20/12/11

γιορταστικό μενού Μπαμπινιώτη, τρίτο πιάτο

γιορταστικό μενού Μπαμπινιώτη, πρώτα το καλωσόρισμα του μαγαζιού, έπειτα το ορεκτικό, φτάσαμε στο κυρίως πιάτο, από τον ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι Έλληνες και οι “άλλοι”: Λεξικογραφικές ερμηνείες εθνικής ταυτότητας», μια πλευρά του λεξικού Μπ. που δεν έχει εξεταστεί, όσο γνωρίζω, και μάλιστα τόσο εξαντλητικά.

Μια πρώτη, σύντομη μορφή της μελέτης αυτής παρουσιάστηκε στο 4ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (Γρανάδα, Σεπτέμβριος 2010). Η τελική μορφή δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τχ. 1844, Μάιος 2011, σ. 910-936. Επειδή θα ήταν προβληματική η αναδημοσίευση εδώ του 27σέλιδου κειμένου σαν σκαναρισμένη εικόνα, όπως έκανα με το σύντομο άρθρο του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, παρακάλεσα τον συγγραφέα και μου το έστειλε σε ηλεκτρονική μορφή, πρότεινε μάλιστα, για προφανείς πρακτικούς λόγους, να γίνουν περικοπές και να μην μπουν οι σημειώσεις, 136 τον αριθμό. Όμως το κείμενο έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να υπάρξει και εκτός Νέας Εστίας ολόκληρο, ενώ και από τις σημειώσεις του, που όντως θα δυσκόλευαν εξαιρετικά την ανάγνωση σε μπλογκ, προσπάθησα να διασώσω τις ελάχιστες δυνατές, με την άδεια του συγγραφέα. Τον ευχαριστώ θερμά για όλα και από εδώ.

διαβάστε το κείμενο:


                                    Χάγκεν Φλάισερ

                        Οι Έλληνες και οι «άλλοι»
            Λεξικογραφικές ερμηνείες εθνικής ταυτότητας


Εισαγωγή

Παρά τις πολλαπλές επιδράσεις και ανακατατάξεις στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, οι εθνικές ταυτότητες δεν έχουν παροπλιστεί. Άλλωστε, οι ταυτότητες δεν δημιουργούνται με παρθενογένεση, αλλά προκύπτουν από σχέσεις άμιλλας ή αντιπαλότητας με σημαίνοντες άλλους παράγοντες. Ιδίως στη διαμόρφωση και στον ορισμό των εθνικών ταυτοτήτων --πέρα από αυτιστικά, εθνορομαντικά ειδύλλια-- παρεμβαίνει ένα πλαίσιο συσχετισμών: Αποφασιστικής σημασίας είναι η αντιπαράθεση με την οντότητα άλλων εθνών, κυρίως «σημαντικά αλλιώτικων». Το αποτέλεσμα διαφέρει ανάλογα με τον λαό προς τον οποίο η οικεία ταυτότητα αντιπαραβάλλεται. Είναι μακρινός-«εξωτικός» ή γειτονικός-ανταγωνιστικός; Αποτελεί (ακόμα) απειλή, πραγματική ή φαντασιακή; Τι είδους ιστορικές μνήμες «συνδέουν» τους λαούς; Εμπλέκονται παλαιές, πρόσφατες, διαχρονικές έχθρες; Και τελικά, σε ποιο βαθμό αλληλοεπιδρούν αυτοεικόνες και ετεροεικόνες στη δίνη της επικαιρότητας;

Για τους Φιλανδούς, το κυρίαρχο «συστατικό της ταυτότητάς τους είναι ότι δεν είναι Σουηδοί» --και ότι δεν θέλουν να είναι. Οι Λουξεμβούργιοι μόνο ως αντίδραση στην ασφυκτική αφομοιωτική πολιτική των Ναζί κατακτητών ανακάλυψαν ότι το ιδίωμά τους δεν αποτελούσε γερμανική διάλεκτο, αλλά την «εθνική γλώσσα» τους. Οι Σκωτσέζοι αυτοπροσδιορίζονται ως «θερμοί» --συγκρινόμενοι με τους Άγγλους-- ενώ ως «μάλλον ψυχροί», αλλά φίλεργοι («hard-working»), όταν η σύγκριση γίνεται με τους… Έλληνες!

Μια διαρκώς αυξανόμενη βιβλιογραφία καταδεικνύει ότι οι εθνικές αυτοεικόνες τροφοδοτούνται από την αντιθετική αναφορά στις εικόνες άλλων εθνοτήτων, ιδίως εκείνων από τις οποίες θέλουν να διαφοροποιηθούν, αφού τις θεωρούν ασύμβατες. Από την άλλη, αναζητούνται εταίροι με κοινά γνωρίσματα, με στοιχεία αλληλεγγύης ή έστω συμβατότητας --κάτι σαν το «Ελλάς-Γαλλία: συμμαχία», προτού βέβαια το Παρίσι παρασυρθεί στον άξονα με το Βερολίνο. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της πολύχρονης ιδεατής συμμαχίας, η δημόσια γνώμη αντιδρούσε πικρόχολα όταν έγκυρο γαλλικό λεξικό στο λήμμα Έλληνας έδωσε τέσσερα συνώνυμα παραδείγματα με την έννοια του κατεργάρη.

Γνωστή πέραν πάσης αμφιβολίας είναι η καθοριστική συμβολή των εθνικών ιστοριών, του ιστοριογραφικού εθνικισμού στη διαμόρφωση των ταυτοτήτων και των σχετικών στερεοτύπων. Έχει μάλιστα εκφραστεί η ευχή να διακοπεί σε μόνιμη βάση αυτή η επικίνδυνη, ενίοτε ολέθρια σχέση. Πιο πρόσφατα, πολλαπλασιάστηκαν οι συχνά «επίκαιρες» έρευνες σχετικά με εθνικά στερεότυπα τα οποία τα ΜΜΕ (κυρίως τα έντυπα), καθώς και τα σχολικά συγγράμματα παράγουν ή τροποποιούν. Ο γράφων όμως δεν έχει υπόψη του καμία μελέτη για το ρόλο των ερμηνευτικών λεξικών στη διαμόρφωση γνώμης του πολίτη και στην κατασκευή εικόνων ταυτότητας ή ακόμη και ενός «σύγχρονου» εθνικισμού, μολονότι η επιρροή τους ασκείται με σαφώς μεγαλύτερη αυθεντία και πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, αν τα συγκρίνουμε με την παροιμιώδη εφήμερη ελαφρότητα των ΜΜΕ.

