27/11/11

Μίλαν Κούντερα [Περί γραφομανίας]

από το "Βιβλίο του γέλιου και της λήθης", του 1978, που κυκλοφορεί την ερχόμενη Δευτέρα, εκδόσεις "Βιβλιοπωλείον της Εστίας"

[σ. 126-128]

Προ καιρού διέσχιζα με ταξί το Παρίσι κι είχα πέσει σ’ έναν φλύαρο οδηγό. Έλεγε πως δεν μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα. Υπέφερε από χρόνια αϋπνία. Από τον πόλεμο και μετά. Ήταν στο ναυτικό. Το πλοίο του βούλιαξε. Τρία μερόνυχτα κολυμπούσε. Έπειτα τον έσωσαν. Πέρασε μήνες μεταξύ ζωής και θανάτου. Έγινε καλά, αλλά έχασε τον ύπνο του.

«Έχω ένα τρίτο ζωής παραπάνω από σας» είπε χαμογελώντας.

«Και τι το κάνετε αυτό το παραπανίσιο τρίτο;» ρώτησα.

«Γράφω» μου απάντησε.

Θέλησα να μάθω τι γράφει.

Έγραφε την ιστορία της ζωής του. Την ιστορία ενός ανθρώπου που κολυμπούσε τρία μερόνυχτα στη θάλασσα, πάλεψε με τον θάνατο, έχασε τον ύπνο του, αλλά διατήρησε τη δύναμή του για ζωή.

«Το γράφετε για τα παιδιά σας; Κάτι σαν οικογενειακό χρονικό;»

Χαμογέλασε με πίκρα: «Για τα παιδιά μου; Δεν θα τα ενδιέφερε καθόλου. Γράφω βιβλίο. Νομίζω πως θα βοηθούσε πολύν κόσμο».

Αυτή η κουβέντα με τον ταξιτζή μού αποκάλυψε ξαφνικά την ουσία της δουλειάς του συγγραφέα. Γράφουμε βιβλία, επειδή δεν ενδιαφέρονται για μας τα παιδιά μας. Απευθυνόμαστε στο ανώνυμο πλήθος, επειδή η γυναίκα μας βουλώνει τ’ αφτιά της όταν της μιλάμε.

διαβάστε τη συνέχεια...

Θα μου πείτε πως στην περίπτωση του ταξιτζή έχουμε να κάνουμε με γραφομανή και όχι με συγγραφέα. Οπότε πρέπει να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τις έννοιές μας. Η γυναίκα που γράφει τέσσερα γράμματα τη μέρα στον εραστή της δεν είναι γραφομανής. Είναι ερωτευμένη. Αλλά ένας φίλος μου που κρατάει σε φωτοτυπίες την ερωτική του αλληλογραφία για να τη δημοσιεύσει κάποια μέρα είναι γραφομανής. Γραφομανία δεν είναι η επιθυμία να γράφεις γράμματα, προσωπικά ημερολόγια, οικογενειακά χρονικά (να γράφεις δηλαδή για τον εαυτό σου ή τους δικούς σου), αλλά να γράφεις βιβλία (να έχεις δηλαδή κοινό από άγνωστους αναγνώστες). Μ’ αυτή την έννοια το πάθος του ταξιτζή είναι ίδιο με του Γκαίτε. Τον Γκαίτε δεν τον διακρίνει από τον ταξιτζή κάποιο διαφορετικό πάθος, αλλά το διαφορετικό αποτέλεσμα του πάθους.

Η γραφομανία (η μανία να γράφεις βιβλία) αποκτά μοιραία διαστάσεις επιδημίας όταν η κοινωνική εξέλιξη εκπληρώνει τρεις βασικούς όρους:

(α) υψηλό επίπεδο γενικής ευμάρειας, που επιτρέπει στους ανθρώπους να αφοσιωθούν σε μιαν άχρηστη δραστηριότητα·

(β) υψηλό βαθμό εξατομίκευσης της κοινωνικής ζωής, και συνεπώς γενική απομόνωση των ατόμων·

(γ) παντελή έλλειψη μεγάλων κοινωνικών αλλαγών στην εσωτερική ζωή του έθνους (από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γαλλία, όπου δεν συμβαίνει ουσιαστικά τίποτα, το ποσοστό των συγγραφέων είναι είκοσι μία φορές μεγαλύτερο από του Ισραήλ. Η Μπιμπή άλλωστε πολύ σωστά είπε ότι, αν το δει κανείς εξωτερικά, δεν έζησε τίποτα. Το κίνητρο που την ωθεί να γράψει είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη ζωτικού περιεχομένου, αυτό το κενό).

