30/4/09

Εμείς αγαπάμε… [2]

Εμείς αγαπάμε…

Βαΐτση Αποστολάτο

γραφικό τηλεσεξολόγο, επί μακρόν διαλάμψαντα στα πρωινάδικα (Βάιος τότε), κι εξαίφνης εθνοπατέρα, με το Λάος, και Ζ΄ αντιπρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, όπου ωστόσο, ομοέδρανος του Σπύρου-Αδώνιδος, έμαθε και ετυμολογία

είπε λοιπόν το Βαΐτσι, απευθυνόμενο στον Απόστολο Κακλαμάνη -–ας το πάρουμε όμως από την αρχή:

«και θα πω και εκείνο που μου έκανε τεράστια εντύπωση, είναι αυτός ο ωκεανός υπομονής που δείξατε -–αστεϊζόμενος, γιατί είναι 12 παρά κάτι, θα πω, ο κύριος πρόεδρος, ο κύριος πρώην πρόεδρος, ο κ. Κακλαμάνης, και θα σας πω ότι και σιδερένια [νεύρα;] εδώ μπορείτε να τα τσαλακώσετε, έχετε μεγατόνους υπομονής, συνθλιπτικού τύπου, κυριολεκτικά

»αλλά έχετε και κάτι άλλο, σας αγαπούν, έχετε αρνηθεί τον τίτλο του "Νέστορα της πολιτικής", σας δίνω το λόγο μου, ήθελα να σας πω εν τιμή “ιερόν τέρας”, η ετυμολογία της λέξεως τέρας βγαίνει από το ελληνικό Ταυ, που είναι ένα στοπ, και το έρας, που είναι αγαπώ· δηλαδή σταματάω να αγαπώ -–αυτόν που σταματάω να αγαπώ γίνεται τέρας»!

ω ναι, γουί ντου λαβ Βαΐτσι


[πηγή, κι ας είναι καλά, η Ελληνοφρένεια, που πάντα φροντίζει για μας -–κι έβαλε μάλιστα εμπνευσμένο τίτλο κάτω από το σχετικό βιντεάκι με το Βαΐτσι: «ΤΡΟΜΠΑΣ = Τ + ΡΟΜΠΑΣ»]

απντέιτ: στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον grep Alt υπάρχει ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα, που αναδεικνύει πλήρως τον βαϊτσικό στοχασμό

buzz it!

17/4/09

Σύγχρονοι μύθοι - αρχαίες απάτες

Τα Νέα, 17 Απριλίου 2009

Αστικοί ή περιαστικοί ονομάζονται διάφοροι σύγχρονοι μύθοι, παραμύθια που διαδίδονται κυρίως μέσα από το διαδίκτυο. Και όσο πιο αθώοι και ανιδιοτελείς εμφανίζονται τόσο ευκολότερα μακροημερεύουν

ο κομπιούτορας εδιάλεξε, ελάλησε και είπε: "Αρχαία Ελληνικά"!


Κινηματογράφο έχω χρόνια να πάω. Τρελός είμαι να κάτσω πάνω σε βελόνα μολυσμένη με τον ιό του έιτζ; Βέβαια, στο Παρίσι συνέβη αυτό, αλλά θα αργήσει τάχα να συμβεί και εδώ;

διαβάστε τη συνέχεια...

Και τι ακριβώς έγινε στο Παρίσι; Κάποια κοπέλα, λέει, κάτι περίεργο ένιωσε στο κάθισμά της, σηκώθηκε, και είδε να εξέχει μια βελόνα με συνημμένο (!) που έλεγε: «Μόλις μολυνθήκατε με τον ιό του έιτζ!» Αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις, είπε τάχα κάποιο παρισινό κέντρο ελέγχου ασθενειών, βρέθηκαν μολυσμένες βελόνες, σε αυτόματες ταμειακές μηχανές τραπεζών κτλ. Γι’ αυτό, προσοχή παντού και προπαντός να ελέγχονται, λέει, όλα τα καθίσματα σε δημόσιους χώρους –καλύτερα όρθιοι, λέω όμως εγώ, και, καλυτερότερα ακόμη, μακριά από δημόσιους χώρους. Και ποτέ στο Παρίσι, στη Γαλλία γενικά. Ούτε και στην Ινδία. Γιατί κάποιος γιατρός είπε ότι τα ίδια έπαθε και μια μελλόνυμφη στον τάδε κινηματογράφο στο Δελχί, και μέσα σε 4 μήνες πέθανε.