Τα λεξικά, ως συστηματικά έργα που θεσμικά συγκεντρώνουν τον εννοιολογικό πλούτο μιας εθνικής (και/ή γλωσσικής) κοινότητας παρέχουν κατά το μάλλον ή ήττον τεκμηριωμένες πληροφορίες στο χρήστη. Τα «μεγάλα» λεξικά που συντάσσονται από γνωστές προσωπικότητες ή αξιόλογες επιστημονικές ομάδες έχουν αποκτήσει τεράστιο κύρος ως προς τις ερμηνείες που προτείνουν. Ενδεικτικά, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αφιερώνει το δικό του λεξικό της Νέας Ελληνικής στους λεξικογράφους «που πέρασαν ένα κομμάτι της ζωής τους αποκαλύπτοντας τη σημασία, τη χρήση και την ιστορία των λέξεων […], των συμβόλων με τα οποία στοχάστηκε και εκφράστηκε ο Έλληνας» (σ. [7]).

Αναμφίβολα, τα ερμηνευτικά λεξικά φιλοδοξούν να διαμορφώσουν «αντικειμενικές» συλλογικές εικόνες ή τουλάχιστον να συντείνουν στη διαμόρφωσή τους. Οι προβαλλόμενες ερμηνείες --επιθετικής ή «αμυντικής» χροιάς-- κατά κανόνα γίνονται αποδεκτές από τον μέσο χρήστη, όπως άλλωστε φανερώνουν οι ελάχιστες περιπτώσεις δημόσιας διαμαρτυρίας, όταν δηλαδή το αίσθημα μιας υπολογίσιμης κοινωνικής ομάδας σχετικά με την «πολιτική ορθότητα» παραβιάζεται. Αλλά και σε τέτοιες περιπτώσεις, οι υπεύθυνοι αναθεωρούν συνήθως τα όποια ατοπήματά τους στον μικρότερο δυνατό βαθμό. Έτσι, ενώ οι αρχικές τους αντιδράσεις είναι αρνητικές (βλ. Επίλογο), υπαναχωρούν βαθμιαία, όταν οι διαμαρτυρίες του συχνά επώνυμου κοινού πληθαίνουν και εντείνονται. Τότε οι λεξικογράφοι ταξινομούν και ζυγίζουν τις ενστάσεις «με βασικό γνώμονα την εμβέλεια της εκάστοτε διαμαρτυρόμενης κατηγορίας πολιτών» (Ο «Ιός», Ελευθεροτυπία, 17.10.1998· βλ. και Επίλογο) ή νομικών προσώπων, που ενίοτε προβαίνουν ακόμη και σε δικαστικές μηνύσεις. Συνήθως δέχονται δηλαδή μια αναδιαπραγμάτευση, ανατροπή ή πλήρη αφαίρεση μόνον εκείνων των επίμαχων ερμηνευμάτων για τα οποία γίνεται ο περισσότερος θόρυβος.

Με το ως άνω σκεπτικό, ο γράφων εξέτασε ορισμένα ερμηνευτικά λεξικά της νέας ελληνικής --επικεντρώνοντας τελικά την αναζήτησή του στο εκτενέστερο και ήδη επικυρίαρχο λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη-- ως προς τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι εθνικές ιδιαιτερότητες στα παραδείγματα που επεξηγούν τις λέξεις και τις επιμέρους σημασίες τους. Κύριος στόχος της έρευνας είναι η εικόνα του Έλληνα, όπως διαμορφώνεται από πλήθος παραδείγματα που αποσαφηνίζουν τα σχετικά λήμματα. Ο λεξικογράφος γνωρίζει τους κινδύνους τέτοιων γενικεύσεων, όπως διευκρινίζει στο λήμμα ►στερεότυπο:

«Ο συμβολικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μέλη ομάδας ανθρώπων (εθνικής, κοινωνικής κ.λπ.) και βασίζεται σε γενικεύσεις (ενδεχομένως αυθαίρετες), π.χ. ότι οι Γερμανοί είναι πειθαρχικοί, οι Σκωτσέζοι τσιγγούνηδες κ.ά.».

Στη Β΄ έκδοση, μετά από έντονες ενστάσεις που τον είχαν οδηγήσει έως και το δικαστήριο, προσθέτει ένα συνολικό σχόλιο ►«εθνικά ονόματα ως ουσιαστικά ή επίθετα» που συμπεριλαμβάνει με μεταφορικές χρήσεις, μεταξύ άλλων, Ούννους (Γερμανούς Ναζί), (απολίτιστους) Κάφρους, (αναξιοπρεπείς) Γύφτους, (φιλάργυρους) Εβραίους, (σκληρούς) Γερμανούς και (εξαγριωμένους) Τούρκους.

Θα προσέθετα ότι μικρή σημασία έχει να εξεταστεί ο βαθμός ευστοχίας ή κοινοτοπίας τέτοιων γενικεύσεων. Περισσότερο ενδιαφέρει το ποιος τις καθιερώνει ή τις υιοθετεί, από ποιο βήμα και με ποιο κύρος, απευθυνόμενος σε ποιο κοινό, με πόση πειθώ και επιρροή. Ως προς όλες αυτές τις μεταβλητές, οι δείκτες του λεξικού Μπαμπινιώτη είναι υψηλοί, ενώ «η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του» χαρακτηρίζεται --σύμφωνα με τον συντάκτη-- από το γεγονός «ότι έχει σχεδιασθεί με τρόπο που να μην αποτελεί απλώς ένα έργο αναφοράς […], αλλά ένα λεξικό που να διαβάζεται. Η διάρθρωση του λήμματος, τα ιδιαίτερα σχόλια για πολλά λήμματα, […] τα πολλαπλά παραδείγματα, η ποικιλία των λημμάτων, η όλη οργάνωση των λεξικογραφικών πληροφοριών του λήμματος οδηγούν σ’ έναν τύπο λεξικού, που και να το συμβουλεύεται για να λύσει τις απορίες του μπορεί κανείς και να το διαβάσει στις περισσότερες σελίδες του όπως κάθε άλλο βιβλίο. Γιατί ένα λεξικό δεν παύει να είναι ένα βιβλίο για τη γλώσσα, “το πρώτον βιβλίον εκάστου έθνους” κατά τον Κοραή» ( σ. 13, έμφαση στο πρωτότυπο· επίσης, σ. 2033).

