29/6/10

Ηθικολογία έναντι Πολιτικής

Τα Νέα, 10 Ιουλίου 2010

Πόσο «παιδαγωγικές» μπορεί να είναι, απέναντι σε νέους ειδικότερα, μέθοδοι που βασίζονται στο κνούτο, έστω το λεκτικό, στο ηθικό λιντσάρισμα, την ειρωνεία και την απαξίωση;



Η απαξίωση και η περιθωριοποίηση γεννούν οργή· είναι θέμα συγκυρίας να γίνει η οργή τυφλή και να μεταφραστεί σε ανεξέλεγκτη βία


Ηθικός στιγματισμός και προπαντός απαξίωση μοιάζει να υποκαθιστούν όλο και συχνότερα τον πολιτικό λόγο, αυτόν που θα όφειλε να αντιπαραταχτεί σε πολιτικής αφετηρίας έστω φαινόμενα, αν ακριβώς θέλουμε να υπάρξει ουσιαστική αντιπαράθεση –και πολεμική.

Κυριαρχούν έτσι χαρακτηρισμοί τού τύπου «αρλούμπες», «καθάρματα», «στόκοι» και «ουγκ», όπως έγραφα στην περασμένη επιφυλλίδα, χαρακτηρισμοί που επιζητούν να απολιτικοποιήσουν τα φαινόμενα και τα υποκείμενα στα οποία αναφέρονται.

διαβάστε τη συνέχεια...

Το είδαμε αυτό στον λόγο για τον Δεκέμβρη του 2008, το είχαμε δει παλαιότερα, στην αντιμετώπιση κυρίως των τρομοκρατών της 17Ν, το ξανάδαμε πρόσφατα, με την τραγωδία της Μαρφίν.

Είναι καιρός να αναζητήσουμε το νόημα της πολιτικής της μη πολιτικής. Γιατί ο κυρίαρχος λόγος, πολιτικών προσώπων, πνευματικών ανθρώπων, ο λόγος των μίντια, όσο κι αν εμφανίζεται μη πολιτικός, σίγουρα ασκεί πολιτική, είναι πολιτικών προθέσεων. Πρέπει δηλαδή να αναρωτηθούμε γιατί η πολιτική, μια συγκεκριμένη πολιτική, επιλέγει το ένδυμα της μη πολιτικής, ή τι είδους πολιτική ασκείται μέσω της μη πολιτικής. Χρειάζεται όμως πρώτα, όπως ξανάγραψα, να φωτογραφίσουμε καταρχήν το φαινόμενο.

Συνεχίζω από την προηγούμενη φορά, με μιαν άλλη πλευρά, ακόμα πιο εντυπωσιακή, κατά τη γνώμη μου: εδώ έχουμε έναν έντονα κατηχητικό λόγο, που σκανδαλίζεται αίφνης μπροστά στον παμπάλαιο χαρακτηρισμό «μπάτσοι» και το συναφές σύνθημα: «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»· και προπάντων προσεγγίζει και σχολιάζει ένα σύνθημα με τα εργαλεία της πιο ακραίας πολιτικής ευπρέπειας:

«ως κύριο σύμβολο της κρατικής επιβουλής ορίζονται οι αστυνομικοί –ή “μπάτσοι”, στο υποκοσμικό γλωσσικό ιδίωμα που πλέον υιοθετεί και η τελευταία καθωσπρέπει μεγαλοαστή–, που τα μεταχουντικά σεκλέτια κάποιων φαντασιώνουν ως αιμοχαρείς υπανθρώπους»· ή

«το σύνθημα “Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι”, αναλύεται σε τυφλό μίσος προς όλους τους αστυνομικούς. Για τη ρητορική “της εξέγερσης”, δεν υπάρχει εξατομικευμένη ευθύνη. Δεν ευθύνεται ο δολοφόνος του Γρηγορόπουλου (για τον οποίο, ασφαλώς, η μαζική διαμαρτυρία δεν προβλέπει κανένα “τεκμήριο αθωότητας”), ευθύνονται συλλήβδην “οι μπάτσοι”».

Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα πιο άτοπο, σκανδαλίζομαι τώρα και εγώ, απ’ το να αναλύονται διαδηλώσεις και συνθήματα σαν να είναι θεωρητικά δοκίμια, διατριβές, ένορκες καταθέσεις στο δικαστήριο. Ή να εγκαλούνται γονείς και οικείοι ενός οποιουδήποτε νεκρού που καταριούνται τον δολοφόνο ότι παραγνωρίζουν το τεκμήριο αθωότητάς του.

Και τι μπορεί να συναγάγει κανείς από την ηθικολογική, κατά την αντίληψή μου, προσέγγιση οσοδήποτε ακραίων πολιτικών φαινομένων, είτε στην επιστημονική της αυτή εκδοχή, με το μικροσκόπιο και το νυστέρι, είτε στην πιο ακραία θυμική, με τους χαρακτηρισμούς που είδαμε πιο πάνω και την προηγούμενη φορά, τους «στόκους» και τα «καθάρματα»;

Ότι ο ηθοπλαστικός και λαϊκίστικος ουσιαστικά λόγος –που απευθύνεται στο ευρύτερο δυνατό ακροατήριο, και βεβαίως στο θυμικό του ακροατηρίου– στοχεύει αμεσότερα στο κοινωνικό σώμα, το ενοχοποιεί, για συμπάθεια, ανοχή κτλ. (όπως την περίοδο της δίκης της 17Ν, ή με τον Δεκέμβρη του 2008), και έτσι απ’ τη μια το εξουδετερώνει, το ακινητοποιεί, από την άλλη το διεγείρει και το εναντιώνει σε διεκδικήσεις και δράσεις που γίνονται με ανορθόδοξο τρόπο –πόσο μάλλον όταν γίνονται με ακραίο, βίαιο τρόπο.

Έπειτα, απέναντι στα υπό κρίση φαινόμενα και υποκείμενα, ο ηθοπλαστικός λόγος λειτουργεί, όπως είπαμε, απαξιωτικά· ειδικότερα, ο λόγος αυτός στιγματίζει ηθικά και κοινωνικά, αποβάλλει από το κοινωνικό σώμα, περιθωριοποιεί, γκετοποιεί – για την ακρίβεια, εξωθεί σε γκετοποίηση. Όμως η απαξίωση και η γκετοποίηση γεννούν οργή· είναι θέμα συγκυρίας να γίνει η οργή τυφλή.

Ποιο είναι τότε το ζητούμενο. Ένα, και δεν υπάρχει άλλο. Πολιτική απέναντι στην πολιτική.

Γιατί, σ’ έναν πρόχειρο απολογισμό της καινούριας εποχής, της εποχής που επιλέγει για όπλα της την ηθική απαξίωση και συχνά μια λαϊφστάιλ γλώσσα, μέσα στον αχό της λυσσαλέας μάχης να μη χαρακτηριστεί πολιτική η οργάνωση 17Ν και η δίκη εναντίον της χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να συζητηθεί ουσιαστικά το κεφαλαιώδες θέμα της τρομοκρατίας· μέσα στον ηθικό πανικό που θεωρήθηκε η καταλληλότερη μέθοδος για να απολιτικοποιηθούν οι ταραχές του Δεκέμβρη του 2008 χάθηκε η ευκαιρία να αναλυθεί το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης βίας. Και φτάσαμε και στη Μαρφίν, όπου η τυφλή βία έδωσε τρεις νεκρούς.