Και ποιος τα λέει όλα αυτά; Ένα ηλεμήνυμα που μας προτρέπει, τι άλλο, να το διαδώσουμε παντού, να σώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους συνανθρώπους μας. Συγκινητική ανθρώπινη αλληλεγγύη. Όπως κι αυτή που επιδεικνύουν διάφοροι φιλανθρωπικοί οργανισμοί, που αναλαμβάνουν υπό την προστασία τους διάφορους βαριά ασθενείς, και με κάθε ηλεμήνυμα που προωθούμε εμείς, μ’ ένα απλό κλικ δηλαδή που κάνουμε, καταβάλλουν στον ασθενή 10 σεντς, φερειπείν. Όθεν, όσο περισσότερα ηλεμηνύματα στείλουμε, τόσο περισσότερα χρήματα θα συγκεντρωθούν, και μια ζωή θα σωθεί –να ’μαστε καλά.

Μια ζωή όπως λόγου χάρη ενός 6χρονου κοριτσιού ονόματι Έιμι Μπρους, που μας ιστορεί το δράμα του, πως έχει όγκο στους πνεύμονες και στον εγκέφαλο, κι οι γιατροί τού δίνουν λίγους μήνες ζωή: ευτυχώς, το κοριτσάκι εξακολουθεί να ζει, έπειτα από 10-15 χρόνια, και χάρη στο θαυματουργό διαδίκτυο παραμένει στην ηλικία των 6 ετών, και εξακολουθεί να μας στέλνει το ίδιο πάντοτε ηλεμήνυμα.

Ιλαρή λεπτομέρεια είναι ότι τα περισσότερα αλυσιδωτά μηνύματα (chain-mails) υπόσχονται, όπως τα γράμματα στον άγιο Νεκτάριο παλιά, μακροημέρευση και ευτυχία σε όποιον τα προωθήσει σε 7, 17 κ.ο.κ. άτομα, ενώ, την ίδια ώρα που ξεχειλίζουν από φιλαλληλία, απειλούν όσους δεν τα στείλουν πως θα τους καεί το βίντεο και όσους τα καταστρέψουν πως θα τους κερατώσει η γυναίκα τους.

Αλλά και χωρίς αυτή την ιλαρή πλευρά, που προδίδει αυτόματα τον φαρσικό χαρακτήρα αυτών των μηνυμάτων, τα περισσότερα είναι και αυτά σχετικά προφανείς φάρσες –ας μην πούμε για την ώρα απάτες, αφού δεν υπάρχει κανένα, υλικό τουλάχιστον, κέρδος για τον αυτουργό. Κι αν έστω στην περίπτωση της μολυσμένης βελόνας ο αρρωστημένος φαρσέρ απολαμβάνει τον τρόμο που ενσπείρει, στην περίπτωση της μικρούλας Έιμι κανένα κέρδος δεν μοιάζει να υπάρχει, πέρα ίσως από τη χαρά της φάρσας.

Αστικοί ή περιαστικοί ονομάζονται διάφοροι τέτοιοι σύγχρονοι μύθοι, παραμύθια που διαδίδονται κυρίως μέσα από το διαδίκτυο. Και όσο πιο αθώοι και ανιδιοτελείς εμφανίζονται, ή και είναι, τόσο ευκολότερα μακροημερεύουν. Ολοένα καινούριοι χρήστες του διαδικτύου θα συγκινηθούν από το δράμα της παιδούλας που δεν τους ζητάει παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα από το χρόνο τους, θα τρομάξουν απλώς (!) από τις μολυσμένες βελόνες που μπορεί να τους περιμένουν, μαζί με το σχετικό «συνημμένο», σ’ ένα κάθισμα κινηματογράφου· ενώ ειδικά οι ερωτύλοι θα παγώσουν διαβάζοντας την τραγωδία εκείνου που φλέρταρε τη θεογκόμενα στο μπαρ, κι όταν πήγαν για τα περαιτέρω, εκείνη του έριξε αναισθητικό στο ποτό, κι όταν ξύπνησε ο δόλιος σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο με σφάχτη στο πλευρό, είδε έντρομος μια μεγάλη, φρέσκια ουλή: του είχαν αφαιρέσει το νεφρό!

Αμ οι πάντα χτεσινοανακαλυφθέντες ιοί; που καμία μεγάλη εταιρεία δεν βρήκε ακόμα το αντίδοτό τους, κι είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι, και μόλις ανοίξεις το συνημμένο που σου υπόσχεται πονηρές φωτογραφίες ή πως απλώς «είναι ωραία η ζωή» κτλ., θα ανοίξουν οι κυβερνοουρανοί κι αστροπελέκι θα κάψει τον σκληρό σου δίσκο; Πάνω από 15 χρόνια στο διαδικτυακό κουρμπέτι και πάντα καλοπροαίρετοι γνωστοί και φίλοι (όπως κι ο ίδιος εξάλλου στην αρχή) πάνε να με σώσουν από βέβαιη καταστροφή, στέλνοντας την προειδοποίηση για τον ίδιο πάντοτε ιό που μόλις την προηγουμένη έχει εντοπιστεί κτλ.