Σε όλα τα προλογικά σημειώματα των μεταγενέστερων εκδόσεων ο Γ. Μπαμπινιώτης επανέρχεται σε αυτήν τη σχεδόν παλλαϊκή διδακτική αποστολή του λεξικού, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τη σχεδόν απόλυτη επιτυχία της συγκεκριμένης αποστολής με αδιάψευστο μάρτυρα τη «γενικότερη εκτίμηση των Ελλήνων αναγνωστών ότι το παρόν Λεξικό αποτελεί την πιο ζωντανή, πιστή και εύτολμη καταγραφή της σύγχρονης πραγματικότητας της ελληνικής γλώσσας» (Πρόλογος Β΄ έκδοσης, 2002). Και πράγματι, «ο Μπαμπινιώτης» αναγνωρίζεται πλέον από ένα ευρύ κοινό και από τα περισσότερα ΜΜΕ, ιδίως και τα ηλεκτρονικά, ως σταθερός πλοηγός στα τρικυμιώδη ύδατα της ελληνικής γλώσσας.

Βαλκάνια και Δύση

Ως προς τα βαλκανικά στερεότυπα, το λεξικό --και ιδίως η αυτούσια, ακαθάριστη Α΄ έκδοση-- συνάδει με την πλειονότητα των παλαιότερων και σύγχρονων (συνήθως εξωβαλκανικών) εκφραστών ενός ηγεμονικού λόγου που ορίζει τη χερσόνησο ως «επιτομή της διάσπασης, της αστάθειας, της συνθετότητας και της σύγκρουσης»,[1] καθώς και της «οικονομικής εξαθλίωσης».[2] Τα Βαλκάνια χαρακτηρίζονται δηλαδή για άλλη μία φορά ►«πυριδιταποθήκη της Ευρώπης» και ►ηφαίστειο με «εθνικιστικές εξάρσεις» που ►«προοιωνίζ[ονται] συμφορές» --εντός και εκτός της συγκεκριμένης γεωγραφικής ενότητας. Ως προς τα αίτια προστίθεται όμως διευκρινιστικά ο «εξωτερικός παράγοντας», εφόσον «η κρίση στη Βαλκανική ήτανλογικό επακόλουθο της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων».

Ως κλασικό παράδειγμα παρατίθεται η ►σαλαμοποίηση της Γιουγκοσλαβίας, ύστερα από ►διαβουλεύσεις και επιθέσεις των δυτικών δυνάμεων. Από τα διάδοχα κράτη της διαμελισμένης χώρας, η Σερβία --ιδίως, πάλι, στην Α΄ έκδοση-- μονοπωλεί τα θετικά σχόλια. Αναλόγως μοιράζονται οι συμπάθειες ως προς τη Βοσνία η οποία δεν είναι παρά μικρογραφία της Γιουγκοσλαβίας: δηλαδή έρμαιο και κλοτσοσκούφι του ΝΑΤΟ με πρωτοστατούντες «τα ►γεράκια του Πενταγώνου», αλλά και με πρόθυμους ντόπιους συνεργάτες. Ως εκ τούτου, οι ξένες επεμβάσεις επωφελούνταν από τον ενδοβοσνιακό ►αλληλοσπαραγμό, για τον οποίο ασφαλώς δεν αποδίδονται ευθύνες στους Σερβοβόσνιους, που στενάζουν στον «ασφυκτικό ►κλοιό» των συνασπισμένων «Κροατο-μουσουλμάνων». Στο κατάλληλο λήμμα, το λεξικό θυμίζει μάλιστα διακριτικά πως «η Κροατία θεωρείται ότι ανήκει στη ►σφαίρα επιρροής της Γερμανίας».

Ακόμη χαμηλότερα στην εκτίμηση της συντακτικής ομάδας, κυριολεκτικά στο ναδίρ, βρίσκεται το ►«ψευδεπίγραφο κράτος» με την «ψευδώνυμη γλώσσα» στα βόρεια σύνορά μας: Εν γένει μάλιστα, αρκεί να «φωτογραφίζεται» το ακατονόμαστο μόρφωμα, αφού η ►ονομασία του προβληματίζει: «Το μικρό κρατίδιο αποτελεί τον ►δούρειο ίππο ξένων δυνάμεων στα Βαλκάνια». Άλλες φορές όμως ονομάζονται οι σφετεριστές: Οι Σκοπιανοί, συγκεκριμένα, προβάλλουν ►ανιστόρητες θέσεις με το να διεκδικούν τίτλους και σύμβολα μιας πολιτισμικής κληρονομιάς που δεν τους ανήκει: «Με αυτά που συμβαίνουν με τη Μακεδονία θα ►τρίζουν τα κόκκαλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου»![3]

Εφόσον λοιπόν η κακοδαιμονία, αλλά και τα συλλογικά χαρακτηριστικά της Βαλκανικής μάλλον απωθούν, αντίποδας αλλά και δυνάστης της είναι ο «ξένος παράγοντας», και πιο συγκεκριμένα η ►Δύση. Και πάλι όμως η Ελλάδα κινείται στην αδέσποτη ζώνη ανάμεσα στην αυτοένταξη και στον αυτοαποκλεισμό. Η πολιτισμική γονιμοποίηση λειτουργεί λιγότερο μέσω ώσμωσης, και περισσότερο ως μονόδρομος --με αναστροφή στην πορεία των αιώνων: Η άλλοτε ►«μετακένωση της ανθρωπιστικής παιδείας στους Δυτικοευρωπαίους από τους Έλληνες», αναστράφηκε κατά τη διάρκεια του νεοελληνικού κράτους: αρχικά, στον 19ο αιώνα, με θετικό πρόσημο, όταν δηλαδή οι λόγιοι ►«μεταφύτευσαν τις ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στη μετεπαναστατική Ελλάδα», έπειτα όμως αντικαταστάθηκε από την αμφιλεγόμενη ►«φιλελευθεροποίηση των ηθών στην Ελλάδα» που έφερε η «δυτική επίδραση».[4]

