30/7/11

Εγχειρίδιο του καλού ζητιάνου - Φιδάκια και φιδέμποροι - Του Όσλου ή της Αίτνα;

Τα Νέα, 30 Ιουλίου 2011

Άλλοι με εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια, άλλοι ικετευτικοί ή και φορτικοί: υπάρχουν τρόποι και τρόποι να ζητιανεύεις, ας βρούμε κι εμείς τώρα τον δικό μας

Αν η στατιστική λέει πως έχουμε 2,7 πορείες τη μέρα, η λογική λέει πως μείον Κυριακές, αργίες κτλ., θα έχουμε 5 πορείες τη μέρα, αλλά αυτό δεν είναι πλέον λογική



                  Εγχειρίδιο του καλού ζητιάνου

Πάνε χρόνια τώρα, ήταν τότε με «τα παιδιά των φαναριών», στην εκβολή της Βουλιαγμένης στην παραλιακή, στέκεται στο φανάρι ένα αγοράκι γύρω στα 8. Με χαμηλωμένο κεφάλι κρυφοκοιτάζει τα αυτοκίνητα, αλλά δεν κάνει καμία κίνηση προς το μέρος μας. Ντροπαλό και αμήχανο, δεν ξέρει πώς να σταθεί, τρίβει το ένα του πόδι πάνω στο άλλο, έπειτα βγάζει απ’ την τσέπη του ένα μήλο, το σκουπίζει πάνω στο ρούχο του κι αρχίζει, με χαμηλωμένο πάντα κεφάλι, να το τρώει –πιο πολύ παντομίμα παρά πράξη κανονική. Είναι σπαραχτικά προφανές, το αγοράκι ντρέπεται να κάνει αυτό που το βάλαν να κάνει, και παίζει στον εαυτό του τη σκηνή πως δεν είναι εκεί για να ζητιανεύει, αλλά νά, κάθεται και τρώει το μήλο του. Κάποτε άναψε το πράσινο, φεύγω μ’ έναν κόμπο στο λαιμό, αλλά και με κάτι σαν οργή, που δεν βρήκα τη δύναμη να το φωνάξω να του δώσω κάτι.

διαβάστε τη συνέχεια...

Μου έρχεται συχνά στο νου η εικόνα αυτή τώρα με τους μετανάστες, όταν βλέπω πολλούς με μια αδιόρατη σχεδόν απόγνωση στην αξιοπρέπεια με την οποία απομακρύνονται, αμέσως μόλις δουν αρνητική διάθεση, άλλους γεμάτους εγκαρτέρηση, άλλους με κάτι σαν παραίτηση –μαζί και με άλλους που επιμένουν φορτικά.

Και με αυτούς που επιμένουν φορτικά θυμάμαι, παιδί στην εκκλησία, τους ζητιάνους απ’ έξω, άλλους που επιδείκνυαν σχεδόν με σαδισμό την αναπηρία τους, πιο πολύ σοκάροντας και ενοχλώντας παρά διεγείροντας φιλάνθρωπα αισθήματα και ελεήμονα διάθεση.

Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά, νά τι σου είναι ο συνειρμός, τώρα που χώρα ολόκληρη βρεθήκαμε κανονικοί ζητιάνοι.

Όμως θυμάμαι, πολύ πριν από την κρίση, την κίνηση στα μαγαζιά που έπεφτε, λέει, κάθε χρόνο 10-15%, όπως δήλωναν καταστηματάρχες και σύλλογοι. Κι ας επέμεναν τα ξεροκέφαλα μαθηματικά πως έτσι θα ήταν προ πολλού κλεισμένα, ανύπαρκτα, άυλα, όλα αυτά τα μαγαζιά.

Τις προάλλες πια διαβάζω: «Το 2009 είχαμε 898 πορείες, 2,7 την ημέρα. Οι απώλειές μας σε εισπράξεις είναι 70% σε ημέρες συγκεντρώσεων και 100% όταν γίνονται επεισόδια».

Μ’ όλον το σεβασμό, όσο και αν μοιάζει εύλογο το ποσοστό απωλειών σε εισπράξεις λόγω επεισοδίων, με την καταμέτρηση των πορειών σίγουρα αυτοκτονεί η λογική.

Αυτή είναι βέβαια, θα μου πείτε, η στατιστική. Που παίρνει από τα πάνω το εισόδημα π.χ. του Βαρδινογιάννη και από τα κάτω του ανειδίκευτου εργάτη, και μου βγάζει εμένα μηνιαίο εισόδημα κάτι δεκαριές χιλιάδες ευρώ!

Έτσι, γιά σκεφτείτε τώρα, έστω τις 2,7 πορείες, λέει, τη μέρα. Βγάζουμε όμως Κυριακές, γιορτές, αργίες, ολόκληρο τον Αύγουστο, και λίγο έστω Ιούλιο, και τότε οι πορείες πρέπει να ’ναι πάνω από 4-5 κάθε εργάσιμη μέρα! Κι αν έτσι το 2009, σίγουρα το 2011 θα ξεπερνούν τις 10! Κάθε μέρα!

Αν πρόκειται να αντιμετωπίσουμε την κρίση, πρέπει να ξέρουμε επακριβώς τα τι, τα πώς και τα γιατί. Και προφανώς το θέμα δεν είναι να περισώσουμε τάχα την αξιοπρέπειά μας. Αλλά να είμαστε αποτελεσματικοί.



                                    σήματα

Φιδάκια και φιδέμποροι

Νισάφι πια με «το αβγό του φιδιού» και κόντρα «το αβγό του φιδιού», όταν τα φιδάκια βολτάρουν προ πολλού, ναι, και εδώ σ’ εμάς, μπροστά στα αμβλυμένα ανακλαστικά μας.

