25/3/09

ας με χαίρομαι -ένα μικρό κλεφτόπουλο

ουφ, πάλι τα ξέχασα τα μπλογκογενέθλιά μου, που έτσι κι αλλιώς μονάχος τα γιορτάζω, αφού έκλεισα τα σχόλια, καλά να πάθω, πάντως διχρόνισε τον φλεβάρη το μπλογκ --αλλά τι μπλογκ πάλι δίχως σχόλια, σηκώνεται και η τρίχα μερικώνε όταν με λέει κάποιος "μπλόγκερ"...

πέρασε μήνας λοιπόν απ' τα μπλογκογενέθλιά μου, ας με γιορτάσω μαζί με την εθνική επέτειο, με μια φωτογραφία ανυψωτική του εθνικού φρονήματος, μέρες δύσκολες που περνάει το ανάδελφό μας, στο έλεος πάσης φύσεως κουκουλοφόρων --και προπαντός ασκεπών κονδυλοφόρων

ζήτω η 25η μαρτίου

buzz it!

21/3/09

Αγαπητέ Γκάζι, αγαπητέ Μιχάλη

Τα Νέα, 21 Μαρτίου 2009

Προϊόν ουσιαστικά ρατσισμού είναι η καταστροφική για την υγεία του ίδιου μετάλλαξη του Μάικλ Τζάκσον

Το θέμα είναι να αποδεχτούμε τον Αλβανό σαν Αλβανό, και όχι σώνει και καλά «ελληνοποιημένο», ούτε σώνει και καλά αφομοιωμένο, που επιπλέον μπορεί να σημαίνει κάποτε και αλλοτριωμένο· και να αποδεχτούμε τον μαύρο σαν μαύρο και όχι κυριολεκτικά ή μεταφορικά λευκασμένο

το πλήρες κείμενο:

Αγαπητέ Γκάζι και αγαπητέ Μιχάλη, πάνε μήνες που θέλω να σας γράψω, κι όλο το αναβάλλω, βρίσκω ζόρικο το θέμα, πέσαν κι ένα σωρό άλλα, ήρθε και ο Δεκέμβρης και μας έκανε χίλια κομμάτια, τον καθένα μόνο του και όλους μεταξύ μας, το γράμμα όλο πήγαινε παραπίσω.

Τούτο το Σάββατο όμως, 21 Μαρτίου, παγκόσμια μέρα κατά του ρατσισμού, η κατάλληλη ευκαιρία, είπα. Δεν είχε νόημα να το τραβάω άλλο, στο μεταξύ με τον Γκάζι τα ’παμε καμιά δυο φορές απ’ το τηλέφωνο, ιδίως για την περίπτωση του Μιχάλη. Πολύ αργότερα γνώρισα, εντελώς συμπτωματικά, τον Μιχάλη: είχα πάει στο Εθνικό, στον Ρομπέρτο Τσούκο, βλέπω να δεσπόζει ανάμεσα στα κρουστά του ένας μαύρος, που έπαιζε υπέροχα και ανάγγελλε τις σκηνές. Λες, μου ’ρθε ξαφνικά, να είναι ο Μιχάλης που μας έγραφε την ιστορία του εδώ ο Γκάζι -–σαν κάτι να μου θύμιζε το πρόσωπό του απ’ τη φωτογραφία, κάτι θυμόμουν έλεγε στο άρθρο και για κρουστά. Στο τέλος κοιτάω στο πρόγραμμα: Μιχάλης το μικρό του· σύμπτωση; Στα παρασκήνια πια, πάω και τον βρίσκω, όντως ήταν αυτός. Είπαμε να τα πούμε, πέρασε όμως πάλι ο καιρός, σήμερα, τελευταία στιγμή, του τηλεφώνησα, ελάχιστα μιλήσαμε, έτρεχε με τις πρόβες, πάλι στο Εθνικό θα τον δούμε –καλή επιτυχία κι αυτήν τη φορά, Μιχάλη.

Αλλά με τη σειρά: Ο Γκάζι, ο Γκαζμέντ Καπλάνι, συνάδελφος στην εφημερίδα, Αλβανός, ζει κοντά 20 χρόνια στην Ελλάδα, μιλάει και γράφει ελληνικά, έβγαλε και βιβλίο στα ελληνικά, και σχεδόν θυμώνει όταν νομίζουν ότι το ’γραψε στα αλβανικά κι έπειτα το μετέφρασε, παραλίγο μάλιστα να τον προτείνουν τελευταία και για βραβείο μετάφρασης: Μικρό ημερολόγιο συνόρων λέγεται το βιβλίο του, πήρε πολύ καλές κριτικές –-δε θα μου κρατάς κακία, Γκάζι, που ακόμα να το διαβάσω!

Ο Μιχάλης τώρα, που μας τον γνώρισε από εδώ ο Γκάζι αλλά πια τον γνωρίζουμε και από τις μουσικές του και το θέατρο, μαύρος, γεννημένος από Νιγηριανούς γονείς στην Ελλάδα, χωρίς χαρτιά παραταύτα, και κοντεύει τα τριάντα –δεν του φαίνεται, παρόλο που είναι μεγαλόσωμος.

Τι έγραφε όμως ο Γκάζι (Νέα 7.6.08) κι ήθελα να του γράψω έπειτα εγώ; Πως κάπου τον πλησίασε τον ίδιον κάποια κοπέλα και του έκανε «τη συνήθη φιλοφρόνηση», ότι μιλάει «πολύ καλά ελληνικά». «Και εσείς» της απάντησε ο Γκάζι, και την άφησε άναυδη. Γιατί αυτό το κομπλιμέντο, γράφει, «σε τοποθετεί στη θέση του αιώνιου ξένου. Στη θέση του ανθρώπου που ανήκει αιωνίως αλλού».

«Στα πρώτα χρόνια της παραμονής» συνεχίζει ο Γκάζι, «το κομπλιμέντο για τη γλώσσα σε κολακεύει. Από ένα σημείο και πέρα σου φαίνεται περιττό. Και όταν κοντεύεις να περάσεις τα μισά χρόνια της ζωής σου στη χώρα όπου μετανάστευσες, αρχίζει και σε ενοχλεί. Γιατί σημαίνει ότι ο συνομιλητής σου, όταν μιλάς, δεν σε ακούει μέσω αυτών που λες αλλά μέσω της καταγωγής σου, του ονόματός σου, του χρώματος της επιδερμίδας σου. Και καλά εγώ που ήρθα εδώ 24 χρονών. Σκέφτομαι τον μαύρο φίλο μου, τον Μιχάλη, που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και ακούει και αυτός συχνά την ίδια φιλοφρόνηση: “Μιλάτε εξαιρετικά ελληνικά”. Απαντά ότι γεννήθηκε εδώ, αλλά οι συνομιλητές του, κρίνοντας από το χρώμα της επιδερμίδας, συνεχίζουν: “Παρ’ όλα αυτά μιλάτε εξαιρετικά ελληνικά”.»*

Θα σου γράψω απ’ την επιφυλλίδα, του είπα του Γκάζι, αλλά, όσο δεν έγραφα, τα είπαμε, όχι εξαντλητικά, απ’ το τηλέφωνο. Υπερασπιζόμουν, εντέλει, την κοπέλα. Που δεν μπορούσε να ξέρει σώνει και καλά τα πλήρη βιογραφικά και τις γνώσεις του Γκάζι. Και ούτε είναι αυτονόητο έτσι κι αλλιώς πως ένας Αλβανός μιλάει «πολύ καλά ελληνικά», ακόμα κι αν ζει χρόνια στην Ελλάδα. Η Αμερικανίδα φίλη Κατερίνα, παλιά μου διευθύντρια σ’ ένα αμερικανικό σχολείο, ζούσε ήδη τότε κάμποσες δεκαετίες στην Ελλάδα, είχε φτάσει ώς τα πιο απόμακρα ορεινά χωριά, ήξερε ήθη και έθιμα καλύτερα κι από λαογράφους, αλλά δεν έφτασαν στο ίδιο επίπεδο και τα ελληνικά της. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι γενικά κοινωνικοί-ταξικοί οι λόγοι που σχετίζονται με την εκμάθηση της γλώσσας της ξένης χώρας όπου ζει κανείς: έτσι, η Αμερικανίδα Κατερίνα που είχε μάθει τέλεια την Ελλάδα και τους Έλληνες δεν έμαθε και τέλεια ελληνικά, έτσι, από την άλλη, Αλβανοί και λίγο πιο πριν Πολωνοί μετανάστες έμαθαν άψογα ελληνικά. (Αλλά και η σχετική αδυναμία, από μιαν άλλη πάλι πλευρά, Ασιατών και Αφρικανών μεταναστών, κι αυτή σε κοινωνικούς λόγους οφείλεται, καθώς ζουν κατά κανόνα γκετοποιημένοι.)

