31/10/09

«Θρύλο, θεό μου, Ολυμπιακό μου!»

Τα Νέα, 31 Οκτωβρίου 2009

Άραγε η ελαφρά σύγχυση ως προς την κλητική ενικού των αρσενικών σε -ος, με τα «κ. Βενιζέλε" ή "κ. Βενιζέλο» και «κ. Αντωνάτο», προοιωνίζεται κάποια γενικότερη αλλαγή, οπότε σε κάποιο απώτερο ή απώτατο μέλλον θα έχουμε: «Θρύλο, θεό μου, Ολυμπιακό μου»;


«Θρύλο, θεό μου, Ολυμπιακό μου!», αλλά και «Παναθηναϊκό, μεγάλο και τρανό!», για να μην κατηγορηθούμε για μονόπαντο οπαδισμό.

Ακούστηκαν ποτέ έτσι, το σύνθημα για τον Ολυμπιακό απ’ τη μια, το τραγούδι του Παναθηναϊκού απ’ την άλλη; Προφανώς όχι. Υπάρχει περίπτωση να ακουστούν έτσι; Προφανώς όχι, και πάντως όχι στο άμεσο μέλλον!

διαβάστε τη συνέχεια...

Απλώς ήθελα να παρατηρήσουμε, σκόπιμα σε μεγέθυνση, μια τάση, μια σχεδόν ανεπαίσθητη, μικρή αλλαγή, με κεφαλαιώδη ωστόσο, από μιαν άποψη, σημασία.

Αναφέρομαι σε μια ελαφρά σύγχυση ως προς την κλητική των ονομάτων σε -ος, που άλλοτε σχηματίζεται σε -ε και άλλοτε σε -ο: Νίκο αλλά Αλέξανδρε, Ευαγγελάτε και Ευαγγελάτο, αλλά μόνο Παναγιωτόπουλε. Και λέω ότι η μικρή αυτή αλλαγή, αν όντως βρισκόμαστε μπροστά σε αλλαγή, έχει από μιαν άποψη κεφαλαιώδη σημασία, γιατί μας δείχνει πολύ παραστατικά τον τρόπο με τον οποίο κινείται, εξελίσσεται, αλλάζει η γλώσσα, κάθε γλώσσα.

Είναι δηλαδή μια ευκαιρία να δούμε τη γλώσσα εν κινήσει, να δούμε πώς οι μικρές ή μεγάλες παρεκκλίσεις διαμορφώνουν σταδιακά μια καινούρια γλωσσική πραγματικότητα, η οποία, εντελώς χαρακτηριστικά στο προκείμενο, περνά μάλλον απαρατήρητη και δεν συνοδεύεται από τις γνωστές θρηνωδίες για «αλλοίωση» και «αφανισμό» της γλώσσας.

Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή, ξεκαθαρίζοντας ότι αναφερόμαστε, σχεδόν αποκλειστικά για την ώρα, στα κύρια ονόματα, τα ονόματα προσώπων.

Ο γνωστός κανόνας λέει ότι τα αρσενικά σε -ος: χρόνος, άγγελος κτλ., σχηματίζουν την κλητική σε -ε: χρόνε, άγγελε κτλ. Έτσι έχουμε και «καλημέρα, Άγγελε» ή «Αλέξανδρε» κτλ., ενώ από την άλλη έχουμε: «γεια σου, Νίκο», και όχι «Νίκε», «τι νέα, Σπύρο», και όχι «Σπύρε»! Όμως, λέμε και «Παύλο» και «Παύλε». Τι στο καλό λοιπόν συμβαίνει; Υπάρχουν κανόνες;

Αντιγράφω από τη μεγάλη γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941):

«Η κλητική του ενικού σχηματίζεται σε -ε: γιατρέ, στρατηγέ. Τη σχηματίζουν σε -ο από τα παροξύτονα αρσενικά: (α) Τα βαφτιστικά: Αλέκο, Γιώργο, Κίτσο, Πέτρο, Σπύρο, Δημητράκο κτλ.· το Παύλος έχει κλητική Παύλε και Παύλο.–(β) Μερικά κοινά ουσιαστικά καθώς γέρο, διάκο· το καμαρότος και το καπετάνιος έχουν την κλητική και σε -ε». Και με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία:

«Σχηματίζουν την εν. κλητική σε -ο και μερικά οξύτονα χαϊδευτικά βαφτιστικά: Γιαννακό, Δημητρό, Μανολιό, Τοτό, καθώς και μερικά οικογενειακά ονόματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, ιδίως σε -άκος, -ούκος, -ίτσος: κύριε Δημητράκο».

Μοιάζει αναπόφευκτα χαώδης η κωδικοποίηση: παροξύτονα αρσενικά, βαφτιστικά, κάποια κοινά ουσιαστικά, οξύτονα χαϊδευτικά, παροξύτονα επώνυμα κτλ. Μπορούμε άραγε να ανιχνεύσουμε κάποια λογική, να βοηθηθούμε δηλαδή να καταλάβουμε τον κανόνα και να τον ακολουθήσουμε; Δύσκολο. Ας πούμε χοντρικά ότι σχηματίζουν την κλητική σε -ο τα δισύλλαβα βαφτιστικά (αλλά ο Παύλος; και ο τρισύλλαβος Αλέκος;) και τα πολυσύλλαβα οικογενειακά σε -άκος, -ούκος, -ίτσος, με τις καταλήξεις δηλαδή που μοιάζουν ή είναι καταλήξεις υποκοριστικών, έτσι όπως λέμε φερειπείν «γεροντάκο» και «Μπουμπούκο» (προσοχή στο κεφαλαίο Μ).

