31/10/10

τα κιτς δεν είναι αλλιώς πιο άθλια;

«Όποιος ομιλεί άθλια, σκέφτεται και άθλια» αποφαίνεται ένας αδυσώπητος κριτής του λόγου των κυβερνώντων, σε άρθρο του με τίτλο «Λέσχη αθλίων ελληνικών» (Ελευθεροτυπία 30.10.10).

Οπότε, και όποιος ομιλεί κιτς, σκέφτεται κιτς;

Κι αν τάχα ήταν να διαλέξουμε, τι θα διαλέγαμε; Τα «άθλια ελληνικά» των κυβερνώντων, δηλαδή, σύμφωνα με τα δύο όλα κι όλα παραδείγματα που μας δίνει ο τιμητής, (α) τις όντως ακατάληπτες «δάνειες δυνάμεις» που απειλούν την «ανεξαρτησία της χώρας μας», και (β) την «επανάκτηση αξιοπρέπειας», όπου ακατάληπτη είναι η επισήμανση, μια και λάθος εδώ δεν υπάρχει;

Ή τα κιτς του τιμητή, όπως η «θαυμάσια αιωνιοτυπία τού πλέκειν και πίειν τον καφέ», «η αγλαΐα της διαιωνιότητας του γαλανού», «το ισχνέγχυλον του βίου», ο «αιγλήεις και συμπαντικός» αττικός ουρανός, «τα κενάκαινα [που] λοιδορούνται», ο «τερψιψυχόνους» εαυτός που «περιδινίζεται» κ.ά. κ.ά.;


ΥΓ. Όπου κριτής και τιμητής, διάβαζε Γ. Σταματόπουλος

buzz it!

30/10/10

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται…

Τα Νέα, 30 Οκτωβρίου 2010

«Την λ. μοχλός μάς την έδωσε η φύση. [...] Το κύμα σκάζοντας στην ακτή κάχλαζε τους κάχλικες, τους χάλικες,
τους κόχλους, και μουρμούριζε, χλ χλ χλ χλ, [...] αυτός λοιπόν ο ήχος, χλ χλ χλ, των λιθίσκων που παραδέρνει το κύμα,
ή κάθε ρεύμα νερού, έδωσε και το ρήμα <χλω>, [που σημαίνει] ανακατεύω, θολώνω με την ανατάραξη, συγχέω..."
Ούτε λόγος, ανακατεύω, θολώνω, συγχέω...



Μωρέ μπας κι είναι κάποιο σατανικό σχέδιο εξόντωσής μας; Με θάνατο, αν όχι από απόγνωση, σίγουρα από ανία; Ή σχέδιο εξώθησης σε αυτοχειρία;

Να διαβάζεις δηλαδή ξανά μανά για την ουρανόπεμπτη γλώσσα με τα τόσα εκατομμύρια λέξεις, που η γνώση της θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν –αλήθεια;– μαλακίαν, ή για τη λέξη «πέλαγος» που βγαίνει απ’ το πλιτς πλιτς των κυμάτων… Και να φουντάρεις! Πλατς!

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλιώς, κύριε διευθυντά, θα ήταν άραγε δυνατόν, τη μία απ’ τις δύο φορές που γράφω εδώ το μήνα, να έμπαιναν ξανά κάποια από τα παλιά μου άρθρα, αυτούσια, συνέχεια τα ίδια; Με ανάλογη, έστω, περικοπή της αμοιβής μου; Ή τότε να μπαίναμε στα βαρέα και ανθυγιεινά; Γιατί, χειρότερο κι από το να διαβάζεις, είναι να γράφεις, να προσπαθείς να γράψεις, τα ίδια κι εσύ αλλά με άλλον εντέλει τρόπο.

Κοιτάζω περίτρομος, σαν τι μαζεύτηκε σε έναν μόλις μήνα, άντε δύο –από τα λίγα, τα ελάχιστα, που έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ. Στην Καθημερινή αίφνης (2/9) εμφανίστηκε, για πολλοστή φορά και πάντως εν αιθρία, ο πολιτικός μηχανικός και ακαδημαϊκός Αντώνης Κουνάδης, να μιλήσει ξανά για τη μοναδικότητα των αρχαίων, που μόνο αυτά στηρίζουν τη γνώση της νεοελληνικής, και θα ’πρεπε γι’ αυτό να διδάσκονται απ’ το δημοτικό κτλ. Και επιστράτευσε συνήγορό του τον αείμνηστο Ι. Θ. Κακριδή, που τάχα έγραψε ότι η γλώσσα αργοπεθαίνει και μόνο τα αρχαία θα τη σώσουν.