Και μαζί με τη συνομιλήτρια του Γκάζι υπερασπιζόμουν και τους συνομιλητές του Μιχάλη, που θαύμαζαν τα «εξαιρετικά ελληνικά» του, κι όταν τους έλεγε πως είναι γεννημένος εδώ, επέμεναν ότι, «παρ’ όλα αυτά», είναι εξαιρετικά τα ελληνικά του. Εκ πρώτης όψεως, γελοίο. Και για τον ίδιο τον Μιχάλη, εξοργιστικό. Γιατί σ’ αυτή την αλλόκοτη αντίδρασή τους συμποσούνται κατά κάποιον τρόπο οι πάσης φύσεως διακρίσεις που έχει ζήσει, και όχι μόνο ο ίδιος. Δίκιο έχει λοιπόν ο Μιχάλης. Αλλά δίκιο μπορεί να ’χει και ο συνομιλητής του: γιατί το σήμα που δέχεται, το μαύρο χρώμα δηλαδή, είναι πολύ πιο ισχυρό, καθότι άμεσο, ορατό, από το έμμεσο που φτάνει στη συνομιλήτρια του Γκάζι, η οποία δεν είδε αλλά πληροφορήθηκε κάποια στιγμή ότι ο συνομιλητής της είναι Αλβανός.

Και το ισχυρό αυτό σήμα αποκωδικοποιείται αυτόματα και μεταφράζεται σε κάτι περισσότερο από ξένον, μετανάστη, παραπέμπει με βεβαιότητα σε άλλους λαούς, άλλες φυλές· η δήλωση τότε του Μιχάλη απλώς επιτείνει, αν δεν τη δημιουργεί κιόλας, τη σύγχυση, την αμηχανία.

Δικαιολογούσα λοιπόν αυτή την αμηχανία, υπερασπιζόμουν, ας το πω έτσι, το δικαίωμα στην αμηχανία –γεγονός επίσης γελοίο, από μιαν άποψη επίσης εξοργιστικό, όταν ο Μιχάλης διεκδικεί την ύπαρξή του, τον ελάχιστο σεβασμό στην ύπαρξή του. Έλεγα όμως και λέω ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν είμαστε ακόμα εξοικειωμένοι με την ιδέα μεταναστών δεύτερης γενιάς, και πολύ περισσότερο μαύρων. Που αυτοί ιδίως, με το έντονα διαφοροποιό στοιχείο, το χρώμα, σε πρώτη επαφή μοιραία θα διεγείρουν πάντοτε τα ίδια ανακλαστικά. Πέρα απ’ αυτό, το γενικό, ως προς τη γλώσσα ειδικότερα, ξένοι γεννημένοι εδώ, μακάρι κι Έλληνες πολίτες, δεν είναι αυτονόητο πως θα μιλάνε σώνει και καλά «εξαιρετικά ελληνικά». Στο πολυφυλετικό Λονδίνο λόγου χάρη, και Αφρικανοί και ιδίως Ασιάτες, Ινδοί, Πακιστανοί κ.ά., εμφανέστατα Άγγλοι πολίτες, αφού τους συναντάς σε δημόσιες θέσεις, κάθε άλλο παρά «εξαιρετικά» αγγλικά μιλάνε.

Έτσι, πάντα θα είναι γνήσιος έπαινος, ατόφιος, που θα δηλώνει θαυμασμό, και συγκίνηση ακόμα, η παρατήρηση για τα «πολύ καλά» ή «εξαιρετικά» ελληνικά σου, φίλε Γκάζι, και ακόμα περισσότερο για σένα, αγαπητέ Μιχάλη.

Μαύρος και όχι λευκασμένος

Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι να αποδεχτούμε τον Γκάζι και ιδιαίτερα τον Μιχάλη όχι για τα καλά ελληνικά τους αλλά μέσα στην ετερότητα, τη διαφορά τους, εθνοφυλετική ή όποια άλλη. Να αποδεχτούμε τον Αλβανό σαν Αλβανό, και όχι, όχι μόνο, «ελληνοποιημένο», ούτε σώνει και καλά αφομοιωμένο, που επιπλέον μπορεί να σημαίνει κάποτε και αλλοτριωμένο· να αποδεχτούμε τον μαύρο σαν μαύρο και όχι λευκασμένο, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, Μάικλ Τζάκσον λόγου χάρη.

Τώρα ο Μιχάλης, όπως μας τον σύστησε εδώ ο Γκαζμέντ Καπλάνι, δεν είναι σκέτα Μιχάλης. Είναι ο Μιχάλης Αφολαγιάν. Που τον είδαμε στην παράσταση του Ρομπέρτο Τσούκο, να παίρνει και καλές κριτικές. Και πιο πριν, σε παράσταση πάλι του Εθνικού. Ή να διδάσκει κρουστά σε σεμινάρια. Και μέσα στη σεζόν θα τον ξαναδούμε, σε άλλη παράσταση. Όμως, μετά την παράσταση, έξω στο δρόμο, ο Μιχάλης Αφολαγιάν θα είναι πάλι σκέτα Μιχάλης. Και ούτε καν. Θα είναι ίδιος με Αλή, με Αχμέτ κτλ. Το θέμα είναι να γίνει αποδεκτός ακριβώς σαν πιθανός Αλή, Αχμέτ κτλ. Όπως ακριβώς και ένας οποιοσδήποτε άλλος, με όνομα και επώνυμο πλην λευκός, στο δρόμο είναι σκέτα Γιάννης, Γιώργος ή Μανόλης.


* «Εγώ είμαι περήφανος που είμαι μαύρος» έλεγε άλλη φορά ο Μιχάλης στον Γκ. Καπλάνι (Νέα 17.11.07). «Το να είσαι μαύρος όμως σημαίνει ότι συναντάς μπροστά σου έναν τοίχο. Σημαίνει ότι πρέπει να ξοδεύεις πολλή ενέργεια για να πείσεις τους γύρω σου ότι δεν είσαι γεννημένος μόνο για να πουλάς CD και να παίξεις μπάσκετ. Ότι μπορείς να γίνεις γιατρός, λογοτέχνης, σχεδιαστής μόδας, οτιδήποτε. Το να είσαι μαύρος σημαίνει ότι ζεις με αυτό το χρώμα, το αναπνέεις, ότι δεν σε αφήνουν ποτέ να νιώσεις αόρατος. Τη μεγαλύτερη έκπληξη την προκαλείς όταν μιλάς ελληνικά χωρίς προφορά. Παθαίνουν πλάκα. Μερικοί κάθονται με το στόμα ανοιχτό και σε κοιτάνε σαν εξωγήινο.»

buzz it!

20/3/09

Το γλωσσικό μάθημα στο σχολείο: Θεμέλια γλωσσικής σχιζοφρένειας

[ομιλία σε συνάντηση εκπαιδευτικών οργανωμένη από το περιοδικό Νέα Παιδεία, 19.3.09]

Για τη γλώσσα στο σχολείο θα ’θελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις μαζί σας, σκέψεις που σίγουρα τις έχετε κάνει οι περισσότεροι από σας, κατά τη διδακτική πράξη. Αλλά πρώτα ας πάμε λίγο ή και αρκετά πριν απ’ τα σχολικά χρόνια.