Μια νεότερη κωδικοποίηση (2007) βρίσκουμε στην ευσύνοπτη Σύγχρονη πρακτική Γραμματική της Γεωργίας Κατσούδα (εκδ. Άγκυρα, σ. 43):

«[Τα αρσενικά σε -ος] σχηματίζουν την κλητική ενικού σε -ε. Μερικά ονόματα όμως σχηματίζουν την κλητική ενικού σε -ο. Τέτοια είναι:

»(α) τα αρσενικά δισύλλαβα βαφτιστικά (Γιώργο, Πέτρο, Νίκο, Παύλο) και τα υπερδισύλλαβα οξύτονα χαϊδευτικά (Μανολιό, Δημητρό)

»(β) τα παροξύτονα επώνυμα, συνήθως αυτά που δεν έχουν σημασιολογική αναλυσιμότητα (Αλεβίζο, Βενιζέλο), σε αντίθεση με αυτά που έχουν (κ. Καμένε, κ. Δευτεραίε)

»(γ) τα βαφτιστικά, επώνυμα αλλά και υποκοριστικά σε -άκος (Κυριάκο, Αντωνάκο, ανθρωπάκο)

»(δ) τα παροξύτονα κοινά ουσιαστικά γέρος, διάκος (γέρο, διάκο), ενώ το καπετάνιος και το καμαρότος παρουσιάζουν διτυπία (καπετάνιο και καπετάνιε, καμαρότε και καμαρότο)».

Με βάση τώρα και το (β), που εισάγει μια ουσιαστική διάκριση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «απόκλιση» από τον γενικό κανόνα που θέλει την κλητική σε -ε σχετίζεται με πιο καθημερινούς τύπους (υποκοριστικά, χαϊδευτικά), με ονόματα που δεν έχουν κάποια ετυμολογική διαφάνεια, που δεν έχουν προφανή σημασία, όπως συμβαίνει ιδιαίτερα με τα επώνυμα, κτλ.

Γι’ αυτό και δεν λέμε «κ. Καμένο», λέμε όμως «κ. Βενιζέλο». Αλλά μόνο «Βενιζέλο»; Λέμε και «Βενιζέλε». Ή όχι; Παίξτε το παιχνίδι αυτό μόνοι σας ή με φίλους: έχει ενδιαφέρον πόσο ρευστά είναι τα κριτήρια εντέλει. Αμέσως αμέσως, εκεί που είπα ότι δεν λέμε «κ. Καμένο», ακούω την προσφώνηση: «κ. Βαρεμένο», πλάι στο «ομαλότερο»: «κ. Βαρεμένε».

Η δική μου συνεισφορά στο παιχνίδι, τύποι από την τηλεόραση:

«Μου λέει: κύριε Γιακουμάτο» διηγείται ο Γιακουμάτος· και σκέφτομαι, ίσως βοηθάει εδώ η ξενική κατάληξη -άτος, όπως και στο Ευαγγελάτος. Αλλά: «Δήμο Βερύκιο, μας ακούς;» με αιφνιδιάζει η ερώτηση του παρουσιαστή. Ή η παρουσιάστρια του Άλφα που απευθύνεται στον ρεπόρτερ ο οποίος λέγεται Γιώργος Αλοίμονος: «Γιώργο Αλοίμονο»: ίσως, σκέφτομαι, επειδή είναι ισχυρό το πρότυπο της λέξης αλίμονο. Ή «κύριε Καραμάνο»: ίσως, αμπελοφιλοσοφώ και πάλι, γιατί εδώ ακούγεται το βαφτιστικό Μάνο. «Κύριε Μαρίνο» προσφωνούν εύλογα τον Γιάννη Μαρίνο· όμως το βαφτιστικό, εφόσον η αλλαγή περιορίζεται για την ώρα στα δισύλλαβα, εξακολουθεί να σχηματίζει την κλητική σε -ε: «γεια σου, Μαρίνε». Εξακολουθεί όμως; Άρα; Αυθαιρεσία και χάος;

Το μικρό-μεγάλο μυστικό

«Ίσως», «προφανώς», «εύλογα»… όμως δουλειά δεν γίνεται μ’ αυτά. Ούτε κανόνες
φτιάχνονται.

Υπάρχει μυστικό; Υπάρχει. Και δεν είναι και τόσο μυστικό:

Όλα τα άλλα αρσενικά, σε -ας και σε -ης δηλαδή, έχουν το ίδιο φωνήεν σ’ όλες τις πτώσεις: ο άντρας, του άντρα, τον άντρα, άντρα· και ο στρατιώτης, του στρατιώτη, τον στρατιώτη, στρατιώτη. Μένει, ψωριάρης χώρια, το αρσενικό σε -ος: ο άνθρωπος, του ανθρώπου, άλλη «ανωμαλία» τώρα, τον άνθρωπο, άνθρωπε.