Ο Μπαμπινιώτης παραθέτει την περίφημη ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή πως «ανήκομεν εις τη ►Δύση» στο ανάλογο λήμμα --με κάποια αποστασιοποίηση όμως, κυρίως επειδή ο όρος πλέον ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις έννοιες των «Μεγάλων δυνάμεων» του «ευρω-ΝΑΤΟϊκού χώρου». Η μάλλον αρνητική εκτίμηση του συγκεκριμένου χώρου αντικατοπτρίζει, αφενός, την εκεί προϊούσα «συρρίκνωση» της εικόνας της Ελλάδας και, αφετέρου, την ανάλογη θεώρηση του αμερικανικού παράγοντος, στον οποίο δεν θα υπεισέλθουμε συστηματικότερα.[5] Άλλωστε οι ΗΠΑ διαθέτουν αφοσιωμένους τοποτηρητές στην Ευρώπη: ιδίως «οι Βρετανοί εξυπηρετούν τους Αμερικανούς και ►τούμπαλιν».

Απ’ όλα αυτά απορρέει μια αμφίσημη θεώρηση της ►Ευρώπης, ιδίως της σύγχρονης. Με την ομώνυμη γεωπολιτισμική οντότητα η Ελλάδα φυσικά συνδέεται, ιδίως στο επίπεδο της διανόησης, ενώ είχαν και έχουν κοινούς εχθρούς: «Οι βαρβαρικές επιδρομές βύθισαν την Ευρώπη στο ►σκοτάδι». Σε μικρότερη κλίμακα αυτό αντιστοιχεί και σε σημερινές απειλές κατά της πολιτισμικής ομοιογένειας και της ακεραιότητας της Ελλάδας, «όπου δεν γίνονται [πια] σεβαστά τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη... : Με τους λαθρομετανάστες η Ελλάδα έχει καταντήσει ξέφραγο ►αμπέλι· όποιος θέλει έρχεται, όποιος θέλει φεύγει». Το φαινόμενο αυτό είναι επικίνδυνο και απαιτεί ιδιαίτερη (ακόμη και ένοπλη) εγρήγορση.

Με το συγκεκριμένο παράδειγμα, το λεξικό απηχεί άλλωστε τους φόβους του 82% των Ελλήνων, που σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία Ευρωπαϊκής κοινωνικής έρευνας πιστεύουν ότι «είναι καλύτερα για μια χώρα, εάν σχεδόν όλοι μοιράζονται τα ίδια έθιμα και τις ίδιες παραδόσεις» --σε αντίστιξη με το 56% των Ισπανών και ακόμη χαμηλότερα ποσοστά στη Δυτική Ευρώπη. Σε μια ταυτόχρονη σφυγμομέτρηση, πάλι στο Ευρωβαρόμετρο, το 53% των ερωτηθέντων Ελλήνων επέμενε σε μια αποκλειστική ελληνική ταυτότητα, απορρίπτοντας μια παράλληλη, έστω μερικώς, ευρωπαϊκή. Ένα αξιόλογο ποσοστό πιστεύει μάλιστα ότι «η Ελλάδα δεν ανήκει καν στην Ευρώπη». Αυτά τα αντιευρωπαϊκά αντανακλαστικά βασίζονται και πάλι εν μέρει στην αναπόφευκτη ταύτιση της Ευρώπης με το γραφειοκρατικό οικοδόμημα, «το ►διευθυντήριο των Βρυξελλών».

Αναλόγως και το λεξικό Μπαμπινιώτη μέμφεται «τους ισχυρούς της Ευρώπης» που συχνά παρεμβαίνουν υπέρ άλλων στα δικά μας --με το να απαιτούν (και συχνά να επιβάλλουν) ►υποχωρήσεις της Ελλάδας «στα κυριαρχικά μας δικαιώματα». Αναγνωρίζεται μεν (τουλάχιστον στην Α΄ έκδοση!) ότι η χώρα μας ►«βασίζεται στα κονδύλια της Ε.Ε.» και ότι υπολείπεται των εταίρων σε πολλούς τομείς, ταυτόχρονα δε «ερμηνεύεται» προκαταβολικά η αγανάκτηση πολλών αναγνωστών ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από την Ευρώπη ως φτωχός ►συγγενής».

Άλλωστε, πολλοί «συγγενείς» στην υπό διαμόρφωση κοινότητα προβληματίζουν. Η Αγγλία λ.χ. αποτελεί πρότυπο ιμπεριαλιστικής ►αυτοκρατορίας --ακόμα και κατά τη ►δύση της-- με επεμβάσεις και στη νεότερη ιστορία μας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι Βρετανοί είχαν ►αποικία την Κύπρο και πως ►εξόρισαν τον Μακάριο. Έως σήμερα μάλιστα εξακολουθούν να κατακρατούν τα συλημένα γλυπτά της Ακρόπολης, τα οποία κάκιστα ονομάζονται ►Ελγίνεια, εφόσον με αυτόν τον τρόπο «η σύληση θα νομιμοποιόταν (γλωσσικά) ως κτήση!» Ενίοτε όμως ακόμη και δευτερεύουσες δυνάμεις συμπεριφέρονται απρεπώς: Έτσι, τρόπον τινά ως αντίποινα, ►μποϊκοτάρονται «ιταλικά και ολλανδικά προϊόντα, επειδή οι αντίστοιχες κυβερνήσεις υποστήριξαν ανθελληνικές θέσεις». Ξεχωρίζει η περίπτωση των Γερμανών.

