16/7/11

Κρατική και κοινωνική βία - Η γενναιόδωρη εξουσία - Η Μαρία Αντουανέτα

Τα Νέα, 16 Ιουλίου 2011

Το ένα δέκατο της ηθικής αγανάκτησης για την κοινωνική ανομία αν είχε εκδηλωθεί όλα αυτά τα χρόνια για την κρατική ανομία, θα ήμασταν υπόδειγμα κράτους δικαίου







                      Κρατική και κοινωνική βία

«Ζητάω συγγνώμη από τους πολίτες. Είναι ντροπή» δήλωσε ο Χρ. Φωτόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων, αναφερόμενος στην υπερβολική χρήση βίας στις 29/6. Και: «Αν αυτό λέγεται δημοκρατία και ομαλή λειτουργία και ενδεδειγμένος τρόπος λειτουργίας της αστυνομίας, βροντοφωνάζω “όχι”».

«Η αστυνομία έκανε το έργο της, με ελάχιστες παρεκτροπές» έγραψαν, με μικροπαραλλαγές, εξέχοντες αναλυτές μεγάλων δημοκρατικών εφημερίδων.

διαβάστε τη συνέχεια...

Εμείς που παραδοσιακά δεν πιστεύουμε τους αστυνομικούς, ποιον θα πιστέψουμε τώρα;
Προφανώς τις δικές μας εφημερίδες, τους εξέχοντες, όπως είπα, και χωρίς ίχνος ειρωνείας, αναλυτές, που κάνα δυο μάλιστα απ’ αυτούς αλήθεια τους θαυμάζω έως και τους ζηλεύω.

Απ’ την άλλη, πάλι στις δικές μας εφημερίδες (άσε πια το διαδίκτυο!), τα ρεπορτάζ και το πλουσιότατο φωτογραφικό υλικό συνηγορούσαν με την εκδοχή του αστυνομικού.

Τότε οι αναλυτές; Οι αναλυτές είχαν άλλες προτεραιότητες: πρώτον πως η αστυνομία έπρεπε να διαφυλάξει την ομαλή προσέλευση των βουλευτών στο Κοινοβούλιο, και τα κατάφερε. Χρειάστηκε να παρεκτραπεί λιγάκι, αλλά προέχει το μείζον. Έπειτα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους κουκουλοφόρους. Αυτούς βέβαια δεν τους αντιμετώπισε, ούτε το έργο τους απέτρεψε, ίσα ίσα μπορεί και να το ενίσχυσε –και δεν εννοώ εδώ τόσο τους προβοκάτορες, που σίγουρα υπήρξαν, όσο, απλούστατα, τη μέθοδο της βεντέτας την οποία ακολούθησαν τα ειδικώς εκπαιδευμένα όργανα της τάξης. Εν πάση περιπτώσει, έστω και έτσι, η αστυνομία διασφάλισε την ομαλή λειτουργία του Κοινοβουλίου, κυρίως προστάτεψε τον Θεσμό –«με ελάχιστες παρεκτροπές»: ο θρίαμβος του κυνισμού.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Την κρατική βία, στην αμεσότερη μορφή της, την αστυνομική, τη γνωρίζουμε καλά και από παλιά. Και πάντα θεωρούνταν αναγκαίο κακό, περίπου αυτονόητο.

Που κατά έναν παράδοξο, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο έμενε έξω από όλες τις αναλύσεις και τις επιστημονικές βεβαιότητες ή θεωρίες, π.χ. για δράση και αντίδραση, για συγκοινωνούντα δοχεία, ή για τον φυσικό κι αυτόν νόμο, στα όρια πια της παιδικής αντιληπτικότητας, ότι η βία φέρνει βία.