Χρειάζεται όμως εδώ παρένθεση: ποιος ο Κουνάδης; Ο κ. Κουνάδης, παλιός αθλητής, διορισμένος πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ επί δικτατορίας και καθηγητής στη σχολή πολιτικών μηχανικών του ΕΜΠ, ακαδημαϊκός τώρα, στρατεύτηκε κάποια στιγμή στον Γλωσσοσωτήριο, όπως και στον εν γένει Εθνοσωτήριο του Χριστόδουλου για τις ταυτότητες, διακινώντας από περίοπτη θέση και σε επίσημες εκδηλώσεις της Ακαδημίας όλους τους γνωστούς μύθους που ευδοκιμούν κατά κανόνα σε κακόφημους ιδεολογικά χώρους, και πάντως μακριά, πολύ μακριά από τη μόνη αρμόδια επιστήμη, τη γλωσσολογία. Ειδικά για τον μύθο προελεύσεως Γεωργαλά, για κάποιο υποτιθέμενο πρόγραμμα “Hellenic Quest”, που αναγορεύει τα αρχαία γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών και μετράει πέντε, έξι και παραπάνω εκατομμύρια λέξεις, έχουν γραφτεί σελίδες επί σελίδων (από τα πρώτα το Ιστολόγιο, εξαντλητικά έπειτα και κατ’ επανάληψη ο Ν. Σαραντάκος, εδώ ο υπογραφόμενος κ.ά.), όπου ανασκευάζονται μία προς μία οι πάσης φύσεως ανακρίβειες τις οποίες αναπαράγει ο κ. Κουνάδης –πάντα κλειστή η πόρτα των ολοπρόθυμα κουφών.

Ένα μόνο στοιχείο εδώ, για την πολυεκατομμυριούχο γλώσσα, που οι επιστήμονες γλωσσολόγοι ανεβάζουν τις λέξεις της στον ήδη τεράστιο αριθμό των 700.000, όμως εκατομμύρια τις θέλουν οι άλλοι, μετρώντας απλούστατα τους πολλαπλούς τύπους ή και τις πολλαπλές εμφανίσεις της ίδιας λέξης, π.χ. ανήρ - ανδρός - ανδράσι - άνδρεσι κτλ.! Αμ, πρωτοετής φοιτητής να του έκανε τέτοιες μετρήσεις, του κ. Κουνάδη των θετικών επιστημών, θα τον έστελνε πίσω στο λύκειο.

Γυρνάμε όμως στην επιστολή του κ. Κουνάδη, ο οποίος ζήτησε (μάλλον εκβίασε) χείρα βοηθείας από τον διαμετρικά αντίθετό του, επιστημονικά και ιδεολογικά, Ι. Θ. Κακριδή. Και έστειλε λακωνικότατη επιστολή (23/9) ο διαπρεπής καθηγητής Φάνης Κακριδής, γιος του Ι.Θ., αμφισβητώντας την ακρίβεια των γραφομένων, που δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς εκεί όπου παρέπεμπε ο κ. Κουνάδης!

Ερυθρίασε τάχα ο κ. Κουνάδης; Απάντησε με άλλη επιστολή (2/10), όπου παραδεχόταν (α) ότι το περιοδικό στο οποίο παρέπεμπε δεν ήταν του τάδε έτους αλλά του δείνα, και (β) κυρίως ότι η φράση την οποία παρέθετε δεν ήταν ολόκληρη του Κακριδή, αλλά μόνο το πρώτο μισό της, που κι αυτό (γ) το ’λεγε κάποιος άλλος, ο οποίος άλλος ισχυριζόταν ότι είχε ακούσει τον Κακριδή στην τηλεόραση, ενώ (δ) το άλλο μισό ήταν παραλλαγή κάποιας ρήσης του Ελύτη… Έναν τέτοιο πια φοιτητή του, απ’ το παράθυρο, φαντάζομαι, θα τον πετούσε ο των θετικών επιστημών κ. Κουνάδης.

Έλεγα για τη σοδειά τους τελευταίους ένα-δυο μήνες μόνο. Δεν πέρασε καιρός από την επιστολή του κ. Κουνάδη, και πάλι στην Καθημερινή, άλλος, δικηγόρος τώρα, θαρρείς και ξαναγράφει την επιστολή Κουνάδη, σημείο προς σημείο! Η τέχνη της προπαγάνδας, καρικατούρα πια. Και τις προάλλες, άλλος, ονόματι Σταύρος Παπαμαρινόπουλος, καθηγητής γεωλογίας στο πανεπιστήμιο της Πάτρας, πάντα στην Καθημερινή (16/10), γράφει με θέμα τα αρχαία και τον εγκέφαλο. Ότι ειδικότερα, σύμφωνα με κάποιες έρευνες, (α) η τάδε περιοχή του εγκεφάλου «ενεργοποιήθηκε λίγο περισσότερο λόγω του ελληνικού αλφαβήτου», έτσι (β) «ο ανθρώπινος εγκέφαλος επαναπρογραμματίστηκε ριζικώς», και (γ) αυτή πια η «συγκλονιστική μεταβολή στη λειτουργία του εγκεφάλου προκάλεσε μια ουσιώδη αλλαγή στην ψυχολογία των χρηστών του αλφαβήτου από την οποία προέκυψε η ανάγκη επικοινωνίας των πολιτών διά της λειτουργίας του θεάτρου». Και προς επίρρωση όλων αυτών γίνεται αναφορά και στην περιβόητη έρευνα Τσέγκου, πρότυπο αντιεπιστημονικότητας, σύμφωνα πάντα με τους επιστήμονες γλωσσολόγους!