Γερμανοί, Τούρκοι και ξένοι γενικώς --αντίποδες του Έλληνα

Η σκιαγράφηση της ελληνικής ταυτότητας απαιτεί την αντιδιαστολή με άλλες ταυτότητες κυρίως γειτόνων και (πρώην) εχθρών, με πρώτους τους Τούρκους και τους Γερμανούς. Ως προς τους τελευταίους --με τη διπλή ιδιότητα του άλλοτε εχθρού και νυν πανίσχυρου εταίρου-- παρατηρείται μια διχασμένη προσέγγιση με έντονο (αν και όχι αδιάλειπτο) το στοιχείο της πολιτικής ορθότητας. Για το λεξικό Μπαμπινιώτη, σε αντίθεση με ορισμένα παλαιότερα λεξικά, τον κύριο αντίποδα του Έλληνα δεν αποτελεί ο Γερμανός, αλλά ο Τούρκος. Επανειλημμένα, βέβαια, γίνεται εξομοιωτική αναφορά και στους δύο, για να ερμηνευτούν λήμματα με αρνητικούς συνειρμούς, όπως ►εισβολή ή ►επέμβαση. Στο λήμμα ►γενοκτονία οι ανατολικοί γείτονες «προηγούνται» με δύο αναφορές (σε βάρος Αρμενίων και Κούρδων), ενώ μια μόνο --εκείνη των Εβραίων-- χρεώνεται στους Ναζί, δηλαδή όχι ρητά και διαχρονικά στους Γερμανούς. Σε ένα σημασιολογικά συγγενές λήμμα το σκορ είναι μάλιστα συντριπτικά (3: 0) «υπέρ» των Τούρκων: Στη ►«σφαγή των Κούρδων / των Ποντίων / των Αρμενίων» δεν αντιπαραβάλλεται ούτε μία περίπτωση που βαραίνει τους Γερμανούς και το ναζιστικό παρελθόν. Τέλος, να αναφερθεί εδώ επίσης η σαφής εξομοίωση του επεκτατισμού της φασιστικής Ιταλίας το 1940 με εκείνον της σημερινής Τουρκίας.[6]

Εντούτοις, οι Γερμανοί δεν μένουν στο απυρόβλητο· απλώς αποτελούν συγκριτικά τον υπ’ αριθμόν δύο στόχο, ενώ το κρυφό νόημα ορισμένων λημμάτων παρεισέφρησε μόνο από την κερκόπορτα του υποσυνείδητου στη λεξικογραφική ερμηνεία. Για παράδειγμα, ο χρήστης που αναζητεί τα δυσοίωνα λήμματα «εκτέλεση» / «εκτελώ», στο λεξικό Μπαμπινιώτη δεν θα βρει αναφορές σε μοιραίες πρακτικές της ναζιστικής Κατοχής --σε αντίθεση με λεξικά της δεκαετίας του ’80, μετά την αναγνώριση της εαμικής Αντίστασης από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η μόνη συνειρμική παραπομπή στους συνήθεις ύποπτους είναι η… Φιλαρμονική του Βερολίνου, η οποία ►εκτελεί την Τρίτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Τυχαία μόνο ο απονήρευτος αναγνώστης ενδέχεται, ανάμεσα στις πολλές χρήσεις της πρόθεσης «από», να ανακαλύψει εκείνη που αναφέρεται σε κάποιο θύμα που «εκτελέστηκε ►από τους Γερμανούς» --λίγο μετά την ανώδυνη χρήση «τυρί ►από τη Γαλλία»…

Το «φαινόμενο της κερκόπορτας», σύμφωνα με τον γράφοντα, δεν περιορίζεται στα κατοχικά: Έτσι, στο θεωρητικά ανώδυνο λήμμα ►ανάγκη, η αρχαΐζουσα ρήση «ανάγκα και θεοί πείθονται / δεινής ανάγκης ουδέν ισχυρότερο» επεξηγείται (μόνον στην Α΄ έκδοση!) ως εξής: «μπροστά στο αναπόφευκτο υποχωρούν ακόμη και οι θεοί· (γενικότ.) ακόμη και οι πιο αδιάλλακτοι και σκληροί άνθρωποι [sic] μπροστά στην αδυναμία να βρουν άλλη επιλογή, λύση, υποχωρούν, κάμπτονται: οι Γερμανοί υποχώρησαν τελικά μπροστά στις αμερικανικές πιέσεις· ~ ».

Περισσότερο από τα καθιερωμένα κατοχικά τεκμήρια[7] γερμανικής-ναζιστικής ύβρεως (με την αρχαία έννοια) προβληματίζουν τα σύγχρονα δείγματα που υπονοούν στοιχεία διαχρονικότητας. Έτσι επισημαίνονται δηλώσεις «Γερμανών υπουργών» οι οποίες --σε όλες τις εκδόσεις-- «συνιστούν ►επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας μας», ή ακόμη και ►«δυναμίτη στα θεμέλια της Ε.Ε.». Οι επεμβάσεις δεν περιορίζονται στο φραστικό επίπεδο, αφού ιδίως για τον πολύπαθο χώρο των Βαλκανίων το λεξικό υπαινίσσεται, όχι εντελώς αδικαιολόγητα, τον μεροληπτικό, ακόμη και αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα της γερμανικής πολιτικής. Στο ζοφερό φόντο δεν λείπουν, βέβαια, επαινετικές πινελιές, ξεκινώντας από τις «κλασικές» ►γερμανικές αρετές --όπως «πειθαρχία / ακρίβεια / οργάνωση»-- έως τις γερμανικές επιδόσεις στην επιστήμη, την ►τεχνολογία και τη βιομηχανία· όλες αυτές όμως αποτελούν διαχρονικές σταθερές, ακόμη επί ναζισμού. Το ίδιο ίσχυε άλλωστε και για τις περίφημες «στρατιωτικές αρετές» του γερμανικού λαού, τις οποίες --μετεμφυλιοπολεμικά, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1950-- επικαλούνταν κορυφαίοι εκπρόσωποι του αστικού πολιτικού κόσμου της χώρας, με προεξάρχοντα τον στρατάρχη Αλ. Παπάγο, ως απαραίτητες για την υπεράσπιση της Δύσης απέναντι στην παγκόσμια κομμουνιστική απειλή.

Σημαντικότερη ως προς την εικόνα του Έλληνα είναι ωστόσο η αντιπαραβολή του με τον Τούρκο --στον οποίο το λεξικό αφιερώνει 30 περίπου παράγωγα λήμματα--[8] χώρια από τις αμέτρητες έμμεσες αναφορές όπως, π.χ., στην ηρωίνη που ►«πέρασε στη χώρα μας από την Τουρκία». Προτού όμως προχωρήσουμε στον αντικατοπτρισμό της τουρκικής ταυτότητας --με θετικό, εννοείται, πρόσημο-- ας αναφερθούν ορισμένες αξιωματικές επισημάνσεις της λημματογράφησης.