Είναι όμως όλες οι φάρσες προφανείς, όλοι οι μύθοι φανερό πως είναι μύθοι; Κάτι μήνες πριν, φίλη καλή μού προώθησε μήνυμα από οικολογική κίνηση, που έλεγε πως, σύμφωνα με τον τάδε χημικό μηχανικό, δεν πρέπει να χύνουμε στον νεροχύτη το λάδι απ’ το τηγάνι, γιατί ένα λίτρο λάδι μολύνει σχεδόν 1.000.000 λίτρα νερό, ποσότητα που καλύπτει τις ανάγκες ενός ατόμου για 14 χρόνια· έτσι, καλύτερα να βάζουμε το λάδι σε πλαστικό μπουκάλι και να το πετάμε στα σκουπίδια. Πιστευτό μού φάνηκε, κι όταν πρόσφατα τηγάνισα κάτι πατάτες, και δεν καλοθυμόμουν πια ακριβώς τις οδηγίες, έβαλα στο ίντερνετ τη λέξη «τηγανόλαδο», κι έπεσα πάνω στη σχετική ανάρτηση. Όπου ακολουθούσε όμως σχόλιο, από άλλον χημικό μηχανικό, που έλεγε πως, αν πετάξουμε το λάδι κλεισμένο σε μπουκάλι στα σκουπίδια, θα καταλήξει σε κάποια χωματερή και θα περάσει έπειτα στον υδροφόρο ορίζοντα· ενώ, αν το χύσουμε κανονικά στον νεροχύτη, θα καταλήξει στη μονάδα βιολογικού καθαρισμού, που έχει ή πρέπει να έχει πλέον κάθε πόλη· εκεί, θα πάει στον ειδικό λιποσυλλέκτη και θα χρησιμοποιηθεί έπειτα σαν καύσιμη ύλη. Έμοιαζε πειστικότερη αυτή η εκδοχή, μα πώς να ελέγξω και πάλι; Εν πάση περιπτώσει, έχυσα όπως παλιά το λάδι στον νεροχύτη και ησύχασα –και νά που τώρα μεταφέρω εδώ τη σύγχυση, ανακυκλώνοντας εντέλει και εγώ έναν ίσως μύθο.

Ωστόσο, το τελευταίο που θα ’θελα θα ήταν να συμβάλω στη δαιμονοποίηση του διαδικτύου και να τροφοδοτήσω την τεχνοφοβία, όσο κι αν είναι αλήθεια ότι σ’ αυτό το ξέφραγο αμπέλι (αλλά μόνο αυτό;) κυκλοφορούν πάσης φύσεως αφελείς ή απατεώνες, ή και τα δυο μαζί.

απάντηση στα μέιλ που τάζουν λαγούς με πετραχήλια αν τα προωθήσεις, όπως τα γράμματα στον άγιο Νεκτάριο παλιά: «ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ! Προωθήστε αυτό το μήνυμα σε πέντε ανθρώπους και μέσα σε τρία λεπτά δεν θα συμβεί ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ!!!!! Το δοκίμασα δυο φορές και έπιασε και τις δυο. Δεν συνέβη απολύτως τίποτα!!! ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΙΑΝΕΙ. Προωθήστε το. Πρέπει να το μάθουν κι άλλοι»
(από το μπλογκ
Gravity & the Wind)




Λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή;

Θα ’λειπε από το μεγάλο ετούτο πανηγύρι η περιούσια και ουρανόπεμπτη γλώσσα η ελληνική; Θα ’λειπαν εννοώ οι μικρέμποροι κι αλμπάνηδες, ή έστω μόνο αδαείς και αφελείς; Μα αποκλειστικά εδώ, θα ξαναπώ; Λίγα είναι τάχα τα κανάλια, λαθραία ή και «σοβαρά», οι εκπομπές, οι εθνοπατέρες, τα περιοδικά, θύλακες στα κόμματα όλα, προοδευτικά, αριστερά κτλ.; Απλώς στο διαδίκτυο μπορεί ο οποιοσδήποτε να πει τη μικρή ή μεγάλη κουβέντα του, κι αυτή η κουβέντα μπορεί πολύ ευκολότερα να αναπαραχθεί και να διαδοθεί.