Και νά, η μεγάλης σημασίας μικροαλλαγή, ένα βήμα πιο πέρα, ένα βήμα πιο πριν. Όπου αυτό το «πιο πριν» πάει αιώνες πίσω:

Ας ξαναθυμηθούμε πώς έγινε ο ανήρ → άνδρας. Πώς σκαρφάλωσε η αιτιατική (τον άνδρα) ώς την ονομαστική, για να συμμορφωθεί η λέξη με την πολυπληθή κατηγορία αρσενικών σε -ας (ο ταμίας, τον ταμία κτλ.). Ας θυμηθούμε δηλαδή τον βασικό νόμο που κινεί κάθε γλώσσα, το νόμο της αναλογίας και της έλξης. Και ας θυμηθούμε από την άλλη πως η εξέλιξη της γλώσσας περνάει μέσα από τα λάθη, πως τα σημερινά σωστά είναι τα χτεσινά λάθη, και τα σημερινά λάθη τα αυριανά σωστά –όσο μακριά κι αν είναι αυτό το αύριο, αιώνες μπροστά ενδεχομένως, όταν ολοκληρωθεί, τρόπον τινά, η αλλαγή που άρχισε άλλους τόσους αιώνες πίσω, με την τάση να διατηρηθεί, όπως είδαμε, το ίδιο φωνήεν σ’ όλες τις πτώσεις!

Ως θαυμαστά τα έργα της δηλαδή.

buzz it!

30/10/09

η αυτοκτονία της Μούσας, απόπειρα 1η: ένα μπουκαλάκι χάπια

                                à la manière d’Hélène

                                            Η μήνι μόλις άρτι
                                            στης ζήσης το κατάρτι
                                            έκανε ρέιβ πάρτι
                                            Τρίτη μα και Τετάρτη



και τώρα η Ελέν -τραγουδάει ο Γιώργος Νταλάρας:


1204. Πρώτη Άλωση

Ήταν Απρίλης μήνας, δίσεχτου χρόνου μέρες
όταν ακάτια σαθρά, χωρίς πανιά, δίχως ιστό,
να πολεμήσουν βγήκαν των σταυροφόρων τις γαλέρες
που μπρος στα τείχη ανέμιζαν τις φράγκικες παντιέρες.
–Το πλήρωμά σου, έντρομο στη γη γονατιστό,
όταν να φεύγει από κοντά τους είδαν τον Χριστό,
τους Άγιους ικέτευσαν εκεί να μείνουν όλοι,
να δουν το τι εφόρτωναν των Βενετών οι στόλοι
από μονές και από εκκλησιές που σύλησαν στην Πόλη.

–Έπρεπε τότε, Παναγιά μου, να ρίξεις κεραυνό,
στο Βόσπορο να σηκωθεί μπόρα και τρικυμία,
και να ποντίσουν αύτανδρα των ασεβών τα πλοία,
αντί ν’ αφήσεις σκλάβους στο χέρι τους και λεία,
εμάς, που κάτω απ’ τον δικό σου ζούσαμε ουρανό.

–Έκτοτε μύρια είδαμε τέρατα και σημεία…
Έσβησε το αγλάισμα του κόσμου από τον χάρτη,
η Βασιλεύουσα έπεσε και δεύτερη φορά,
έγιναν τα παλάτια της των Τούρκων η βορά,
κι εμείς, που ανανήψαμε, δειλά και μόλις άρτι,
είπαμε να ξεχάσουμε ποιος έχει την ευθύνη
για όσα θρηνεί και θρήνησε, χρόνια η Ρωμιοσύνη.


[συνεχίζεται -ώσπου να πετύχει]

buzz it!

27/10/09

στις επάλξεις [20], άντε και ποδοσφαιρική ομάδα!

"Λένε πως οι λατινογενείς γλώσσες της Δύσης είναι λογικές και επεξηγηματικές, σε αντίθεση με τα ελληνικά, που είναι γλώσσα παραστατική, συνδυαζόμενη τέλεια με τα ονομαζόμενα πράγματα. Να ήταν πράγματι αυτή η τέλεια αναλογία των αόρατων λέξεων με τα πραγματικά αντικείμενα που έκανε τον Γκαίτε, ακούγοντας για πρώτη φορά τα ελληνικά στη βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, να πει εκστασιασμένος ότι η ελληνική γλώσσα τού φάνηκε σαν το φως των μακρινών άστρων, έτσι όπως εμφανίζονται στον νυχτερινό ουρανό; Ποιος ξέρει;"

γράφει, επίσης εκστασιασμένος, ο γνωστός και από εδώ Χάρης Μεγαλυνός, στην Ελευθεροτυπία της 16/10

τακτικός πια συνεργάτης της εφημερίδας, συμπληρώνει την ένδοξη τετράδα Στάθη-Τριάντη-Διαμαντή-Σταματόπουλου

ώστε ιδού πεντάδα, ομάδα μπάσκετ σωστή --που αχ και να 'παιζε εντέλει μπάσκετ, να γλιτώναμε οι άλλοι...

buzz it!