Η ταυτότητα των Ελλήνων χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ομογένειας και συνέχειας: Το ►έθνος τους κατ’ ουσίαν έχει κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και παράδοση. Ως προς τη συνέχεια, στο «ηρωικό ►παρελθόν» του ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται (πέραν από τους αγώνες για την ανεξαρτησία κατά Ιταλογερμανών και ιδίως εναντίον των Τούρκων) ο «ένδοξος ►βυζαντινισμός», ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι οι Έλληνες είναι ►απόγονοι των Αρχαίων --και όχι μόνο λόγω της «αδιάσπαστη[ς] ►συνέχεια[ς] της ελληνικής γλώσσας», των εθίμων και των ►δοξασιών. Η έντεχνα διατυπωμένη προτροπή πως «πρέπει να μιμηθούμε τους ένδοξους ►προγόνους μας» μπορεί να αναφέρεται σε όλες τις ένδοξες περιόδους. Κατά συνέπεια, ο Έλληνας έχει λόγο να «αισθάνεται ►υπερηφάνεια για την ιστορία της χώρας του», και γενικότερα να είναι «►υπερήφανος που γεννήθηκε σε αυτή τη χώρα.» Οι λόγοι που μας κάνουν «εθνικά ►υπερήφανους» δεν εντοπίζονται λοιπόν μόνο στο μακρινό παρελθόν, αλλά τροφοδοτούνται και από σύγχρονες επιτυχίες, last but not least και αθλητικής φύσεως.

Προφανώς οι ερμηνευτικές προδιαγραφές του λεξικού, για άλλη μια φορά, συμπίπτουν με τη «λαϊκή βούληση», την πλειοψηφική άποψη του αναγνωστικού κοινού, που με τη σειρά της επαληθεύει την ερμηνεία του λεξικού --κλείνοντας τον κύκλο. Σφυγμομετρήσεις, την περίοδο των ποδοσφαιρικών και ολυμπιακών θριάμβων του 2004, θα αναδείξουν τους Έλληνες --με 97%-- (και πάλι) ως τον πιο υπερήφανο λαό της Ευρώπης.

Διαχρονική λοιπόν η «φαντασιακή κοινότητα» των Ελλήνων --και πολλά και ποικίλα τα γνωρίσματά της. Εδώ, πέραν από τα ήδη αναφερθέντα, εξαίρονται η δημοκρατική παράδοση[9] και ο ►πατριωτισμός, όπου το λεξικό δεν παραπέμπει μόνο στο γνωστό άρθρο του συντάγματος, αλλά τον συνδέει και με παρεμφερή λήμματα.[10] Παρομοίως, το λεξικογραφικό επιτελείο καθιερώνει --αρχικά-- τη ►φιλοξενία ως «πατροπαράδοτη αρετή των Ελλήνων». Το παράδειγμα αυτό αφαιρείται όμως σιωπηρά στη Β΄ και Γ΄ έκδοση, προφανώς επειδή προσκρούει στα αποτελέσματα της σχετικής έρευνας που έχει ήδη αναδείξει την Ελλάδα σε «ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στους δείκτες της ξενοφοβίας».[11] Εντούτοις, το μήνυμα επανακάμπτει και στις εκδόσεις αυτές, έστω σε λιγότερο προβεβλημένο λήμμα --επίσης από την πίσω πόρτα.[12] Άλλωστε, σε πολλά λήμματα η έννοια ξένος συνδέεται με αρνητικούς συνειρμούς: Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, οι ξένοι εμφανίζονται ως υποδεέστεροι, μπανάλ, ενοχλητικοί, επικίνδυνοι, αφελείς (►κουτόφραγκοι, ►αμερικανάκια), διπρόσωποι ή ύποπτοι: Ήδη «στη Μικρασιατική καταστροφή συνέβαλαν και οι ξένες δυνάμεις, ►άσπονδοι φίλοι της Ελλάδας».

Το μήνυμα είναι σαφές. Συνιστάται τουλάχιστον σκεπτικισμός, επιφυλακή, ως προς τις ξένες δυνάμεις που --και πάλι-- συγκαταλέγονται στους συμβατικούς «φίλους» της χώρας. Άλλωστε και σήμερα, οι σχετικοί συνειρμοί του επιθέτου «ξένος» και συνωνύμων[13] του παραμένουν αρνητικοί ή τουλάχιστον ενοχλητικοί. Κατά συνέπεια επιβάλλεται η αγρυπνία (ακόμη και των ενόπλων δυνάμεων) ενάντια σε «κάθε ξένη ►επιβουλή». Η χώρα μοιάζει σαν πολιορκημένη, αν όχι διαβρωμένη, αφού ήδη υπάρχει ►εξάρτηση «από ξένες δυνάμεις». Ξένοι πράκτορες ►κατασκοπεύουν ασύστολα· ►«κινήσεις ξένων τρομοκρατικών ομάδων» καταγράφονται· ξένες κυβερνήσεις αδικούν κατάφωρα την Ελλάδα. Εν γένει «ο ξένος παράγοντας ►επεμβαίνει στα εσωτερικά της χώρας μας με απαράδεκτο τρόπο».

Ακόμη και τα ►καραβάνια τον ►τουριστών, κυρίως από τον Βορρά, που ►«κατακλύζουν κάθε χρόνο τα νησιά μας», δεν προκαλούν θετικούς συνειρμούς, με μόνη εξαίρεση το οικονομικό κέρδος. Αξίζει να σημειωθεί η εξήγηση της μεταφορικής σημασίας του διαχρονικού (σε όλες τις εκδόσεις!) λήμματος ►Ούννοι: «πλήθος που προκαλεί καταστροφές, στίφη βαρβάρων (συνήθως για τα πλήθη των τουριστών ή για τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής)». Ταυτίζονται δηλαδή δύο εισβολές βαρβάρων, ξένων, που με διαφορετικό τρόπο διατάραζαν και διαταράσσουν τα αυθεντικά μοντέλα ελληνικής ταυτότητας και πολιτισμού, κοντολογίς της ρωμιοσύνης. Το σχετικό λήμμα ερμηνεύεται άλλωστε ως εξής: «Οι Έλληνες φύλαξαν καλά τη ►ρωμιοσύνη τους» --η οποία ταυτόχρονα προσδιορίζεται ως οι «ιδιότητες και το ήθος που διαμόρφωσε η ορθόδοξη παράδοση και η ιστορική πορεία του νεότερου ελληνισμού (λ.χ. το φιλότιμο, η λεβεντιά, το μεράκι, η παλληκαριά)». Ωστόσο, χρειάζεται ►εγρήγορση για την περαιτέρω φύλαξη των αξιών[14] αυτών, εφόσον ελλοχεύουν κίνδυνοι: «Αν αποκοπούμε από τις ►ρίζες μας, θα χάσουμε τη εθνική μας ταυτότητα».