Θέατρο λέει; Ούτε λόγος. Σκιών βεβαίως. Όπου καλούμαστε όμως να παίξουμε, και παίζουμε, μοιραία, όλοι μας.

Δυστυχώς, έχουμε πολλά ακόμα να πούμε, π.χ. για το χλ χλ χλ, τώρα, των κυμάτων, που γέννησε τον μοχλό κ.ά.

buzz it!

21/10/10

ο Σταμάτης, η Σταματίνα και η Τένια, ή ένας εύκολος τρόπος να κόψετε το τσιγάρο

επειδή, ως γνωστόν, καμία περιγραφή δεν τη φτάνει την πραγματικότητα:

http://www.youtube.com/watch?v=3RwnwayaLKE&feature=player_embedded

εμένα πάντως αρκετοί φίλοι μου καπνιστές, με την πρώτη φορά που είδαν το βιντεάκι, αποφάσισαν να κόψουν το τσιγάρο

ελάχιστη δόση: μία φορά κάθε πρωί

συνιστώμενη δόση: κάθε φορά που θα νιώσετε έντονα την ανάγκη να ανάψετε τσιγάρο

προσοχή: υπερβολική δόση βλάπτει ανεπανόρθωτα την ψυχική υγεία

κρατήστε το βίντεο μακριά από μικρά παιδιά, οικόσιτα ζώα και λουλούδια


ΥΓ. αλλά έχει και δάσκαλο ο καλός μαθητής Σταμάτης, ή ποιο το καπάκι που βρήκε ο τέντζερης όταν κύλησε, όπως λέει ο φίλος Δ.Α., που του χρωστούμε και το ποστάκι: "Αγόρασα τρεις τόμους του Καργάκου με την ιστορία των Αρχαίων Αθηνών για να ξαναθυμηθώ με λεπτομέρειες… τον Πελοποννησιακό πόλεμο..." (Athens Voice 311, 21.7.10) Καργάκος λοιπόν -έπεται Άδωνις: η ώρα η καλή, Σταμάτη!

buzz it!

16/10/10

Αντιπαθητικοί αντικαπνιστές

Τα Νέα, 16 Οκτωβρίου 2010

Είναι αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής, και ειδικά ο πρώην καπνιστής, γιατί στο πρόσωπό του αμφισβητούνται πολλά επιχειρήματα του καπνιστή




Το στερεότυπο του έξω καρδιά γλεντζέ, του θερμόαιμου Μεσογειακού, του ρέμπελου επίσης, του Ζορμπά, που ο τράχηλός του ζυγόν δεν υποφέρει, είναι πανίσχυρο –«το τσιγάρο είναι κουλτούρα» λέει το καινούριο σλόγκαν, ελληνική εννοείται


«Δεν υπάρχουν παθητικοί καπνιστές, υπάρχουν αντιπαθητικοί αντικαπνιστές» λέει ένα σύνθημα που, μολονότι με περιλαμβάνει –και με περιλαβαίνει!– και εμένα, το βρίσκω άκρως ευρηματικό.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αντιπαθητικοί αντικαπνιστές λοιπόν. Αλλά τι είναι πρώτα οι αντικαπνιστές; Γιατί όλοι οι άκαπνοι δεν είναι αντικαπνιστές. Εννοώ ότι πολλοί δεν καπνίζουν, αλλά δεν τους ενοχλεί το κάπνισμα των άλλων, κάποιοι μάλιστα από αυτούς δηλώνουν και αντίθετοι με τον αντικαπνιστικό νόμο, αντίθετοι και αυτοί σε κάθε απαγόρευση, για λόγους αρχής. Άρα αντικαπνιστές είναι αυτοί που ενοχλούνται από το κάπνισμα, και έτσι επιθυμούν, ή ανάλογα και απαιτούν, τον περιορισμό του ή, πάλι ανάλογα, την απαγόρευσή του.

Ε, αυτοί λοιπόν, οι αντικαπνιστές, που σημειωτέον οι περισσότεροι είναι πρώην καπνιστές, κυρίως αυτοί είναι αντιπαθητικοί.