17/10/09

Το πρωτοσέλιδο της «Νέα», της «Χώρα» και της «Βήμα»

Τα Νέα, 17 Οκτωβρίου 2009

Το εργοτάξιο «της Αττικό Μετρό»· τότε γιατί όχι και το θέατρο που «παίζει την Οιδίπους του Σοφοκλή» ή το «ωραίο ψάρι της Θαλασσινός»;



«Ο Ντον Χάσκινς εκλέχτηκε μέλος του πάνθεον του μπάσκετ»: ώστε το πάνθεον, του πάνθεον! Από την άλλη κάποιοι «πέφτουν με τα μούτρα στα πλούσια μπουφέ των δεξιώσεων»: ώστε το μπουφέ, του μπουφέ, τα μπουφέ!

διαβάστε τη συνέχεια...

Για την ακλισία έχουν γραφτεί πολλά, και σ’ αυτήν τη σελίδα, σχετικά κρούσματα επισημαίνονται και στηλιτεύονται, σε επιστολές στις εφημερίδες λόγου χάρη. Όλα; σίγουρα όχι. Δεν είναι άλλωστε ίδια όλα τα κρούσματα, δεν είναι ίδιος ο μηχανισμός που οδηγεί στα λάθη, όσο μπορεί να εντοπιστεί με ακρίβεια, και προπάντων δεν είναι ίδια η στάση απέναντι στα λάθη.

Στα εισαγωγικά παραδείγματά μας, αμέσως αμέσως, έχουμε δύο ριζικά διαφορετικές περιπτώσεις λάθους, το ένα («του πάνθεον») ακούσιο και το άλλο («τα μπουφέ») πιθανότατα εκούσιο -–αν δεν τα παίρνουν κατευθείαν από ξένη γλώσσα και τα δυο (ναι, και το πάνθεον: αγγλ. pantheon, γαλλ. panthéon κτλ.).

Η γενική «του πάνθεον» είναι ολοφάνερο λάθος, που οφείλεται μάλλον σε παραδρομή, σε σύγχυση που προκλήθηκε πιθανότατα από το καταληκτικό -ν, το οποίο, μας αρέσει δε μας αρέσει, αποτελεί όλο και περισσότερο ξένο στοιχείο στη νεοελληνική γλώσσα.

Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση με την εσφαλμένη γενική «του πλαγκτόν»: εδώ σχετικά ξένο, σχετικά άγνωστο για την ακρίβεια, είναι το ίδιο το πλαγκτόν, λέξη διόλου κοινόχρηστη, που πολύ πιο εύλογα προσφέρεται για λανθασμένη χρήση, γραμμή για την αγκάλη της ακλισίας:

«Δεμένα όλα τα καΐκια λόγω πλαγκτόν», ο τίτλος άρθρου σε εφημερίδα,

«η ποσότητα του πλαγκτόν», σε ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια, κ.ά.

Όσο για το τριπλούν, όπου δεν φταίει μοναχά το -ν παρά ολόκληρη η κατάληξη -ούν, παντελώς ξένη αυτή στο νεοελληνικό σύστημα, δύσκολα θα το βρείτε πια να κλίνεται ομαλά: το τριπλούν - του τριπλού. Δεν χρειάζονται παραδείγματα εδώ, άλλη τώρα ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια δίνει κατάλογο με «Άλτες του τριπλούν»!

Έπειτα από όλα αυτά, περιττό να ασχοληθούμε με το φωτισμό με νέον: αν τυχόν γράψει κανείς «λάμπα νέου» θα θεωρηθεί, απολύτως εύλογα, απολύτως δικαιολογημένα, λάθος. Εδώ η χρήση είναι άκρως ειδική, το ευγενές αέριο νέον, από το χώρο της χημείας και με εφαρμογή κυρίως στους λαμπτήρες φθορισμού, απ’ όπου και μόνο το γνωρίζουμε, πιο εύκολα μαρτυρεί την εισαγωγή του εκ της αγγλικής παρά την αρχαιοελληνική ταυτότητά του. Είναι εντυπωσιακό: ούτε τριπλούν, ούτε πλαγκτόν εδώ, ίσα ίσα: πιο εμφανές δεν θα μπορούσε να είναι το ουδέτερο του επιθέτου νέος, κι όμως φαντάζει πιο ξενικό απ’ όλα τ’ άλλα.

Οι «λάμπες νέον» έχουν καθιερωθεί, δεν φαίνεται να ζήτησε ποτέ κανείς να τις διορθώσει, κι ούτε και θα ’χε κανένα νόημα, απλώς μοιάζει αστείο όταν πια το νέον «ευπρεπίζεται» απ’ την ανάποδη και γράφεται με λατινικά στοιχεία: «φωτισμός neon» και «λάμπες neon», όπως διαβάζουμε καμιά φορά.

Σ’ αυτή την κατηγορία λοιπόν έχουμε λέξεις ελληνικές, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο αδιαφανείς, που προκαλούν θαρρείς το λάθος, από παραδρομή ή άγνοια. Έτσι, επειδή και μόνο πρόκειται για λέξεις ελληνικές, λόγιες μάλιστα ή λογιόμορφες, καταπέλτης έρχεται η αντίδραση στα λάθη και τις παραβιάσεις, στη γνωστή γραμμή του γνωστού ηθικού πανικού, για την «κακοποίηση» ή το «μαρασμό» και «θάνατο» της γλώσσας κτλ.