Κι αν τώρα η Νορβηγία προσπαθεί να καταλάβει τι της συνέβη, εμείς ελάχιστα περιθώρια αθωότητας και άγνοιας δικαιούμαστε να ’χουμε.

Ποιος τα εκκόλαψε τα αβγά, ποιος τα ταΐζει τα φιδάκια και τα μοσχαναθρέφει, ας ανοίξουμε τις τηλεοράσεις μας, από πρωινάδικα και μεσημεριανάδικα έως βραδινά δελτία ειδήσεων και πάσης φύσεως τηλεπαράθυρα, και ας μετρήσουμε γενναιόδωρους οικοδεσπότες, να αερίζουν σε καθημερινή βάση αυτά ακριβώς τα φιδάκια, προπάντων να μας συμφιλιώνουν με τη μορφή τους!

Μακάρι να μην υπάρξουν και εδώ φυσικοί αυτουργοί σαν τον Νορβηγό, τους ηθικούς όμως τους έχουμε ήδη, είδος εν απολύτω επαρκεία.


του Όσλου ή της Αίτνα;

Από την τραγωδία της Νορβηγίας, κι ένα, με το συμπάθιο, γλωσσικό:

Για την «έκρηξη στο κέντρο του Όσλου» άκουσα σ’ ένα δελτίο ειδήσεων. Όντως, δεν είπαμε ποτέ το Όσλο - του Όσλου, κι ας είπαμε το Μαρόκο - του Μαρόκου κ.ά. Χίλιες φορές όμως αυτή η παραδρομή, αυτό το προς τη «σωστή» κατεύθυνση «λάθος», παρά «το ηφαίστειο της Αίτνα» και «το λιμάνι της Κατάνη» που άκουσα την περασμένη μόλις εβδομάδα.

Όπου η γενική πια τάση ακλισίας ξένων ονομάτων ή δανείων που τα κλίναμε από παλιά έφτασε τώρα και σε ονόματα που συνδέονται με την πιο αρχαία ιστορία, ακόμα και με την ελληνική μυθολογία η Αίτνα, ειδικότατα με την ελληνική ιστορία η Κατάνη (που ιταλικά στο κάτω κάτω είναι Κατάνια).

buzz it!

23/7/11

Ο στοιχηματισμός και η φιλαναγνωσία - Ο Σαίξπηρ στην ιταλική σκηνή - Ο αγιασμός

Τα Νέα, 23 Ιουλίου 2011

Συχνά φτιάχνονται λέξεις από εκζήτηση ή, το χειρότερο εντέλει, από την αγωνία πως δεν μας φτάνουν οι υπάρχουσες, δεν μας φτάνει κυρίως η νεοελληνική γλώσσα




            Ο στοιχηματισμός και η φιλαναγνωσία

Τώρα που «ανακαλύψαμε» τα στημένα παιχνίδια στο ποδόσφαιρο, ανακαλύψαμε, χωρίς εισαγωγικά, και τον «στοιχηματισμό», μια λέξη σαφώς αναγνωρίσιμη, που ωστόσο δεν δηλώνει τίποτα περισσότερο από το στοίχημα.

Είπα «ανακαλύψαμε», στον πληθυντικό, γιατί ρώτησα πράγματι πολλούς, σχετικούς και άσχετους, μόνο ένας έτυχε να την ξέρει τη λέξη, που κυκλοφορεί, πάντως όχι ευρέως, στα ενδότερα του αθλητικού χώρου. Όντως, ψάχνω στο ίντερνετ, και νά ο «Υπεύθυνος στοιχηματισμός», περάστε κόσμε, και πλάι του ο «παράνομος στοιχηματισμός», μακριά, φράσεις που, ας μου επιτραπεί να επιμείνω, δεν λένε τίποτα παραπάνω από το «υπεύθυνο» και το «παράνομο στοίχημα».

διαβάστε τη συνέχεια...

Οπωσδήποτε είναι νόμιμη η παραγωγή, από ρήματα δηλαδή σε -ίζω έχουμε συχνά ουσιαστικά σε -ισμός: αναθεματισμός, κιτρινισμός, σκέφτομαι όμως αν τάχα μας λείπει και ο «αλωνισμός», ο «ασπρισμός», ή ο «νανουρισμός».

Στα λεξικά βεβαίως δεν υπάρχει ο «στοιχηματισμός», χωρίς πάντως αυτό να είναι απόλυτο κριτήριο –εξίσου όπως δεν είναι απόλυτο κριτήριο το αν υπάρχει κάποια λέξη στο λεξικό, όταν κατά τα άλλα είναι αυστηρά εξειδικευμένη ή σπάνια, οπότε το ίδιο σπάνια προάγει την επικοινωνία.

Αλλού τα πράγματα είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο κραυγαλέα, τουλάχιστον σαν δηλωτικά π.χ. εκζήτησης.

Η εκδημία, που υπήρχε σε χρήση σχεδόν αποκλειστικά στην εκκλησιαστική γλώσσα, βγήκε στο μεϊντάνι με το θάνατο του Χριστόδουλου, και από τότε νά σου την κάθε τόσο, π.χ. στα τόσα «χρόνια από την εκδημία του Μάνου Χατζιδάκι» κ.ά. Όμως η εκδημία, μαζί με το επίσης εκκλησιαστικό απεδήμησεν εις Κύριον, έφερε και την αποδημία, κι έτσι ακόμα και το ΕΚΕΒΙ μιλούσε πέρσι τέτοιες μέρες για την «αποδημία του εκδότη Τίτου Μυλωνόπουλου».