Εδώ, πατώντας στα ράκη όλων αυτών των θεωριών, ειδικός και συστηματικός λόγος περί βίας έγινε μόνο για την «κοινωνική βία», τρία μόλις χρόνια πριν, τον Δεκέμβρη του 2008, και τώρα πάλι, όπου μάλιστα η «κοινωνική βία» εντοπίζεται όχι μόνο στη δράση των κουκουλοφόρων αλλά και σε ήσσονος μορφής διαμαρτυρίες. Όλα πια ένα όνομα έχουν, σε διάφορες παραλλαγές: βία και ανομία: «η κοινωνία της ανομίας», «η χώρα της άκρατης βίας», «η χώρα του καταστροφικού παραλογισμού», «η εθισμένη στη βία κοινωνία» κ.ά.

Χωρίς να διαφωνεί κανείς στην καταδίκη της βίας, σκέφτεται πάντως πως το ένα δέκατο της ηθικής αγανάκτησης, των αναλύσεων και των παρεμβάσεων που εκδηλώνονται αποκλειστικά το τελευταίο διάστημα, το ένα δέκατο λέω να είχε εκδηλωθεί όλα αυτά τα χρόνια για την άλλη βία, την κρατική, θα κατείχαμε τα πρωτεία σαν χώρα υπόδειγμα κράτους δικαίου.

Ή θα είχαμε έστω περισώσει τη σοβαρότητά μας και την αξιοπιστία μας.


                                        σήματα

Η γενναιόδωρη εξουσία

«Θα είμαι γενναιόδωρη στις μεταβατικές διατάξεις, διότι οι άνθρωποι έχουν κάνει προγραμματισμό ζωής». Έτσι έκλεισε το μάτι στους πανεπιστημιακούς η υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου, αναφερόμενη στα σχετικά με την αναδιάρθρωση των καθηκόντων του εκπαιδευτικού προσωπικού. Και αφού, εννοείται, είδε (ή ήξερε εκ των προτέρων;) ότι πολλά σημεία των αλλαγών δεν θα γίνουν αποδεκτά από την ακαδημαϊκή κοινότητα και, στη χειρότερη περίπτωση, δεν θα εφαρμοστούν.

Και καλά το πολιτικό παιχνίδι, όπου στήνω ο ίδιος και προκαλώ το παζάρεμα, ίδια όπως στα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι. Άλλο με μαγεύει εμένα: «Θα είμαι γενναιόδωρη»: μια φράση μ’ ένα επίθετο με θετικό πρόσημο, κι ωστόσο ενδεικτικό της πιο εξουσιαστικής γλώσσας και κυρίως στάσης.


Μαρία Αντουανέτα


Διαβάζω στην εφημερίδα δύο ίδιες απόψεις από δύο βασικά στελέχη ίδιας ιδεολογίας, και ίδιου ύφους, θα έλεγα –κι ωστόσο με μια καίρια διαφορά:

(α) «Η καταδίκη της βίας, έτσι όπως διατυπώνεται, είναι υποκριτική: “καταδικάζουμε τη βία, αλλά αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτησή τους”». Όπου δηλαδή η θέση του συντάκτη είναι ότι δεν αντιλαμβανόμαστε την αγανάκτησή τους, δεν την κατανοούμε.

(β) «Κανείς δεν έχει τα κότσια να πει ότι η αγανάκτηση μπορεί να είναι κατανοητή αλλά δεν είναι ούτε δικαιολογημένη, ούτε φυσιολογική». Εδώ ο συντάκτης λέει ότι κατανοούμε την αγανάκτηση, αλλά δεν δικαιώνουμε την έκφρασή της με πράξεις βίας.

Και μόνο έτσι μπορεί να είναι, μόνο αν κατανοήσουμε τα όποια κίνητρα της βίας θα είμαστε αποτελεσματικοί απέναντί της. Γιατί το «δεν κατανοώ» είναι το ίδιο βία. Και με τη σειρά του αναπαράγει τη βία.

Και εν πάση περιπτώσει, στην πολιτική ιδίως, το «δεν κατανοώ» δεν νοείται, και ούτε θα ’πρεπε να υπάρχει. Θα ’πρεπε να ’χει πεθάνει μαζί με τη Μαρία Αντουανέτα.

buzz it!