Ξέρουμε ότι κάθε παιδί, πριν ακόμα πάει στο σχολείο, είναι επαρκής χρήστης της γλώσσας του, κατέχει δηλαδή τον μηχανισμό της γλώσσας. Ήδη ένα τρίχρονο παιδί λέει θέλω να φάω και όχι *θέλω να έφαγα, λέει θέλω τη μαμά μου και όχι *θέλω η μαμά μου, χρησιμοποιεί δηλαδή σωστά εν προκειμένω υποτακτική φωνή και πτώσεις, χωρίς να έχει φυσικά ακούσει ποτέ το όνομά τους. Απομένει να καλλιεργήσει το γλωσσικό του όργανο, να εμπλουτίσει το λεξιλόγιό του, αλλά και να μάθει πλέον για τη γλώσσα του, να μάθει γραμματικούς κανόνες κτλ. Να εντάξει δηλαδή σε κάποιο σύστημα τις εμπειρικές ώς τότε γνώσεις του.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είναι όμως, όπως είπαμε, επαρκής χρήστης της γλώσσας του. Και μάλιστα πλάθει λέξεις, σπάνια αδιάγνωστες, αυστηρά προσωπικές, κατά κανόνα προφανείς, κατ’ αναλογία με όσα έχει ακούσει, όσα έχει «μάθει» και χρησιμοποιεί ώς τότε.

«Μαμά, ξεβράχηκα» έλεγε ένα παιδάκι, ακολουθώντας την άγνωστή του θεωρητικά νόρμα: λέω-ξελέω, κλειδώνω-ξεκλειδώνω. Το βρέχομαι βεβαίως έχει αντίθετό του το στεγνώνω, όχι, ή όχι και το *ξεβρέχομαι. Που το έπλασε το παιδί, είτε γιατί δεν ξέρει ακόμα το στεγνώνω, είτε, όπως μ’ αρέσει να πιστεύω, γιατί θέλησε να δηλώσει με αμεσότερο τρόπο την επανόρθωση, την αναίρεση του ατυχούς συμβάντος ότι λίγο πριν είχε βραχεί. Του ’χε ξανασυμβεί αυτό, ξέρει πως δεν είναι καλό, ανακουφισμένο τώρα δηλώνει πως ξεβράχηκε.

Και πολλά άλλα, ευφάνταστα και υπέροχα. Που σύντομα το παιδί θα τα ξεχάσει. Θα τα ξεχάσει όσο θα μεγαλώνει, όσο θα βγαίνει από τον δικό του, κλειστό κόσμο και θα κοινωνικοποιείται, όσο θα αποκτά συνείδηση του ευρύτερου κόσμου στον οποίο ανήκει, και τον οποίο παρακολουθεί με τεράστια προσοχή: την οικογένειά του, μέσα στο σπίτι, τους παραέξω συγγενείς έπειτα, τους γείτονες κ.ο.κ. Σ’ αυτόν πια τον κόσμο δεν θα τις ξαναβρεί πουθενά τις λέξεις του, ώστε να υπάρξει αυτό που λέμε «ανατροφοδότηση»: θα πάψουν έτσι να υπάρχουν οι λέξεις του, ακόμα και για το ίδιο· ακόμα περισσότερο, στην ηλικία όπου όλα διαδραματίζονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, θα ’ναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Ήρθε όμως η ώρα του σχολείου –το παιδί πάει στο σχολείο.

Εδώ συμβαίνουν πράγματα από μιαν άποψη κοσμογονικά. Τώρα όλη η έως τώρα γνώση του παιδιού μετακενώνεται σε σκέτα σχήματα, στα γράμματα, τώρα όλος του ο κόσμος πρέπει να χωρέσει σ’ αυτά τα κουλουράκια και τα μπαστουνάκια· οι τρισδιάστατες, πολύχρωμες εικόνες του γίνονται σκέτες γραμμούλες, κυρίως μαύρες.

Η πρώτη ρήξη έχει επέλθει, κάτι που είναι ωστόσο αναπόφευκτο –και που προφανώς αντισταθμίζεται από πολλά άλλα συναρπαστικά που του συμβαίνουν στο σχολείο. Αυτό που δεν είναι αναπόφευκτο, αυτό που σχετίζεται με το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ότι η γλώσσα ταυτίζεται με τη γραφή, ότι «σωστή» γλώσσα θεωρείται κατεξοχήν, αν όχι αποκλειστικά, ο γραπτός λόγος, σύμφωνα άλλωστε με μια γενικότερη, κυρίαρχη αντίληψη.

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου η ρήξη είναι περισσότερο σύνθετη: το κρητικόπουλο, το ρουμελιωτάκι, το ηπειρωτάκι, το οπουδήποτε χωριατόπουλο, έπειτα το τσιγγανόπουλο κτλ. θα κληθούν να ακολουθήσουν την πρότυπη γλώσσα, θα κληθούν να βγουν από τον δικό τους κόσμο για να περάσουν σε έναν άγνωστό τους, εν πολλοίς αφηρημένο, αόρατο.

Το πώς θα γίνει αυτή η επίσης αναπόφευκτη, η κοινωνικά επιβεβλημένη μετάβαση είναι ένα τεράστιο θέμα από μόνο του, αν δηλαδή γίνει μέσα από την απαξίωση της γλώσσας του παιδιού: «δεν το λέμε έτσι· έτσι είναι το σωστό». Εμείς ας μείνουμε με την ψευδαίσθηση πως οι εξαιρέσεις είναι ο κανόνας, πως δηλαδή φωτισμένοι δάσκαλοι τού εξηγούν ότι αυτό το λέμε έτσι αλλά το λέμε και αλλιώς, και ίσως καλύτερα να χρησιμοποιούμε αυτό το αλλιώς, για να συνεννοούμαστε με περισσότερους, με πολλούς, για να είμαστε πια πολλοί, όλοι μαζί –ή κάπως έτσι.

Εν πάση περιπτώσει, είτε με το καλό δηλαδή είτε με το άγριο, η αναπόφευκτη, ξαναλέω, μετάβαση απ’ το τηράω στο κοιτώ, από το γλέπω στο βλέπω, από το βλεπόσαντε στο βλέπονταν κ.ο.κ., για να μείνω στα πιο απλά, η μετάβαση λοιπόν αυτή δεν μπορεί παρά να είναι από μιαν άποψη επώδυνη.

Ας περιοριστούμε όμως στη γενική διαδικασία-αλλαγή, στη μετάβαση από τον ιδιωτικό κόσμο στον ευρύτερο, διαδικασία που συχνά ή κατά κανόνα συμβαδίζει με την υποχώρηση της προφορικής ώς τότε γλώσσας μπροστά στον κυρίαρχο γραπτό λόγο.

Άμεσο αποτέλεσμα μπορεί να είναι τότε η αφυδάτωση της γλωσσικής έκφρασης μέσα στο σχολείο, έτσι όπως διευκολύνεται ή προάγεται έμμεσα η τυποποιημένη, μηχανική έκφραση, η μηχανική αναπαραγωγή έτοιμων σχημάτων και ιδεών, κοινώς η απομνημόνευση –στο δικό μας ιδίως σχολείο.

Αυτό όμως είναι ένα γενικό ζήτημα ή πρόβλημα, όπως είπαμε, άρα ένας γενικός κίνδυνος, που δεν συνδέεται εξ ορισμού και αποκλειστικά με τη δική μας πραγματικότητα και γλώσσα. Υπάρχει ένας ειδικότερος, μείζων κίνδυνος, πολύ φοβούμαι παγιωμένη πλέον πραγματικότητα στα καθ’ ημάς.

Εξηγούμαι: και το γαλλάκι, λ.χ., κι αυτό προσγειώνεται από τον πλούσιο, παραστατικό κόσμο της γλώσσας στον μονοδιάστατο κόσμο της γραφής· επίσης, και το γαλλάκι της περιφέρειας βιώνει την τραυματική για το ίδιο απαξίωση της δικής του γλώσσας, για να ενσωματωθεί στον κόσμο της πρότυπης γλώσσας.