Όμως η αντιμετώπιση της βίας απαιτεί κατανόηση των αιτίων της. Και η κατανόηση, πιο παλιά και τώρα, ποινικοποιήθηκε. Η κατανόηση θεωρήθηκε, θεωρείται, αποδοχή, συμφωνία, υιοθέτηση. Και εδώ αποβλέπει η πρόκληση ηθικού πανικού, στην κατατρομοκράτηση της κοινωνίας, ασφαλή δρόμο για την παθητικοποίησή της βεβαίως. Επείγει λοιπόν να κατανοήσουμε, να εξηγήσουμε. Μόνο έτσι θα υπάρξει ουσιαστικός πολιτικός αντίλογος στους πρεσβευτές της βίας.

Και οι χαρακτηρισμοί «ουγκ» και «στόκοι» δεν είναι πολιτικός αντίλογος, δεν είναι ιδεολογικός λόγος· είναι εξουσιαστικός λόγος. Και είναι φυσικά λεκτική βία. Η οποία λεκτική βία, σ’ ένα άλλο επίπεδο, συμπληρώνεται από την υλική βία των δυνάμεων καταστολής. Μην περιμένουμε άλλη απάντηση στη βία, και ειδικά τη λεκτική βία, γιατί αυτή περιθωριοποιεί, στιγματίζει και γκετοποιεί· μην περιμένουμε λέω άλλη απάντηση στη βία από βία.

Επιπλέον, ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση ελέγχονται, πιστεύω, για αυτό το οποίο αποκαλούμε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Και η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού σημαίνει –ή παράγει– αντικοινωνικότητα.

Και κυρίως σε αντικοινωνικότητα οφείλεται η πρόσφατη εγκληματική ενέργεια στη Μαρφίν.
Όμως έτσι, πάμε γι’ άλλα, φοβάμαι.

buzz it!

12/6/10

Δεκέμβρης 2008 – Μαρφίν 2010

Τα Νέα, 12 Ιουνίου 2010 [η επιφυλλίδα αυτή βασίζεται ώς έναν μεγάλο βαθμό
στην εισήγηση στο Πάντειο]






Και στην τραγωδία της Μαρφίν απουσίασε η πολιτικοϊδεολογική προσέγγιση του φαινομένου της βίας


Τι κοινό έχουμε στις ταραχές που ξέσπασαν τον Δεκέμβρη του 2008, έπειτα από τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, και στις πρόσφατες μολότοφ στο υποκατάστημα της Μαρφίν, όπου χάθηκαν τρεις ζωές;

Προφανώς την ανεξέλεγκτη βία, που μόνο από συμπτωματικούς λόγους δεν έδωσε νεκρούς τον προπέρσινο Δεκέμβρη, με τις εκτεταμένες καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας, ή που από συμπτωματικούς πάλι λόγους έδωσε φέτος τρεις νεκρούς, και όχι περισσότερους (ή και κανέναν, εννοείται), με τα πολύ περιορισμένα επεισόδια αλλά με τον μοιραίο εμπρησμό μιας τράπεζας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Κοινό στοιχείο λοιπόν η βία. Και, το κρισιμότερο τώρα, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε εμείς αυτήν τη βία:

Είμαστε ήδη αρκετά εξοικειωμένοι με τη βία στα γήπεδα, παλιοί μας γνώριμοι και οι χούλιγκαν, εύκολα ξεμπερδεύουμε με μερικά κοσμητικά επίθετα: «ανεγκέφαλοι» κτλ., και με την επίρριψη των ευθυνών στις διοικήσεις των ΠΑΕ που θωπεύουν τους θερμόαιμους οργανωμένους και εκτρέφουν, μαζί με μια μερίδα του αθλητικού κυρίως τύπου, τον οπαδισμό.

Όμως, το ίδιο αυτό βολικό σχήμα θελήσαμε να το μεταφέρουμε και στην ερμηνεία της πολιτικής βίας, ή πάντως της βίας σε πολιτικές εκδηλώσεις και με –δηλωμένα τουλάχιστον– πολιτικά κίνητρα και προθέσεις: «χουλιγκανοαριστεριστές» έγιναν τώρα οι βιαιοπραγούντες διαδηλωτές, βάλαμε την ταμπέλα και ησυχάσαμε, όταν δεν επιδοθήκαμε στην προσφιλή μας προβοκατορολογία, μικροθυγατέρα της προσφιλέστερής μας και περί παντός συνωμοσιολογίας.

Έστω, «χουλιγκανοαριστεριστές» λοιπόν, ή «στόκοι» και «καθάρματα», σύμφωνα με κορυφαίο δημοσιογράφο, και οπωσδήποτε «εγκληματίες», όπως δεν θα διαφωνούσε, φαντάζομαι, κανένας. Το θέμα είναι ότι λείπει η ερμηνεία του φαινομένου της βίας, που μόνο αυτή θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας· λείπει η προσέγγιση του φαινομένου με όρους αυστηρά πολιτικούς και ιδεολογικούς –και αφήνω για το τέλος τη σκέψη ότι αυτή η απουσία πολιτικοϊδεολογικής αντιπαράθεσης, όταν αντικαθίσταται ή υπεραναπληρώνεται από ηθικό στιγματισμό, μπορεί να συμβάλλει από μιαν άποψη στην αναπαραγωγή, στην ανακύκλωση της βίας: Μοιάζει παρακινδυνευμένη, για την ώρα, η σκέψη αυτή· ας μείνουμε λοιπόν στην περιγραφή, στην καταγραφή των δεδομένων μας.

Με αφορμή την ηθική απαξίωση («στόκοι που μισούν τις τράπεζες», «καθάρματα» κτλ.) που υποκατέστησε και αυτήν τη φορά τον πολιτικό λόγο την επομένη της τραγωδίας στη Μαρφίν, αξίζει να ανατρέξουμε στον ηθοπλαστικό λόγο για τον Δεκέμβρη, ο οποίος, σαν λόγος εξουσίας, που εκπορεύεται από διακεκριμένα κέντρα εξουσίας, όσο κι αν εμφανίζεται μη πολιτικός, σίγουρα ασκεί πολιτική, έχει πολιτική στόχευση και πολιτικές προθέσεις.

Σημαντική λεπτομέρεια: το ηθικό λιντσάρισμα στο οποίο επιδίδονται εφημερίδες και τηλεεισαγγελείς και το οποίο τείνει να αποτελέσει κανόνα απέναντι σε πολιτικά, οσοδήποτε καταδικαστέα, πάντως πολιτικά φαινόμενα, ή ακριβέστερα πολιτικής αφετηρίας φαινόμενα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν σκεφτεί κανείς τις μάχες που έχουν δοθεί για να ξεφύγουμε από τη βαρβαρότητα των πρωτοσέλιδων με τα τεμαχισμένα πτώματα, από τους χαρακτηρισμούς «ανθρωπόμορφο κτήνος», «τέρας», «αιμοσταγής δολοφόνος», και ενώ
από την άλλη φτάσαμε στη φετιχιστική χρήση τού «φερόμενος ως δράστης» κτλ.

Σταχυολογώ λοιπόν, και αποκλειστικά από προοδευτικά έως αριστερά έντυπα και γραφίδες:

αμφισβητίες του γλυκού νερού· ανερμάτιστη νεολαία· απολίτιστοι· απόστολοι του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας· αρλούμπες· επαναστάτες τού φραπέ· «επαναστατική» εκσπερμάτωση· επικολυρικό παραλήρημα· καθάρματα· καθυστερημένοι· καλομαθημένοι χαβαλέδες· κουρσάρικα φερσίματα· μαγαρίζω· μηδενιστικός χουλιγκανικός λόγος· νταλκάς περισπούδαστος / προοδευτικός· ξεκαπίστρωτοι νεαροί· ορδή· ουγκ· παθολογικά άτομα· σαχλαμάρα· μεταχουντικά σεκλέτια· στόκοι· Ταλιμπάν· υποκοσμικό γλωσσικό ιδίωμα κ.ά.