Αλλά το αποτέλεσμα, εν είδει μπούμερανγκ, επενεργεί στην αιτία. Η γενική απομόνωση γεννά τη γραφομανία, και η γενικευμένη γραφομανία με τη σειρά της επιτείνει και επιδεινώνει την απομόνωση. Η ανακάλυψη της τυπογραφίας βοήθησε κάποτε τους ανθρώπους να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Την εποχή της παγκόσμιας γραφομανίας το γράψιμο ενός βιβλίου έχει αντίθετη έννοια: ο καθένας περιβάλλεται από τις δικές του λέξεις σαν από τοίχους-καθρέφτες που δεν αφήνουν να διεισδύσει καμία φωνή απ’ έξω.

[σ. 144-146]

Έπειτα από μερικές μέρες εμφανίστηκε στο μπιστρό ο Μπανάκα. Ήταν τύφλα στο μεθύσι, κάθισε σ’ ένα σκαμνί στο μπαρ, έπεσε δύο φορές, σηκώθηκε, ζήτησε ένα καλβαντός, κι ακούμπησε το κεφάλι στον πάγκο. Η Τάμινα πρόσεξε πως έκλαιγε.

«Τι συμβαίνει, κύριε Μπανάκα;» τον ρώτησε.

Ο Μπανάκα την κοίταξε με δακρυσμένα μάτια κι έδειξε με το δάχτυλο το στήθος του: «Είμαι ένα τίποτα, το καταλαβαίνετε; Είμαι ένα τίποτα! Δεν υπάρχω!»

Έπειτα πήγε στην τουαλέτα, κι απ’ την τουαλέτα κατευθείαν έξω στον δρόμο, χωρίς να πληρώσει.

Η Τάμινα διηγήθηκε το επεισόδιο στον Ουγκό, κι αυτός, αντί για άλλη εξήγηση, της έδειξε μια σελίδα εφημερίδας με παρουσιάσεις βιβλίων, κι ανάμεσά τους μια σημείωση τέσσερις αράδες, όλο σαρκασμό για το έργο γενικά του Μπανάκα.

Το επεισόδιο με τον Μπανάκα που έδειχνε το στήθος του κι έκλαιγε επειδή δεν υπάρχει μου θυμίζει έναν στίχο από το Δυτικοανατολικό ντιβάνι του Γκαίτε: Ζει άραγε κανείς, όταν ζούνε κι άλλοι; Στην ερώτηση του Γκαίτε κρύβεται όλο το μυστήριο της μοίρας του συγγραφέα: ο άνθρωπος που γράφει βιβλία γίνεται ολόκληρος κόσμος (δεν μιλάμε για τον κόσμο του Μπαλζάκ, τον κόσμο του Τσέχοφ, τον κόσμο του Κάφκα;) και το χαρακτηριστικό ενός κόσμου είναι ακριβώς η μοναδικότητα. Η ύπαρξη ενός άλλου κόσμου απειλεί την ίδια του την ουσία.

Δύο τσαγκάρηδες μπορούν να ζήσουν σε απόλυτη αρμονία, αρκεί να μην έχουν μαγαζί στον ίδιο δρόμο. Έτσι όμως κι αρχίσουν να γράφουν βιβλία για τη μοίρα των τσαγκάρηδων, θα μπλεχτούν ο ένας στα πόδια του άλλου και θα αναρωτηθούν: Ζει άραγε ένας τσαγκάρης, όταν ζούνε κι άλλοι τσαγκάρηδες;

Η Τάμινα έχει την αίσθηση πως ένα και μόνο ξένο βλέμμα μπορεί να καταστρέψει κάθε αξία των προσωπικών σημειωματαρίων της και ο Γκαίτε είναι πεπεισμένος πως ένα και μόνο βλέμμα ενός και μόνο ανθρώπου που δεν σταματά πάνω στις σελίδες του έργου του αμφισβητεί την ίδια του την ύπαρξη. Η διαφορά ανάμεσα στην Τάμινα και τον Γκαίτε είναι η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τον συγγραφέα.