Στην αντικειμενική αυτή πραγματικότητα, με τα δυνητικώς δυσάρεστα επακόλουθα, εμείς έχουμε έναν επιπλέον παράγοντα που μπορεί να επιδράσει αρνητικά στη γλωσσική έκφραση και τη γλωσσική καλλιέργεια του παιδιού: τη μακρά διαδρομή της γλώσσας μας, που την αντιμετωπίζουμε όμως αποσπασμένη από το ιστορικό της πλαίσιο, άρα ανιστόρητα –και τότε γλωσσικώς επιζήμια.

Στο γυμνάσιο δηλαδή, στο γυμνάσιο πια, το παιδί, κι ενώ είναι αμφίβολο αν έχει συνέλθει πλήρως από τις ανατροπές τις οποίες έχει βιώσει, θα έρθει αντιμέτωπο με επιστημονικοποιημένη την περιρρέουσα γλωσσική σύγχυση του κόσμου των ενηλίκων. Γιατί τώρα η σύγχυση αυτή, προσεπικυρωμένη, γίνεται κατά κανόνα μέθοδος και αντικείμενο διδασκαλίας. Αναφέρομαι στη σύγχυση αρχαιογνωσίας και αρχαιογλωσσίας, κατά την οποία επιχειρούμε να γνωρίσουμε τον αρχαίο κόσμο μέσα από αποσπασματική, εκ των πραγμάτων, γνώση της αρχαίας γλώσσας.

Το αποτέλεσμα, όπως μας δείχνει η μακρότατη πείρα από τα εκπαιδευτικά μας πράγματα, πίσω μάλιστα, σε εποχές με πολύ ισχυρότερους διάμεσους, όπως η καθαρεύουσα, είναι καταρχήν ελλιπής έως ανύπαρκτη, ακόμα χειρότερα: παραμορφωτική προσέγγιση και των δύο, και του αρχαίου κόσμου, που είναι το μείζον, και της αρχαίας γλώσσας. Λέω «καταρχήν», γιατί υπάρχει μια πολύ σημαντικότερη επίπτωση, με αρκετές παραμέτρους. Πρόκειται για την άμβλυνση, αν όχι στρέβλωση, του γλωσσικού αισθητηρίου του παιδιού.

Βασικός πρόξενος αυτής της άμβλυνσης είναι, στη φάση αυτή, η σύγχυση διαφορετικών γλωσσικών συστημάτων, στη φάση δηλαδή όπου ο μαθητής δεν έχει κατακτήσει πλήρως το γλωσσικό του όργανο, και μολαταύτα καλείται να επεξεργαστεί στοιχεία από άλλο γλωσσικό σύστημα και τυπικό, στοιχεία όχι απλώς διαφορετικά αλλά ασύμβατα και αντικρουόμενα.

Στη σύνταξη αίφνης, που είναι παντελώς διαφορετική από το ένα σύστημα στο άλλο, από τη συνθετική δηλαδή αρχαία στην αναλυτική νεοελληνική γλώσσα, καλείται ο μαθητής να αντιμετωπίσει, λ.χ., το επιμελούμαι (ένα ρήμα διόλου κοινόχρηστο, έτσι κι αλλιώς) μετά γενικής, όπως συντασσόταν παλιά, πλάι στο σημερινό επιμελούμαι με αιτιατική.

Και πού είναι το πρόβλημα, θα πει κανείς. Το πρόβλημα θα το δούμε ήδη στα δικά μας, στον λόγο των ενηλίκων, στην ολοένα εντεινόμενη σύγχυση ως προς τη σύνταξη των ρημάτων με γενική· όπου βλέπουμε να συντάσσονται με γενική πλήθος ρήματα που ποτέ, ούτε στα αρχαία δηλαδή, δεν συνοδεύτηκαν από γενική: συνέχεια διαβάζουμε και ακούμε: «επιδέχεται βελτιώσεων», «μετέρχεται όλων των μέσων», «διέφυγε του κινδύνου», «αποποιούμαι των ευθυνών μου» (αυτό πέρασε και σε σχολικό βιβλίο, και μάλιστα σχετικό με το γλωσσικό μάθημα, στο βιβλίο του εκπαιδευτικού για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα της Α΄ γυμνασίου, ΟΕΔΒ 2006), κτλ.

Όμως, ακόμα το λεξιλόγιο, το μόνο όπου παρατηρούνται πραγματικές ομοιότητες ανάμεσα στα δύο συστήματα, γίνεται παράγοντας εκτεταμένης σύγχυσης, εξαιτίας ακριβώς των ομοιοτήτων, που συχνά είναι εξωτερικές, φαινομενικές μόνο, άρα παραπλανητικές, καθώς πολύ συχνά έχει αλλάξει η σημασία των λέξεων.

Σε τι θα ωφεληθεί το παιδί, ή έστω: θα είναι τάχα μεγαλύτερη η πιθανή ωφέλεια από το εξίσου πιθανό κακό που θα επέλθει στη «γλωσσική ισορροπία» του αν μάθει πως ο αργός δεν σήμαινε πάντοτε το ίδιο, αργός ήταν κάποτε ο ανώφελος· και κοινός ήταν ο ακάθαρτος· και αστείος ο αρεστός. Έτσι, στην Α΄ κιόλας γυμνασίου το παιδί μαθαίνει ότι λογάς ήταν ο επίλεκτος, και χρήστης ήταν ο δανειστής –και πού να του λέγαμε εδώ ολόκληρη την αλήθεια, πως χρήστης δεν ήταν μόνο ο δανειστής αλλά και ο δανειζόμενος! Πώς θα τη διαπλεύσει αυτήν τη θάλασσα σώο το παιδί;

Αν ωστόσο όλα αυτά μπορεί να θεωρηθούν τεχνικό, ας πούμε, πρόβλημα, που καλούμαστε και ενδεχομένως μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε -–με διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας, με διαφορετικά εγχειρίδια, με ενίσχυση της διδασκαλίας των νέων ελληνικών κ.ά.-–, παραμένει μόνιμος δολιοφθορέας κάθε μας προσπάθειας μια άλλη, κυρίαρχη αντίληψη, που θέλει τη νεοελληνική γλώσσα όχι συγγενή και ισότιμο εταίρο αλλά υποτελή της αρχαίας.

Η νεοελληνική δηλαδή θεωρείται ανεπαρκές γλωσσικό σύστημα, που χρειάζεται τη συνεχή στήριξη της αρχαίας γλώσσας· ή αλλιώς, η γνώση της αρχαίας θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ όρος για την καλλιέργεια της νεοελληνικής. Κι όμως, ούτε οι Γάλλοι στηρίζουν τη διδασκαλία της γλώσσας τους στα πολύ πιο κοντινά τους γαλλικά του Ραμπελαί ούτε οι Άγγλοι στα αγγλικά του Σαίξπηρ.

Αν δεν απαγκιστρωθούμε από την αντίληψη αυτή, ούτε τα αρχαία θα διδαχτούν ποτέ αποτελεσματικά, αν υπάρχει καν τρόπος για κάτι τέτοιο, ούτε τα νέα. Ίσα ίσα, τα αρχαία θα αποτελούν τροχοπέδη στην καλλιέργεια της νέας ελληνικής, σπέρνοντας ζιζάνια δραστικά στο έδαφός της, εκεί που προσδοκούσαμε πολύτιμη αρωγή.

Ακόμα χειρότερα: η αντίληψη αυτή, όπως/επειδή απαξιώνει καταστατικά τα νέα ελληνικά, κλονίζει την πίστη του παιδιού στη γλώσσα του και κατ’ επέκταση στον εαυτό του, ανατρέπει στοιχειώδεις βεβαιότητες και ισορροπίες του, και αμβλύνει ειδικά, όπως είπαμε, το γλωσσικό του αισθητήριο.

