11/6/10

καινούριος Κούντερα και ολίγη μεταφραστική κουζίνα

ανέκδοτη (;) φωτογραφία του Μίλαν Κούντερα στο γραφείο του, μπροστά σε τρίπτυχο του Φράνσις Μπέικον





«…συνάντηση των σκέψεών μου και των αναμνήσεών μου· των παλιών μου θεμάτων (υπαρξιακών και αισθητικών) και των παλιών μου ερώτων (Ραμπελαί, Γιάνατσεκ, Φελλίνι, Μαλαπάρτε…)…»

με αυτά τα λόγια, αμέσως μετά τη σελίδα τίτλου, μας εισάγει ο Μίλαν Κούντερα στο τελευταίο του βιβλίο, τη Συνάντηση.

διαβάστε τη συνέχεια...

Στη Συνάντηση, άλλο ένα δοκίμιο γραμμένο σαν συναρπαστικό μυθιστόρημα, ο Κούντερα χτίζει το δικό του Πάνθεον, περιδιαβάζοντας στην καλλιτεχνική, πνευματική και πολιτική ζωή της Ευρώπης του 20ού αιώνα.

Μερικοί από τους σύντομους σταθμούς του:

– Ο μοντερνισμός του Φράνσις Μπέικον και του Σάμουελ Μπέκετ κόντρα στον μοντερνισμό τον οποίο ρίχνει στην αγορά το μάρκετιγκ της τέχνης.

– Ο Ηλίθιος του Ντοστογέφσκι, τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες, ο Καθηγητής του πόθου του Φίλιπ Ροθ, και άλλα μυθιστορήματα, του Σελίν, του Μάρεκ Μπιέντσυκ, του Χουάν Γκοϋτισόλο, «μυθιστορήματα που βυθοσκοπούν την ύπαρξη».

– Η επινόηση των αδελφών Λυμιέρ, το φιλμ-τέχνη και το φιλμ-παράγοντας αποβλάκωσης· η προφητική παρουσίαση της νεκροφιλικής κάμερας από τον Φελλίνι στην Ντόλτσε Βίτα και η σύγκρουση του κορυφαίου Ιταλού σκηνοθέτη με τον Μπερλουσκόνι.

– Το ιστορικό μυθιστόρημα και η αισθητική επιταγή του πρώτου μεγάλου επικού ποιητή, του Ομήρου.

– Οι σονάτες του Μπετόβεν, η μοναχική νεωτεριστική δημιουργία του Λέος Γιάνατσεκ, και οι κομμένες γέφυρες στη μουσική του Ιάννη Ξενάκη.

– Η γαλλική Τρομοκρατία στο Οι θεοί διψούν και η διαγραφή του Ανατόλ Φρανς από τις μαύρες λίστες που συντάσσουν τα παρισινά σαλόνια.

– Το «αρχιμυθιστόρημα» του Κάρλος Φουέντες και ο Αιμέ Σεζαίρ, θεμελιωτής της μαρτινικέζικης πολιτικής και της μαρτινικέζικης λογοτεχνίας.

– Η λαγνεία του Αϊτινού Ρενέ Ντεπέστρ μέσα στο μοναστήρι του κομμουνισμού και το Δέρμα του Μαλαπάρτε, δάχτυλο στην πληγή της αρρώστιας του 20ού αιώνα.

– Η Ελλάδα που κατοικεί ταυτόχρονα στον ανατολικοευρωπαϊκό και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, και η Γιουγκοσλαβία που με δεμένα τα μάτια όδευε προς το χαμό.

– Η λήθη στην οποία περιέπεσε ο Σαίνμπεργκ και ο Επιζών της Βαρσοβίας, το μεγαλύτερο μνημείο που αφιέρωσε η μουσική στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων.

– Η Άνοιξη της Πράγας και ο παρισινός Μάης του ’68, δύο διαφορετικοί δρόμοι, με διαφορετική αφετηρία και τέρμα.


                                    * * *


Κι όμως κινείται· για την ακρίβεια, οπωσδήποτε κινείται!
η γλώσσα, εννοώ


Επειδή δε με βλέπω να στρώνομαι να γράψω δυο πραγματάκια που θέλω για τη μετάφραση τώρα της Συνάντησης (κι αφού δεν είναι δυο, αλλά εκατόν δυο!), σημειώνω πρόχειρα μερικά από αυτά που αποτόλμησα (εντός ή εκτός εισαγωγικών) και με ξάφνιασαν κι εμένα τον ίδιο, κι άλλα όπου κώλωσα:

έβαλα πληθυντικό: η Άνοιξη – οι Ανοίξεις, που εξακολουθεί να μου βγάζει το μάτι: κι όμως, δεν είναι π.χ. «διπλή Άνοιξη», αλλά δύο: η παρισινή (ο Μάης του ’68) και η τσέχικη (η Άνοιξη της Πράγας), για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος, σε ειδικό κεφαλαιάκι, με τίτλο: «Για τις δύο μεγάλες Ανοίξεις…» κτλ. Τι στο καλό, φταίει προφανώς το παλιό τριτόκλιτο· αφού έχουμε ομαλότατο πληθυντικό: καλοκαίρια, χειμώνες, φθινόπωρα (λιγότερο), αλλά όχι «ανοίξεις»!