Αυτός που γράφει βιβλία είναι τα πάντα (ένας μοναδικός κόσμος για τον εαυτό του και για όλους τους άλλους) ή τίποτα. Κι επειδή σε κανέναν δεν θα δοθεί ποτέ η χάρη να είναι τα πάντα, όλοι εμείς που γράφουμε βιβλία είμαστε τίποτα. Είμαστε παραγνωρισμένοι, ζηλιάρηδες, πικραμένοι, κι ευχόμαστε τον θάνατο του άλλου. Σ’ αυτό είμαστε όλοι ίσοι: ο Μπανάκα, η Μπιμπή, εγώ, και ο Γκαίτε.

Η ασυγκράτητη εξάπλωση της γραφομανίας ανάμεσα στους πολιτικούς, τους ταξιτζήδες, τις λεχώνες, τις ερωμένες, τους φονιάδες, τους κλέφτες, τις πόρνες, τους νομάρχες, τους γιατρούς και τους ασθενείς μού αποδεικνύει πως κάθε άνθρωπος ανεξαιρέτως έχει μέσα του έναν δυνητικό συγγραφέα, έτσι που σύσσωμο το ανθρώπινο γένος θα μπορούσε δικαιωματικά να βγει στους δρόμους και να φωνάξει: Είμαστε όλοι συγγραφείς!

Γιατί ο καθένας υποφέρει στην ιδέα πως μια μέρα θα εξαφανιστεί μέσα σ’ έναν αδιάφορο κόσμο, χωρίς να τον έχει ακούσει και χωρίς να τον έχει προσέξει κανείς, γι’ αυτό και θέλει, όσο είναι ακόμα καιρός, να μεταμορφωθεί μόνος του σ’ έναν κόσμο από λέξεις.

Όταν κάποιο πρωί (και σύντομα θα γίνει αυτό) ο καθένας θα ξυπνήσει συγγραφέας, θα έχει φτάσει η εποχή της παγκόσμιας κουφαμάρας και της παγκόσμιας ασυνεννοησίας.

buzz it!

26/11/11

καινούριος παλιός Κούντερα

τη Δευτέρα, στα βιβλιοπωλεία, καινούριος παλιός Κούντερα, "Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης", του 1978, σε καινούρια μετάφραση από την αναθεωρημένη γαλλική έκδοση




από το οπισθόφυλλο:

«Όταν τελείωσα το Βαλς του αποχαιρετισμού, αρχές της δεκαετίας του ’70, θεώρησα πως είχε ολοκληρωθεί η συγγραφική μου σταδιοδρομία. Ήταν η περίοδος της ρωσικής κατοχής και η γυναίκα μου κι εγώ είχαμε άλλες έγνοιες. Ξανάρχισα πια να γράφω, δίχως πάθος, ένα χρόνο μετά την άφιξή μας στη Γαλλία (και χάρη στη Γαλλία), έπειτα από εξάχρονη πλήρη διακοπή» γράφει ο Μίλαν Κούντερα στις Προδομένες διαθήκες για τη γέννηση του Βιβλίου του γέλιου και της λήθης.

διαβάστε τη συνέχεια...

1968, εισβολή των ρωσικών τανκς στην τότε Τσεχοσλοβακία, 1975 ο Κούντερα, που του απαγορεύεται να εκδίδει το έργο του αλλά και να εργάζεται, αυτοεξορίζεται στη Γαλλία, 1978 κυκλοφορεί το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης, και αμέσως μετά, το 1979, του αφαιρείται η τσέχικη υπηκοότητα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1981, ο Κούντερα παίρνει τη γαλλική υπηκοότητα. Μόνιμα εγκαταστημένος πια στο Παρίσι, Γαλλοτσέχος συγγραφέας, όπως δηλώνει ο ίδιος, αρχίζει από ένα σημείο και έπειτα να γράφει στα γαλλικά, και, αναθεωρώντας όλες τις προηγούμενες μεταφράσεις των έργων του, συγκροτεί ένα γαλλικό corpus.