Οπωσδήποτε υπάρχουν διάφορα, διακριτά επίπεδα, διαβαθμίσεις, αλλά ο κοινός άξονας, αυτό που διατρέχει όλες αυτές τις λέξεις είναι ένας πολύ ειδικός στιγματισμός, μια απαξίωση συχνά ηθικής τάξεως.

Κατά κανόνα έχουμε μια αφ’ υψηλού, από καθέδρας διάγνωση, με αξιώσεις ψυχογραφήματος: τα «παθολογικά» άτομα που «θέλουν να ξεσπάσουν το οιδιπόδειό τους στην κοινωνία», οι «ενοχικοί μεσήλικοι» με το «επικολυρικό παραλήρημα του προοδευτικού νταλκά τους», «ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος των πνευματικών ανθρώπων [που] είναι [...] ένας σοβαροφανής και περισπούδαστος νταλκάς ανθρώπων που αισθάνονται σε γενικές γραμμές καταπιεσμένοι και σε ακόμη γενικότερες εξεγερμένοι…»

Και μια ψυχοκοινωνιολογίζουσα ειρωνεία, χλεύη, και πάντα απαξίωση: «επαναστάτες του φραπέ», «καλομαθημένοι χαβαλέδες» –και με κοινωνικό στιγματισμό δηλαδή, με έμμεση αναφορά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα απ’ τα οποία, υποτίθεται, προέρχονταν οι ταραξίες: δηλαδή τα βόρεια προάστια, όπως ειπώθηκε ρητά άλλες φορές, «κατηγορία» που ανατρέπει, υποτίθεται, αυτομάτως το χαρακτηρισμό της «εξέγερσης»: προσέξτε, λέει, η λογική αυτή, έχουμε να κάνουμε με «αστόπαιδα», που «βάζουν φωτιά στους σκουπιδοτενεκέδες της υπερκατανάλωσης έχοντας στην κωλότσεπή τους τρεις καταναλωτικές κάρτες». Το μήνυμα κραυγάζει: τι σχέση έχουν τα μαμόθρεφτα με εξεγέρσεις· μόνο της γης οι κολασμένοι εξεγείρονται, και κολασμένοι της γης είναι μόνο οι εργάτες, αγρότες κτλ., οι προλετάριοι του περασμένου αιώνα –και της περασμένης πολιτικής σκέψης και εργαλειοποίησης, θα πρόσθετα εγώ.

Με αποκορύφωμα χαρακτηρισμούς όπως «οι ουγκ», οι «αρλούμπες», οι «στόκοι» κ.ά., έναν ευθέως απαξιωτικό λόγο, που καμία σχέση δεν έχει με πολιτική ορολογία, που αυτόματα, και βίαια, θα πρόσθετα, απολιτικοποιεί, θέλει να απολιτικοποιήσει τα φαινόμενα και τα υποκείμενα στα οποία αναφέρεται.

Θα συνεχίσω.

buzz it!

11/6/10

καινούριος Κούντερα και ολίγη μεταφραστική κουζίνα

ανέκδοτη (;) φωτογραφία του Μίλαν Κούντερα στο γραφείο του, μπροστά σε τρίπτυχο του Φράνσις Μπέικον





«…συνάντηση των σκέψεών μου και των αναμνήσεών μου· των παλιών μου θεμάτων (υπαρξιακών και αισθητικών) και των παλιών μου ερώτων (Ραμπελαί, Γιάνατσεκ, Φελλίνι, Μαλαπάρτε…)…»

με αυτά τα λόγια, αμέσως μετά τη σελίδα τίτλου, μας εισάγει ο Μίλαν Κούντερα στο τελευταίο του βιβλίο, τη Συνάντηση.

διαβάστε τη συνέχεια...

Στη Συνάντηση, άλλο ένα δοκίμιο γραμμένο σαν συναρπαστικό μυθιστόρημα, ο Κούντερα χτίζει το δικό του Πάνθεον, περιδιαβάζοντας στην καλλιτεχνική, πνευματική και πολιτική ζωή της Ευρώπης του 20ού αιώνα.

Μερικοί από τους σύντομους σταθμούς του:

– Ο μοντερνισμός του Φράνσις Μπέικον και του Σάμουελ Μπέκετ κόντρα στον μοντερνισμό τον οποίο ρίχνει στην αγορά το μάρκετιγκ της τέχνης.

– Ο Ηλίθιος του Ντοστογέφσκι, τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες, ο Καθηγητής του πόθου του Φίλιπ Ροθ, και άλλα μυθιστορήματα, του Σελίν, του Μάρεκ Μπιέντσυκ, του Χουάν Γκοϋτισόλο, «μυθιστορήματα που βυθοσκοπούν την ύπαρξη».

– Η επινόηση των αδελφών Λυμιέρ, το φιλμ-τέχνη και το φιλμ-παράγοντας αποβλάκωσης· η προφητική παρουσίαση της νεκροφιλικής κάμερας από τον Φελλίνι στην Ντόλτσε Βίτα και η σύγκρουση του κορυφαίου Ιταλού σκηνοθέτη με τον Μπερλουσκόνι.

– Το ιστορικό μυθιστόρημα και η αισθητική επιταγή του πρώτου μεγάλου επικού ποιητή, του Ομήρου.

– Οι σονάτες του Μπετόβεν, η μοναχική νεωτεριστική δημιουργία του Λέος Γιάνατσεκ, και οι κομμένες γέφυρες στη μουσική του Ιάννη Ξενάκη.

– Η γαλλική Τρομοκρατία στο Οι θεοί διψούν και η διαγραφή του Ανατόλ Φρανς από τις μαύρες λίστες που συντάσσουν τα παρισινά σαλόνια.

– Το «αρχιμυθιστόρημα» του Κάρλος Φουέντες και ο Αιμέ Σεζαίρ, θεμελιωτής της μαρτινικέζικης πολιτικής και της μαρτινικέζικης λογοτεχνίας.

– Η λαγνεία του Αϊτινού Ρενέ Ντεπέστρ μέσα στο μοναστήρι του κομμουνισμού και το Δέρμα του Μαλαπάρτε, δάχτυλο στην πληγή της αρρώστιας του 20ού αιώνα.

– Η Ελλάδα που κατοικεί ταυτόχρονα στον ανατολικοευρωπαϊκό και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, και η Γιουγκοσλαβία που με δεμένα τα μάτια όδευε προς το χαμό.

– Η λήθη στην οποία περιέπεσε ο Σαίνμπεργκ και ο Επιζών της Βαρσοβίας, το μεγαλύτερο μνημείο που αφιέρωσε η μουσική στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων.

– Η Άνοιξη της Πράγας και ο παρισινός Μάης του ’68, δύο διαφορετικοί δρόμοι, με διαφορετική αφετηρία και τέρμα.