Αντίθετα, μηδαμινή έως ανύπαρκτη είναι η αντίδραση των ίδιων κύκλων απέναντι στην άλλη κατηγορία, του κατά κανόνα εκούσιου «λάθους», με τον άκλιτο ξαφνικά μπουφέ. Εδώ μια ξενική λέξη, παρότι προ πολλού προσαρμοσμένη, στην καθημερινή μάλιστα γλώσσα: ο μπουφές, με περισσότερες από μία σημασίες (το έπιπλο, το κυλικείο κτλ.), με λαϊκά παράγωγα (ο μπουφετζής), ξαποστέλνεται περήφανα πίσω από κει που ’ρθε, εν πάση περιπτώσει αποβάλλεται από το Εθνικό Κλιτικό Σύστημα, μην τυχόν και το μιάνει.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, και κυρίως γίνονται όλο και πιο πολλά· ενδεικτικά:

«τα γιαπί», «της σβάστικα», «οι πλασιέ», «τα μπανιερό», «του πόπολο», «του γιλέκο», «τους Γιάνκη», «τα τζίνι», «τα τσίρκο» (μάλιστα και «τα circo»), όλα κοινόχρηστες λέξεις της πιο καθημερινής γλώσσας, όλα στη γραμμή των τελευταίων χρόνων, με την πεισματική ακλισία αρχικά ξενικών ονομάτων, προσώπων ή τόπων (της Νταϊάνα, του Πεκίνο), έπειτα και ελληνικών (της Μαρία Κάλλας) κτλ.

Βέβαια, πολλοί ίσως ισχυριστούν ότι τα κρούσματα αυτής της κατηγορίας δεν αποτελούν ουσιαστικά ή και τυπικά λάθη, εξού και η διαφορετική αντίδραση για την οποία μίλησα: ο καταγγελτικός λόγος απέναντι στα λάθη της πρώτης κατηγορίας («του τριπλούν») προασπίζεται την ελληνικότητα των λέξεων, ενώ η δεύτερη κατηγορία («τα μπουφέ») μοιάζει να προασπίζεται από μόνη της την ελληνικότητα του λεξιλογίου -–άρα τον αμιγή χαρακτήρα της γλώσσας-–, με την προβολή και έμμεσα τον στιγματισμό του ξενικού χαρακτήρα των «επείσακτων» λέξεων.

Ας μείνουμε έτσι στο μόνο κοινό, εξωτερικό γνώρισμα των δύο κατηγοριών, την ακλισία. Κι ας προσθέσουμε και μια τρίτη, ας την πούμε κατηγορία κι αυτή, για την οποία δεν έτυχε να δω να γίνεται λόγος. Την προανάγγειλε ο τίτλος της επιφυλλίδας: «Το πρωτοσέλιδο της Νέα, της Χώρα και της Βήμα», ο οποίος προβοκάρει, αν θέλετε, μια τάση που θα επιχειρήσω να την καταγράψω στη συνέχεια, με την ελπίδα πως θα μας τα ξεμπλέξουν οι γλωσσολόγοι, αυτά που είναι, ξαναλέω, διαφορετικά, μπορεί όμως και να επικοινωνούν υπόγεια, ας πούμε σαν συγκοινωνούντα δοχεία.

Η Αττικό Μετρό, της Αττικό Μετρό

Το μετρό, του μετρό· όμως, διαβάζουμε και ακούμε, «η Αττικό Μετρό», «της Αττικό Μετρό», κάποτε και «τού [επιτέλους, λες, νά το το σωστό άρθρο, και παίρνεις μια ανάσα] ΑττικΌ [πέφτει βαρύ και πάλι το πελέκι] Μετρό». Και γιατί «η» Αττικό Μετρό; Επειδή εννοείται προφανώς «η εταιρεία».

Τότε γιατί όχι και η Θέμα, αφού εννοείται «η εφημερίδα», της Θέμα, η Παρόν, της Παρόν; Αναλόγως και: «τα καλλιτεχνικά τής Ελευθεροτυπία», «μια ανάλυση της Επενδυτής», «ο διευθυντής της Ελεύθερος Τύπος», «η καταγγελία για το στημένο ματς στο πρωτοσέλιδο της Φως»…

Οπ, γιά στάσου τώρα, θα πει κανείς· δηλαδή τι; «το πρωτοσέλιδο του Φωτός»; Όχι σώνει και καλά (παρότι λέμε μια χαρά «το πρωτοσέλιδο του Βήματος»!): έστω «το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Φως». Δηλαδή, όπου μπορούμε, κλίνουμε ομαλά, όπου όχι, ή όπου μοιάζει ανοίκειο, βάζουμε ακριβώς αυτό που εννοείται. Δηλαδή ή «η εταιρεία Αττικό Μετρό», ή «το Αττικό Μετρό».