Το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης βρίσκεται έτσι στο μεταίχμιο της συγγραφικής δράσης αλλά και της προσωπικής ζωής του Κούντερα, και αποτελεί ίσως το πιο ιδιόμορφο έργο του, ένα μυθιστόρημα-παραλλαγές, σύμφωνα με δικό του πάλι χαρακτηρισμό, που συναντά την «μπετοβενική στρατηγική των παραλλαγών» και συναρμόζει αριστοτεχνικά διήγημα, δοκίμιο, φαντασία και αυτοβιογραφία.

Ο Μίρεκ που αναζητεί τα γράμματα που είχε γράψει στην παλιά ερωμένη του, προσπαθώντας να ελέγξει το παρελθόν του, η Τάμινα που αυτοεξόριστη στη Δύση επιχειρεί να σώσει την εικόνα του νεκρού άντρα της από τη λήθη, ανακαλώντας τα ονόματα που της έδινε, ο χορός του Ελυάρ στον ουρανό πάνω από την Πράγα που στέλνει στην αγχόνη τους πολιτικούς της αντιπάλους, ο Κούντερα που γράφει με ψευδώνυμο ωροσκόπια για να επιζήσει, είναι μερικές από τις διαφορετικές ιστορίες που διασταυρώνονται σ’ αυτό το «μυθιστόρημα για το γέλιο και τη λήθη, για τη λήθη και την Πράγα, για την Πράγα και τους αγγέλους».

buzz it!

24/11/11

διαλεγμένος και διαλεχτός

Ζόρικο το δίλημμα: (α) να ξεμπροστιάζει κανείς, να αφήνει έκθετο κάποιον στη γραφικότητά του ή στον ατόφιο λαϊκισμό και το ρατσισμό του ή (β) να μην του δώσει την ευκαιρία –να του τη στερήσει κιόλας, αν μπορεί– να μολύνει συνειδήσεις, τον αέρα π’ ανασαίνουμε, διάολε, για να μη λέμε μεγάλες κουβέντες για τον κοινωνικό ιστό κτλ.

Δεν την έχω την απάντηση, μια έτσι το βλέπω, μια αλλιώς. Αλλά τον Διαλεγμένο, νισάφι πια, σε κάθε του συνέντευξη (βλ. π.χ. εδώ και εδώ), να κομπάζει που δεν ψηφίζει, να αναστενάζει για την απουσία της 17 Νοέμβρη, τώρα (νά και κάτι καινούριο) για την έλλειψη στρατιωτικού νόμου, άρα και μιας χούντας, αδιάφθορης σαν την τελευταία («Οι χουντικοί δεν έκλεψαν, γιατί ήταν ιδεολόγοι» έφα σε άλλη του συνέντευξη, LifO, 29.6.11), και να αδωνιάζεται για τους ξένους, ακόμα και τους νόμιμους, που του χάλασαν τη χώρα Του:

διαβάστε τη συνέχεια...

Ξανά στην Ελευθεροτυπία, 19.11.11:

«Αυτό το 4μηνο γινόμαστε εντολοδόχοι μιας κυβέρνησης εκτός ελληνικών συνόρων...

»Εγώ θα τολμούσα να πω, όσο τραβηγμένο και επικίνδυνο κι αν είναι, ότι η χώρα αυτή τη στιγμή ήθελε έναν στρατιωτικό νόμο. Δεν μπορείς κύριε, ενώ καταβαραθρώνεται η χώρα σου και γίνεται εξαιτίας σου χαμός και στην Ευρώπη, να κάνεις τη μία διαδήλωση πίσω από την άλλη. Να παραλύει το σύμπαν. Δεν γίνεται το ΠΑΜΕ να μην αφήνει τον κόσμο να δουλέψει έστω δύο μήνες! Είναι παράνοια. Πρέπει να μπει ένας φραγμός».

«Στη συνέντευξη που πριν από δυο χρόνια μού δώσατε για την “Ε” μού είχατε πει: “Αν ήμουν εξουσία, θα πέταγα έξω όλους τους ξένους”. Συνεχίζετε να έχετε την ίδια ρατσιστική άποψη;

»Βεβαίως. Λέει “έχουνε χαρτιά”. Ποιος τους τα έδωσε; Και γιατί τους τα έδωσε; Είχαμε ανάγκη από εργατικά χέρια; Εδώ η χώρα παρέλυσε. Την αφήσανε ξέφραγο αμπέλι. Και ήρθαν όλα τα αποβράσματα. Δεν ήρθε και κανένας άνθρωπος της τέχνης και του πνεύματος, κανένας Παναχί, να πω “νά και κάποιος που ζήτησε άσυλο στην Ελλάδα”. Έχουμε μαζέψει όλο το κατακάθι της Ανατολής και της Ασίας».