                                    * * *


Κι όμως κινείται· για την ακρίβεια, οπωσδήποτε κινείται!
η γλώσσα, εννοώ


Επειδή δε με βλέπω να στρώνομαι να γράψω δυο πραγματάκια που θέλω για τη μετάφραση τώρα της Συνάντησης (κι αφού δεν είναι δυο, αλλά εκατόν δυο!), σημειώνω πρόχειρα μερικά από αυτά που αποτόλμησα (εντός ή εκτός εισαγωγικών) και με ξάφνιασαν κι εμένα τον ίδιο, κι άλλα όπου κώλωσα:

έβαλα πληθυντικό: η Άνοιξη – οι Ανοίξεις, που εξακολουθεί να μου βγάζει το μάτι: κι όμως, δεν είναι π.χ. «διπλή Άνοιξη», αλλά δύο: η παρισινή (ο Μάης του ’68) και η τσέχικη (η Άνοιξη της Πράγας), για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος, σε ειδικό κεφαλαιάκι, με τίτλο: «Για τις δύο μεγάλες Ανοίξεις…» κτλ. Τι στο καλό, φταίει προφανώς το παλιό τριτόκλιτο· αφού έχουμε ομαλότατο πληθυντικό: καλοκαίρια, χειμώνες, φθινόπωρα (λιγότερο), αλλά όχι «ανοίξεις»!

έχω ακόμα πληθυντικό αφηρημένων εννοιών:

«Μας καθόριζαν» γράφει, αναφερόμενος στον εαυτό του και τον Κάρλος Φουέντες «δύο πίστεις: πίστη στην επανάσταση της σύγχρονης τέχνης τον 20ό αιώνα· και πίστη στο μυθιστόρημα…»· και

«στο πρόσωπό του [= του Αιμέ Σεζαίρ] συναντιούνται δύο θεμελιώσεις (η πολιτική και η λογοτεχνική)»

κώλωσα και δεν έβαλα γενική πληθυντικού στην κάμερα, παρόλο που έχει μάλλον περάσει πια, τόσος λόγος που γίνεται τελευταία για τη «χρήση των καμερών» κτλ.
Φαντάζομαι πως σε μερικά χρόνια δε θα μ’ ενοχλεί· τώρα, έμεινα «κανονικά» στον ενικό: ο Κ. μιλάει για τον Φελλίνι και παρατηρεί: «η νεκροφιλική παραφορά της κάμερας συλλαμβάνεται πρώτη φορά και παρουσιάζεται προφητικά σε μιαν αλησμόνητη σκηνή στην Ντόλτσε Βίτα, το 1960» –αναρωτιέμαι μήπως η γενική πληθυντικού, «η νεκροφιλική παραφορά των καμερών», έδινε παραστατικότερα την ιδέα του Κούντερα… ντον’τ νόου

Πήρα πολλές βαθιές ανάσες και χρησιμοποίησα [κι εγώ] το γαλλικό «της κάνω έρωτα» κτλ. Ώς τώρα το απέφευγα μετά μανίας, μια χαρά τα βόλευα με το «κάνουμε έρωτα», αλλά εδώ δε γινόταν. Ιδίως στην ακόλουθη περίπτωση: «μου ήρθε ξαφνικά η επιθυμία να τη βιάσω. Ξέρω τι λέω: να τη βιάσω, όχι να της κάνω έρωτα». Ή όταν περιγράφει μια σκηνή από το Οι θεοί διψούν του Ανατόλ Φρανς, όπου κάποιος βρίσκει στη σοφίτα κοιμισμένη μια υπηρέτρια, και «δεν διστάζει και της κάνει έρωτα». Δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο διόλου σεμνότυφος Κ., ο οποίος διαμαρτύρεται σε άλλο δοκίμιο για τους μεταφραστές που φοβούνται να γράψουν «καυλώνω» κτλ., στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν δεν είχε τη δυνατότητα που του παρέχει η γαλλική γλώσσα, θα έγραφε πολύ απλά: να τη γαμήσω / να τη γαμήσει. (Όμως δεν σκέφτηκα να του προτείνω κάτι τέτοιο, θα παράπεφτε βαρύ στα ελληνικά, καθώς μάλιστα χρησιμοποιείται ήδη αρκετά ο συγκεκριμένος ξενισμός. Κι εγώ μαζί λοιπόν…)

Ίδρωσα - ξεΐδρωσα, χρησιμοποίησα πια το «οριοθετηθεί» αντί για το δοκιμότερο κάποτε «οροθετηθεί».

Με πόνο ψυχής έγραψα: «μια τέχνη δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί καθαυτή» και όχι το σωστό-που-όμως-μοιάζει-λάθος: καθαυτήν. Έτσι, λοιπόν, το κράτησα, πολλές φορές, ώσπου μία, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, δεν άντεξα: «μια ομορφιά που λειτουργούσε καθαυτήν, από μόνη της, γυμνή, χωρίς καμία εξωτερική υποστήριξη». -- Απ' την άλλη, έφτυσα αίμα, κυριολεκτικά, όπως λέγεται (λανθασμένα αλλά πολύ ωραία, με το συμπάθιο!), να βρω λύση κάπου που δεν υπήρχε περίπτωση να πω ούτε "του μυθιστορήματος αυτού καθαυτό" ούτε "του μυθιστορήματος αυτού καθαυτού" (και ούτε μου πήγαινε να γυρίσω τη γενική "του μυθιστορήματος" σε αιτιατική και να ξεμπερδεύω...)

Έβαλα, έβγαλα, ξανάβαλα και τελικά έβγαλα οριστικά το δωσίλογος, για το περίπου αντίστοιχο collabo, από το collaborateur (= συνεργάτης), μια και το δωσίλογος παραμένει ακόμα στενά δεμένο με την ελληνική ιστορία· έτσι, χρειάστηκε να πλατειάσω: «ο Χράμπαλ είναι συνεργάτης του καθεστώτος. [...] Τι παραλογισμός να μιλάμε για συνεργασία με το καθεστώς…» κτλ. (Στις Προδομένες διαθήκες, έπειτα από διεξοδική συζήτηση με τον Μ.Κ., οι collabos du modernisme είχαν γίνει: «τσιράκια του μοντερνισμού»)

Με καταισχύνη με τσάκωνα να ξενίζομαι κάθε φορά που διάβαζα το –σωστό–ομοιόπτωτο: «έπειτα από έξι χρόνια γερμανική κατοχή», έτσι που μας πήραν φαλάγγι με τους ετερόπτωτους!

Και πολύ λυπήθηκα που δεν τόλμησα να βάλω σε γενική το υπερπέραν, σε μια φράση που πολύ τη χρειαζόταν: «μια νύχτα λουσμένη αιώνια στο φως του υπερπέραν», όχι του επέκεινα, τίποτα, του υπερπέραν· κώλωσα όμως, κι έκανα πίσω: «μια νύχτα λουσμένη αιώνια στο φως από το υπερπέραν» (ούτε «που στέλνει…», ούτε «που εκλύει..», ούτε «που πηγάζει / που έρχεται από…» –σκέτα «από το υπερπέραν».

Άλλη φορά ίσως άλλα...

buzz it!

4/6/10

Η πολιτική της μη πολιτικής

[εισήγηση σε προπτυχιακό σεμινάριο στο Πάντειο, με γενικό τίτλο: «Θεωρία και συγκυρία: βία, τρομοκρατία και πόλεμος" (υπεύθ. καθηγ. Στέφανος Πεσμαζόγλου), Απρ.-Μάιος 2010]


Μοιάζει λογοπαικτικός ο τίτλος. Άλλωστε ξέρουμε καλά, και εσείς ειδικά, αυριανοί πολιτικοί επιστήμονες, πως δεν υπάρχει μη πολιτική, δεν υπάρχει τουλάχιστον θέση, άποψη, στάση που να μην ανάγεται αυτομάτως σε πολιτική, να μη μεταφράζεται σε πολιτική.