Είπα ΕΚΕΒΙ, που καθ’ ύλην αρμόδιο τώρα φτιάχνει μαζί με το υπουργείο Πολιτισμού προγράμματα για την προώθηση της «φιλαναγνωσίας». Ούτε η φιλαναγνωσία υπάρχει στα λεξικά, υπάρχει μόνο ο φιλαναγνώστης, λέξη σπάνια κι αυτή, που, όπως είπα παραπάνω, πάλι δεν δικαιώνεται αυτομάτως μόνο και μόνο επειδή απαντά σε λεξικό. Και η φιλαναγνωσία εμένα, με το συμπάθιο, με παγώνει, παρ’ όλο το «φιλ-» μπροστά. Έχω την αίσθηση πως το οικείο μας και τόσο ζεστό αλλά προπάντων παραστατικό: «αγάπη για το διάβασμα», πιάστηκε με αποστειρωμένα γάντια, μπήκε σε σωλήνα δοκιμαστικό, αφού εννοείται αφαιρέθηκε και το μαλλιαρό «διάβασμα» (θα το ’χετε προσέξει πως όλο και περισσότεροι «αναγινώσκουν», «ανέγνωσαν» κτλ.), και έβγαλε το πομπώδες και επιδειξιομανές «φιλαναγνωσία», να μοιάζει όσο πιο λόγιο γίνεται, όσο πιο υψηλή, αφηρημένη έννοια, σε βάθρο πάνω, απρόσιτη, και όχι για τον πάσα ένα: γιά σκεφτείτε, πού «αγαπάω το διάβασμα» και πού «διακρίνομαι από φιλαναγνωσία»!

Έχουμε κι άλλα για άλλοτε, ακόμα πιο δροσιστικά για καλοκαίρι, την «ετοιμορροπία» λόγου χάρη, την «κρισιολόγηση» κ.ά.



                                        σήματα

Ο Σαίξπηρ στην ιταλική σκηνή

Το πνεύμα των τηλεοπτικών πρωινομεσημεριανάδικων σφίγγει τον κλοιό. Έτσι, βρήκε βήμα π.χ. σε σοβαρό ραδιοφωνικό σταθμό. Και τις προάλλες, καλεσμένος ένας βασικός εκπρόσωπος αυτής της σχολής, ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, ορμητικός κατά πάντων, είχε λόγο, «συντριπτικό» εννοείται, και για το πώς παίζεται ο Σαίξπηρ, ενόψει της εμφάνισης του ιστορικού Ολντ Βικ στην Επίδαυρο με τον Κέβιν Σπέισι στον Ριχάρδο τον 3ο:

«Δεν παίζεται στην Επίδαυρο ο Σαίξπηρ, ο Σαίξπηρ έγραφε για ιταλική σκηνή» εμαίνετο ο μύστης, ξανά και ξανά, γιατί θα ξέχασε ότι ο Σαίξπηρ έγραφε τον 16ο και 17ο αιώνα για θιάσους που έπαιζαν σε δρόμους και σε πλατείες, και μετά στο Γκλόουμπ Θήατερ, ή θα μπέρδεψε ελισαβετιανή με ιταλική σκηνή, κυρίως αυτό που λέμε ιταλική σκηνή σήμερα, τη σκηνή του 18ου αιώνα.


Ο αγιασμός

Βουλευτής της Ν.Δ., ο γνωστός Ν. Νικολόπουλος, ανταποκρινόμενος στις ανησυχίες των καιρών, καταθέτει (20/6) ερώτηση προς τον υπουργό Άμυνας, γιατί στην τάδε Πτέρυγα Μάχης δεν «ετελέσθη ακολουθία» [ας μάθαινε πρώτα λίγα θρησκευτικά!] για το κόψιμο της πρωτοχρονιάτικης πίτας από τον στρατιωτικό ιερέα. Επίσης, γιατί σταμάτησαν τα λεωφορεία της μονάδας να πηγαίνουν όσους ήθελαν να παρακολουθήσουν «τον αγιασμό που παραδοσιακά τελείται σε όλες τις μονάδες την 1η του μηνός, αφού ουσιαστικά στον Άραξο από τότε που ανέλαβε ο σημερινός διοικητής δεν γίνεται ο μηνιαίος αγιασμός».

Ώστε οι ένοπλες δυνάμεις μας λειτουργούσαν με μηνιαίο μόνο αγιασμό, και όχι εβδομαδιαίο ή και καθημερινό;

buzz it!

16/7/11

Κρατική και κοινωνική βία - Η γενναιόδωρη εξουσία - Η Μαρία Αντουανέτα

Τα Νέα, 16 Ιουλίου 2011

Το ένα δέκατο της ηθικής αγανάκτησης για την κοινωνική ανομία αν είχε εκδηλωθεί όλα αυτά τα χρόνια για την κρατική ανομία, θα ήμασταν υπόδειγμα κράτους δικαίου







                      Κρατική και κοινωνική βία

«Ζητάω συγγνώμη από τους πολίτες. Είναι ντροπή» δήλωσε ο Χρ. Φωτόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων, αναφερόμενος στην υπερβολική χρήση βίας στις 29/6. Και: «Αν αυτό λέγεται δημοκρατία και ομαλή λειτουργία και ενδεδειγμένος τρόπος λειτουργίας της αστυνομίας, βροντοφωνάζω “όχι”».

«Η αστυνομία έκανε το έργο της, με ελάχιστες παρεκτροπές» έγραψαν, με μικροπαραλλαγές, εξέχοντες αναλυτές μεγάλων δημοκρατικών εφημερίδων.

διαβάστε τη συνέχεια...