«Μόνο χρυσαυγίτες υποστηρίζουν όσα λέτε.

»Ας με πούνε και φασίστα και χρυσαυγίτη. Χαίρομαι. Τα έχω όλα. Πειράζει; Αυτοί μού χάλασαν τη χώρα μου».

Αυτός μας χάλασε και μας χαλάει, σιγά τη χώρα μας, σίγουρα όμως τη διάθεσή μας.

buzz it!

20/11/11

Ημερολόγιο αποπληξίας

[γραμμένο για το αφιέρωμα "Το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση και το ξέπλυμα της Ακροδεξιάς", Ενθέματα της Αυγής της Κυριακής, 20 Νοεμβρίου 2011 -γράφουν επίσης η Μαριάννα Δήτσα, ο Νίκος Θεοτοκάς, ο Δημήτρης Χριστόπουλος και ο Δημήτρης Ψαρράς]

1. Η ακροδεξιά στην εξουσία. Ο λαϊκισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός, -ισμοί διόλου άγνωστοι και σε άλλους πολιτικούς χώρους, εδώ όμως στην πολύ ειδική συσκευασία και με «προστασία ονομασίας προέλευσης». Με κερασάκι πια στην τούρτα τον ειδικότερο -ισμό, του Άδωνη Γεωργιάδη. Ώστε ο «εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος». Αυτό το αυτονόητο, νόμιζα, αυτή την αφόρητα τετριμμένη, νόμιζα, σκέψη έκανα μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, κι έγραψα δυο γραμμές στο μπλογκ μου. Κι ωστόσο διάβασα σχόλιο που αντιδρούσε, πόσο τάχα χειρότερος είναι ο Άδωνης από τη Φώφη, τον Πάγκαλο, τον Αβραμόπουλο, τον Πολύδωρα…

διαβάστε τη συνέχεια...

2. «Η ακροδεξιά στην εξουσία» περίμενα να δω να εκφράζουν τη φρίκη μου, να αποτυπώνουν τη γενική, νόμιζα, φρίκη, οι εφημερίδες την επομένη. Μπα! 20 πρωτοσέλιδα είχε φωτογραφία το frontpages.gr, μόνο σε ένα υπήρχε η λέξη «ακροδεξιά», σε υπότιτλο: «Η Ακροδεξιά υπουργοποιείται για πρώτη φορά από το 1974» έγραφε η Ελευθεροτυπία. Πουθενά, τίποτα, σε καμία άλλη. Ούτε στα Νέα και την Καθημερινή, από τις παραδοσιακά σοβαρές εφημερίδες, ούτε στην Αυγή ή τον Ριζοσπάστη, από τις παραδοσιακά αριστερές εφημερίδες.

3. Στα Νέα, είπα, στην πρώτη σελίδα τίποτα. Υπήρχαν όμως μέσα πορτρέτα των καινούριων υπουργών. Στου Βορίδη διαβάζω: «Θεωρείται ένα από τα πιο προικισμένα στελέχη που διαθέτει ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός και έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη μετανιωμένος για το “μαύρο” πολιτικό παρελθόν του [...]. Όταν ρωτήθηκε εφέτος το καλοκαίρι για τη φοιτητική του δράση από την εφημερίδα Athens News, απάντησε: “Η ΕΠΕΝ ήταν το κύριο όχημα για να εκφράσει τις απόψεις της η εθνική, λαϊκή και κοινωνική Δεξιά. Ως ακτιβιστής που ήθελα να δραστηριοποιηθώ στον εθνικό, πατριωτικό κύκλο ήταν η μόνη διέξοδος”». Καλύτερα δεν θα τα ’γραφε ούτε ο ίδιος!

4. Στην κυριακάτικη Καθημερινή ο Στέφανος Κασιμάτης, αναφερόμενος στον Βορίδη, γράφει πως είναι «ο μόνος σοβαρός άνθρωπος εκεί μέσα» [=στο Λάος] και από τις «πλέον ελπιδοφόρες προσθήκες στην προηγούμενη κυβέρνηση». (Αλλά ο Στ. Κασιμάτης έχει ήδη φιλοτεχνήσει ειδική αγιογραφία του Βορίδη, έναν χρόνο πριν, 7.11.10.)