Χρόνια τώρα βαρέθηκα να σβήνω μηνύματα με συνημμένο ένα κείμενο που περιλαμβάνει αρκετούς σύγχρονους εθνογλωσσικούς μύθους σε συσκευασία ενός: για τα τόσα εκατομμύρια ελληνικές λέξεις, όπου δηλαδή συναριθμούνται όλοι οι τύποι μιας μόνο λέξης, όλες οι πτώσεις ενός ουσιαστικού λόγου χάρη· για το τάδε πρόγραμμα πολυεθνικών οι οποίες ανακάλυψαν τη μοναδικότητα των ελληνικών, των αρχαίων εννοείται, που τα κάνει, μόνο αυτά, κατάλληλα για το λογισμικό των ηλεκτρονικών υπολογιστών, και άλλα πολλά. Φυσικά, το (εκτενές) κείμενο δημοσιεύτηκε (αποσπασματικά) και στον υπέργειο κόσμο των ΜΜΕ, στάθηκε βρώσιμο υλικό ακόμα και για τον προηγούμενο υπουργό Παιδείας λόγου χάρη, σχολιάστηκε και αντικρούστηκε. Στο διαδίκτυο, παρότι γράφτηκαν ουκ ολίγα εξαντλητικά ανασκευαστικά κείμενα, το χαλκευμένο κείμενο -–πάλι φυσικά, αφού μοιραία λειτουργούν πλήθος παράλληλοι δρόμοι–- ζει και βασιλεύει, και παγιδεύει καλοπροαίρετους αναγνώστες που δεν έχουν, πολύ λογικά, τη δυνατότητα να ελέγξουν την πιστότητα των πληροφοριών.

“Hellenic Quest” τιτλοφορείται το εν λόγω κατασκεύασμα, και την κεντρική του ιδέα ας τη δούμε τώρα σε ελαφρώς γελοιογραφική εκδοχή από πρόθυμο καταναλωτή του:

«Το 1996, στην Ιαπωνία έγινε το πείραμα με τη δυνατότητα στον ίδιο τον υπολογιστή (στο λογισμικό του) να επιλέξει τη “γλώσσα” που αυτός μπορεί να “σκέφτεται” πιο ορθά. Δόθηκαν στα δεδομένα του όλες οι γλώσσες, όλες οι γνωστοί διάλεκτοι, όλων των χωρών του κόσμου. Κάποιοι αναφέρουν ότι εντάξανε και ιδιώματα γλωσσών που ομιλούνται από φυλές του Αμαζονίου, αλλά προσωπικά νομίζω πως υπερβάλλουν. Τελικά, ο κεντρικός Η/Υ, επέλεξε τα ελληνικά, και συγκεκριμένα τα αρχαία ελληνικά…»

Περισσότερα στο επόμενο.

buzz it!

16/4/09

Εμείς αγαπάμε… [1]

Εμείς αγαπάμε…

Κέλλυ Σακάκου

«Η Μοιραράκη πρέπει να ’ναι 52 χρονών αλλά το φαίνεσθαί της την κάνει πολύ μικρότερη» είπε η Κέλλυ -–και ποιος είπε ότι πέθαναν τα απαρέμφατα;

διαβάστε τη συνέχεια...

Στην ίδια συζήτηση περί ηλικίας, στο μόνιμο πόστο της στο πρωινάδικο του Άλτερ, αντέδρασε στα σχόλια νεοτέρων: «Διολισθαίνουμε σε διάφορες ρατσιστικές εκφάνσεις…» τους μάλωσε.

Άλλη φορά εφιλοσόφησε: «Οι φέτες [στο αντρικό κορμί] είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Περισσότερο από τις φέτες του καλοριφέρ»!

γουί λαβ Κέλλυ Σακάκου


και Ιωάννη Τσέγκο

που του τηλεφώνησε, λέει, από το κινητό του ο Απόστολος Διαμαντήςμας (Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 12.4.09) από το Μέγαρο, καθώς περίμενε να αρχίσει την ομιλία του ο Γιάλομ («εφόσον περιμένουμε, να προετοιμαστούμε και θεωρητικώς» γράφει, και σιγά μη σταθούμε τώρα στο πώς προετοιμάζεται ένας δημοσιογράφος!)

και τον «προετοίμασε» ο Ιωάννης Τσέγκος, λέγοντάς του πως ο Γιάλομ «είναι πολύ καλός, διαβασμένος άνθρωπος και καλός συγγραφέας. […] Και πολύ καλά μεταφρασμένος στην Ελλάδα, από την Άγρα, σε αρτιμελή ελληνικά, με τόνους και πνεύματα»

σπαραχτικό, όταν η ιδεολογική αναπηρία αναζητεί την αρτιμέλεια, έστω στα γλωσσικά

γουί λαβ Ιωάννη Τσέγκο [που για πρόσφατα καμώματά του έγραψε –φυσικά– ο Σαραντάκος]

και Απόστολο Διαμαντήμας

που τι να πρωτολάβ, με τακτική και επί παντός αρθρογραφία…

στο ίδιο τεύχος πάντως με τον αρτιμελώς μεταφρασμένο Γιάλομ («Όλοι για τον ψυχίατρο» είναι ο χαρακτηριστικός του κοσμικογράφου μας τίτλος) παίρνει συνέντευξη από τον Γιάννη Χουβαρδά· αντιγράφω ασχολίαστη μία ερώτηση:

«Και γιατί τόση ψυχανάλυση από τους ανθρώπους της πόλης; Δεν βλέπω κανέναν στο χωριό να τρέχει σε ψυχαναλυτή»!