Έτσι κι αλλιώς, η γλώσσα στο σχολείο αντανακλά αναπόφευκτα τις δικές μας στάσεις απέναντι στη γλώσσα. Οι οποίες μέσα στο σχολείο θεωρητικοποιούνται, δανείζονται από το κύρος του θεσμού του σχολείου, και γίνονται τα θεμέλια για ολόκληρο οικοδόμημα, τη γλωσσική σχιζοφρένεια, σύμφωνα με τον σχηματικό έστω τίτλο μου, εκεί που σ’ εμάς είναι σκόρπιες πέτρες –πάντως τούβλα.

Η απαξίωση της γλώσσας μας προάγεται λοιπόν, στις συζητήσεις αλλά και στην πρακτική, και όχι μόνο μέσα στο σχολείο, «επιστημονικά», σε κραυγαλέα ωστόσο αντίθεση με βασικές και τεκμηριωμένες αρχές της αρμόδιας επιστήμης, της γλωσσολογίας. Αυτή η επιστημονικοφανής τώρα αντιμετώπιση οδηγεί στην εσωτερίκευση της απαξίωσης από μέρους του χρήστη, πολύ περισσότερο του μικρού παιδιού. Και η εσωτερίκευση πλέον της απαξίωσης μόνο αίσια αποτελέσματα δεν θα έχει.

Όχι βεβαίως για τη γλώσσα την ίδια, αλλά για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, για την καλλιέργεια στάσεων, συνειδήσεων, ιδεολογιών. Για τα παιδιά και για μας τους ίδιους, την κοινωνία δηλαδή.


συνάντηση-συζήτηση με θέμα: «Από τη γλώσσα του σχολείου και των εξετάσεων στη 'γλώσσα' του διαλόγου για την παιδεία»
ομιλητές: Αθαν. Γκότοβος, καθηγητής παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, “Tabula rasa, lingua restricta: Ζητήματα σοβαρότητας και αξιοπιστίας σε έναν ακόμη διάλογο για την παιδεία», και ο υπογραφόμενος
παρεμβάσεις: Κώστας Μπαλάσκας, επίτιμος σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, «Το λεγόμενο και το γραφόμενο», και Κώστας Αγγελάκος, επίκουρος καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου, διευθυντής του περιοδικού Νέα Παιδεία, « Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα: διορθώνοντας δύο μαθητικά γραπτά των τελευταίων είκοσι χρόνων»

buzz it!

19/3/09

Δένδιας, τελευταίος και καταϊδρωμένος

"Θεωρούμε ότι ο Έλληνας δεν μπορεί να ντρέπεται για τα χαρακτηριστικά του και να διαμαρτύρεται χωρίς να τα εμφανίζει. Δεν μπορεί να εγκληματεί αποκρύπτοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του"

είπε ο υπουργός της δικαιοσύνης της Νέας Δημοκρατίας Νίκος Δένδιας

σιγά, κύριε υπουργέ, σας πρόλαβαν άλλοι:

"Τα τελευταία χρόνια έχουμε πλέον βιώσει αυτή την ηδονή της καταστροφής που εκπορεύεται από μια μερίδα της νεολαίας που ντρέπεται να δείξει το πρόσωπό της"

είχε προηγηθεί ο γνωστός Κώστας Γεωργουσόπουλος, στα Νέα 10.12.08 --όπου και η γλαφυρή συνέχεια, μην τη χάσουμε, λίγη ακόμα τουλάχιστον:

"Ήταν πάντα ίδιον της εφηβείας η τόλμη, το θάρρος, η καθαρή ματιά για οποιοδήποτε σκοπό. Εφήβους που κρύβανε το πρόσωπό τους δεν το είχαμε ποτέ φανταστεί. [...] Αυτά τα κρυμμένα πρόσωπα, δηλαδή τα πρόσωπα-δίποδα..." κτλ.

στο ίδιο φύλλο των Νέων ο γνωστότερος αργότερα από το Μανιφέστο των Τριών Τάκης Θεοδωρόπουλος:

"Οι δικοί μας Ταλιμπάν [...] κρύβονται κι αυτοί, σκεπάζουν τα πρόσωπά τους..."

αργήσατε λίγο, κύριε υπουργέ --αλλά τα παίρνετε τα γράμματα, χαλάλι!

buzz it!

16/3/09

Μόνο υπείροχον; υπειροχότατον! ή γιος Ευγενίας - γιος Κούγια, σημειώσατε 1

3χρονο και αρχαία
Η νέα τηλεστάρ Ευγενία Μανωλίδου, παρουσιάστρια της «Στιγμής της αλήθειας» («Η στιγμή της ηλίθιας» θα έπρεπε να λέγεται, άκουσα σήμερα την ατάκα της Μέλπως Ζαρόκωστα σε μεσημεριανή τηλεοπτική εκπομπή!), δήλωσε τις προάλλες στην τηλεόραση, και όχι πρώτη φορά, πως με το 3χρονο αγοράκι της μιλάει αρχαία! Αυτήν τη φορά τη ρωτήσανε: «Τι αρχαία;» – «Ε, τώρα για αρχή, μόνο φρασούλες» είπε. Της είπαν: «Τι φρασούλες;» - «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» είπε.

6χρονο και καθαρεύουσα
Δεν πάει πολύς καιρός, ο από μακρού τηλεστάρ, «μοντελοπνίχτης» και «φανατικός γυναικόφιλος» κατά δημόσια δήλωσή του, έλεγε πως ο 6χρονος γιος του μιλάει καθαρεύουσα και χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «εν τοιαύτη περιπτώσει» –ή κάτι τέτοιο, δε θυμάμαι ακριβώς.


ας ελπίσουμε πως τα έρμα τα παιδιά μεγαλώνοντας θα επαληθεύσουν τη λαϊκή σοφία, πως από ρόδο βγαίνει αγκάθι και τούμπαλιν

buzz it!

10/3/09

Γκέι απολίτιστοι;

Δε μας φτάναν οι απολίτιστοι, έχουμε τώρα και τση πούστηδες να διακόπτουν παραστάσεις, και μάλιστα όπερας!

Περίεργο, γιατί οι γκέι θεωρείται πως είναι ευαίσθητες ψυχές και καλλιτεχνικές φύσεις –-τόσοι μεγάλοι καλλιτέχνες άλλωστε το ’χουνε το κουσούρι…

Παρήγορο, οι μουσικοί της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μας, καίτοι καλλιτέχνες, δεν είναι γκέι!

buzz it!

8/3/09

Θάνατοι εποχών

Πάει κι ο Χρήστος Παπουτσάκης. Πέθανε -–ούτε έφυγε, ούτε κοιμήθηκε, ούτε κατέληξε, ούτε τίποτα: πέθανε. Που πάει να πει, δεν ξαναέχει Χρήστο, όπως δεν είχε εδώ και λίγον καιρό Αντί. Το περιοδικό που έθρεψε γενιές και γενιές, και στάθηκε στο κέντρο της πολιτικής ζωής, ιδίως τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, σταθερό σημείο αναφοράς, συνώνυμο για μεγάλο διάστημα με τον έλεγχο της εξουσίας.

Πάει ο Χρήστος, με το διόλου αυτονόητο «ευχαριστώ» για τη συνεργασία σου, με την αρχοντική γενναιοδωρία: «Ρε συ, κάτσε γράψε το εντιτόριαλ», σε όποιον τσάκωνε να τριγυρνά στα πέριξ, βράδυ της Τετάρτης που έκλεινε το τεύχος.

Α, οι Τετάρτες εκείνες, σωστή τελετή, σε πρώτο πλάνο η Άντεια, η Τασούλα και η απ’ τον Πολίτη ήδη φίλη ακριβή Τασία, να ενορχηστρώνουν την ολονυχτία –πρωί χαράματα έφευγε το τεύχος για το τυπογραφείο. Αγρυπνία κανονική, με διάλειμμα γύρω απ’ το μεγάλο ταψί που ερχόταν απ’ το φούρνο. Όλοι κλητοί, εργαζόμενοι και μη: ήταν το σταθερό, μεγάλο προσκλητήριο της Τετάρτης, πέρασμα συνεργατών και φίλων, για ένα γεια, για ένα κρασί.