5. Ο αριστερός βουλευτής Γρηγόρης Ψαριανός λέει στο «Βήμα FM» για τους υπουργούς του Λάος: «Προσωπικά τους ανθρώπους αυτούς τους γνωρίζω και από τη Βουλή και μάλιστα με πολλούς έχω μια καλή σχέση. Δεν μας χωρίζει ιδεολογικό χάος. Σας το λέω. Δεν είναι φασίστες. Είναι άνθρωποι δεξιάς απόκλισης. Φιλελεύθεροι, ακραίοι φιλελεύθεροι. Δεν είναι νεοναζί, δεν είναι φασιστόμουτρα κάποιοι από αυτούς. Κάποιοι όμως είναι».

6. Γενικότερα στο διαδίκτυο, κάτι σαν μπλαζεδισμός, του τύπου «ο Λάος τώρα μας μάρανε» κτλ. Χαρακτηριστικά, και ανατριχιαστικά, η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ, που αυτή κι αν έζησε στο πετσί της τον ρατσισμό του Λάος, γράφει: «Αν θεωρείτε ότι ο Βορίδης και ο αστείος Άδωνης είναι φασίστες… μάλλον δεν ξέρετε τι είναι φασισμός. Αυτά που έγιναν στην 28η ήταν φασισμός».

Ενεός, εμβρόντητος, κατάπληκτος, δεν φτάνουν τα συνώνυμα, σκέφτομαι πως πιο πολύ κι από το τέλος της μεταπολίτευσης, που λένε, ζούμε το τέλος του αυτονόητου. Ή επιστρέφουμε στη λίθινη εποχή της πολιτικής σκέψης. Όπου πρέπει να μιλάμε ξαφνικά για καλά ή κακά παιδιά, και όχι για ιδέες και πολιτική. Όπου πρέπει να μιλάμε, ιδίως μεταξύ μας, για ακροδεξιά, τι είναι ή δεν είναι, και αν πολύ κακιά ή λίγο, η ακροδεξιά.

buzz it!

17/11/11

στις επάλξεις [23], ή πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι

κι ώσπου να είναι πάλι όλα δικά μας, νά το το ένα, ένα αλλά καλό: το πολυτονικό!

σε χρόνο ντετέ ο υφυπουργός Άδωνης Γεωργιάδης αποθέωσε το πολυτονικό στις ταμπέλες του ανακτόρου του, αλλάζοντας παράλληλα και το καφέ χρώμα σε γαλάζιο (βαθύ, προς το μαύρο)


πηγή, το peiratiko reportaz (με υπόδειξη του Μιχ. Καλαμαρά)


σημείωση α: άντε να πεις στον ημιεγγράμματο υφυπουργό πως το πολυτονικό χωρίς τις βαρείες του δεν είναι πολυτονικό

σημείωση βου: ορέ λες, όπως έκαψε η δικτατορία των συνταγματαρχών την καθαρεύουσα, να κάψει τώρα και ο Άδωνης, από θέση εξουσίας πια, το πολυτονικό; goustarw!

buzz it!

12/11/11

ακροδεξιά;

Με τυπικώς δημοσιογραφικά κριτήρια πρώτη είδηση είναι ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης.
Με ουσιαστικώς δημοσιογραφικά κριτήρια καταρχήν, αλλά και πολιτικοϊδεολογικά έπειτα, πρώτη είδηση, ή οπωσδήποτε δεύτερη, είναι, έπρεπε να είναι, η συμμετοχή της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση. Κι όχι μόνο για τους αριστερούς, αλλά για τον εν γένει προοδευτικό-δημοκρατικό κόσμο.