Γιατί είναι αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής; Πρώτα και κύρια γιατί είναι φύσει και θέσει αντίθετος με τον καπνιστή, γιατί αμφισβητεί και προπαντός εμποδίζει –ή θέλει να εμποδίσει– την απόλαυση του καπνιστή. Αντιπαθητικός είναι όμως και πριν απ’ αυτό, γενικότερα. Κι αν όχι αντιπαθητικός, σαφώς ξενέρωτος. Γιατί είναι πλήθος τα στερεότυπα, του κρυόκωλου, υποχόνδριου υγιεινιστή απ’ τη μια, του ηδονιστή καπνιστή απ’ την άλλη! Ειδικότερα, το στερεότυπο του έξω καρδιά γλεντζέ, του θερμόαιμου Μεσογειακού, του ρέμπελου επίσης, του Ζορμπά, που ο τράχηλός του ζυγόν δεν υποφέρει, είναι πανίσχυρο και σαγηνευτικό: «Εγώ τον άντρα τον θέλω να μυρίζει ουίσκι και τσιγάρο, κι όχι σαπούνια και σαμπουάν» θυμάμαι που έλεγε μια συμπαθής τραγουδίστρια παλιά, σε εποχές πάντως που ουίσκι και τσιγάρο μύριζα κι εγώ!

Ώστε λοιπόν: ο άντρας απ’ τη μια, κι από την άλλη ο φλούφλης, ο ραχιτικός διανοούμενος: γυαλάκια και ξενερωσιά.

Είναι όμως, φοβούμαι, και άλλος, μέγας λόγος που υποστηρίζει αυτή την αντιπάθεια –και μένω στην αντιπάθεια, για να μη μιλήσω για σίγουρη κάποτε αποστροφή, συχνά και μίσος. Είναι λοιπόν αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής, και ειδικά ο πρώην καπνιστής, γιατί στο πρόσωπό του αμφισβητούνται έμμεσα, αν όχι ευθέως, πολλά από τα ερείσματα του καπνιστή.

Ξέρει δηλαδή ο καπνιστής, ή αισθάνεται βαθύτερα, μπορεί και εντελώς ασύνειδα, πάντως σίγουρα το βλέπει στον άλλον, πλάι του: ότι δεν είναι πάντα δύσκολο το κόψιμο του τσιγάρου, ίσα ίσα, συχνά είναι εντυπωσιακά απλό, ότι δεν απαιτείται σιδερένια θέληση και χαλύβδινος χαρακτήρας, ότι δε θα πάθει κάνα φοβερό στερητικό ούτε θα έχει καμιά φοβερή επίπτωση στην απόδοσή του στη δουλειά, στην έμπνευσή του κτλ. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Ακόμα χειρότερα: ξέρει ο καπνιστής από τον ίδιο τον εαυτό του τώρα, το έχει δει σε πλείστες περιπτώσεις πάνω του, πως σίγουρα μπορεί και χωρίς τσιγάρο. Ξέρει δηλαδή ότι σε σχετικώς μεγάλα διαστήματα, ακόμα και ημερών, π.χ. με γρίπη, έμεινε άκαπνος, χωρίς να αρχίσει να τρέμει επειδή του έλειψε η νικοτίνη· συχνότερα στον κινηματογράφο ή το θέατρο, σε πολύωρες προβολές και κυρίως θεατρικές παραστάσεις, σαφώς απόλαυσε το θέαμα, χωρίς να ιδρώσει από τη στέρηση· ή στο αεροπλάνο όπου κάποτε με το τσιγάρο διασκέδαζε το φόβο του, σε μια τόσο σοβαρή λοιπόν περίσταση, από τις ελάχιστες όπου βρίσκω δικαιολογημένη την ανάγκη του άλλου για τσιγάρο, έμεινε τώρα άκαπνος, χωρίς να μεγαλώσει λ.χ. ο φόβος του. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Αλλά ξέρει και όλα τα άλλα, τα στοιχειώδη, τα ομολογεί, πως λόγου χάρη του βρομάει το τασάκι στο σπίτι, και πιο πολύ το τασάκι του αυτοκινήτου, γι’ αυτό και πάντα το πετάει απέξω το τσιγάρο, και του βρομάν τα ρούχα του έπειτα από ταβέρνα. Και ξέρει ακόμα πως και έξω, σε ανοιχτό χώρο, μυρίζει ο καπνός, που πάει πάντα δίπλα προτού αναληφθεί (εάν!) στους ουρανούς κτλ. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Και ξέρει κι άλλο βασικό, το παραδέχεται, ότι δεν είναι τόσο η νικοτίνη, ότι δεν είναι κυρίως η νικοτίνη, αλλά η χειρονομία, παναπεί η αμηχανία, η κοινωνική δηλαδή παράμετρος, και καμία οργανική ή άλλη ανάγκη.