Ή, θα πούμε τάχα: «οι αναγνώστες τού Εικόνες» ή «του Ταχυδρόμος»; ή «βρήκα στη Μικρές Αγγελίες» (δηλαδή «στη στήλη»); «δημοσιεύτηκε στο Ορίζοντες», το ένθετο «της Νέα», και «η ύλη του Βιβλιοδρόμιο», πάλι για το ένθετο «της Νέα»;

Και για ταβέρνες: θα πούμε ότι «φάγαμε υπέροχα στη Θαλασσινός», ή «πάμε απόψε στην Τρία Αδέρφια», ή «το γεύμα του Καραμανλή στην Μπαϊρακτάρης» –τις πρώτες μέρες μετά την άνοδο στην εξουσία «του Νέα Δημοκρατία»;

Και «πήγα για ψώνια στο Βασιλόπουλος»; Και «διάβασα το Άθλιοι», «είδα την Οιδίπους επί Κολωνώ», «την Πέρσες» και «την Αχαρνείς»;

Ιδού όμως, αντιγράφω, από εφημερίδες και περιοδικά:

«τα γυρίσματα του Μόναχο του Σπίλμπεργκ», «οι υπεύθυνοι της Κτηματολόγιο», «τα πιάτα του Βαρούλκο», «ο πρόεδρος της Προαστιακός», «το κοινό του Κοσμοράδιο», «έφαγα πρόσφατα στο καλοκαιρινό Σπονδή», «στην πρώτη περίοδο του Βλάσσης» (ενν. του εστιατορίου), «στα εκ των ων ουκ άνευ του Βλάσσης».

Ξεκίνησα με το πάνθεον - του πάνθεον. Να σχετίζεται άραγε, με οποιονδήποτε τρόπο, με «το πρωτάθλημα 6x6 του ΠΑΝΘΕΟΝ με τις 26 ομάδες που έχουν λάβει συμμετοχή να βγαίνουν στη σέντρα για 3η συνεχή σαιζόν και αυτόν το χειμώνα στο γήπεδο του Πάνθεον»; Ή με κάποιο παλιό σχέδιο για την «αποκρατικοποίηση της Ολυμπιακής», που θα προετοιμαζόταν «με τη δημιουργία τριών εταιρειών, της Πάνθεον…» κτλ.;* Κι όταν λέω «αν σχετίζεται», εννοώ αν μπορεί το ένα να επηρεάζει το άλλο, το ένα να μας εξοικειώνει ώστε να προχωρούμε στο άλλο -–μήπως εντέλει η γενικότερη εξοικείωσή μας με ξένες, άκλιτες λέξεις στέκεται πρόσφορο έδαφος για τέτοιες «παραβάσεις» κ.ο.κ.

Σίγουρα δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα· αλλά από το σίγουρα ανοίκειο «πρωτάθλημα του Πανθέου» και «γήπεδο του Πανθέου» ώς το φαγητό «του Βλάσσης» υπάρχει διαφορά και απόσταση μεγάλη.


* Λέμε «το γήπεδο του Καραϊσκάκη», ή «αγώνας στο (γήπεδο) Καραϊσκάκη», σπανιότερα «στο (γήπεδο) Καραϊσκάκης», αλλά όχι «στο γήπεδο του Καραϊσκάκης». Το ίδιο, παρόλο που πιο εύλογα λέμε «στο (γήπεδο) Νίκος Γκούμας», δεν λέμε «στο γήπεδο του Νίκος Γκούμας».

buzz it!

2/10/09

Η Αριστερά δεν είναι κάποιοι άλλοι

Τα Νέα, 3 Οκτωβρίου 2009

Η αριστερά με τις ιδέες της μπορεί να υπάρξει και χωρίς αριστερούς, και όχι μόνο ψηφοφόρους· αλλά αριστεροί χωρίς αριστερά, χωρίς κάποιον υποτυπώδη χώρο που να δίνει δημόσια έκφραση στις ιδέες τους, δεν μπορούν να υπάρξουν




Για την αριστερά ήταν πάντα ξεκάθαρο ότι πολιτική γίνεται με την ψήφο, όπως και με τη μη ψήφο –-αλλά τότε πολιτική διαφορετική από αυτήν που θα θέλαμε


το πλήρες κείμενο:


«Η αριστερά δεν παράγει οράματα», «Η αριστερά δεν έχει να προτείνει τίποτα καινούριο» κτλ. Μπορεί. Ποια είναι όμως αυτή η αριστερά; Μάλλον τι είναι η αριστερά; Κάποια αφηρημένη, μεταφυσική έννοια; Ή μήπως οι κομματικές ηγεσίες, τα στελέχη, τα κτίρια και τα γραφεία;

Εκλογές του 2004, πέφτει το ΠΑΣΟΚ και βγαίνει η Νέα Δημοκρατία, και ο σκηνοθέτης, ο μεγάλος σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος, σε συνέντευξή του σε ιταλική εφημερίδα, τη Ρεπούμπλικα αν θυμάμαι καλά, δηλώνει πως η αριστερά δεν παράγει πλέον οράματα.

Είχαμε μείνει εμβρόντητοι μ’ ένα φίλο που το συζητούσαμε. Δηλαδή, λέγαμε, αν δεν τα παράγει τα οράματα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ποιος τα παράγει; Ο τάδε κομματικός γραφειοκράτης, ο κομματικός μηχανισμός της Κουμουνδούρου; Ή μήπως του Περισσού; Γιατί ποια είναι η αριστερά, αν δεν είναι και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος;

Κρατώ από τότε αυτήν τη σημείωση, γιατί η συγκεκριμένη δήλωση, με όσο δίκαιο πόνο ή οργή, ή και τα δυο μαζί, μπορεί να προϋποθέτει, αποτυπώνει τη στάση μεγάλου μέρους από τον κόσμο της αριστεράς απέναντι στην αριστερά ––δηλαδή στον εαυτό του!