κι από τα τελευταία του, στο On Off της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 1.3.09:

«Και βλέπει τον Σάκη να κουνιέται και από πάνω του να έρχεται, κρεμασμένη με σκοινιά από τον ουρανό, μια ξανθιά ύπαρξη! Σαν την Αλεξάντροβα του Παλαιόκωστα στο έρπορτ Κορυδαλλός! Αυτήν τη χαζομάρα με τα ιπτάμενα ανθρωπάκια την έκανε πρώτος ο Βιμ Βέντερς, νομίζω· μετά την πήρε ο Παπαϊωάννου στην Ολυμπιάδα και από τότε δεν νοείται βραδιά τελετής χωρίς να πετάει από πάνω σου κάποιος. Και μετά λέμε πού το σκέφτηκε ο δραπέτης; Εδώ το σκέφτηκε ο Φωκάς Ευαγγελινός!»

Στο μπλέντερ λοιπόν, αδιακρίτως, Σάκης Ρουβάς, Βιμ Βέντερς, Παπαϊωάννου, Ευαγγελινός κτλ. Αλλά, επιπλέον, ή κυρίως, πώς; Με ποιους όρους μπορεί να «δικαιωθεί» η τακτική αυτή; Πώς θα μπει δηλαδή στο μπλέντερ τώρα και ο Βιμ Βέντερς; Με τη λεξούλα που περνάει φευγαλέα τάχα, σαν αυτονόητη, απλή -–μα αποτελεσματική: «χαζομάρα». «Αυτήν τη χαζομάρα με τα ιπτάμενα ανθρωπάκια την έκανε πρώτος ο Βιμ Βέντερς, νομίζω»!

Η αναφορά είναι στα Φτερά του έρωτα, μία από τις σημαντικότερες ταινίες του Βέντερς. Που έστω ότι του Διαμαντήμας δεν του άρεσε. Έστω ότι τη θεωρεί ενδεχομένως αποτυχία. Όμως μια αποτυχία, έστω, λέω, του Βέντερς, και κραυγαλέα ακόμα, δεν χαρακτηρίζεται «χαζομάρα». Ο χαρακτηρισμός «χαζομάρα» φεύγει από το χώρο της αισθητικής, κατεβαίνει στο επίπεδο του λάιφστάιλ, και με συνοπτικές διαδικασίες κρίνει και αποφαίνεται. Και ούτε καν: αμολάει απλώς μια ροχάλα. Μπα, ούτε αυτό: ένα ξινισμένο «πιφ» άκρας υποτίμησης βγάζει με μια ανάσα, και αποστρέφει παρευθύς το βλέμμα. Μη λερωθεί. Απ’ τη βαριά κουλτούρα, όπως καταγγέλλει λογοδοτώντας στον μικροαστό, με μια σκέτη κίνηση, ένα λεξίδιο τόσο δα: πιφ, ένα σκέτο κλείσιμο ματιού: «κουλτούρα και δε συμμαζεύεται, Βιμ Βέντερς, χαζομάρες»!

Όμως

γουί λαβ Διαμαντήμας-διαμάντιμας. Και παραλάβ

buzz it!

8/4/09

Μποστ;

θα σασ χροστούσα μεγάλην ιπποχρέοσιν
εάν στο λέφκομά μου γράφατε μιαν αφηέροσιν


fair play όμως:

θα σας χρωστούσα μεγάλη υποχρέωση
αν στο λεύκωμά μου γράφατε μια αφιέρωση


ώστε δεν είναι Μποστ --μάλλον δεν είναι αδέξια μίμηση Μποστ

είναι μετάφραση Γκαίτε, Φάουστ: "κείμενο παράστασης βασισμένο στη μετάφραση τού ..." αναγράφεται στο πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού

στα καμαρίνια πια ρώτησα τι ακριβώς σημαίνει αυτή η διατύπωση, αν όλα όσα είχαν ακούσει τ' αφτιά μου ήταν του μεταφραστή, ή μήπως είχαν βάλει κι εκείνοι το χεράκι τους, όπως γίνεται συνήθως στις διασκευές, όπου χρειάζεται μερικές φορές να γεφυρώσεις χάσματα εκεί που έγιναν κοψίματα κτλ.· όχι, μου είπαν, απλώς είχαν κόψει, κι έτσι έμειναν απέξω κι άλλες ρίμες, όπως