Εμείς που παραδοσιακά δεν πιστεύουμε τους αστυνομικούς, ποιον θα πιστέψουμε τώρα;
Προφανώς τις δικές μας εφημερίδες, τους εξέχοντες, όπως είπα, και χωρίς ίχνος ειρωνείας, αναλυτές, που κάνα δυο μάλιστα απ’ αυτούς αλήθεια τους θαυμάζω έως και τους ζηλεύω.

Απ’ την άλλη, πάλι στις δικές μας εφημερίδες (άσε πια το διαδίκτυο!), τα ρεπορτάζ και το πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό συνηγορούσαν με την εκδοχή του αστυνομικού.

Τότε οι αναλυτές; Οι αναλυτές είχαν άλλες προτεραιότητες: πρώτον πως η αστυνομία έπρεπε να διαφυλάξει την ομαλή προσέλευση των βουλευτών στο Κοινοβούλιο, και τα κατάφερε. Χρειάστηκε να παρεκτραπεί λιγάκι, αλλά προέχει το μείζον. Έπειτα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους κουκουλοφόρους. Αυτούς βέβαια δεν τους αντιμετώπισε, ούτε το έργο τους απέτρεψε, ίσα ίσα μπορεί και να το ενίσχυσε –και δεν εννοώ εδώ τόσο τους προβοκάτορες, που σίγουρα υπήρξαν, όσο, απλούστατα, τη μέθοδο της βεντέτας την οποία ακολούθησαν τα ειδικώς εκπαιδευμένα όργανα της τάξης. Εν πάση περιπτώσει, έστω και έτσι, η αστυνομία διασφάλισε την ομαλή λειτουργία του Κοινοβουλίου, κυρίως προστάτεψε τον Θεσμό –«με ελάχιστες παρεκτροπές»: ο θρίαμβος του κυνισμού.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Την κρατική βία, στην αμεσότερη μορφή της, την αστυνομική, τη γνωρίζουμε καλά και από παλιά. Και πάντα θεωρούνταν αναγκαίο κακό, περίπου αυτονόητο.

Που κατά έναν παράδοξο, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο έμενε έξω από όλες τις αναλύσεις και τις επιστημονικές βεβαιότητες ή θεωρίες, π.χ. για δράση και αντίδραση, για συγκοινωνούντα δοχεία, ή για τον φυσικό κι αυτόν νόμο, στα όρια πια της παιδικής αντιληπτικότητας, ότι η βία φέρνει βία.

Εδώ, πατώντας στα ράκη όλων αυτών των θεωριών, ειδικός και συστηματικός λόγος περί βίας έγινε μόνο για την «κοινωνική βία», τρία μόλις χρόνια πριν, τον Δεκέμβρη του 2008, και τώρα πάλι, όπου μάλιστα η «κοινωνική βία» εντοπίζεται όχι μόνο στη δράση των κουκουλοφόρων αλλά και σε ήσσονος μορφής διαμαρτυρίες. Όλα πια ένα όνομα έχουν, σε διάφορες παραλλαγές: βία και ανομία: «η κοινωνία της ανομίας», «η χώρα της άκρατης βίας», «η χώρα του καταστροφικού παραλογισμού», «η εθισμένη στη βία κοινωνία» κ.ά.

Χωρίς να διαφωνεί κανείς στην καταδίκη της βίας, σκέφτεται πάντως πως το ένα δέκατο της ηθικής αγανάκτησης, των αναλύσεων και των παρεμβάσεων που εκδηλώνονται αποκλειστικά το τελευταίο διάστημα, το ένα δέκατο λέω να είχε εκδηλωθεί όλα αυτά τα χρόνια για την άλλη βία, την κρατική, θα κατείχαμε τα πρωτεία σαν χώρα υπόδειγμα κράτους δικαίου.

Ή θα είχαμε έστω περισώσει τη σοβαρότητά μας και την αξιοπιστία μας.


                                        σήματα

Η γενναιόδωρη εξουσία

«Θα είμαι γενναιόδωρη στις μεταβατικές διατάξεις, διότι οι άνθρωποι έχουν κάνει προγραμματισμό ζωής». Έτσι έκλεισε το μάτι στους πανεπιστημιακούς η υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου, αναφερόμενη στα σχετικά με την αναδιάρθρωση των καθηκόντων του εκπαιδευτικού προσωπικού. Και αφού, εννοείται, είδε (ή ήξερε εκ των προτέρων;) ότι πολλά σημεία των αλλαγών δεν θα γίνουν αποδεκτά από την ακαδημαϊκή κοινότητα και, στη χειρότερη περίπτωση, δεν θα εφαρμοστούν.

Και καλά το πολιτικό παιχνίδι, όπου στήνω ο ίδιος και προκαλώ το παζάρεμα, ίδια όπως στα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι. Άλλο με μαγεύει εμένα: «Θα είμαι γενναιόδωρη»: μια φράση μ’ ένα επίθετο με θετικό πρόσημο, κι ωστόσο ενδεικτικό της πιο εξουσιαστικής γλώσσας και κυρίως στάσης.


Μαρία Αντουανέτα


Διαβάζω στην εφημερίδα δύο ίδιες απόψεις από δύο βασικά στελέχη ίδιας ιδεολογίας, και ίδιου ύφους, θα έλεγα –κι ωστόσο με μια καίρια διαφορά:

(α) «Η καταδίκη της βίας, έτσι όπως διατυπώνεται, είναι υποκριτική: “καταδικάζουμε τη βία, αλλά αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτησή τους”». Όπου δηλαδή η θέση του συντάκτη είναι ότι δεν αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτησή τους, δεν την κατανοούμε.

(β) «Κανείς δεν έχει τα κότσια να πει ότι η αγανάκτηση μπορεί να είναι κατανοητή αλλά δεν είναι ούτε δικαιολογημένη, ούτε φυσιολογική». Εδώ ο συντάκτης λέει ότι κατανοούμε την αγανάκτηση, αλλά δεν δικαιώνουμε την έκφρασή της με πράξεις βίας.