Δεν είναι ούτε χρόνος που έκλεισε το Αντί, από μιαν άποψη πλήρες ημερών, όπως θα λέγαμε, το έκλεισε ποιος ξέρει με πόσο πόνο ο ίδιος ο Χρήστος.

Δεν είναι ούτε χρόνος που έκλεισε και ο Πολίτης, αυτός μαζί με το θάνατο του Άγγελου Ελεφάντη.

Κοντά κοντά δυο θάνατοι, ανθρώπων και περιοδικών, από αυτά που σφράγισαν την πολιτική και την πνευματική ζωή του τόπου για δεκαετίες.

Θάνατοι εποχών.


[αναδημοσιεύτηκε στα Νέα, 10.3.09]

buzz it!

7/3/09

Παρακρατικοί ή τρομοεπαναστάτες;

Τα Νέα, 7 Μαρτίου 2009 [απντέιτ βιβλιογραφικά κτλ. στο τέλος]

Οι επιθέσεις σε μετανάστες, δολοφονικές πολλές φορές, από άτομα και οργανώσεις με ταυτότητα και ονοματεπώνυμο, πληθαίνουν ολοένα. Κι ωστόσο ελάχιστα απασχολούν τα MME, που ίσα ίσα, από την άλλη, για λόγους τηλεθέασης ή πολιτικών σκοπιμοτήτων προβάλλουν τους ιδεολογικούς ταγούς ή έστω συγγενείς αυτών των οργανώσεων, λειτουργώντας εντέλει σαν πλυντήρια βρόμικων ιδεών

Μπροστά σε παρακρατικούς και σε τρομοεπαναστάτες φοβούμαι ότι υπάρχει επιλογή, και οπωσδήποτε ανοχή, απέναντι στους πρώτους τελικά. Και όχι μόνο από συγγενείς ιδεολογικά χώρους, αλλά από ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα

το πλήρες κείμενο:

Παρακρατικοί ή τρομοεπαναστάτες; Άτοπο, αδιανόητο το δίλημμα, και πάντως εφιαλτικό, εφιαλτική πραγματικότητα ούτως ή άλλως, εφιαλτικό ένα αύριο που ενδέχεται να οριστεί από τους μεν ή από τους δε.

Και βέβαια δεν θα διαλέξουμε. Οφείλουμε όμως να διακρίνουμε, όσο δύσκολο κι αν είναι, αφού μας λείπουν συνήθως στοιχεία και τεκμήρια, και μόνο εικασίες και σενάρια είμαστε αναγκασμένοι να διαβάζουμε και να επεξεργαζόμαστε. Ωστόσο, η διάκριση είναι απαραίτητος όρος, αν θέλουμε να έχουν βάση και εγκυρότητα οι αναλύσεις μας, γιατί χωρίς ανάλυση δεν μπορεί να υπάρξει αντιμετώπιση του φαινομένου. Και η καταρχήν διάκριση είναι μεγάλο στοίχημα, καθώς παραμονεύουν εύκολες, απλουστευτικές ταυτίσεις και εξισώσεις, στις οποίες οδηγούμαστε συχνά από τον εξ αντικειμένου προβοκατόρικο χαρακτήρα της δράσης και των δύο.

Τι υπάρχει λόγου χάρη πίσω από την επίδειξη-επιχείρηση με το αυτοκίνητο το παγιδευμένο με 60 κιλά εκρηκτική ύλη; Τι χέρια κρατούσαν τη σιδερογροθιά με την οποία χτυπήθηκε ο Γιάννης Πανούσης; Και ποιοι έριξαν χειροβομβίδα στο Στέκι Μεταναστών, στα Εξάρχεια, σε ώρα που ήταν γεμάτο κόσμο;

Τρομοεπαναστάτες, φαίνεται, στις δύο πρώτες περιπτώσεις, έτσι όπως δηλώνονται τουλάχιστον, ρητά στην πρώτη, αν και ιδιαίτερα περίεργη περίπτωση, με το παγιδευμένο αυτοκίνητο, καθώς την επιχείρηση τη διεκδίκησε η Σέχτα Επαναστατών, και έμμεσα στην επίθεση στον Πανούση, όπου οι επιτιθέμενοι φέρεται ότι προέρχονται από τον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο, ή από τους «μπάχαλους» των Εξαρχείων, όπως συνοπτικά τους χαρακτηρίζουμε εσχάτως. «Φασιστοειδή» και στις δύο περιπτώσεις, σύμφωνα με άλλον γενικό χαρακτηρισμό. Απέναντι στον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφωνία, ως προς τις πράξεις τουλάχιστον, αυτές εξάλλου με τις οποίες επιχειρούν την παρέμβασή τους τα συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες.

Παρακρατικοί όμως φαίνεται πως βρίσκονται πίσω από το χτύπημα στο Στέκι Μεταναστών. Φασίστες δηλαδή, χωρίς εισαγωγικά τη φορά αυτή.

Φασιστοειδή και φασίστες, όσο κι αν είμαστε υποχρεωμένοι, όπως είπα, να κάνουμε τη διάκριση, καταγωγική και άλλη, αφού οι πρώτοι προέρχονται από τον ακροαριστερό, αναρχοαυτόνομο χώρο και οι δεύτεροι από τον ακροδεξιό, πάντως συναντώνται στην πράξη, που κοινό της παρονομαστή έχει τη βία. Απέναντι στην οποία συναντώνται τώρα όλες οι εντεύθεν των άκρων πολιτικές δυνάμεις, καταδικάζοντάς την ρητά.

Είναι όμως έτσι ακριβώς, οπότε το μόνο, σημαντικότατο ωστόσο, πρόβλημα είναι η αναγνώριση των διακριτών συστατικών του φαινομένου της βίας, που αλλιώς εμφανίζεται παραμορφωμένο μέσα από τον εξισωτικό, ισοπεδωτικό φακό; Υπάρχει δηλαδή όντως κοινή ρητή καταδίκη των δύο συνιστωσών του φαινομένου, των καταγωγικά αναρχοαριστερών και των ακροδεξιών;

Αν κρίνουμε από την προβολή που δόθηκε -–ή δεν δόθηκε-– στις συγκεκριμένες αυτές επιχειρήσεις, στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο, στα πρωτοσέλιδα και τα τηλεπαράθυρα, σαφώς όχι. Και αν πια κρίνουμε και γενικότερα τη στάση, ιδίως της τηλεόρασης, απέναντι στα πρόσωπα και τις ιδέες των δύο αυτών ακραίων «χώρων», σαφέστατα όχι.

Είναι πρόσφατα τα γεγονότα, δεν χρειάζονται υπενθύμιση, στοιχεία και παραπομπές, π.χ. το χτύπημα στο Στέκι Μεταναστών δεν υπήρξε καν στις ειδήσεις των καναλιών το ίδιο βράδυ, εκτός από το Άλτερ και το Σκάι, ενώ ελάχιστο χώρο έπιασε έπειτα στις εφημερίδες και σχεδόν καθόλου στα εξοντωτικά λαλίστατα τηλεπαράθυρα.* Όσο για τη γενικότερη στάση που είπαμε, κι έχουμε ξαναπεί πολλές φορές, αρκεί ν’ ανοίξει κανείς την τηλεόρασή του, μα σε πρωινάδικο, μα σε μεσημεριανάδικο, σε βραδινό ή μεταμεσονύχτιο πρόγραμμα, σε χιουμοριστική εκπομπή ή σε σοβαρό τοκ σόου και σε δελτία ειδήσεων, αστέρες και αστεράκια του ενός αποκλειστικά χώρου, και ειδικότερα από το κόμμα του ΛΑΟΣ, λάμπουν εκτυφλωτικά, προς χάρη του τζερτζελέ, ήτοι της τηλεθέασης, αν όχι, το χειρότερο, για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων, όπως είναι το ροκάνισμα της Νέας Δημοκρατίας λόγου χάρη.**

Δημοκρατικά τηλεπαράθυρα, πλυντήρια βρόμικων ιδεών

Ημέρα Τρίτη γράφεται, ως συνήθως, το σαββατιάτικο αυτό κομμάτι, και το μεσημέρι διάβασα στην ίδια εδώ εφημερίδα για τη σαρωτική νίκη των ακροδεξιών σε μια περιοχή της Αυστρίας:

«Θριάμβευσε στην περιοχή της Καρινθίας το κόμμα του ακροδεξιού ηγέτη Γιοργκ Χάιντερ, ο οποίος έχασε τη ζωή του τον περασμένο Οκτώβριο σε τροχαίο δυστύχημα. Ήταν το πρώτο εκλογικό τεστ στην Αυστρία μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Συντηρητικούς. Η ακροδεξιά “Ένωση για το Μέλλον της Αυστρίας” απέσπασε το 45,5% των ψήφων στις τοπικές εκλογές, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα περιορίστηκε στο 28,6%».