από τέτοια δε νογάς
είσαι της κόλασης φυγάς


ή κάποια άλλη, όπου δε συγκράτησα όμως ολόκληρο το στίχο, κάτι πάντως με μπαλ μασκέ - ρεμπεσκέ

α, θα το ξεχνούσα: μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη


ΥΓ. άσχετο, επειδή αυτό όμως όλο το ξεχνάω να το σημειώσω: στα προγράμματα του Εθνικού επιμένει η "ενδύτρια", όπως μετέφρασε δεν ξέρω ποιος, πάντως μαθητής κατά τα φαινόμενα του Γιάννη Τζαννετάκου, την αμπιγιέζ!

buzz it!

4/4/09

Οίκτος για τον οίκτο

Τα Νέα, 4 Απριλίου 2009

Ο ανάπηρος, με όσα τραυματικά έχει βιώσει, έχει γίνει ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι σε κάθε χειρονομία που θα θεωρήσει ότι δηλώνει διάκριση, με άλλα λόγια οίκτο. Όμως ο οίκτος, η συμ-πάθεια εντέλει, δεν σημαίνει σώνει και καλά υποτίμηση



Δεν νοείται να υπαγορεύσουμε στον άλλον, εν προκειμένω σε άτομο με αναπηρία, πώς πρέπει να αισθάνεται! Χρειάζεται όμως ίσως να του εξηγήσουμε πώς αισθανόμαστε οι ίδιοι

το πλήρες κείμενο:


                        στη Μαρία, στη Λίλα, στην Ελεωνόρα, στον Θάνο, στη Σωτηρία,
                                          στον Χαράλαμπο, στον Βασίλη, στη Σοφία, στον Βαγγέλη


«Δεν δέχομαι ότι είμαι αθλητής “της ζωής και της ψυχής”. Ούτε είμαστε αθλητές με ειδικές ανάγκες. Είμαστε άτομα με αναπηρία. Όλοι έχουμε ανάγκες. Και βέβαια δεν ντρεπόμαστε για την αναπηρία μας.»

Μήπως όμως ντρέπεται η κοινωνία για κείνους; Και εμφανίζεται έτσι από αδιάφορη έως εχθρική, και πάντοτε ανάλγητη στην πράξη; Και πώς τότε διαχωρίζονται στάσεις και συμπεριφορές διαφορετικές· και κυρίως: πώς μπορεί να φτάσει αυτό, αν φτάνει, ώς τον ανάπηρο;

Διόλου εύκολο εντέλει. Οι συσσωρευμένες τραυματικές εμπειρίες από μια ζωή γεμάτη διακρίσεις, από το αδιάκριτο βλέμμα στο δρόμο ώς τον απάνθρωπο γραφειοκρατικό μηχανισμό, των ασφαλιστικών ταμείων, του δημοσίου εν γένει, δύσκολα θα επιτρέψουν στον ανάπηρο να αφεθεί, τουλάχιστον σε πρώτη επαφή, σε μια χειρονομία αγάπης, σ’ ένα βλέμμα ενθαρρυντικό, ή και θαυμαστικό, πόσο μάλλον συμπονετικό.

Συμπονετικό; Όμως τη συμπόνια κατά κανόνα δεν θα τη δεχτεί, ίσως ποτέ, ακόμα και μετά την πρώτη και την πολλοστή επαφή. Κάτι ασύμπτωτο υπάρχει εδώ: απ’ τη μια η δικαιολογημένη άρνηση του ανάπηρου να δεχτεί τη συμπόνια κι από την άλλη η επίσης δικαιολογημένη συμπόνια απέναντι στον ανάπηρο, η οποία αυτόματα υποβάλλει συμπεριφορές μη ελεγχόμενες, έστω και μόνο γιατί υπακούνε σε στερεότυπα. Και τότε πια αυτό το ασύμπτωτο θα διαιωνίζει, τρόπον τινά, και θα επαυξάνει τη δυσπιστία και κατά συνέπεια την άρνηση απ’ τη μεριά του ανάπηρου, κάτι που με τη σειρά του θα επαυξάνει τη δυσκολία να βρει τη σωστή στάση και συμπεριφορά ο άλλος, με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο. Το μείον στον λογαριασμό θα είναι πάντοτε, πολύ απλά, ο πόνος τον οποίο θα εισπράττει ο ανάπηρος εκεί που του προσφέρεται αγάπη.

Ξεκίνησα με τα λόγια του Χαράλαμπου Ταϊγανίδη, πολυνίκη στην κολύμβηση στους Παραολυμπιακούς του Πεκίνου, λόγια από συνέντευξή στου στον Μάνο Χαραλαμπάκη (Νέα 23.9.08), λίγες μέρες μετά τη λήξη των αγώνων.