Και μόνο έτσι μπορεί να είναι, μόνο αν κατανοήσουμε τα όποια κίνητρα της βίας θα είμαστε αποτελεσματικοί απέναντί της. Γιατί το «δεν κατανοώ» είναι το ίδιο βία. Και με τη σειρά του αναπαράγει τη βία.

Και εν πάση περιπτώσει, στην πολιτική ιδίως, το «δεν κατανοώ» δεν νοείται, και ούτε θα ’πρεπε να υπάρχει. Θα ’πρεπε να ’χει πεθάνει μαζί με τη Μαρία Αντουανέτα.

buzz it!

14/7/11

Γλωσσικές απόψεις γιώτα χι;

Από τις απαρχές του δημοτικισμού μέχρι σήμερα, μια τεράστια σειρά επιστήμονες έσκυψαν με αφοσίωση στη μελέτη της γλώσσας, χωρίς ιδεογλωσσικές παλινωδίες ή επικοινωνιακά τερτίπια, και προπαντός με επιστημονική συνέπεια


«Ρε παιδιά, αυτόν τον Χάρη τι τον κρατάτε στην εφημερίδα; Ο άνθρωπος έχει εντελώς λανθασμένες απόψεις για τη γλώσσα, είναι εμπαθής και φανατισμένος και πάσχει από σοβαρές ιδεοληψίες παραληρηματικού τύπου. Αφιερώνει ένα σωρό επιφυλλίδες να τα “βάζει” με τον Μπαμπινιώτη με θέματα που δεν κατέχει επαρκώς, και το κάνει με μια θρασύτητα και μια αλαζονεία που δεν έχει προηγούμενο –λες και βρισκόμαστε στη δίνη ενός γλωσσικού εμφυλίου ένα πράμα. Απ’ το 1998 μέχρι τώρα πρέπει να έχει αφιερώσει κάπου 50 επιφυλλίδες που αφορούν τον καθηγητή Μπαμπινιώτη. Ε, καταντάει εκνευριστικό για τον αναγνώστη. Δεν συνάδει με το επίπεδο της εφημερίδας αυτός ο τύπος και είναι κρίμα να παρέχεται σε τέτοιους ανθρώπους (με τα χαρακτηριστικά που ανέφερα παραπάνω), δημόσιο βήμα, για να ασχολούνται με γλωσσικά θέματα, τα οποία γνωρίζουν μόνο εμπειρικά –κι αυτό πάλι είναι συζητήσιμο.»

Προφανώς και δεν μπορεί μια εφημερίδα να δημοσιεύει όλες τις επιστολές των αναγνωστών, δημοσιεύω όμως εγώ ένα ιμέιλ που με αφορά και έχει την υπογραφή "Στρατος Τουπαντζης" και τίτλο «Φανατικός-Εμπαθής-Ειρωνικός».

διαβάστε τη συνέχεια...

Γιατί θέλω να σταθώ σε ένα σημείο, πέρα από τα μη φανατικά, μη εμπαθή και μη ειρωνικά τού ιμέιλ: στις «εντελώς λανθασμένες απόψεις για τη γλώσσα», που μακάρι, θα ’λεγα τώρα στον υποθετικό αναγνώστη, να ήταν προσωπικές μου απόψεις, κι ας τις χαρακτήριζε όπως τον εξυπηρετεί.

Γιατί ο κανονικός αναγνώστης έχει δει πως μεταφέρω πάντοτε απόψεις ειδικών, φιλολόγων και γλωσσολόγων –με όσο πιο σχολαστική γίνεται, ειδικά για εφημερίδα, αναφορά στις πηγές. Αποδελτιώνω πρόχειρα, και μόνο από αυτούς στους οποίους έχω παραπέμψει:

Ελισαίος Γιανίδης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Ι. Θ. Κακριδής, Χριστόφορος Χρηστίδης, Λίνος Πολίτης, Β. Δ. Φόρης, Α.-Φ. Χριστίδης, Εμμ. Κριαράς, Μιχ. Σετάτος, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Δ. Τομπαΐδης, Χρ. Τσολάκης, Ευάγγελος Πετρούνιας, Γιάννης Βελούδης, Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Πήτερ Μάκριτζ, Φάνης Κακριδής, Δημ. Λυπουρλής, Αλέξης Πολίτης, Μάρω Κακριδή-Φερράρι, Άννα Ιορδανίδου, Γιώργος Παπαναστασίου, Ελένη Καραντζόλα, Σπύρος Μοσχονάς, Φοίβος Παναγιωτίδης κ.ά.

Το γνωστό δηλαδή σχήμα: μια τεράστια γραμμή επιστημόνων, από τις απαρχές του δημοτικιστικού κινήματος ώς τη σύγχρονη γλωσσολογία, με κέντρο, αλλά όχι μόνο πια, τη σχολή της Θεσσαλονίκης, και απέναντι ο κ. Μπαμπινιώτης.

Ο οποίος όμως, πρέπει να ειπωθεί εδώ, βρίσκεται συχνά απέναντι και στον ίδιο του τον εαυτό. Πρώτα και γενικά απέναντι στον παλιό καθαρευουσιάνο και αντιδημοτικιστή, έπειτα στον κήρυκα του γλωσσικού μορφώματος «πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής» κτλ. Εξέλιξη θα το ονόμαζε αυτό κανείς. Μόνο που ο κ. Μπαμπινιώτης επιχειρεί να μας πείσει ότι αυτά πρέσβευε πάντοτε –έως και ομοϊδεάτης του Σεφέρη παρουσιάστηκε κάποτε. Αλλά ακόμα και σε ορθογραφικά θέματα βρίσκεται απέναντι στις δικές του απόψεις –προσωπικές ή, ακόμα χειρότερα, επιστημονικές, τις οποίες πάντως υπογράφει.