Μας λέει τίποτα αυτό;

Στρώνομαι να γράψω, η τηλεόραση είναι πάντα ανοιχτή, κάθε τόσο παίζω με το τηλεκοντρόλ, νά σου κάποια στιγμή ο Βορίδης. Αργά το βράδυ στον Θέμο ο Καρατζαφέρης. Για πολλοστή φορά. Κάθε πότε αλήθεια εμφανίζεται στον Θέμο ο Καρατζαφέρης; Μάλλον κάθε πότε δεν εμφανίζεται; Το ίδιο και στον Χατζηνικολάου. Ή στον Πρετεντέρη. Τα πρωινά στον Παπαδάκη. Στον Αυτιά. Έπειτα στη Βάσια Λόη. Αργά πάλι στη Βάνα Μπάρμπα. Ή ο Σπύρος-Άδωνις Γεωργιάδης. Που κι αυτόν τον είδα σήμερα το πρωί –ή ήταν χτες, καθαροδευτεριάτικα, δε θυμάμαι, πάντως στον Αυτιά. Σε σκηνές ειδυλλιακής, οικογενειακής ευτυχίας με το νέο –-τηλεοπτικό–- αστέρι, τη σύντροφό του. Με την οποία συζεί, ο σφοδρός πολέμιος του συμφώνου συμβίωσης. Κι αυτός λοιπόν κάθε πότε δεν εμφανίζεται; Στον Θέμο. Αλλά και σ’ όλες τις εκπομπές. Μόνος ή μετά της «συζύγου». Άκοπη, δωρεάν διαφήμιση εκατοντάδων εκατομμυρίων, διαρκής προεκλογική εκστρατεία πληρωμένη από άλλους. Αφού ο εν λόγω προσφέρει θέαμα πλούσιο, όπως και ο αρχηγός του. Χωρίς να υστερούν και οι υπόλοιποι, πάντα να φωνασκούν, να προπηλακίζουν, συναδέλφους τους βουλευτές ή τηλεθεατές, νά, ο υιός Πλεύρης, ιταμότατος απέναντι στον πατέρα κάποιου φαντάρου, βουλευτής κυρίως χάρη στον δικό του πατέρα, τηλεαστέρα και αυτόν, διώκτη λογοτεχνικών έργων, που μας απειλεί με νέα, αποτελεσματικότερη δικτατορία, πάντοτε μέσα από τα κανάλια που δημοκρατικότατα του παρέχουν χρόνο να χλευάζει, να φτύνει την πολυφωνία τους και τη δημοκρατία τους. Έννοιες που κατάντησαν ψευδώνυμα του κυνηγιού της τηλεθέασης.

Χιλιογραμμένα και χιλιοσχολιασμένα όλα αυτά. Κι ωστόσο σταθερά επαναλαμβανόμενα, και όλο και σε μεγαλύτερη έκταση. Αφού η τηλεθέαση, και η μικροπολιτική μαζί, über alles.

Το αβγό του φιδιού εκκολάπτεται πλέον, άσε τους άλλους, Θέμους και λοιπούς, εκκολάπτεται από τα σοβαρότερα, πολυφωνικά και δημοκρατικών υποτίθεται φρονημάτων τηλεπαράθυρα.

Εγκληματική πολιτική μικρότητα

Ακροδεξιοί ή όχι, πάντως στον ευρύτερο χώρο τής πέραν της Νέας Δημοκρατίας δεξιάς καλλιεργούνται ιδέες ρατσιστικές, οπωσδήποτε η ξενοφοβία. Που έχει αντίκρισμα σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία δεν εκφράζονται σώνει και καλά, ή μπορεί και να μην εκφράζονται καθόλου από τον συγκεκριμένο πολιτικοϊδεολογικό χώρο.

Τότε το χτύπημα στο Στέκι Μεταναστών είναι μοιραίο να μην προβληθεί· και η βία είναι μοιραίο να καταδικαστεί με μισή, απρόθυμη φωνή. Όπως και οι επιθέσεις, δολοφονικές πολλές φορές, που όλο και πληθαίνουν, σε μετανάστες ανύποπτους, στους δρόμους της Αθήνας ή άλλων πόλεων, επιδεικτικά, μέρα μεσημέρι, ακόμα και στα σπίτια τους μέσα, σε οργανωμένες επιδρομές, με λοστούς, αλυσίδες, σιδερογροθιές, μαχαίρια. Από ομάδες και οργανώσεις που περήφανα διαλαλούν την ταυτότητα και το όνομά τους –-χωρίς κουκούλες! Και με την κάλυψη, πολύ συχνά με τη συνέργεια οργάνων της πολιτείας.

Από τύχη δεν είχαμε νεκρούς, πολλούς, στο Στέκι Μεταναστών, μολονότι γι’ αυτό ακριβώς ήταν σχεδιασμένο το χτύπημα. Στόχος παλιός, πρόσφορος και «δημοφιλής», οι μετανάστες, έστω σε συμβολικό τώρα επίπεδο. Αλλά και οι αντιρρησίες συνείδησης, που συνεδρίαζαν εκείνη την ώρα. Και το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, που στεγάζεται στο ίδιο κτίριο. Δεν θέλω να διανοηθώ ότι γι’ αυτούς τους επιπλέον ίσως λόγους, π.χ. για το φιλοσυνασπισμικό Δίκτυο, δεν δόθηκε δημοσιότητα ανάλογη με το μέγεθος του χτυπήματος, που υποδεικνύει την ύπαρξη παρακρατικών. Και που αυτό κι αν αποτελεί επίθεση στην καρδιά της δημοκρατίας --πολύ περισσότερο, διάολε, από 'να πανό στην ΕΡΤ ή στην Ακρόπολη και από τη διακοπή θεατρικών παραστάσεων.

Τελικά, μπροστά σε φασίστες και σε φασιστοειδή, σε παρακρατικούς και σε τρομοεπαναστάτες φοβούμαι ότι υπάρχει, εξ αντικειμένου έστω, επιλογή, και οπωσδήποτε ανοχή. Και όχι μόνο από συγγενείς πολιτικοϊδεολογικά χώρους, αλλά και από ευρύτερους χώρους, πολιτικούς και κοινωνικούς, από ευρύτερα δηλαδή πληθυσμιακά στρώματα.

Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία, όπως έλεγε ο ποιητής.


ΥΓ. Κατά ευτυχή σύμπτωση, την επομένη ακριβώς της δικής μου δημοσίευσης ο Ιός της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 8.3.09, κάνει εκτενέστατη, εμπεριστατωμένη αναφορά στη στάση της αστυνομίας: "Piazza Εξάρχεια: Τυφλή απόπειρα - Κουφοί αναλυτές". Και στις 13.3.09, στην Καθημερινή, με τον εύγλωττο τίτλο "Τηλεοπτική λεύκανση", ο Παντελής Μπουκάλας γράφει για το ξέπλυμα προσώπων και ιδεών του ακροδεξιού χώρου άπό τα ΜΜΕ


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Aκόμα πιο σκανδαλώδες από την αποσιώπηση, ουσιαστικά, της επίθεσης είναι ότι τις ελάχιστες φορές που ασχολήθηκε μικρή μερίδα των ΜΜΕ με την υπόθεση πρόβαλε και σχεδόν υιοθέτησε διάφορα προκλητικώς ασύστατα σενάρια της αστυνομίας, ότι π.χ. είχαμε ίσως να κάνουμε με ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα σε ομάδες αντιεξουσιαστών. Βλ. σχετικά Παντ. Μπουκάλας, "Τρύπια σενάρια", Καθημερινή 28.2.09.