Άντε μετά να διεκτραγωδήσει το δράμα του για εθισμό, νιώθοντας ότι ο άλλος μπορεί να τον ακούει βερεσέ. Ο αντιπαθητικός λοιπόν. Που μάλιστα δεν είναι ασκητής ή βράχος θέλησης –συχνά, για να αναφερθώ τουλάχιστον στον εαυτό μου, κάθε άλλο! Διπλά, πολλαπλά αντιπαθητικός λοιπόν.

Φυσικά, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, ούτε όλες οι περιπτώσεις ίδιες, μα τι περίεργο, αυτό μοιάζει να ισχύει πάντα για τον ίδιον που το επικαλείται, ποτέ για τον άλλον, για τις ανάγκες εννοώ, τα γούστα, τις αδυναμίες, την απόλαυση του άλλου.

Ας μείνουμε λοιπόν στο μόνο σοβαρό, αδιαμφισβήτητο, και ακαταμάχητο: στην απόλαυση, στο «έτσι γουστάρω», κι ας αφήσουμε τις αδυναμίες και τους εθισμούς, και πολύ περισσότερο τις ελεύθερες επιλογές και τα λοιπά, ας μείνουμε ξαναλέω στην απόλαυση· και τότε να δούμε ότι και του άλλου, του μη καπνιστή, η δική του απόλαυση, είναι ακριβώς το αντίθετο, το μη κάπνισμα, ο μη καπνός.

Και τότε, μόνο τότε, θα μπορέσει να αρχίσει η όποια συζήτηση. Με βάση δηλαδή τις δύο διαμετρικά αντίθετες, αλλά απολύτως νόμιμες για τον καθένα, γιατί ο καθένας έτσι γουστάρει, απολαύσεις. Του άλλου και τη δική μου.



[παλαιότερα σχετικά, βλ. εδώ και εδώ]

buzz it!

15/10/10

Βασίλειος Δ. Φόρης, "Από τις ανευθυνότητες της 'Ευθύνης' για γλωσσικά και ορθογραφικά", Θεσσαλονίκη 1981

[απντέιτ, λινκ για πιντιέφ στο τέλος]


γέμισε πάλι ο τόπος [ο ιντερνετικός] από κάτι παλιές, ηλικίας 25 χρόνων, αερολογίες του Σαββόπουλου, ανασύρθηκε ένα κείμενο-εισήγησή του σε ημερίδα την οποία είχε οργανώσει το ΚΚΕ εσ. για τη γλώσσα το 1985, και αναδημοσιεύεται από μπλογκ σε μπλογκ χωρίς καμία βιβλιογραφική ένδειξη, με τον τίτλο μάλιστα "Ο Διονύσης Σαββόπουλος κάνει μάθημα Ελληνικών στην Διαμαντοπούλου"

διαβάστε τη συνέχεια...

το θέμα είναι πως, έτσι αδέσποτο που κυκλοφορεί το κείμενο αυτό, πρώτον θα νομίζει κανείς πως γράφτηκε σήμερα (κάτι που από μιαν άποψη αδικεί τον ίδιο τον Δ.Σ.), και δεύτερον και κυριότερον, δεν δίνεται η δυνατότητα στον σημερινό αναγνώστη να ανατρέξει ενδεχομένως στα της εποχής, και τότε να δει πως, ίσα ίσα, "μάθημα ελληνικών" στον ίδιο τον Σαββόπουλο έκαναν το ίδιο εκείνο βράδυ αρμόδιοι επιστήμονες, φιλόλογοι και γλωσσολόγοι, ο Φόρης, ο Μαρωνίτης, ο Μπελεζίνης, ο Κοτζιάς κ.ά., χωρίς να ακουστεί μισή κουβέντα υπερασπιστική των σαββοπουλημάτων, ούτε καν από τον λαλίστατο την υπόλοιπη μέρα Μπαμπινιώτη

για τα εν λόγω σαββοπουλήματα έγραψα αμέσως μετά την ημερίδα, δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα και η απομαγνητοφώνηση της εισήγησης του Δ.Σ., και ακολούθησε καταπέλτης ο μεγάλος φίλος Β. Δ. Φόρης

τον οποίο θυμήθηκαν, με αφορμή την ανακύκλωση του κειμένου του Σαββόπουλου, στο μπλογκ του Σαραντάκου, όπου έπεσε κι η παραγγελιά για το ακόλουθο κείμενό του, σχετικά με τις ανευθυνότητες της τσιροπούλειας "Ευθύνης"

ανταποκρίνομαι στην παραγγελιά με σκαναρισμένο [λυπάμαι, δεν έχω ιδέα από πιντιέφ] το πάντα επίκαιρο, δυστυχώς, κείμενο του Φόρη, και ελπίζω να συνεχίσω σύντομα με ό,τι άλλο έχω δικό του [βλ. πάντως και άλλο ένα του, πάλι εδώ]


το ανάτυπο:
















































ιδού και λινκ για πιντιέφ, να 'ναι καλά ο φίλος Στράτος Ν.:
http://ifile.it/5cm2qde/Foris-Anefthinotites.pdf

buzz it!