έχω ακόμα πληθυντικό αφηρημένων εννοιών:

«Μας καθόριζαν» γράφει, αναφερόμενος στον εαυτό του και τον Κάρλος Φουέντες «δύο πίστεις: πίστη στην επανάσταση της σύγχρονης τέχνης τον 20ό αιώνα· και πίστη στο μυθιστόρημα…»· και

«στο πρόσωπό του [= του Αιμέ Σεζαίρ] συναντιούνται δύο θεμελιώσεις (η πολιτική και η λογοτεχνική)»

κώλωσα και δεν έβαλα γενική πληθυντικού στην κάμερα, παρόλο που έχει μάλλον περάσει πια, τόσος λόγος που γίνεται τελευταία για τη «χρήση των καμερών» κτλ.
Φαντάζομαι πως σε μερικά χρόνια δε θα μ’ ενοχλεί· τώρα, έμεινα «κανονικά» στον ενικό: ο Κ. μιλάει για τον Φελλίνι και παρατηρεί: «η νεκροφιλική παραφορά της κάμερας συλλαμβάνεται πρώτη φορά και παρουσιάζεται προφητικά σε μιαν αλησμόνητη σκηνή στην Ντόλτσε Βίτα, το 1960» –αναρωτιέμαι μήπως η γενική πληθυντικού, «η νεκροφιλική παραφορά των καμερών», έδινε παραστατικότερα την ιδέα του Κούντερα… ντον’τ νόου

Πήρα πολλές βαθιές ανάσες και χρησιμοποίησα [κι εγώ] το γαλλικό «της κάνω έρωτα» κτλ. Ώς τώρα το απέφευγα μετά μανίας, μια χαρά τα βόλευα με το «κάνουμε έρωτα», αλλά εδώ δε γινόταν. Ιδίως στην ακόλουθη περίπτωση: «μου ήρθε ξαφνικά η επιθυμία να τη βιάσω. Ξέρω τι λέω: να τη βιάσω, όχι να της κάνω έρωτα». Ή όταν περιγράφει μια σκηνή από το Οι θεοί διψούν του Ανατόλ Φρανς, όπου κάποιος βρίσκει στη σοφίτα κοιμισμένη μια υπηρέτρια, και «δεν διστάζει και της κάνει έρωτα». Δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο διόλου σεμνότυφος Κ., ο οποίος διαμαρτύρεται σε άλλο δοκίμιο για τους μεταφραστές που φοβούνται να γράψουν «καυλώνω» κτλ., στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν δεν είχε τη δυνατότητα που του παρέχει η γαλλική γλώσσα, θα έγραφε πολύ απλά: να τη γαμήσω / να τη γαμήσει. (Όμως δεν σκέφτηκα να του προτείνω κάτι τέτοιο, θα παράπεφτε βαρύ στα ελληνικά, καθώς μάλιστα χρησιμοποιείται ήδη αρκετά ο συγκεκριμένος ξενισμός. Κι εγώ μαζί λοιπόν…)

Ίδρωσα - ξεΐδρωσα, χρησιμοποίησα πια το «οριοθετηθεί» αντί για το δοκιμότερο κάποτε «οροθετηθεί».

Με πόνο ψυχής έγραψα: «μια τέχνη δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί καθαυτή» και όχι το σωστό-που-όμως-μοιάζει-λάθος: καθαυτήν. Έτσι, λοιπόν, το κράτησα, πολλές φορές, ώσπου μία, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, δεν άντεξα: «μια ομορφιά που λειτουργούσε καθαυτήν, από μόνη της, γυμνή, χωρίς καμία εξωτερική υποστήριξη». -- Απ' την άλλη, έφτυσα αίμα, κυριολεκτικά, όπως λέγεται (λανθασμένα αλλά πολύ ωραία, με το συμπάθιο!), να βρω λύση κάπου που δεν υπήρχε περίπτωση να πω ούτε "του μυθιστορήματος αυτού καθαυτό" ούτε "του μυθιστορήματος αυτού καθαυτού" (και ούτε μου πήγαινε να γυρίσω τη γενική "του μυθιστορήματος" σε αιτιατική και να ξεμπερδεύω...)

Έβαλα, έβγαλα, ξανάβαλα και τελικά έβγαλα οριστικά το δωσίλογος, για το περίπου αντίστοιχο collabo, από το collaborateur (= συνεργάτης), μια και το δωσίλογος παραμένει ακόμα στενά δεμένο με την ελληνική ιστορία· έτσι, χρειάστηκε να πλατειάσω: «ο Χράμπαλ είναι συνεργάτης του καθεστώτος. [...] Τι παραλογισμός να μιλάμε για συνεργασία με το καθεστώς…» κτλ. (Στις Προδομένες διαθήκες, έπειτα από διεξοδική συζήτηση με τον Μ.Κ., οι collabos du modernisme είχαν γίνει: «τσιράκια του μοντερνισμού»)

Με καταισχύνη με τσάκωνα να ξενίζομαι κάθε φορά που διάβαζα το –σωστό–ομοιόπτωτο: «έπειτα από έξι χρόνια γερμανική κατοχή», έτσι που μας πήραν φαλάγγι με τους ετερόπτωτους!

Και πολύ λυπήθηκα που δεν τόλμησα να βάλω σε γενική το υπερπέραν, σε μια φράση που πολύ τη χρειαζόταν: «μια νύχτα λουσμένη αιώνια στο φως του υπερπέραν», όχι του επέκεινα, τίποτα, του υπερπέραν· κώλωσα όμως, κι έκανα πίσω: «μια νύχτα λουσμένη αιώνια στο φως από το υπερπέραν» (ούτε «που στέλνει…», ούτε «που εκλύει..», ούτε «που πηγάζει / που έρχεται από…» –σκέτα «από το υπερπέραν».

Άλλη φορά ίσως άλλα...

buzz it!