποψη που έχει επικρατήσει ειδικά «σε αυτήν τη χώρα» --όπως απαξιωτικά, βεβαίως, σημειώνεται

buzz it!

1/2/09

Η διαλεκτική του καθρέφτη

Άλλη μια συνέχεια στην ιστορία με το Μανιφέστο των Τριών για τις παρεμβάσεις στα θέατρα, το «κείμενο οργής» των Δοξιάδη-Θεοδωρόπουλου-Μάρκαρη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Έπειτα και από τις αντιδράσεις που υπήρξαν, ακολούθησε, στις 3/1, επιφυλλίδα του Τάκη Θεοδωρόπουλου , που ξανάγραφε, και ούτε καν με άλλα λόγια, το αρχικό κείμενο (βλ. και εδώ, κεφ. 2). Αυτήν πάντως τη φορά το βάρος έπεφτε στην παραπέρα ανάπτυξη του χαρακτηρισμού «ενοχικοί μεσήλικοι» τον οποίο είχαν εξαρχής αποδώσει σε όσους επιμέναμε πως επείγει να δούμε από κοντά την εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση και την τυφλή οργή των νέων.

Μάλλον δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική η ανάπτυξη του θέματος. Έτσι, 24/1, ακολούθησε επιφυλλίδα και δεύτερου εκ των τριών, του Απόστολου Δοξιάδη, που και αυτή επέμενε στους ενοχικούς μεσηλίκους, εντοπίζοντας μάλιστα την πηγή της ενοχής των μεσηλίκων στα χρόνια της χούντας, με οιονεί ψυχαναλυτικό πλην εσφαλμένο μαθηματικά τρόπο (βλ. εδώ, κεφ. 3).

Πάλι όμως χρειάστηκε συμπλήρωμα. Το τελευταίο Σάββατο, 31/1, ο Τ. Θεοδωρόπουλος επανήλθε, ξαναγράφοντας την προηγούμενη επιφυλλίδα του, εκείνη η οποία είπαμε πως ξανάγραφε το αρχικό του «κείμενο οργής». Πάλι οι μεσήλικοι κι ο λυρισμός τους κτλ.

Δεν θεωρώ γενικά αρνητικό, ούτε καν άσκοπο, το να επανέρχεται κανείς και να αναπτύσσει όσο καλύτερα νομίζει κάθε φορά τις θέσεις του. Ένα μόνο θα ήθελα να επισημάνω, επειδή επιλογίζει ό,τι θα χαρακτήριζα αυτιστική στάση απέναντι σε μείζονα προβλήματα, στάση που επισημάνθηκε ήδη από πολλούς.

Ο Τ. Θεοδωρόπουλος κλείνει την τελευταία -–μέχρι νεωτέρας-– επιφυλλίδα του με τα εξής:

«Κάτι τελευταίο: κατανοώ απολύτως την αγανάκτηση του συμπαθούς κατά τα άλλα Γιώργου Σαρηγιάννη [σ.σ. καλλιτεχνικού συντάκτη της εφημερίδας και θεατροκριτικού του Ταχυδρόμου] για την επιστολή που υπέγραψα μαζί με τον Απόστολο Δοξιάδη και τον Πέτρο Μάρκαρη. Γράφει και ξαναγράφει στη στήλη του οικτίροντας την αναλγησία μας και ζητώντας μας λίγο ως πολύ την επόμενη φορά να σιωπήσουμε αν είναι να λέμε τέτοια.

»Και τον κατανοώ διότι αν είσαι υποχρεωμένος να παρακολουθείς τόσες πρεμιέρες τον χρόνο -–πολλές παραπάνω πάντως από τις εργάσιμες ημέρες–- η μόνη σου ελπίδα για να γλιτώσεις είναι να μπει κάποιος και να διακόψει μια από αυτές.

»Απλώς πολύ θα ήθελα να ξέρω τι θα κάνουν όλες αυτές οι προοδευτικές συνειδήσεις την επόμενη φορά όταν την όποια πρεμιέρα θα αποφασίσουν να τη διακόψουν έξαλλες θεούσες, επειδή έκριναν πως τα τεκταινόμενα επί σκηνής προσβάλλουν τα χρηστά ήθη. Όταν μιλάμε για έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας για κάτι τέτοια μιλάμε».

Προσπερνούμε το περίλαμπρο ευφυολόγημα για την ανακούφιση του Σαρηγιάννη που γλίτωσε μια πρεμιέρα. Πάμε στο τέλος, στο ζουμί, με τη ρητορική τάχα ερώτηση τι θα κάνουμε «όλες εμείς οι προοδευτικές συνειδήσεις» απέναντι σε έξαλλες θεούσες που θα διακόψουν μελλοντικά κάποια παράσταση!

Εδώ ο Τ.Θ., με μια εντυπωσιακή, νομίζει, χειρονομία, νομίζει πως μας έκλεισε το στόμα. Αλλά μάλλον ξεχάστηκε, ξέχασε για τι γράφει, γιατί αυτή η αντιπαράθεση: προϋποθέτει, θεωρεί δεδομένη, μια εξίσωση που δεν είναι κοινής αποδοχής: «Απολίτιστοι», «φασιστοειδή», όσοι διέκοψαν τώρα παραστάσεις, «απολίτιστες», «φασιστοειδείς» και οι θεούσες που θα διακόψουν ίσως παραστάσεις! Έτσι, όσοι επικρότησαν την πρωτοβουλία των παιδιών του Δεκέμβρη, οφείλουν να χειροκροτήσουν και τις θεούσες! Όμως, ενώ είναι αυτονόητο το δεύτερο σκέλος της θεοδωροπούλειας εξίσωσης -–σχετικά με τις θεούσες-–, δεν είναι διόλου το πρώτο -–για τα παιδιά που διέκοψαν τις παραστάσεις.

Γι’ αυτό μίλησα για αυτισμό, στη θέση τής οσοδήποτε έντονης, γιατί όχι, πολιτικής αντιπαράθεσης ή αντιπαλότητας.

Η διαλεκτική του καθρέφτη, με άλλα λόγια.

buzz it!