Από το frontpages.gr διατρέχω τα πρωτοσέλιδα των σημερινών εφημερίδων: Καθημερινή, Νέα, Ελευθεροτυπία, Έθνος, Εσπρέσο, Αδέσμευτος, Ριζοσπάστης, Ελεύθερος τύπος, Αυριανή, Αυγή, Βραδυνή, Press, Καρφί, Νίκη, Λόγος, Αγγελιοφόρος, Τύπος Θεσσαλονίκης, Αυριανή Μακεδονίας-Θράκης, Κόσμος, Άποψη

Και ιδού: από τις 20 εφημερίδες μόνο μία (1!) έχει στην πρώτη σελίδα της τη λέξη «ακροδεξιά»: η Ελευθεροτυπία, κι εδώ σε υπότιτλο: «Η Ακροδεξιά υπουργοποιείται για πρώτη φορά από το 1974»

Ούτε η Αυγή, ούτε ο Ριζοσπάστης, ούτε τα Νέα, ούτε η Καθημερινή

Στην Αυγή, αν μας νοιάζει λίγο περισσότερο, πάνω δεξιά είναι ο μόνος, και κοινότοπος, άρα ανενεργός, υπαινιγμός, με το τιτλάκι: «Χέρι-χέρι κόντρα στη λαϊκή βούληση», ενώ το σχετικό κειμενάκι αρχίζει: «ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ πορεύονται πια χέρι-χέρι…»

Στον Ριζοσπάστη, όσο κι αν δε μας νοιάζει, ο λόγος είναι για την «κυβέρνηση του μαύρου μετώπου ΕΕ – πλουτοκρατίας – αστικών κομμάτων»: αυτό είναι: το Λάος αστικό κόμμα!

Γενικά: τίποτα, καμία σχετική μνεία, στις εφημερίδες (με τη σειρά τού frontpages) Καθημερινή, Έθνος, Αδέσμευτος, Ελεύθερος τύπος, Αυριανή, Αυγή, Press, Καρφί, Νίκη, Λόγος, Αγγελιοφόρος, Κόσμος, Η άποψη!

Ειδικότερα η Βραδυνή όχι απλώς βράδυ, αλλά νύχτα βαθιά, ένα μόλις βήμα πριν από την Εσπρέσο: ο κεντρικός τίτλος της παλαιάς δεξιάς εφημερίδας είναι για το συνταξιοδοτικό, και κάτω αριστερά: «ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση»· ανάλογη αντιμετώπιση και στον Τύπο της Θεσσαλονίκης και την Αυριανή Μακεδονίας-Θράκης.

Αλλά ποιος θα σκανδαλιστεί τάχα, θα εξοργιστεί και θα μιλήσει για ακροδεξιά, όταν χρόνια τώρα μοχθεί για τον εξαγνισμό της, για την ιδεολογική και την ηθική κυρίως νομιμοποίησή της στη συνείδηση του κόσμου: ξανά εδώ, να μην ξεχνάμε αυτό που ωστόσο κάθε μέρα βλέπαμε και βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας --εφεξής θα μας κυβερνά και τυπικά!

buzz it!

11/11/11

"ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος"

Δεν είναι από τα καλύτερα τραγούδια του Θεοδωράκη, είναι από τα πιο αδύνατα, ή και τα χειρότερα, ας το πούμε, αλλά τα Τραγούδια του αγώνα, στα οποία ανήκει, σφράγισαν μια εποχή, μια δύσκολη εποχή, εκφράζουν μια δύσκολη εποχή. Δεν ξέρω αν ζούμε, όπως λένε, με μια άσκοπη και κυρίως άτοπη ρητορεία, το τέλος της μεταπολίτευσης, αλλά σίγουρα ζούμε μιαν από άλλη άποψη δύσκολη εποχή. Κι ο παροιμιακός αυτός στίχος του Θεοδωράκη είναι ο πρώτος που μου ήρθε σήμερα το απόγεμα στο νου.

Η συμμετοχή του Λάος στην «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας» είναι η ουσιαστική χρεοκοπία μας. Η συμμετοχή ειδικότερα του Άδωνη Γεωργιάδη είναι ό,τι μπορεί να μας ταπεινώσει πιο πολύ, να κάνει τέλειο τον εξευτελισμό μας.

Πιθανότατα, ή και σίγουρα, ο Άδωνης Γεωργιάδης δεν είναι ο χειρότερος στην ελληνική πολιτική σκηνή, ούτε ο πιο ακροδεξιός, ούτε ο πιο ρατσιστής, ούτε ο πιο εθνικιστής, ή κι ο πιο αγράμματος, ούτε, τέλος, το μοναδικό και χειρότερο μιντιακό κατασκεύασμα.

Όμως η άνοδος στην εξουσία του εμπρόθετου, και επιδεικτικού, αν όχι προκλητικού, καραγκιοζισμού είναι η πανηγυρικότερη πτώση η δική μας.

buzz it!