Ενδεικτικά, ενώ υποστηρίζει ότι το πολυτονικό δεν στέκει επιστημονικά στη νέα ελληνική, και τυπώνει σε μονοτονικό τα λεξικά και τη γραμματική του (με προφανή και σίγουρα θεμιτό στόχο να μπουν στα σχολεία), τα πιο «δικά του» έργα τα τυπώνει σε πολυτονικό: λ.χ. πιο παλιά την τριλογία του Η γλώσσα ως αξία κτλ., και τώρα το Διαλογισμοί γιά τή γλώσσα…* Στο οποίο προχώρησε ένα ακόμη βήμα, προς τα πίσω: γλώσσα, με περισπωμένη, τύπωσε τώρα, περισπωμένη που δικαιολογείται μόνο στο πολυτονικό της αρχαίας και όχι της δημοτικής, όπου η λ. γραφόταν με οξεία δεκαετίες τώρα, από Τριανταφυλλίδη ειδικότερα και εντεύθεν.

Να περιμένουμε το επόμενο βήμα; Προς τα πίσω;


* Αισθητικούς λόγους πρόβαλε η επιστημονικότητά του, κατά την παρουσίαση του βιβλίου! (Ας σημειωθεί ότι ακόμα και το διαφημιστικό κειμενάκι στο σάιτ των εκδόσεων Καστανιώτη τυπώνεται με πολυτονικό.)

buzz it!

9/7/11

Φύλακες, γρηγορείτε: πάλι ο συνωστισμός! - Από τους ορισμούς της ντροπής - Μολότοφς και η τρέντι γενική

Τα Νέα, 9 Ιουλίου 2011

αφού οι λέξεις ως γνωστόν σημαίνουν ό,τι θέλουμε εμείς κάθε φορά, έτσι και ο "συνωστισμός" μπορεί άλλοτε να σημαίνει εθνοπροδοσία, άλλοτε όχι



          Φύλακες, γρηγορείτε: πάλι ο συνωστισμός!

«Καθώς η φωτιά χιμούσε από την καταρρακωμένη πόλη προς τη θάλασσα, οι απεγνωσμένοι Έλληνες και Αρμένιοι κάτοικοι της Σμύρνης συνωστίζονταν στην προκυμαία, εκλιπαρώντας για τη σωτηρία τους…»

Συνωστίζονταν; Πάλι Ρεπούση;

Όχι, η Αμερικανίδα Θία Χάλο, που καταγράφει την ιστορία της μητέρας της, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ούτε το όνομά μου – Γενοκτονία και επιβίωση: μια αληθινή ιστορία του Πόντου.

Τότε; άλλη Ρεπούση;

Όχι. Η συγγραφέας είναι υπεράνω υποψίας, ενώ το βιβλίο της συνέβαλε στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων από την πολιτεία της Νέας Υόρκης.

Τότε; Μεταφραστική αδεξιότητα, όπως μας υποβάλλει το μικρό αυτό απόσπασμα; Όχι· crowded the quay, λέει το αγγλικό πρωτότυπο.

διαβάστε τη συνέχεια...

Κι όμως, σιωπή στις τάξεις των Εθνοφυλάκων. Πού τα αναθέματα και οι καραμούζες που μας ξεκούφαιναν πριν από λίγα χρόνια, επειδή «η Ιστορία της Ρεπούση» για την Στ΄ δημοτικού έγραφε πως οι Έλληνες συνωστίζονταν στο λιμάνι της Σμύρνης. Ανέκδοτο είχε γίνει τότε η λέξη συνωστισμός, πήγαινε κι ερχόταν στα γραπτά διαφόρων, ακόμα και σε άσχετα συμφραζόμενα. Για κάποια έκθεση π.χ. του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων έγραφε ο κοσμικογράφος τού Ε της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (20.5.07) και κυμάτιζε το εθνοπρεπές χιούμορ του: «Ούτως ή άλλως, η κανονική Βουλή δεν έχει και πολλή κίνηση συνήθως. Δεν έχει συνωστισμό, όπως είχε κάποτε η Σμύρνη το 1922»!

Διαβάζω τώρα στο Ε της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (29/5) εκτενή συνέντευξη της Χάλο στον Δημήτρη Αγγελίδη, και σε διακριτή στήλη, με τίτλο «Η γνώμη του συντάκτη», βρίσκω το μικρό απόσπασμα με το οποίο ξεκίνησα, μαζί με την εξήγηση για την ασυλία που κέρδισε η συγγραφέας: στο κατά τα άλλα συναρπαστικό, φαίνεται, μυθιστόρημά της δεν υπάρχει καν αναφορά στη Μεγάλη Ιδέα ενώ αποσιωπώνται οι αγριότητες της ελληνικής πλευράς εναντίον Τούρκων αμάχων.

Είναι κοινός τόπος, το ξέρουμε κι από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, πως οι λέξεις σημαίνουν αυτό που θέλουμε εμείς, λένε αυτό που τις βάζουμε εμείς να λένε. Έτσι, στην περίπτωση της Ρεπούση το ρήμα συνωστίζομαι σήμαινε «εθνοπροδοσία». Στην περίπτωση της Χάλο, το ίδιο ρήμα αναβαπτίζεται, όπως φαίνεται, στην κολυμβήθρα της εθνικιστικής εκδοχής της Ιστορίας, και το ίδιο το βιβλίο μπορεί έτσι να χρησιμεύσει και σαν «σημαντικό ιστορικό εγχειρίδιο» σύμφωνα με ιστορικό μελετητή, πολέμιο της Ρεπούση.