Αναφέρομαι στο προφανές, ότι ακόμα και η συνειδητά απολιτική στάση, η αποχή από την πολιτική, το «α, εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική», προσφιλής κοινός τόπος σε ικανή μερίδα του κόσμου, και όχι μόνο σ’ εμάς εδώ, στην Ελλάδα εννοώ, πολιτική είναι, ιδεολογία εκφράζει, με πολιτικοϊδεολογικούς όρους μεταφράζεται στην κοινωνική πραγματικότητα, στα πολιτικοϊδεολογικά πράγματα μιας χώρας, μιας κοινωνίας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Άρα τι μας λες, θα μου πείτε, και θα ’χετε δίκιο. Όμως, αλήθεια δεν ήρθα να σας πουλήσω ένα εύκολο, στο κάτω κάτω, λογοπαίγνιο. Όταν ο καθηγητής σας μου έκανε την τιμητική πρόσκληση να έρθω να τα πούμε σήμερα εδώ, μου πρότεινε να ασχοληθώ με τον λόγο γύρω από τον Δεκέμβρη του 2008. Λόγος γύρω από τον Δεκέμβρη, σκέφτηκα, είναι κυρίως ο αντιρρητικός λόγος, ο λόγος που εναντιώθηκε στον Δεκέμβρη, τον Δεκέμβρη πλέον σαν ταραχές, καταστροφές κτλ., φαινόμενα τα οποία καταδικάστηκαν δεν ξέρω αν μπορούμε να πούμε από όλη την κοινωνία, πάντως από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.

Μ’ αυτή την έννοια, απ’ αυτήν τη σκοπιά, όπου ο Δεκέμβρης έχει χρωματιστεί και ταξινομηθεί πια σαν μήνας εκτεταμένων και ανεξέλεγκτων ταραχών, ανεξάρτητα από την αφορμή και τις αιτίες, έχει νόημα να δούμε το πώς διατυπώθηκε, ποιος ακριβώς ήταν αυτός ο αντιρρητικός λόγος, για την ακρίβεια τι είδους λόγος ήταν αυτός. Ο οποίος, με την εξωπολιτική, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, δυναμική του, σχεδόν απέκλεισε τον ουσιαστικό αντίλογο, τον ουσιαστικό πολιτικό αντίλογο που θα μπορούσε, που θα έπρεπε να υπάρξει απέναντι στην τυφλή, άλογη βία που ζήσαμε τον μήνα εκείνο.

«Ηθικολογία vs Πολιτική» ήταν η ανταπόκρισή μου στην πρόταση που μου έγινε, ηθοπλαστικός λόγος, απότοκος εξάλλου του ηθικού πανικού που εύλογα προκλήθηκε, ηθοπλαστικός λόγος απέναντι σε πολιτικά, οσοδήποτε καταδικαστέα, πάντως πολιτικά φαινόμενα, ή ακριβέστερα και οπωσδήποτε πολιτικής αφετηρίας φαινόμενα. Αυτός όμως ο ηθοπλαστικός, άρα μη πολιτικός λόγος δεν ήταν ακριβώς ο απολιτικός λόγος, ο «εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική», «όλοι ίδιοι είναι» κτλ.· ήταν τώρα ο λόγος της εξουσίας, της πνευματικής κυρίως, αφού ο λόγος της επαγγελματικής πολιτικής, των πολιτικών, αντανακλούσε αναπόφευκτα τις θέσεις του εκάστοτε πολιτικού σχηματισμού ή κόμματος.

Μας ενδιαφέρει λοιπόν ο λόγος της πνευματικής εξουσίας, ο λόγος των μίντια, των πνευματικών ανθρώπων κτλ. Ο οποίος όμως λόγος, σαν λόγος εξουσίας, όπως είπα, που εκπορεύεται από διακεκριμένα κέντρα εξουσίας, όσο κι αν εμφανίζεται μη πολιτικός (σ’ αυτό το επίπεδο, των μίντια και των πνευματικών ταγών, όχι απολιτικός πλέον), σίγουρα ασκεί πολιτική, είναι πολιτικών προθέσεων.

Δηλαδή, να το πω αλλιώς, εδώ δεν έχουμε την απολιτική στάση τού «εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική», που είπαμε ότι αυτομάτως ανάγεται σε πολιτική, αλλά εμπρόθετη πολιτική παρέμβαση, από φύσει ή θέσει πολιτικά πρόσωπα. Τότε, αν συμφωνούμε ώς εδώ, σ’ αυτήν τη στοιχειώδη ανάγνωση των δεδομένων μας, έχουμε άσκηση πολιτικής, νέτα σκέτα. Το γιατί τώρα η πολιτική, μια συγκεκριμένη πολιτική σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, επιλέγει το ένδυμα της μη πολιτικής, ή τι είδους πολιτική ασκείται μέσω της μη πολιτικής, αν δεν προκύπτει σαν αυτονόητο, θα ’πρεπε να μας απασχολήσει ξεχωριστά –και πάντως είναι σαφώς δικής σας αρμοδιότητας, αρμοδιότητας πολιτικών επιστημόνων εννοώ. Για την ώρα ας περιοριστούμε να φωτογραφίσουμε το φαινόμενο και να το επιγράψουμε.

Αλλά ποιος ήταν αυτός ο λόγος, ο αντιρρητικός λόγος, όταν δεν εξαντλήθηκε στην ανασκευή του χαρακτηρισμού λ.χ. «εξέγερση» –ή όταν συνόδευσε αυτή την ανασκευή, ή πάλι θέλησε να τεκμηριώσει αυτή την ανασκευή.

Εδώ ας θυμηθούμε ορισμένους από τους κοινότερους χαρακτηρισμούς:

αμφισβητίες του γλυκού νερού
ανερμάτιστη νεολαία
αντιεξουσιαστές εκ του ασφαλούς
απολίτιστοι
απόστολοι του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας
αρλούμπες
ενοχικοί μεσήλικοι
«επαναστατική» εκσπερμάτωση
επικολυρικό παραλήρημα [« – του προοδευτικού νταλκά»]
καθάρματα*
καθυστερημένοι
καλομαθημένοι χαβαλέδες
κουκουλοφόροι [με συχνή ρητή αναφορά στους κουκουλοφόρους καταδότες της Κατοχής]
κουρσάρικα φερσίματα
κούφια συνθήματα
μαγαρίζω
μηδενιστικός χουλιγκανικός λόγος
μηνύματα της ανομίας
ναζιστικής υφής σύνθημα
νταλκάς περισπούδαστος / προοδευτικός
ξεκαπίστρωτοι νεαροί
ξύλινη γλώσσα
ολοκληρωτικής λογικής σύνθημα
ορδή
ουγκ
όχλος
παθολογικά άτομα [που «θέλουν να ξεσπάσουν το οιδιπόδειό τους στην κοινωνία»]
παρανοειδούς υφής άποψη
σαχλαμάρα
σεκλέτια· μεταχουντικά σεκλέτια
στόκοι*
Ταλιμπάν
υποκοσμικό γλωσσικό ιδίωμα
φασίστες
φασιστοειδή / παρανοϊκά φασιστοειδή
φραπές· επανάσταση / επαναστάτες τού φραπέ
χουλιγκανοαριστεριστές

Οπωσδήποτε υπάρχουν διάφορα, διακριτά επίπεδα, διαβαθμίσεις, δεν αξίζει να καθυστερήσουμε φτιάχνοντας μια κλίμακα –ο κοινός, πιστεύω, άξονας, αυτό που διατρέχει όλες αυτές τις λέξεις είναι ένας πολύ ειδικός στιγματισμός, μια απαξίωση συχνά ηθικής τάξεως. Ελάχιστοι χαρακτηρισμοί, καταδικαστικοί οπωσδήποτε και αυτοί, διεκδικούν κάποια αυστηρότητα, σοβαρότητα, ας πούμε, ύφους, π.χ. το «ολοκληρωτικής λογικής σύνθημα», το «ναζιστικής υφής σύνθημα» –όχι όμως και η «παρανοειδούς υφής άποψη».