Βέβαια, σχετικά με την ταυτότητα αυτή δεν λείπουν από το λεξικό κάποια λήμματα αυτοσαρκασμού. Ωστόσο, ο άοκνος αναγνώστης θα παρηγορηθεί πάραυτα μόλις ανακαλύψει πως «πολλά από τα ελαττώματα της φυλής μας αποδίδονται στην ►τουρκοκρατία», η οποία λοιπόν έχει αφήσει και άλλη μια άχαρη κληρονομιά στους Έλληνες. Σε πολλά λήμματα όμως, ιδίως της Α΄ έκδοσης, ο χρήστης απαντά πιο χειροπιαστά, καίρια, προβλήματα, λανθάνοντες κίνδυνους, ως απόρροια της διαχρονικά δύσκολης γειτνίασης. Ξεχωρίζει η ρητή διαπίστωση πως «υπάρχει μια ►αιώνια έχθρα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων», η οποία στις μεταγενέστερες εκδόσεις θυσιάζεται χάριν της νέας πολιτικής ορθότητας, που απέρρεε από τη βελτίωση του «δημόσιου» ελληνοτουρκικού κλίματος, εξαιτίας και της «διπλωματίας των σεισμών» (1999). Αλλά και έπειτα, ενδεχόμενες απορίες για τους υπαίτιους της όποιας έχθρας ή αντιπαλότητας λύνονται αξιωματικά εκ των προτέρων: «Οι Έλληνες είναι ►ειρηνικός λαός» ενώ, από την άλλη, ως συνώνυμο του ρήματος ►λυσσώ καθιερώνεται το «γίνομαι Τούρκος». Όταν συμβαίνει οι δύο χώρες να προβαίνουν σε παρόμοιες (επεκτατικές) στρατηγικές, τότε κρίνονται με δύο μέτρα και σταθμά: Συγκεκριμένα, ο οικονομικός έλεγχος της Βαλκανικής από την Ελλάδα θεωρείται θεμιτός και ποθητός, ενώ προφανώς δεν ισχύει το ίδιο όταν «η Τουρκία επιδιώκει να διαδραματίσει ►κυρίαρχο ρόλο στα Βαλκάνια».

Πολλά λήμματα θυμίζουν τη διαχρονική αντιπαλότητα ως βασικό συστατικό της νεοελληνικής ταυτότητας και μνημονικής κουλτούρας: Οι ►θρήνοι για την ►άλωση της Πόλης, οι τέσσερις αιώνες που «οι υπόδουλοι Έλληνες ►στέναζαν υπό τον τουρκικό ζυγό». Μετά την ►επανάσταση του ’21, στα χρόνια του Αγώνα, «όσους συνέλαβαν οι Τούρκοι τους ►παλούκωσαν», ενώ ορισμένους --όπως τον Δασκαλογιάννη ή τον Αθανάσιο Διάκο-- τους ►έγδαραν ζωντανούς ή τους ►σούβλισαν.

Οι παλαιές οδυνηρές εμπειρίες επιβεβαιώθηκαν και στον 20ο αιώνα. Εξέχουν οι ωμότητες κατά τη Μικρασιατική καταστροφή: «Ρώτησε αυτόν που ήταν στην καταστροφή της Σμύρνης να σου πει τι ►εστί Τούρκος!» Πιο πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν το ►πογκρόμ του ►μαύρου Σεπτέμβρη του ’55 και η ►εισβολή του ►Αττίλα στην Κύπρο. Γενικότερα όμως, και έως σήμερα υφίσταται απειλή εκ μέρους του αδιάλλακτου γείτονα,[15] ο οποίος ►παραβιάζει τον εθνικό εναέριο χώρο μας, «►εποφθαλμιά τα νησιά του Αιγαίου», και γενικά ►κλιμακώνει την ένταση --αρνούμενος «να συμμορφωθεί προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου».

Δυστυχώς όμως, όπως επικρίνει το λεξικό (στην Α΄ έκδοσή του), «η ►απάντηση της Ελλάδας» στις τουρκικές προκλήσεις συχνά ισοδυναμεί με υποχώρηση ή ►απραξία. «Η Ελλάδα πρέπει να πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις για τα εθνικά μας θέματα· ►ήγγικεν η ώρα».

Ο Έλλην --ανάδελφος;

Μάλλον δεν χρειάζονται πια άλλες αποδείξεις πως η ταυτότητα του Έλληνα διαμορφώνεται κυρίως μέσα από τη συνεχή αντιπαράθεση με τους ►αλλόφυλους. Όσες εσωτερικές διαφοροποιήσεις αναφέρονται στο λεξικό αφορούν ενδοελληνικές ετερότητες με ομόφυλους «άλλους», κυρίως στη σφαίρα της πολιτικής ή… του ποδοσφαίρου, αλλά σχεδόν ποτέ σε εθνοτικές διαιρέσεις: Οι ►Τσάμηδες περιορίζονται σε ένα (ιστορικά) λειψό λήμμα και στον ►τσάμικο («παραδοσιακός ελληνικός χορός»). Τα λήμματα ►Ρομ και ►αθίγγανος παραπέμπουν στον «έξω από τα πλαίσια της κοινωνικής οργάνωσης» ►γύφτο και στον ►Τσιγγάνο. Το τελευταίο συνώνυμο περιέχει μάλιστα και ίχνη δεξιοτεχνίας και ρομαντισμού, εφόσον οι Τσιγγάνοι «στην Ελλάδα έγιναν γνωστοί ως σιδεράδες και οργανοπαίκτες», ενώ γενικότερα «θεωρούνται σύμβολα της ελεύθερης, χωρίς περιορισμούς ζωής». «Η μουσουλμανική ►μειονότητα τής Ελλάδας» (όπως άλλωστε και «οι ►τουρκόφωνοι πληθυσμοί της Θράκης»)[16] απλώς αναφέρεται πως υπάρχουν --χωρίς την παραμικρή περαιτέρω διευκρίνιση, ενώ κάπως αντισταθμίζεται από την επίσης λακωνική αναφορά της «ελληνικής ►μειονότητας τής Αλβανίας» στο ίδιο λήμμα.[17] Και πάλι σε όλες τις εκδόσεις απουσιάζουν εντελώς οι «Ρωμανιότες» ή «Ελληνοεβραίοι», καθώς και η εναπομένουσα σλαβόφωνη μειονότητα (με όποια ονομασία). Έτσι επιτυγχάνεται η ενότητα του λαού «προς τα έξω», αφού μάλιστα η αρραγής εθνική ►ομοψυχία είναι απαραίτητη για την απόκρουση των πολλαπλών εξωτερικών απειλών, επιρροών και ανακατατάξεων.