Πολεμικά ήθη.


                                    σήματα

Από τους ορισμούς της ντροπής

Είναι κι αυτό από τους ορισμούς της ντροπής:

Σε ειδική επιτροπή της Βουλής ο Τηλεπλασιέ Βιβλίων απολαμβάνει το θρίαμβό του, να έχει απέναντί του έναν ειδικό επιστήμονα, τον καθηγητή της γλωσσολογίας Χριστόφορο Χαραλαμπάκη (που προτείνεται για αναπληρωτής πρόεδρος στο Συμβούλιο Επιλογής Σχολικών Συμβούλων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης), και να του υποβάλλει τις αντιεπιστημονικές απόψεις που καμία σχολή γλωσσολογίας δεν αποδέχεται, παρά μόνο η «σχολή» ιδεολογίας η δική του, του πατέρα Πλεύρη κ.ά.:

«Τι θα κάνετε αν έρθει υποψήφιος σχολικός σύμβουλος ο οποίος δεν αποδέχεται την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, δεν πιστεύει ότι το αλφάβητο είναι φοινικικό, δεν πιστεύει ότι η μισή ελληνική γλώσσα είναι δάνεια;»


Μολότοφς και η τρέντι γενική

Για «ρίψη μολότοφΣ» έκανε λόγο σε δελτίο ειδήσεων (30/6) ο εκπρόσωπος τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Αλλά θα ήταν τουλάχιστον άτοπο να κρίνει κανείς έτσι σχολαστικά έναν αστυνομικό, όταν λίγο αργότερα, στο ίδιο δελτίο ειδήσεων, η Ντόρα Μπακογιάννη έλεγε πως «δεν αξίζει αυτήΣ τηΣ πολιτικήΣ ηγεσίαΣ ο ελληνικός λαός».

Ωστόσο, θα ήμασταν ακριβέστεροι αν λέγαμε πως ούτε ο αστυνομικός αξιωματούχος ούτε η κυρία Μπακογιάννη είναι εκτός γλωσσικής κοινότητας. Κι έτσι είναι περίπου αναμενόμενο να ακολουθούν κυρίαρχες (καθαριστικές, πάντως!) τάσεις, ο ένας να σχηματίζει τον πληθυντικό ξένων λέξεων (μπαρ-μπαρς και γκολ-γκολς) που «κανονικά» μένουν άκλιτες στα ελληνικά, η άλλη να συντάσσει με γενική ρήματα που ποτέ, ούτε στην καθαρεύουσα ή τα αρχαία, δεν συντάσσονταν με γενική (όπως τα μετέρχομαι, διαφεύγω κτλ.).

(Ακόμα ακριβέστεροι θα ήμασταν αν λέγαμε ότι η γενική ειδικά στο ρ. αξίζω έρχεται από το άξιος+γενική: "δεν είναι άξιος αυτής της πολιτικής ηγεσίας...")

buzz it!

2/7/11

Τι να γίνει, δεν τα ’πε αυτά ο Κίσσινγκερ! - Καλλιστεία ομορφιάς - Απεντόμωση - Η άσωμη

Τα Νέα, 2 Ιουλίου 2011

Η ελληνική οικογένεια πριν από τη λαίλαπα Κίσσινγκερ: «Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες…» είναι η υποτιθέμενη δήλωσή του –όπως την εμπνεύστηκε εντέλει η εθνική μας αυταρέσκεια. Έλλη, νά ένας μύθος. Λόλα, νά ένας άλλος!


      Τι να γίνει, δεν τα ’πε αυτά ο Κίσσινγκερ!

Η περιβόητη ψευδο-δήλωση Κίσσινγκερ, χαρά όλων των ελληνόψυχων, πως για να συνετιστεί ο ατίθασος ελληνικός λαός πρέπει να πληγεί στις ρίζες του, γλώσσα, θρησκεία κτλ., ζει και βασιλεύει, παρ’ όλες τις κατηγορηματικές διαψεύσεις, ακόμα και από ανθρώπους που την είχαν αρχικά υιοθετήσει.

Από τα τελευταία κρούσματα, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μαζί με τα αιώνια, τάχα πικάντικά του, σε πρόσφατη εκπομπή της διακοσμητικής Βίκυς Φλέσσα, και ενώ είχαν προηγηθεί ο Λάκης Λαζόπουλος στο Τσαντίρι του, ο Μίκης Θεοδωράκης στη διακήρυξη της «Σπίθας» του, ακόμα και δικός μας δημοσιογράφος εδώ, έτσι πειστική που εμφανίζεται, είναι η αλήθεια, η δήλωση αυτή.

διαβάστε τη συνέχεια...

Πρώτος κατέγραψε αναλυτικά τη διαδρομή του μύθου ο Ιός της Ελευθεροτυπίας το 2001 («Μια διαχρονική “δήλωση”», 1/4), και πιο πρόσφατα, εξαντλητικά, ο Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιό του, το 2008, και ξανά το 2009 («Ο μύθος για τη δήλωση Κίσινγκερ», 12/11), έπειτα το 2010 κτλ.

Η επίσημη πρεμιέρα του μύθου (λέω «επίσημη», γιατί προϋπήρξαν άλλες εμφανίσεις του) έγινε στο περιοδικό ΝΕΜΕCIS (ειλικρινά, ποτέ μου δεν κατάλαβα: «Νέμε-σι-άι-ες» προφέρεται, έτσι που γράφεται;) της Λιάνας Κανέλλη, Φεβρουάριο του 1997: εκεί δημοσιεύεται απόσπασμα ομιλίας του Κίσσινγκερ, που έγινε σε τελετή βράβευσής του από προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον, το Σεπτέμβριο του 1994. Πηγή, λέει, του δημοσιεύματος, η αγγλόγλωσση τουρκική εφημερίδα Turkish Daily News της 17.2.97.