12/10/10

Ανθρωποκτονία, νεκροκτονία και μία απορία

«Την ενοχή του Επαμεινώνδα Κορκονέα για ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο δόλο, αποφάσισε κατά πλειοψηφία το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Άμφισσας» διάβαζα, και σαν να ’βλεπα ξαφνικά το όνομα του συνηγόρου στη θέση του ονόματος του κατηγορουμένου. Και σκέφτηκα προς στιγμήν να αντέγραφα την είδηση ολόκληρη με αυτή την «αλλαγή». Όμως δεν επιδέχεται κανενός είδους χιούμορ αυτή η περίπτωση. Κι έκανα πίσω.

Μου έμεινε ωστόσο κάποια απορία. Στην οποία δεν ξέρω αν δίνει απάντηση η σημερινή πανηγυρικά καταδικαστική απόφαση:

Γιατί άραγε η υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία χρειάζεται να καταφύγει στην απαξίωση και τον ηθικό στιγματισμό του νεκρού; Αφού η υπεράσπιση, αν δε γελιέμαι, προσπαθεί να αποδείξει ότι ακριβώς δεν υπήρξε ανθρωποκτονία. Και όχι πως υπήρξε, και καλώς υπήρξε, αφού ο νεκρός είχε «αποκλίνουσα συμπεριφορά», «δεν ήταν σαν τα δικά μας παιδιά» κτλ. Ούτε, έστω, πως δεν υπήρξε, αλλά ακόμα κι αν υπήρξε, καλά έκανε και υπήρξε…

Θυμήθηκα έπειτα τον συνήγορο όταν κατηγορούσε με ιταμό ύφος τους πολιτικούς αρχηγούς και μάλιστα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι για πολιτικά οφέλη και «για να σώσουν το τομάρι τους» εκμεταλλεύτηκαν την υπόθεση, πριν ακόμη αποφανθεί η δικαιοσύνη «αν θα έπρεπε να πυροβολήσει ο αστυνομικός και αν θα έπρεπε να χαθεί αυτό το παιδί»!

Τώρα η δικαιοσύνη αποφάνθηκε. Εμείς θα μείνουμε με τις απορίες, ο νεκρός αλίμονο νεκρός.

Θα μας μάθει τουλάχιστον κάτι όλη αυτή η τραγική ιστορία; Και θα σταθούμε ικανοί να το κάνουμε κάτι αυτό το κάτι;

buzz it!

4/10/10

Κατ’ ευθεία γραμμή απόγονος

απντέιτ: βλ. εδώ το βίντεο


«Αν δεν υπήρχαν οι Έλληνες, όλοι αυτοί [οι ξένοι, της Ευρώπης] θα ’ταν καπάκια μπίρας! [...]

»Αν αυτή τη στιγμή η υφήλιος πλήρωνε δικαιώματα για τον Αισχύλο, το Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη [«σωστό, σωστό» συγκατανεύει η Τένια Μακρή] και τον Μητρόπουλο, και όλους τους μεγάλους Έλληνες, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, που τους χρησιμοποιούν παγκοσμίως, δε θα χρωστάγαμε σ’ αυτή την υποδούλωση που θέλει να μας οδηγήσει η ΕΟΚ. Γιατί η ΕΟΚ έβαλε τις απαγορεύσεις, να γίνουμε όλοι Ευρώπη.»

διαβάστε τη συνέχεια...

«Και στην Αμερική… από εκεί ξεκίνησε…» πάει να πει η παρουσιάστρια.

Και τώρα ουρλιαχτό:

«Μη μου συζητάτε για την Αμερική. Σ’ αυτήν υποταχτήκαμε τα 200 επόμενα χρόνια. ΤΕΛΟΣ» βρυχήθηκε, με μια θεαματική κίνηση του χεριού που κόβει μαχαίρι τη «συζήτηση».

Ζουράρις; Θέμος; Άδωνις; Λιάνα; Άνθιμος; Καρατζαφέρης; ποιος;

Ο Σταμάτης.

Που ξεκίνησε εκστρατεία κατά της απαγόρευσης του καπνίσματος, και πήρε σβάρνα τα κανάλια αξημέρωτα, και καλά στη ΝΕΤ λ.χ., αλλά και στα κατακίτρινα πρωινομεσημεριανάδικα, ο Κραουνάκης!