Αναφέρομαι ουσιαστικά στους ανένταχτους, που τοποθετούνται, που τοποθετούμαστε κριτικά απέναντι στο εκάστοτε οργανωμένο σχήμα του οικείου αριστερού χώρου, τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω. (Εστιάζω στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και πάντως στην ανανεωτική αριστερά για όσους θεωρούμε δεδομένο σήμερα πια ότι αριστερά είναι μόνο η ανανεωτική αριστερά.)

Μεγάλο μέρος λοιπόν της αριστεράς παραμένει τουλάχιστον σκεπτικό μπροστά στην πορεία του οικείου κομματικού σχηματισμού. Και αυτός ο σκεπτικισμός, που γίνεται απογοήτευση και οργή, οδηγεί στην αποξένωση, αποξένωση συναισθηματική και μαζί πολιτικοϊδεολογική. Ακολουθεί τότε συχνά η τιμωρητική άρνηση της ψήφου, αφού οι εκλογές είναι ο περισσότερο «απτός» τρόπος να κατατεθεί και να καταγραφεί η διαφωνία, η απόσταση, η ρήξη. Είπα τιμωρητική· όμως είναι ταυτόχρονα αυτοτιμωρητική: αφού, ως γνωστόν, αν αριστερά μπορεί να υπάρξει και χωρίς αριστερούς, αριστεροί δεν γίνεται να υπάρξουν χωρίς αριστερά. Δηλαδή, η αριστερά με τις ιδέες της μπορεί να υπάρξει και χωρίς αριστερούς, και όχι μόνο ψηφοφόρους· αλλά αριστεροί χωρίς αριστερά, χωρίς κάποιον υποτυπώδη χώρο που να δίνει δημόσια έκφραση στις ιδέες τους, δεν μπορούν να υπάρξουν.

Ας μείνουμε όμως λίγο ακόμα στις μέρες των εκλογών του 2004. Την επομένη λοιπόν των εκλογών που έφεραν στην κυβέρνηση τη Νέα Δημοκρατία, είχα αποδελτιώσει από μία και μόνο, μεγάλη εφημερίδα της κεντροαριστεράς, προσκείμενη στο ΠΑΣΟΚ, κρίσεις και αναλύσεις έγκυρων δημοσιογράφων, που συμπύκνωναν την κοινή αντίληψη για τα αίτια της πτώσης του ΠΑΣΟΚ. Παραθέτω εντελώς ενδεικτικά:

«Η προκείμενη εκλογική ήττα εκφράζει [...] τη… σωρευτική καταδίκη των ποικιλόμορφων φαινομένων της διαφθοράς, της αλαζονείας και του κυνισμού, που καταγράφηκαν… εδώ και τόσα χρόνια…»

Από άλλο άρθρο: «…ένα κόμμα που κούρασε και κουράστηκε. Ένα κόμμα που απομακρύνθηκε από τα λαϊκά στρώματα που το πίστεψαν, το ανέδειξαν και αποτέλεσαν επί πολλά χρόνια τη ραχοκοκαλιά του. Ένα κόμμα που υπουργοί και βουλευτές του προκάλεσαν με τις ανήκουστες συμπεριφορές τους. Συμπεριφορές που είχαν ως αποκορύφωμα την υπόθεση Πάχτα [...]. Ένα κόμμα που άφησε απροστάτευτους εκατοντάδες χιλιάδες μικροκαταθέτες στο χρηματιστήριο...»

Και η πλέον εύγλωττη σύνοψη, από άλλο πάλι άρθρο: «Όταν κανείς αντιγράφει ή και… ξεπερνά συνεχώς τη Δεξιά (σε επιλογές στα εξωτερικά θέματα, στην οικονομική πολιτική, στον αποκλεισμό της Αριστεράς, στην… απόκρυψη των πόθεν έσχες των βουλευτών, [...] στην παροχολογία κτλ.), στο τέλος ο λαός, μην έχοντας τι άλλο να διαλέξει, επιλέγει τον γνήσιο εκφραστή της “νέας εποχής”…»

Δύσκολα φαντάζεται κανείς σφαιρικότερη κριτική, και μάλιστα με τους τίτλους αξιοπιστίας που της δίνει το γεγονός ότι δεν προέρχεται από αντίπαλο στρατόπεδο. Εξάλλου όλα αυτά ήταν κοινή αντίληψη, όπως είπα, διατυπωμένα συχνά και από υψηλόβαθμα στελέχη του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και κυβερνητικά, τα ήξερε και ο κόσμος, ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ
––τα ζούσε, για την ακρίβεια.

Κι ωστόσο δεν σκέφτηκε, οπωσδήποτε ο κύριος όγκος του κόσμου του ΠΑΣΟΚ, ο βασικός κορμός του, να «τιμωρήσει» το κόμμα που από μιαν άποψη τον πρόδωσε, να το «τιμωρήσει» καταψηφίζοντάς το, όπως δεν σκέφτηκαν βεβαίως να το εγκαταλείψουν και τα στελέχη του που δημόσια το επέκριναν ή και το επικρίνουν, ή λ.χ. οι δημοσιογράφοι-αναλυτές των οποίων τα λόγια παρέθεσα εδώ.