Όπως αποδείχτηκε, (α) τίποτα σχετικό δεν δημοσιεύτηκε στο συγκεκριμένο φύλλο της τουρκικής εφημερίδας, ούτε σ’ αυτό ούτε σε άλλο (αρχικά, όταν ρωτήθηκε η Λ.Κ., είπε πως είχε εξαφανιστεί το φύλλο, και από τα αρχεία και από την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας!), (β) τέτοια τελετή βράβευσης του Κίσσινγκερ δεν έγινε ποτέ, (γ) ούτε ανάλογη ομιλία του, εκεί ή αλλού!

Το «λαβράκι» είχαν σπεύσει να το αναπαραγάγουν πολλοί, αναμενόμενοι και μη: Σαρτζετάκης (και μάλιστα στο επετειακό μήνυμα για την 25η Μαρτίου), Παπαθεμελής, Γιανναράς, Εστία, Ελεύθερη Ώρα, αλλά και Πολιτικά Θέματα, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Πλωρίτης κ.ά. Ακολούθησε θόρυβος, ο Κίσσινγκερ διέψευσε στα Πολιτικά Θέματα, επενέβη ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, του απάντησαν με αχαρακτήριστα οι χαρακτηρισμένοι Σαρτζετάκης και Γιανναράς, έστειλε φαξ στον Κίσσινγκερ ο τότε διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου Γιάννης Μαρίνος, κι εκείνος διέψευσε πάλι κατηγορηματικά, με ολόκληρο γράμμα του. Δημοσιεύτηκε η διάψευσή του, δε βαριέσαι: οι μετέπειτα πρόθυμοι μεταφορείς του μύθου επικαλούνταν την εγκυρότητα του Οικονομικού Ταχυδρόμου για την αρχική δημοσίευση, ενώ αποσιωπούσαν τη διάψευση!

Είπα όμως πως είχαν υπάρξει και άλλες εμφανίσεις του μύθου, που τεκμηριώνουν δηλαδή καθαυτές πως πρόκειται για μύθο: η υποτιθέμενη δήλωση του 1994 είχε ήδη δημοσιευτεί το 1987 στην Ελευθεροτυπία από τον δικηγόρο Θ. Σταυρόπουλο, που τη χρησιμοποιούσε σαν επιχείρημα για την ανάγκη επιστροφής των αρχαίων στα γυμνάσια και τη χρονολογούσε το Νοέμβρη του 1973, «ακριβώς μετά τη σφαγή του Πολυτεχνείου»... Άλλος πάλι την τοποθετούσε το 1974 κτλ.

Μπερδευτήκαμε; Έτσι συμβαίνει με τα κακά αστυνομικά.



                                        σήματα

Καλλιστεία ομορφιάς

Καλλιστεία ομορφιάς:

1. «Όταν οι πρόγονοί μου έδιναν τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο, οι δικοί της περίμεναν να χέσει το μαμούθ, για να κάνουν πλίθες, να χτίσουν καλύβια»: μήνυμα του σεμνού, που να πάρει, Γιώργου Κωνσταντίνου προς την Άνγκελα Μέρκελ, από το αποχαιρετιστήριο Αλ Τσαντίρι του Λαζόπουλου.

2. Προ μηνών ωρυόταν σε μεσημεριανάδικο ο Σταμάτης Κραουνάκης: «Αν δεν υπήρχαν οι Έλληνες, όλοι αυτοί [οι Ευρωπαίοι] θα ’ταν καπάκια μπίρας!»

3. Και πιο πριν, ο Γιώργος Αυτιάς, στην εκπομπή του Θέμου: «Όταν οι Έλληνες είχαν τη φέτα, οι Τούρκοι δεν υπήρχαν ούτε καν ως αιωρούμενο πλάσμα στην ατμόσφαιρα. Οι Τούρκοι δεν ήταν ούτε ως μικροαστρική ύλη στο σύμπαν!»

Ο τίτλος και στους τρεις!


Απεντόμωση

«Τα πράγματα είναι απλά: όταν στο σπίτι σου μπαίνουν κατσαρίδες, δεν τρέχει όλη η οικογένεια να τις κυνηγάει μία μία. Κάνεις απεντόμωση. Το ίδιο και στο κέντρο της Αθήνας. Πρέπει να διώξουμε όλους τους λαθρομετανάστες…»

Έτσι ελάλησε στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας, καλεσμένη σε συνεδρίαση για το ιστορικό κέντρο, η ξανθιά σταρ των φωτογραφιών από την εξυγιαντική δράση των Χρυσαυγιτών στον Άγιο Παντελεήμονα.


Η άσωμη

Στο τρόλεϊ καθισμένα δυο ξανθωπά αγόρια, 15-17 χρονών, άψογα ελληνικά αλλά με κάποια προφορά, πιθανότατα Αλβανάκια δεύτερης γενιάς, κάτι για γυναίκες λένε, κάποια μοντέλα σχολιάζουν. «Εγώ δύο πράματα κοιτάζω, ύψος και σώμα» λέει το ένα. Συμφωνεί το άλλο, κάτι λέει για κάποιαν άλλη. «Αυτή όμως είναι άσωμη» παρατηρεί το πρώτο. «Άσωμη!» επαναλαμβάνει εντυπωσιασμένο το δεύτερο· «γιά κοίτα ρε κάτι λέξεις που υπάρχουν!»

buzz it!