Όμως, ακόμα κι ο Αυτιάς καλύτερα τα λέει. Νά, κρατάω μια παλιότερη ρήση του, στην εκπομπή του άλλου, του Θέμου (30.5.06), όπου ο λόγος για τους Τούρκους ειδικότερα:

«Όταν οι Έλληνες είχαν τη φέτα, οι Τούρκοι δεν υπήρχαν ούτε καν ως αιωρούμενο πλάσμα στην ατμόσφαιρα. [...] Οι Τούρκοι δεν ήταν ούτε ως μικροαστική [μικροαστρική;] ύλη στο σύμπαν!»

Καλός Αυτιάς, Σταμάτη!

buzz it!

2/10/10

Ηθικολογία και σχετικισμός

Τα Νέα, 2 Οκτωβρίου 2010 [το κείμενο αυτό, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε μπει προσωρινά εδώ στο μπλογκ σαν υστερόγραφο στο "Με τα βυζιά απόξω"]


Η απόσταση από το ένστικτο, την παρόρμηση, την επιθυμία ώς τον έλεγχό τους –και την ακύρωσή τους– λέγεται εκκοινωνισμός, κοινωνικοποίηση, λέγεται πολιτισμός





Τελικά, αν θελήσω να κλέψω αλλά δεν κλέψω είναι το ίδιο σαν να έχω κλέψει; Αν θελήσω να απατήσω τη γυναίκα μου αλλά δεν την απατήσω είναι σαν να την απάτησα; Αν θελήσω να σκοτώσω, να βιάσω…

διαβάστε τη συνέχεια...

Για τον βιαστή που δεν είναι βιαστής αφού τον προκαλεί «το υποτιθέμενο θύμα» με «τα βυζιά της απόξω», σύμφωνα με την τρέχουσα, αγοραία «ηθική» την οποία αναπαρήγαγε ο Κ. Τσόκλης, γράφαμε στην περασμένη επιφυλλίδα. Περίσσεψαν όμως μερικές σκέψεις, που οφείλονται στην ίδια πάντοτε πηγή.

«Σήμερα το μόνο που μας απασχολεί είναι ότι ορισμένοι έκλεψαν. Και όλοι οι υπόλοιποι, που θα ήθελαν να κλέψουν αλλά δεν τα κατάφεραν ή δεν έπαιξαν σωστά ή δεν θέλησαν, κατηγορούν όσους έκλεψαν. Σε τι διαφέρει όμως ηθικά αυτός που σε κλέβει από εκείνον που θέλει να σε κλέψει;» Αυτήν τη ρητορική ερώτηση έκανε ο Κ. Τσόκλης σε πρόσφατη συνέντευξή του εδώ, στη Μαίρη Αδαμοπούλου (Νέα 3.7.10· υπογράμμισα εγώ).

Λέω να βγάλουμε προσωρινά το «ηθικά», με όλον το σχετικισμό του, γιατί διαφορετικά πολύ θα τον στενοχωρήσει το σχήμα του αυτό τον κ. Τσόκλη, εάν εφαρμοστεί σε άλλες του δηλώσεις, τις οποίες θα δούμε παρακάτω.

Και τότε στην ερώτηση: Σε τι διαφέρει αυτός που σε κλέβει από εκείνον που θέλει να σε κλέψει αλλά δεν σε κλέβει, θα έλεγα πως διαφέρει σε κάτι πολύ μεγάλο, απολύτως καθοριστικό: διαφέρει σ’ αυτό που λέγεται εκκοινωνισμός, κοινωνικοποίηση, σ’ αυτό που λέγεται πολιτισμός.

Γιατί όλοι κάποτε μπορεί να θέλουμε να κλέψουμε, να σκοτώσουμε, και μάλλον πολύ συχνά να σπάσουμε τα μούτρα κάποιου, ίσως και μόνο γιατί δε μας αρέσουν, αλλά δεν το κάνουμε.

Και αυτό εντέλει, αλλά και ουσιαστικά, έχει σημασία, για να είμαστε ακριβώς κοινωνία. Τα υπόλοιπα, οσοδήποτε σοβαρά κι αυτά, η αμαρτωλή επιθυμία και ο αμαρτωλός λογισμός, αφορούν τον εξομολόγο, τον παπά, τον ψυχοθεραπευτή. Ή αποτελούν κενή ηθικολογία.

Και η κενή ηθικολογία στην καλύτερη περίπτωση είναι απλώς αερολογία, ας πούμε αβλαβής. Στη χειρότερη, όμως, ανακυκλώνει κοινούς τόπους μιας αντιδραστικής ουσιαστικά ιδεολογίας. Δείτε εδώ: η εισαγωγική κιόλας φράση κουβαλάει πίσω της –αν δεν καταλήγει κιόλας εκεί– το περίφημο: «όλοι τους ίδιοι είναι», κάτι που δεν χρειάζεται πολύ για να φτάσει στο «μια χούντα μας χρειάζεται»!