Ενώ στο άλλο άκρο, και με διαφορά, είναι, για τη δική μου αίσθηση, οι «ουγκ», είναι οι «αρλούμπες», οι «στόκοι» κ.ά., ένας ευθέως απαξιωτικός λόγος, που καμία σχέση δεν έχει με πολιτική ορολογία, που αυτόματα, και βίαια, θα πρόσθετα, απολιτικοποιεί, θέλει να απολιτικοποιήσει τα φαινόμενα και τα υποκείμενα στα οποία αναφέρεται.

Στη μέση έχουμε μια αφ’ υψηλού, από καθέδρας διάγνωση, με αξιώσεις ψυχογραφήματος: τα «παθολογικά» άτομα που «θέλουν να ξεσπάσουν το οιδιπόδειό τους στην κοινωνία», οι «ενοχικοί μεσήλικοι» με το «επικολυρικό παραλήρημα του προοδευτικού νταλκά τους», «ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος των πνευματικών ανθρώπων [που] είναι [...] ένας σοβαροφανής και περισπούδαστος νταλκάς ανθρώπων που αισθάνονται σε γενικές γραμμές καταπιεσμένοι και σε ακόμη γενικότερες εξεγερμένοι…»

Και μια ψυχοκοινωνιολογίζουσα ειρωνεία, χλεύη, και πάντα απαξίωση: «επαναστάτες του φραπέ», «καλομαθημένοι χαβαλέδες» –και με κοινωνικό στιγματισμό δηλαδή, με έμμεση αναφορά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα απ’ τα οποία, υποτίθεται, προέρχονταν οι ταραξίες: δηλαδή τα βόρεια προάστια, όπως ρητά ειπώθηκε, πολλές φορές, «κατηγορία» που θεωρητικά ανατρέπει, υποτίθεται, αυτομάτως το χαρακτηρισμό της «εξέγερσης»: προσέξτε, λέει, η λογική αυτή, έχουμε να κάνουμε με «αστόπαιδα», που «βάζουν φωτιά στους σκουπιδοτενεκέδες της υπερκατανάλωσης έχοντας στην κωλότσεπή τους τρεις καταναλωτικές κάρτες»: το μήνυμα κραυγάζει: τι σχέση έχουν τα μαμόθρεφτα με εξεγέρσεις· μόνο της γης οι κολασμένοι εξεγείρονται, και κολασμένοι της γης είναι μόνο οι εργάτες, αγρότες κτλ., οι προλετάριοι του περασμένου αιώνα –και της περασμένης πολιτικής σκέψης και εργαλειοποίησης, θα πρόσθετα εγώ.

Ας δούμε όμως ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα, όλα, πρέπει να το τονίσω, από προοδευτικά έως αριστερά έντυπα και γραφίδες· υπογραμμίζω όρους και εκφράσεις κυρίως απαξιωτικές, που μας μεταφέρουν αμέσως από το πολιτικό πεδίο στο ηθικολογικό:

«Ο Τσίπρας στην παιδική χαρά της βίας» είναι ο ενδεικτικός τίτλος ενός κειμένου. Και μερικές φράσεις του:

– «Πολύς κόσμος σχολίαζε, χθες, πόσο νηπιώδης είναι η πολιτική σκέψη του πολιτικού ηγέτη (τρομάρα του!) της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς»·

– «τα τακτοποιημένα τσιτάτα του μπορούν να δώσουν πολιτική κάλυψη στη θρυαλλίδα του μίσους και της καταστροφής, που πολλοί καθυστερημένοι, πολλοί ουγκ (ο όρος είναι πολιτικός και να μη διστάζουμε να τον χρησιμοποιούμε) ετοιμάζονται να ανάψουν, με δικαιολογία το φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου και τη, δήθεν, εξέγερση των απελπισμένων που, πάλι δήθεν, δεν ολοκληρώθηκε πέρυσι (διότι εμφανώς τη νίκησε η βαρυστομαχιά των Χριστουγέννων)»·

– «Επί τροχάδην, ορισμένες μόνο χτυπητές αρλούμπες του χθεσινού κειμένου του Αλέξη Τσίπρα»·

– «Όταν ο κ. Τσίπρας επικαλείται την «αντίσταση» των «εξεγερμένων» έναντι τίνων ακριβώς εννοεί την αντίσταση; Και, επιτέλους, πείτε μας, γιατί έχουμε και δουλειές να προγραμματίσουμε, πότε αυτή η αντίσταση θα τελειώσει; Τα Χριστούγεννα της ορθοδοξίας;»·

– «Θα αναρωτηθείτε γιατί κάνω τόσο κόπο. Γιατί διαλέγομαι με έναν άνθρωπο [σ.σ. όπως ο κ. Τσίπρας]; Για να υπάρχουν τεκμήρια, μετά τις απόπειρες ορισμένων παραγόντων της δημόσιας ζωής (τρομάρα τους) να τροφοδοτήσουν με βία κι αυτό το Δεκέμβριο, ενδεχομένως και μετά τις απόπειρες βίαιης εκτροπής και των όποιων συνεπειών της, ότι δεν έχει συλλήβδην παραδοθεί ο δημόσιος λόγος στους καθυστερημένους, στους ουγκ, που επικαλούνται μεγάλες ιδέες…»

Άλλο κείμενο, ψύχραιμο αυτό, έχει τίτλο: «Τα νούμερα του Δεκέμβρη»: όχι, δεν έχει στοιχεία και αριθμούς, «νούμερα» και άλλα στατιστικά στοιχεία γύρω από τον Δεκέμβρη· χαρακτηρίζει απλώς διάφορους σχολιαστές των ημερών.

Ακόμα: «σε αυτά τα στερεότυπα προστέθηκε βεβαίως η σαχλαμάρα των διαφόρων “επώνυμων”, κατά κανόνα “μιντιάδων”, που “αυτοκριτικά” οίκτιραν τους εαυτούς τους γιατί “βολεύτηκαν”, γιατί “πρόδωσαν την επανάσταση”, ετσετερά, ετσετερά».

Στο πρώτο ιδίως κείμενο, πρώτο μέλημα, θαρρείς, να υποβιβαστεί ο αντίπαλος-φυσικό πρόσωπο, ή ο αντίπαλος λόγος: «ο Αλέξης στην παιδική χαρά της βίας» («ο μικρός Αλέξης», σε πιο πρόσφατο κείμενο του ίδιου συντάκτη) σημαίνει το εξής τραγικό στις συνέπειές του γεγονός, πως είμαστε ακόμα στην παιδική χαρά της πολιτικής σκέψης, του πολιτικού στοχασμού –και άρα σχεδιασμού.

Στην παιδική χαρά της πολιτικής σκέψης; Μπα, στο κατηχητικό, ή στο σαλόνι με τη Ρωσίδα αριστοκράτισσα στην ταινία του Ροβήρου Μανθούλη που αφηγείται τον ερχομό των μπολσεβίκων («τοκ τοκ, τοκ τοκ! Qu’est-ce que c’est que ça? Qu’est-ce que c’est que ça? Ce sont les bolcheviques qui arrivent»).