** Από ιδιαίτερα ενδιαφέρον σχετικό κείμενο με τίτλο "Τηλεόραση, ακροδεξιά και λαϊκισμός", που αναρτήθηκε στις 14.3.08 στο μπλογκ Αυτονομία ή βαρβαρότητα , μεταφέρω μια σημείωση, με μοναδικό δικό μου σχόλιο πως, μέσα σ' έναν μόλις χρόνο από την ακόλουθη καταγραφή, η κατάσταση είναι σαφέστατα χειρότερη:
"Παρακολουθήσαμε εντατικά τηλεόραση για λίγες μέρες και σημειώσαμε: (1) εκπομπή MEGA Σαββατοκύριακο, παρουσιαστές Ι. Χασαπόπουλος και Μ. Αναγνωστάκης, 27/1[2008]: αποκλειστική παρουσία (χωρίς συμμετοχή άλλων πολιτικών) του ακροδεξιού βουλευτή κ. Βελλόπουλου, (2) στην ίδια εκπομπή, 3/2: αποκλειστική παρουσία του ακροδεξιού νομάρχη κ. Ψωμιάδη, (3) εκπομπή Καλημέρα με τον Τέρενς, παρουσιαστής Τ. Κουίκ, (29/1: συμμετέχοντες οι κ.κ. Λιάσκος (βουλευτής ΝΔ) και Πλεύρης (βουλευτής ΛΑΟΣ) (σημείωση: με ποιά λογική καλούνται μόνο εκπρόσωποι της δεξιάς και της ακροδεξιάς; Ποιός ξέρει...), (4) στην ίδια εκπομπή, 30/1: αποκλειστική παρουσία του ακροδεξιού βουλευτή κ. Βελλόπουλου, (5) στην ίδια εκπομπή, 31/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Μαρκογιαννάκης (βουλευτής ΝΔ), Αηδόνης (βουλευτής ΠΑΣΟΚ) και Βορίδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) (σημείωση: η παρουσία του κ. Βορίδη θα είχε κάποια --λέμε κάποια-- λογική αν το ΛΑΟΣ ήταν 3ο κόμμα, δηλαδή αν οι ελπίδες του κ. Κουίκ είχαν ήδη εκπληρωθεί), (6) εκπομπή Alpha news (;), παρουσιαστής Γ. Αυτιάς, 29/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Παπαθεμελής (ακροδεξιός πολιτευτής), Παναγιωτόπουλος (βουλευτής ΝΔ), Γεωργιάδης (βουλευτής ΛΑΟΣ) και Γεννηματά (στέλεχος του ΠΑΣΟΚ), (7) στην ίδια εκπομπή, 1/2: συμμετέχοντες: κ.κ. Λοβέρδος και Δημαράς (βουλευτές του ΠΑΣΟΚ), Μακρή (βουλευτής ΝΔ), Βορίδης (βουλευτής ΛΑΟΣ), (8) στην ίδια εκπομπή, επίσης 1/2: αποκλειστική και προσωπική συνέντευξη του κ. Καρατζαφέρη (αρχηγού του ΛΑΟΣ), (9) εκπομπή Καλημέρα Ελλάδα, παρουσιαστής Γ. Παπαδάκης, 1/2: συμμετέχοντες: κ.κ. Μανώλης (βουλευτής ΝΔ), Βελλόπουλος (βουλευτής ΛΑΟΣ) και διάφοροι δημοσιογράφοι, (10) εκπομπή Μπορώ, παρουσιάστρια Α. Δρούζα, 29/1: συμμετέχοντες: κ.κ. Βίρλας (ακροδεξιός δημοσιογράφος), Γεωργιάδης (βουλευτής ΛΑΟΣ), (11) εκπομπή Ούτε γάτα ούτε ζημιά, παρουσιάστρια Ε. Κατρίτση, 26/1: εκπομπή-αφιέρωμα στον κ. Καρατζαφέρη (αρχηγό του ΛΑΟΣ). Ασφαλώς τα στοιχεία αυτά είναι ελλειπτικά, καθώς δεν μπορούσαμε να παρακολουθούμε όλη μέρα τηλεόραση. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι νομίζουμε ενδεικτικά της κατάστασης. Στο συγκεκριμένο διάστημα, πέσαμε πάνω μόνο σε μία εκπομπή όπου υπήρχε παρουσία εκπροσώπου της αριστεράς χωρίς να υπάρχει παρουσία εκπροσώπου της ακροδεξιάς (εκπομπή Πρώτη γραμμή, παρουσιαστές Β. Λυριτζής και Δ. Οικονόμου, 1/2), ενώ η επικαιρότητα των ημερών δεν ήταν σχετική με την ακροδεξιά (όπως π.χ. έγινε στη συνέχεια, με θέματα σαν το θάνατο του Χριστόδουλου, το μακεδονικό κ.λπ.)".

buzz it!

6/3/09

Η σύνοδος των αστέρων: ο Άδωνις κι η Θώδη

Ποτέ δε θα μάθουμε με σιγουριά αν ο Σπύρος-Άδωνις τα πιστεύει αυτά που λέει, ότι η λέξη πέλαγος λ.χ. ετυμολογείται από το πλιτς πλιτς που κάνει η θάλασσα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το απολαμβάνει το τζέρτζελο που κάνει, και πια αυτοσκηνοθετείται, από τον [τσιριχτό] στόμφο ώς τη φραντζούλα που πέφτει ανέμελα στο μέτωπο: ξέρει ότι, εκτός από όλα τα κανάλια που θα εξακολουθήσουν να τρέχουν καθημερινά από πίσω του, θα έχει την τιμητική του και στον Λαζόπουλο και στην Ελληνοφρένεια. Δημοσιότητα να ’ναι, κι ό,τι να ’ναι, απ’ όπου και να ’ναι.

Το ίδιο δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω αν η Θώδη μάς πουλάει και μας αγοράζει, δαιμόνια εμπόρισσα ή έστω κουτοπόνηρη, ή είναι απλώς μια καλοκάγαθη αφελής, της συνομοταξίας της κυρίας Λουκά λ.χ. Που κι αυτή πάντως, η Θώδη, όπως και η κυρία Λουκά, όπως κι ο Σπύρος-Άδωνις, την απολαμβάνει την εικόνα της στο γυαλί και τη βαθιά πολυθρόνα της σ’ όλα τα κανάλια. Και έτσι, από ένα σημείο και πέρα, αυτοσκηνοθετείται και αυτή.

Βίοι παράλληλοι, εννοώ –ο καθένας στο είδος του.

Που κάποτε συναντιούνται:

«Θεού ωδή» ερμήνευσε, μάλλον ετυμολόγησε το όνομά της η Θώδη τις προάλλες.

buzz it!

5/3/09

Κωστής Κορνέτης: "Χαμένοι στην ανάλυση των εξεγέρσεων νέας κοπής"

"Αν κοιτάξουμε καλά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου δεν θα διακρίνουμε συνέχειες αλλά κυρίως ρήξεις ακόμα και με το πρόσφατο κινηματικό παρελθόν"

εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρουσίαση τεσσάρων δραματικά επίκαιρων ξένων μελετών από τον Κωστή Κορνέτη, στα Νέα της 28.2.09:

Χαμένοι στην ανάλυση των εξεγέρσεων νέας κοπής
Ανεξερεύνητο τοπίο
Ελληνική ιδιαιτερότητα ή μήπως όχι;
Η μεγάλη των μπάτσων σχολή

buzz it!