Έτσι κι αλλιώς, η ηθικολογία την απεχθάνεται την ηθική· γιατί της βάζει δύσκολα, γιατί η ηθική θέλει δουλειά πολλή. Ενώ με την ηθικολογία, με δυο-τρία λόγια ηχηρά και εύληπτα, εύκολα ξεμπερδεύεις με οτιδήποτε, οσοδήποτε μεγάλο, σοβαρό και επικίνδυνο.

Και εδώ, αυτή η ισοπέδωση και μαζί η σχετικοποίηση των πάντων, που εκφράζεται με το «όλοι τους ίδιοι, κλέφτες είναι», στην πράξη επιτρέπει λ.χ. να εξακολουθήσεις να ψηφίζεις τους δικούς σου κλέφτες, ή να κλέψεις κι ο ίδιος. Αν δηλαδή πεις πως όλοι τους τα παίρνουν, θα μπορέσεις να πάρεις κι εσύ ό,τι μπορέσεις, το φακελάκι, το γρηγορόσημο κ.ο.κ., να κάνεις την όποια δική σου μικρολαμογιά.

Αλλά μήπως τον παρερμηνεύσαμε τον κ. Τσόκλη; Ωραία, ας επαναφέρουμε το επίρρημα «ηθικά».

Και ξαναδιαβάζω: «Σε τι διαφέρει ηθικά αυτός που σε κλέβει από εκείνον που θέλει να σε κλέψει;»

Και τώρα μπορώ, υποθέτω, ένα τέτοιο αξίωμα να το εφαρμόσω και σε όλες τις άλλες περιστάσεις, στο φόνο που είπα, στο σπάσιμο των μούτρων του άλλου κτλ. Στο θέμα μας φερειπείν, στο βιασμό: «Σε τι διαφέρει ηθικά αυτός που σε βιάζει από εκείνον που θέλει να σε βιάσει;»

Και διαβάζω από τις πρόσφατες, «ερμηνευτικές» δηλώσεις Τσόκλη, σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα και τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο: «Πάντως, για να καθησυχάσω τους θορυβηθέντες, τους διαβεβαιώ ότι δε βίασα ποτέ κανέναν, αν και δε σας κρύβω ότι αισθάνθηκα κάποιες φορές έντονα την επιθυμία να το κάνω, σαν... πολιτισμένος άνθρωπος που είμαι, πήγα να πω ευνουχισμένος».

Α, αυτό που λέγαμε, περί πολιτισμού, που όμως ο κ. Τσόκλης το εννοεί εντελώς διαφορετικά, εν προκειμένω απολύτως απαξιωτικά. Θλίβεται ο κ. Τσόκλης που είναι πολιτισμένος, και ως εκ τούτου ευνουχισμένος, και δεν μπορεί να βιάσει, όταν του ’ρθει.

Ας διαφυλάξουμε ωστόσο κάτι από τη σοβαρότητά μας. Δεν έχει νόημα να παρακολουθήσουμε άλλο τον καλλιτέχνη. Μόνο τη συνέχεια του παραπάνω, του περί ευνουχισμού, θα δώσω: «Όταν καταλάβουμε ότι ζούμε σε μια κοινωνία ευνουχισμένη και αδιάφορη για τον έρωτα, ότι τα περισσότερα κορίτσια μας που είναι συχνά σαν τα κρύα νερά παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν ερωτικό σύντροφο, τότε ίσως θα γίνουν κατανοητά αυτά που θέλω να πω».

Μπα, σαν πού μας έβγαλε η βάρκα τώρα; Φοβάμαι στον άλλο αφόρητα κοινό τόπο, στη λειψανδρία, για λόγους, ξέρετε τώρα. Και όχι μόνο έλειψαν σήμερα οι άντρες και παραπονιούνται τα κορίτσια, μας λέει και ο κ. Τσόκλης, μα έλειψαν κι οι βιαστές, αυτοί οι «ερωτικοί άνθρωποι», που «ρισκάροντας τη ζωή τους» κτλ. κτλ., με ορολογία Τσόκλη.

Αλλά τι θλιβερό εντέλει, να θες να προκαλέσεις με «αναρχικές», λέει, απόψεις, και ουσιαστικά να συναντιέσαι με την πιο μαζική ιδεολογία –και όχι μόνο του αντρικού πληθυσμού– για τη γυναίκα που τα θέλει, που πάει γυρεύοντας, και άρα καλά να πάθει…, για την έλλειψη αντρών ή το έλλειμμα ανδρισμού τώρα, απότοκο του ευνουχιστικού πολιτισμού…

Πολιτισμού, είπα. Αυτού τον οποίο υπηρετεί, να φανταστείτε, ο κύριος Τσόκλης.

buzz it!