Το λέω αυτό, κι εσείς δικαίως θα μου πείτε ότι υιοθετώ τον απαξιωτικό λόγο τον οποίο ακριβώς κατακρίνω. Εν πάση περιπτώσει, ιδού ένας καθωσπρεπίστικος, σκανδαλισμένος λόγος, που ηθικολογεί μ’ έναν κραυγαλέα αναχρονιστικό τρόπο:

«Το σύνθημα, ολοκληρωτικής λογικής, “μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι” είχε την τιμητική του»: είναι εντυπωσιακή η έκπληξη και ο σκανδαλισμός, για ένα σύνθημα παλιό εξάλλου· άλλο:

«ως κύριο σύμβολο της κρατικής επιβουλής ορίζονται οι αστυνομικοί –ή “μπάτσοι”, στο υποκοσμικό γλωσσικό ιδίωμα που πλέον υιοθετεί και η τελευταία καθωσπρέπει μεγαλοαστή–, που τα μεταχουντικά σεκλέτια κάποιων φαντασιώνουν ως αιμοχαρείς υπανθρώπους».
Και ό,τι πιο άτοπο μπορώ να φανταστώ, η πλέον ακραία πολιτική ευπρέπεια σαν όργανο μελέτης μιας διαδήλωσης, ενός συνθήματος κτλ.:

«Ένα κοινό μοτίβο πολλών εκφράσεων αυτής της κουλτούρας [του Δεκέμβρη] είναι το τυφλό μίσος προς την αστυνομία. Οι αστυνομικοί παρουσιάζονται ως βασικός στόχος αρχικά της οργής αλλά κατόπιν της χλεύης και, τέλος, του βίαιου ξεσπάσματος των διαμαρτυριών. Το σύνθημα “Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι”, αναλύεται σε τυφλό μίσος προς όλους τους αστυνομικούς. Για τη ρητορική “της εξέγερσης”, δεν υπάρχει εξατομικευμένη ευθύνη. Δεν ευθύνεται ο δολοφόνος του Γρηγορόπουλου (για τον οποίο, ασφαλώς, η μαζική διαμαρτυρία δεν προβλέπει κανένα “τεκμήριο αθωότητας”), ευθύνονται συλλήβδην “οι μπάτσοι”. Είναι οι ένστολοι του αντίπαλου στρατοπέδου, αυτοί που πρέπει να πολεμηθούν. Για να πέσει το σύστημα; Για το μπάχαλο, την αποδιάρθρωση, το χάος. Άλλωστε, οι “μπάτσοι” συμβολίζουν τους μηχανισμούς του κράτους – και η πραγματική ιδεολογία “της εξέγερσης” αποστρέφεται το κράτος, θέλει τη διάλυσή του. Συνεπώς; Συνεπώς, για τη ρητορική του μηδενιστικού χουλιγκανισμού που συχνά αποθεώνει η κουλτούρα του Δεκέμβρη, “μπάτσοι” είναι “το μόνο επάγγελμα που μας ζαλίζει με τα εργατικά ατυχήματά του”».

Το να κρίνεις, ξαναλέω, μια διαδήλωση με τα συνθήματά της σαν να πρόκειται για πανεπιστημιακή διατριβή, μελέτη, ένορκη κατάθεση στο δικαστήριο κτλ. μόνο αθώο δεν μπορεί να είναι –για να ηθικολογήσω άλλη μια φορά και εγώ. Χρειάζεται άλλη εικονογράφηση; Φανταστείτε τη μητέρα ενός νεκρού που κηδεύει το σκοτωμένο της παιδί και καταριέται το δολοφόνο του να εγκαλείται ότι παραγνωρίζει το τεκμήριο αθωότητάς του.

Όροι ευπρέπειας και κοσμιότητας επιστρατεύτηκαν για να αντιμετωπίσουν άλλες εναλλακτικές ακτιβιστικές ενέργειες, όπως η διακοπή θεατρικών παραστάσεων, το λέρωμα των τοίχων του Εθνικού Θεάτρου κτλ. Αποκορύφωμα, η κατάληψη στην ΕΡΤ και η διακοπή του δελτίου ειδήσεων. Αλλά εδώ πια η αμετροέπεια μόνο τανκς αντιεξουσιαστών δεν είδε να ρίχνουν την πύλη της ΕΡΤ. Θυμίζω τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο, τον κ. Αντώναρο, που μίλησε για «συνειδητή απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας»! «Οδηγούμαστε στην πλήρη αποσάθρωση και στα όρια μιας άναρχης κοινωνίας» συμπλήρωσε η κυβερνητική ΠΟΣΠΕΡΤ. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο πρόεδρος της ΕΡΤ, με τηλεοπτικό διάγγελμά του!

Αυτό όμως ήταν δίκοπο μαχαίρι. Ο αντιρρητικός λόγος, εξωθημένος στα άκρα, γελοιοποιημένος, αν θέλετε, στο στόμα του κυβερνητικού εκπροσώπου, δεν μπορούσε να έχει συνέχεια προς αυτή την κατεύθυνση. Η μόνη ασφαλής και αποτελεσματική οδός ήταν η παλιά, δοκιμασμένη συνταγή, η απαξίωση και ο ηθικός στιγματισμός. Έτσι συνέχισαν και τότε και αργότερα, π.χ. στην άτυπη επέτειο τον φετινό Δεκέμβρη, όσοι διανοούμενοι, μίντια κτλ. είχαν επιλέξει εξαρχής τη μέθοδο αυτή.

Γιατί, απλούστατα, θα έλεγα τώρα, η μέθοδος αυτή, και ειδικά ο ηθοπλαστικός λόγος, ο λαϊκίστικος ουσιαστικά λόγος, στοχεύει αμεσότερα στο κοινωνικό σώμα, πρώτα το ενοχοποιεί (βλ. κυρίως την περίπτωση με τη 17Ν· θα αναφερθώ σχετικά παρακάτω), και έτσι το εξουδετερώνει, το ακινητοποιεί απ’ τη μια, το συναγείρει από μιαν άλλη και το εναντιώνει σε τυχόν διεκδικήσεις και δράσεις που γίνονται με ανορθόδοξο τρόπο –πόσο μάλλον με βίαιο τρόπο, όπως ήταν οι ταραχές του Δεκέμβρη, και πολύ περισσότερο τώρα, με τα τραγικά γεγονότα στη Μαρφίν.

Εν ολίγοις: έχουμε να κάνουμε με έναν λόγο που απαξιώνει, που στιγματίζει ηθικά-κοινωνικά, που αποβάλλει από το κοινωνικό σώμα, που περιθωριοποιεί, γκετοποιεί –εξωθεί σε γκετοποίηση, για την ακρίβεια.

Όμως η απαξίωση και η γκετοποίηση γεννούν οργή· είναι θέμα συγκυρίας να γίνει η οργή τυφλή. Ναι, έτσι φτάνουμε σε Μαρφίν –δε χρειάζεται αλίμονο φαντασία ούτε προφητική ικανότητα για να προβλέψει κανείς ανάλογα τραγικά συμβάντα.

Ποιο είναι τότε το ζητούμενο. Ένα, και δεν υπάρχει άλλο. Πολιτική απέναντι στην πολιτική.

Είναι πάγια όμως η πολιτική της μη πολιτικής. Δεν θα πω το απλοϊκό «επειδή η πολιτική θέλει κότσια» (που είναι αλήθεια· εννοώ θέλει άλλου είδους σκέψη και προπαντός δουλειά πολλή), αλλά επειδή η πολιτική αποκλείει καταρχήν τον λαϊκισμό, δεν σηκώνει εν πάση περιπτώσει λαϊκισμό, το προσφιλέστερο όμως μέσο απεύθυνσης της εξουσίας (και προφανώς δεν αναφέρομαι μόνο στην πολιτική εξουσία) στον κόσμο, τον λαό, το αποτελεσματικότερο μέσο σύνδεσης της εξουσίας με τον λαό –και παραπέρα εδραίωσής της.