3 ανέκδοτα με ξανθιές, κάνα δυο ώρες πριν από τη Χρεοκοπία

τουλάχιστον δύο στελέχη του Λάος, Βορίδης και Γεωργιάδης, θα μετέχουν, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες, στην κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας που ορκίζεται σε κάνα δυο ώρες: ιδού η οριστική, διόλου ανεξέλεγκτη, χρεοκοπία

ας προλάβουμε να ευθυμήσουμε, με τρία ήδη γνωστά ανέκδοτα:

διαβάστε τη συνέχεια...


ανέκδοτο με Ξανθιά, Νο 1:

Μελίνα Τσιλιμίγκρα, πρόεδρος της Νέος Αργολίδος, μέλος Γραμματείας Ιδεολογικού του Λάος, για «To νόημα του ΟΧΙ σήμερα»:


«[… 10.40:] πλέον οι γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις, αδιαφορώντας και αδικώντας την Ιστορία, τις ηθικές αρχές, τους οραματισμούς και τις αγωνίες του ελληνισμού, επιδίδονται σε αγώνα κοκορομαχίας, με απώτερο σκοπό τη σύνθλιψη και αποδυνάμωση του φρονήματος των Ελλήνων, κραυγάζοντας […, 12.25:] ναι στην παραχάραξη της Ιστορίας και τη βεβήλωση της ιστορικής μνήμης με βιβλία που διδάσκουν στα ελληνόπουλα ότι η πυρπόληση της Σμύρνης και οι νεκροί του μικρασιατικού ελληνισμού οφείλονται σε συνωστισμό…»

εδώ κλάμα, και:

«συγνώμη, δε θα ήθελα να μου συμβεί αυτό, απλά δεν μπορώ να πιστέψω πως προσβάλλουν έτσι τη χώρα ΜΟΥ» (τα κεφαλαία δικά μου)

στο τέλος [μετά το 21] εκφωνούνται τα διάφορα Ζήτω, πάλι κλάμα, και:

«αισθάνομαι πολύ άβολα απέναντί σας, δεν ήθελα να συγκινηθώ έτσι, αλλά έτσι παθαίνω συνήθως όταν μιλάω για τη χώρα ΜΟΥ» (τα κεφαλαία δικά μου)

ακολουθεί ο εθνικός ύμνος, όρθια ψάλλει η Τσιλιμίγκρα, όρθιος ψάλλει και ο Άδωνης, εμείς δυστυχώς δεν ακούμε Τσιλιμίγκρα και Άδωνη, βλέπουμε όμως Άδωνη όχι απλώς ευθυτενή αλλά με το κεφάλι σχεδόν ριγμένο πίσω


ανέκδοτο με Ξανθιά-βαμμένη-Μελαχρινή, Νο 2:

Λιάνα Κανέλλη, Χριστιανή Ορθόδοξη, βουλευτίνα –Πρώτη σε σταυρούς– του ΚΚΕ, στο Channel 4:

«we are Bold and Beautiful [αναφορά στο Τόλμη και Γοητεία], it’s chill in Athens but you still need the Acropolis to have a European idea of civilization»

«dear... my dear...»

«MY country…» (τα κεφαλαία δικά μου)

η γνωστή Λιάνα παναπεί, επιτομή αλαζονείας και ιταμότητας, μασημένη τροφή στην πλέον στοιχειώδη σημειολογία, έτσι με τα εθνικά της χρώματα ντυμένη, και όχι απλώς ευθυτενής αλλά με το κεφάλι σχεδόν ριγμένο πίσω


ανέκδοτο με -–εμάς πια τις–- Ξανθιές, Νο 3:

δημοσκόπηση της Kapa Research για το Βήμα της Κυριακής

«Τις θετικότερες γνώμες των ερωτηθέντων συγκεντρώνει ο Φώτης Κουβέλης και ακολουθούν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, η Λιάνα Κανέλλη…»


αποκατάσταση:

και καλά, Κουβέλης, Βαρθολομαίος, Ιερώνυμος, Κανέλλη –αδικήσαμε την Τσιλιμίγκρα;

ίσα ίσα, η Τσιλιμίγκρα ορκίζεται σε κάνα δυο ώρες!

buzz it!