Μίλησα αργότερα μαζί του κι εγώ εν εκτάσει, αλλά προηγουμένως είχα μιλήσει σχετικά με τη φίλη μου τη Λίλα. «ΑΜΕΑ» μου είπε, «Άτομα Με Ειδικές Ανάγκες, είναι χαρακτηρισμός που τον υιοθετούν κυρίως άτομα που δεν έχουν συμφιλιωθεί με την αναπηρία τους. Εμείς, λέμε πως είμαστε “άτομα με αναπηρία”.» Τη Λίλα την ξέρω απ’ το γυμνάσιο, είχε έρθει στα μισά της χρονιάς με το αναπηρικό της καροτσάκι, από πολιομυελίτιδα, μάθαμε, ένα πανέμορφο κορίτσι με δαιμονικό κέφι και χιούμορ. Μας περνούσε δύο χρόνια, χαμένα στα νοσοκομεία, αμέσως δέσαμε όλοι, στα χέρια την παίρναμε για κοπάνα, εγώ πηδούσα τη μάντρα με το καροτσάκι της, μου θυμίζει τώρα η ίδια, έπειτα ήρθε το καλοκαίρι, με καινούριες χειρουργικές επεμβάσεις, όμως: «Πιο γρήγορα» φώναζε η Λίλα όταν την έτρεχα με το καροτσάκι σαν σε ράλι στον παραλιακό στο Καλαμάκι -–τόσο μυαλό είχαμε κι οι δυο...

Χαθήκαμε με τα χρόνια, ξαναβρεθήκαμε πέρσι, η Λίλα ίδια, γελαστή και φωτεινή, παρά τα χρόνια, παρά τους πόνους που μεγαλώνουν, δεν ξέρει πόσο θα περπατάει ακόμα, έτσι κι αλλιώς με το μπαστούνι πάει και με κάτι σιδερένιες κατασκευές που της κρατούν από πάνω ώς κάτω τα πόδια· στο μεταξύ γυρνάει ακατάβλητη τα σχολεία και μιλάει στα παιδιά, την καλούν στα μουσεία να δει τις ράμπες κτλ., γράφει παιδικά βιβλία. Το καλοκαίρι ήρθε στο σπίτι μου, ήταν τις μέρες με τον μίνι καύσωνα, έφτασε κουρασμένη, είχε πάει και στο κολυμβητήριο το πρωί, ξέρει πως μόνο με τη συστηματική άσκηση θα παραμείνει όρθια, μπαίνει λοιπόν στο σπίτι, «είμαι πτώμα» λέει, «και έξαλλη αποπάνω, με έναν στην πισίνα το πρωί, που μου είπε τη χοντράδα του»· «τι σου είπε, Λίλα;», «ότι θαυμάζει το κουράγιο μου, να πάω για κολύμπι μ’ αυτό τον καύσωνα».

Γιατί πειράχτηκε, σχεδόν θύμωσε η Λίλα;

Γιατί πειράχτηκε ο Μιχάλης, όπως έγραφα στο προηγούμενο; Ο Μιχάλης, υπενθυμίζω, είναι μαύρος γεννημένος στην Ελλάδα, που τον ακούνε να μιλάει άψογα ελληνικά και ξαφνιάζονται· τους εξηγεί ότι γεννήθηκε εδώ: «παρ’ όλα αυτά, μιλάς εξαιρετικά ελληνικά» του λένε. Έγραφα ότι, εκτός από το ότι δεν είμαστε ακόμα εξοικειωμένοι με το θέμα των μεταναστών δεύτερης γενιάς, ειδικά στην περίπτωση του Μιχάλη το διαφορετικό χρώμα θα απορυθμίζει πάντοτε τον άλλον, θα γεννά σύγχυση και αμηχανία· θα λέει έτσι ο άλλος την αστόχαστη κουβέντα του, θα πληγώνεται ο -–εκάστοτε–- Μιχάλης. Βέβαια, δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα, γιατί ο Μιχάλης διαβάζει αποπίσω, όχι αδίκως, και συμπόνια, συμπόνια για τον μαύρο, για τον μετανάστη, όπως τον νομίζουν, για τον και μαύρο και μετανάστη. Έγραφα για το δίκιο οπωσδήποτε του Μιχάλη, που ενοχλούνταν, αλλά και του άλλου που ξενίζεται και οδηγείται σε γκάφα. Πολυτέλεια περίπου ανάρμοστη το «δικαίωμα» στην αμηχανία, πόσο μάλλον στον οίκτο, στη συμπόνια, γι’ αυτό και με δυσκολία μεγάλη γυρόφερνα μήνες τώρα το θέμα, και ιδίως τη συνέχειά του.