Για να μείνουμε στο πρόσφατο παρελθόν, του οποίου έχουμε όλοι εδώ μέσα εποπτεία:

Υπενθυμίζω την περίπτωση της 17Ν, τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε μετά τη σύλληψη των μελών της και κατά τη διάρκεια κυρίως της δίκης. Τη μάχη που δόθηκε να μη χαρακτηριστεί πολιτική –η οργάνωση και συνεπώς και η δίκη. Φυσικά, η δίκη υπήρξε εξόχως πολιτική: αναπόφευκτο, αφού είχε εξ ορισμού και αναπόφευκτα πολιτικούς στόχους και πολιτικά κίνητρα. Απ’ την άλλη, όπως έχω ξαναγράψει, ακόμα και η προσπάθεια να θεωρηθεί μη πολιτική μια οργάνωση που αυτοπροσδιορίζεται σαν πολιτική, και μάλιστα αριστερή, απαιτεί πρωτίστως πολιτικό λόγο, συνιστά αυτομάτως πολιτική διαδικασία, πολιτική πράξη.

Ανάλογα πολιτικοί ήταν οι στόχοι και τα κίνητρα της εκτός δικαστηρίου δίκης, της «δίκης» που σκηνοθετήθηκε στα περισσότερα τηλεπαράθυρα· όπου, πίσω από την εκστρατεία απαξίωσης των κατηγορουμένων, άλλοτε λάνθανε και άλλοτε διεξαγόταν ρητά η δίκη γενικότερα της αριστεράς.

Σ’ αυτό το επίπεδο, και προκειμένου να κλείσει εντέλει το ενοχλητικό θέμα της τρομοκρατίας και η ακόμα ενοχλητικότερη συζήτηση για την τρομοκρατία, περίσσεψε η ηθικολογία και η κατατρομοκράτηση της κοινωνίας, που ενοχοποιήθηκε ότι αντιμετώπισε με συμπάθεια τη δράση της 17Ν ή ότι υπήρξε κατά κάποιον τρόπο συνεργός, αφού, ακόμα και αν διαφωνούσε, δεν κατέδωσε κτλ. Κάθε έννοια δικαιικού πολιτισμού είχε διασυρθεί από τηλεεισαγγελείς και άλλους, κατά τεκμήριο σοβαρούς παράγοντες της δημόσιας ζωής.

Χάθηκε έτσι μια μοναδική ευκαιρία να τεθεί στις σωστές του βάσεις και έτσι να αντιμετωπιστεί το μείζον θέμα της τρομοκρατίας. Να αντιμετωπιστεί εννοώ πολιτικά, ιδεολογικά –αλλιώς δεν έχουμε αντιμετώπιση, ξόρκια έχουμε απλώς και ξεματιάσματα. Το ίδιο και τώρα, τον Δεκέμβρη του 2008, αλλά και τώρα τώρα, στη Μαρφίν, που η τυφλή βία έδωσε τρεις νεκρούς.

Όμως η αντιμετώπιση της βίας απαιτεί κατανόηση των αιτίων της. Και εμείς την κατανόηση την ποινικοποιήσαμε. Η κατανόηση θεωρήθηκε, θεωρείται, αποδοχή, συμφωνία, υιοθέτηση. Και εδώ κατατείνει η πρόκληση ηθικού πανικού, στην κατατρομοκράτηση ξαναλέω της κοινωνίας, ασφαλή δρόμο για την παθητικοποίησή της βεβαίως. Επείγει λοιπόν να κατανοήσουμε· άντε, ας αλλάξω το ρήμα: να εξηγήσουμε. Για να μπορέσουμε να ιδρύσουμε διάλογο, ή και πόλεμο, αναλόγως, με αυτούς τους πρεσβευτές της βίας.

Αλλά ο διάλογος, ή ο πόλεμος, πόλεμος ιδεολογικός εννοώ, και τότε αμείλικτος, σημαίνει πως αναγνωρίζω –όχι αποδέχομαι, επαναλαμβάνω και το τονίζω, αλλά αναγνωρίζω τον άλλο σαν συνομιλητή, αντίπαλο, εχθρό. Και αναγνωρίζω σημαίνει ακούω αυτό που μου λέει, για να μπορέσω έπειτα να το αντικρούσω. Και το ακούω καταρχήν σαν αυτό που θέλει εκείνος, με όποιον τρόπο και αν το εκφράζει, και όχι σαν αυτό που θέλουμε εμείς και τα στερεοτυπικά ανακλαστικά μας, με τα «εμείς κάποτε…», «η Αριστερά τότε…», «οι εξεγερμένοι εκεί…»

Γιατί, μόνο αν τον αναγνωρίσουμε, που σημαίνει, ξαναλέω με άλλα λόγια, μόνο αν μετακινηθούμε από τα προκατασκευασμένα ερμηνευτικά σχήματά μας, μόνο τότε μπορεί να υπάρξει διάλογος, αντιπαράθεση, πολεμική.

Πολεμική όμως με πολιτικούς όρους, όχι αστυνομικούς και ηθικολογικούς.

Και οι χαρακτηρισμοί «ουγκ» και «στόκοι» δεν είναι πολιτικό επιχείρημα, δεν είναι ιδεολογικός λόγος, είναι εξουσιαστικός βεβαίως λόγος –αν είναι καν λόγος– στην πιο λαϊκίστικη εκδοχή του. Και είναι φυσικά λεκτική βία. Η οποία λεκτική βία, σ’ ένα άλλο επίπεδο, συμπληρώνεται από την υλική βία των δυνάμεων καταστολής. Μην περιμένουμε άλλη απάντηση στη βία, και ειδικά τη λεκτική βία, γιατί αυτή ιδεολογικοποιεί, αυτή περιθωριοποιεί, στιγματίζει και γκετοποιεί· μην περιμένουμε λέω άλλη απάντηση στη βία από βία.

Αλλά τώρα ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση ελέγχονται, πιστεύω, για αυτό το οποίο αποκαλούμε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Και διάρρηξη του κοινωνικού ιστού σημαίνει – ή παράγει, προάγει, δημιουργεί εξυπαρχής αντικοινωνικότητα, και από κει και πέρα την υποδαυλίζει.

Και μόνο σε αντικοινωνικότητα μπορεί να οφείλεται η προχτεσινή εγκληματική ενέργεια στη Μαρφίν.

Όμως έτσι, πάμε γι’ άλλα, φοβάμαι.


* Οι χαρακτηρισμοί "στόκοι" και "καθάρματα" είναι από άρθρο μετά τη Μαρφίν: «Επειδή μεταξύ των διαδηλωτών έτυχε να υπάρχουν και οι γνωστοί στόκοι, που µισούν τις τράπεζες ή τις θεωρούν υπεύθυνες για ό,τι κακό µας συµβαίνει. Επειδή μεταξύ των στόκων έτυχε να υπάρχουν και µερικά καθάρµατα που κουβαλούσαν βόµβες µολότοφ, τις οποίες πέταξαν στο υποκατάστηµα της τράπεζας που µισούσαν». Κι όμως, περισσότερο κι από τους χαρακτηρισμούς αυτούς, η ειρωνεία εκφράζεται στην έκφραση: «που μισούν τις τράπεζες» και μεγαλύνεται με την επανάληψη: «της τράπεζας που µισούσαν»!

buzz it!