Σίγουρα η εξουσία, η προοπτική της εξουσίας ή η διατήρησή της, λειτουργεί πάντοτε σαν συνεκτικός κρίκος, δίχτυ που συγκρατεί ακόμα και τους πιο δυσαρεστημένους. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ό,τι και να λέει κανείς, υπάρχει και η ιδεολογία, υπάρχουν ιδέες, και υπάρχει και κόσμος που τις πιστεύει αυτές τις ιδέες, που αναγνωρίζεται σ’ αυτές τις ιδέες. Και τις ψηφίζει αυτές τις ιδέες, μ’ όλη του την πίκρα κι αυτός, την απογοήτευση ή και την οργή.

Και τι άλλο δηλαδή να κάνει, ενόσω δεν έχει μεταστραφεί ιδεολογικά; Εφόσον δεν μετακινείται δεξιότερα ή αριστερότερα απ’ αυτό που είναι ή που θέλει να είναι ο ίδιος, κι απ’ αυτό που είναι, που θέλει να είναι ή πιστεύει πως είναι το κόμμα του, απολύτως εύλογα θα παραμείνει να ψηφίζει, μπορεί και σκυλοβρίζοντας, τις ιδέες που θα ’θελε να δει να αναδεικνύονται και να επικρατούν.

Αυτή είναι όμως η πολιτική, η πολιτική λειτουργία και η συμμετοχή στα κοινά, πέρα από την καθαυτό ιδεολογία, από ό,τι θεωρείται απολύτως καθαρή, άμωμη και άσπιλη ιδεολογία. Αυτή την καθαρή ιδεολογία την οποία διεκδικεί εντέλει μεγάλο μέρος του κόσμου της αριστεράς, που αρνείται δηλαδή την πολιτική, την πολιτική που σημαίνει και στρατηγική και τακτική, που σημαίνει τότε και ελιγμούς και συμβιβασμούς.

Όμως το θέμα είναι να διατηρούμε, αναπαλλοτρίωτο βεβαίως, το δικαίωμα στην κριτική, χωρίς να οδηγούμαστε, από ένα σημείο και πέρα, σε μια απολυτότητα, σ’ έναν πουρισμό, που φτιάχνει ένα «εμείς και οι άλλοι», «εμείς και η αριστερά», με ορατό πλέον τον κίνδυνο να περιπέσουμε σ’ ενός άλλου είδους αυτισμό
––ο οποίος απλώς αυτοξορκίζεται με την αποχή, με την άρνηση της ψήφου, με την αυτοτιμωρία μας δηλαδή.

Αυτά με την προϋπόθεση ότι δεν έχει βρει κανείς κομματικό χώρο που να τον εκφράζει περισσότερο, προς τον οποίο να μπορεί να καταφάσκει, και να καταφάσκει περισσότερο και ουσιωδέστερα απ’ όσο [δεν] τον εκφράζει πια η ανανεωτική αριστερά στην εκάστοτε πιο συγκροτημένη μορφή της, τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω.

Εκτός από την ιδεολογία, υπάρχει και η ηθική

Πιο απλά, είναι εύλογο να ψηφίσει κανείς λόγου χάρη ΠΑΣΟΚ, αν πιστεύει ότι τον εκφράζει ιδεολογικά περισσότερο από τον ώς τώρα οικείο του χώρο, την καθαυτό αριστερά. Και είναι επίσης λογικό να ψηφίσει ΚΚΕ, αν επίσης θεωρεί ότι αυτό πια τον εκφράζει ιδεολογικά περισσότερο. Διαφορετικά, η ιδεολογική καθαρότητα που τον απομάκρυνε σαν ψηφοφόρο, έστω, από την αριστερά αυτοχειριάζεται πανηγυρικά. Το ίδιο θα ’λεγα και όταν πια σαν μέσο έκφρασης της διαφωνίας επιλέγεται η αποχή, το λευκό ή το άκυρο, μέσα που για την αποτελεσματικότητά τους και το πολιτικοϊδεολογικό τους αντίκρισμα έχει ανέκαθεν ξεκάθαρη, κατασταλαγμένη ––αρνητική προφανώς–– θέση η αριστερά.

Στις τωρινές εκλογές είναι εντονότερη παρά ποτέ η τάση «τιμωρίας» του χώρου που λέμε ή λέγαμε πως μας εκφράζει. Διατυπώνεται ρητά και εντονότερα παρά ποτέ η άποψη, ή και επιθυμία, πως καλύτερα να διαλυθεί ο όντως ετερόκλητος ΣΥΡΙΖΑ, μήπως κατορθώσει να ανασυγκροτηθεί σε άλλες βάσεις ο Συνασπισμός, ο αριστερός χώρος γενικότερα.

Την ακούω με μεγάλη προσοχή αυτή την άποψη ––που είναι πάντως πολύ παλιά, συνοδεύει το ΚΚΕ Εσωτερικού από τη γέννησή του και κάποτε ίσως την πρεσβεύαμε περισσότεροι–– μολονότι είμαι σχεδόν σίγουρος ότι καμία ανασυγκρότηση δεν θα υπάρξει τώρα, έπειτα από ενδεχόμενη διάλυση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Αν εν πάση περιπτώσει πρέπει να διαλυθεί, προσωπικά δεν θα ’βαζα ποτέ το χεράκι μου: απλούστατα δεν νιώθω πως έχω το ηθικό δικαίωμα.

buzz it!