Ποια όμως η συνέχεια και γιατί· τι ενώνει τις δύο τόσο ανόμοιες περιπτώσεις, τον μαύρο Μιχάλη και την ανάπηρη Λίλα. Και οι δύο αρνούνται τη στάση που ξεκινάει από συμπόνια, ή που έχει μέσα της σίγουρα και συμπόνια. Δεν θέλουν να τους συμπονούν, λιγότερο τώρα ο μαύρος Μιχάλης, περισσότερο η ανάπηρη Λίλα.

Κι όμως, εγώ λόγου χάρη θέλω να με λυπούνται, ακόμα και σε μια γρίπη, ή για τη μέση μου που με ταλαιπωρεί κοντά δυόμισι δεκαετίες. «Εσύ το θέλεις, επειδή η αδυναμία σου ή και αναπηρία σου είναι παροδική· όταν όμως είναι κάτι μόνιμο, δεν είναι δυνατόν να σε λυπούνται συνέχεια» αντέτεινε ο Βαγγέλης, φίλος σε αναπηρικό αυτός. Όπως και ο Βασίλης, που ασχολείται με τον αθλητισμό: «Δεν ζήτησα βοήθεια· αν χρειαστώ, θα ζητήσω» είπε σχεδόν θυμωμένα σε κάποιον που έτρεξε να τον σηκώσει, όταν τον είδε που έπεσε με το αμαξίδιό του -–και μάλιστα όχι κάπου στο δρόμο, αλλά σε κάποια αθλητική διοργάνωση, σε οικείο δηλαδή περιβάλλον, και ανάμεσα σε άλλους αναπήρους.

Όμως, αυτό που έκανε τον γλυκύτατο και πράο Βασίλη να θυμώσει είναι κάτι που θα το ’κανα αυθόρμητα κι εγώ, αν έβλεπα οποιονδήποτε να πέφτει στο δρόμο. Κι αυτό που θα έκανα εγώ θα ήθελα πάρα πολύ, εννοείται, να το έκαναν, σε αντίστοιχη περίσταση, και σ’ εμένα. Υπάρχει βέβαια διαφορά: ο ανάπηρος, με όσα τραυματικά έχει βιώσει, έχει γίνει ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι σε κάθε χειρονομία που (θα θεωρήσει αυτός ότι) δηλώνει διάκριση, με άλλα λόγια ότι τον λυπούνται.

Συμπόνια και υποτίμηση

Ωστόσο, όλη η γνώση του κόσμου πως ο ανάπηρος δεν θέλει να τον λυπούνται, άρα δεν πρέπει να εκδηλώσουμε καθόλου οίκτο κτλ., μοιραία είναι γνώση εγκεφαλική, που δεν συναντιέται δηλαδή με δικά μας συναισθήματα, που βρίσκεται δηλαδή μονίμως σε δυσαρμονία με τα συναισθήματα και τις πράξεις μας, γενικότερα με τη στάση μας απέναντι στον ανάπηρο. Που ξέρουμε ότι τον οίκτο τον διαβάζει και με τις δυο του σημασίες, και σαν συμπόνια και σαν υποτίμηση· ακόμα χειρότερα, τις δύο σημασίες τις κάνει, όχι άδικα πολλές φορές, μία: υποτίμηση. Και πλέον δεν τη θέλει τη συμπόνια, γενικά.

Οφείλουμε τότε -–και ιδιαίτερα όταν αγαπάμε–- να ελέγξουμε, και αισθήματα και στάση, να μη δείξουμε με κάποια μας πράξη οίκτο· όμως ο έλεγχος, αν είναι πάντοτε εφικτός, οδηγεί συχνά σε αδεξιότητα, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη γκάφα, που θα πληγώνει το άτομο ακριβώς που θελήσαμε λ.χ. να συνδράμουμε, ή απλούστατα να επικοινωνήσουμε μαζί του.

Σαν τελικό αποτέλεσμα μοιάζει να ανακυκλώνεται μια βεβιασμένη συμπεριφορά, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Γιατί και από τις δύο πλευρές έχει καταργηθεί ο αυθορμητισμός, με τον έλεγχο συναισθημάτων που έχει ενεργοποιηθεί εκατέρωθεν, στο δώσε και στο πάρε.

Μοιάζει αδιέξοδο όλο αυτό, γιατί είναι πάντα σαν να λέμε εμείς στον άλλον πώς πρέπει να αισθάνεται, πράγμα άτοπο! Περιορίζομαι έτσι, και τότε επιμένω, να εξηγήσω πώς αισθάνομαι εγώ ο ίδιος, ώστε κατά το δυνατόν να μην πληγώνεται, να πάρει η ευχή, ο άλλος, ακόμα και από την αγάπη.

buzz it!