Στην παγίωση αυτής της εικόνας συντείνει και άλλη μια (διαχρονική) ιδιαιτερότητα του λεξικού: Οι καταρχήν θετικές έννοιες του ►πρόσφυγα και εν γένει της ►προσφυγιάς «ελληνοποιούνται» εξ ολοκλήρου.[18] Το ίδιο ισχύει για τον όρο ►μετανάστης.[19] Καλύτερη απόδειξη είναι το παράδειγμα σε άλλο λήμμα: «Οι μετανάστες κράτησαν μέσα στη ψυχή τους άσβεστη τη φλόγα της ►ρωμιοσύνης». Ταυτόχρονα προβάλλεται η ζωντανή σχέση τού --μονίμως ή μη-- ξενιτεμένου με την πατρίδα και το έθνος, μαζί με τη γενικότερη πατριωτική προσφορά του Ελληνισμού εκτός συνόρων. Με τα δεδομένα αυτά, μόνο η ►λαθρομετανάστευση είναι ξένης προέλευσης και ως τέτοια εγκυμονεί κινδύνους.[20]

Και εδώ πάλι το λεξικό συνάδει με μεγάλη, αν όχι πλειοψηφική μερίδα των αναγνωστών του, αφού ακόμη και σε πρώην προσφυγικές κοινότητες, υφίσταται έντονη απροθυμία να «ισοπεδωθούν», να αντιπαραβληθούν δηλαδή, οι δικές τους οδυνηρές συλλογικές μνήμες με ανάλογες εμπειρίες των Αλβανών ή άλλων μεταναστών στη σημερινή Ελλάδα. Τέτοιες προσεγγίσεις παραβλέπουν ότι με τη δεύτερη και τρίτη γενιά των μεταναστών κλυδωνίζεται ήδη το κυρίαρχο μοντέλο της Ελλάδας ως εξαίρετο παράδειγμα εθνικής, πολιτισμικής, θρησκευτικής και γλωσσικής ομογένειας.

Ταυτόχρονα όμως τίθεται εκ νέου το ερώτημα σχετικά με τον σαρτζετάκειο όρο για το «έθνος ►ανάδελφο». Το λεξικό απλώς καταχωρεί το λήμμα --αποφεύγοντας να κάνει την ταύτιση. Αναζητώντας όμως το λήμμα ►αδελφός ή ολίγον παραπέρα, ο αναγνώστης εντοπίζει συνολικά τρεις «αδελφούς μας»: τους αυτονόητους Κυπρίους, τους ►αλύτρωτους[21] Βορειοηπειρώτες, και --last but not least αφού δεν πρόκειται για ομόφυλους-- τους ►ομόδοξους Σέρβους, τιμής και θρησκείας ένεκεν! «Στον αγωνιζόμενο λαό της Σερβίας» αφιερώνεται μάλιστα επιπλέον το συναισθηματικά φορτισμένο λήμμα ►αλληλεγγύη. Υπενθυμίζεται ότι η Α΄ έκδοση του Λεξικού κυκλοφόρησε το ’98, ένα χρόνο πριν από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας. Μέχρι το 2002, έτος έκδοσης της Β΄ έκδοσης, είχαν φτάσει όμως και στην Ελλάδα τα πρώτα μαντάτα από τη Σρεμπρένιτσα (1995!), και έτσι αποκαθηλώθηκαν Σέρβοι και Σερβοβόσνιοι. Ελλείψει αδελφών λαών, ο γράφων αναζήτησε τουλάχιστον κάποιον «φίλο λαό» --εις μάτην. Απλώς κατάφερε να εντοπίσει μεμονωμένους φίλους της χώρας και των ανθρώπων της. Στην κατηγορία αυτή ξεχωρίζει, ως μονάς, ο Ούλοφ Πάλμε που «υπήρξε ►φίλος της Ελλάδας».

Επομένως παραμένει το καίριο και δυσεπίλυτο ερώτημα: Τελικά η Ελλάδα από ντε φάκτο «ανάδελφο έθνος» --ομφαλοσκοπώντας απομονωμένη σε έναν εχθρικό ή, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφορο περίγυρο-- μήπως μετεξελίσσεται πλέον με ή χωρίς τη θέλησή της σε συνιστώσα ευρύτερης οντότητας; Η άλλοτε «αδελφική» σχέση με τη Σερβία ποτέ δεν επεκτεινόταν στα υπόλοιπα Βαλκάνια. Η λανθάνουσα αντιβαλκανική τοποθέτηση του λεξικού βρίσκει ανταπόκριση στους (αναμφίβολα πολλούς) αναγνώστες που διατηρούν λανθάνουσες επιφυλάξεις για τους βόρειους γείτονες εξαιτίας παλαιών διαχωριστικών γραμμών και φόβων που εξακολουθούν να σχετίζονται με τον πανσλαβισμό και το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Έτσι, πέραν των καθαρά γεωγραφικών δεδομένων, τα μοναδικά λήμματα ένταξης της Ελλάδας στα Βαλκάνια που ο γράφων μπόρεσε να εντοπίσει υπήρξαν ιστορικής φύσεως και μάλιστα «τουρκογενή»: Η ►τουρκοκρατία, καθώς και ο συνασπισμός των βαλκανικών κρατών το 1912 κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Με την ευρύτερη οντότητα της Ευρώπης υπάρχουν μεν περισσότεροι δεσμοί, αλλά αυτοί φαντάζουν ισχνοί και επισφαλείς. Κατά συνέπεια, βρέθηκε μία μόνο αναφορά σε --περιστασιακή-- συστράτευση της Κοινότητας προς αντιμετώπιση εξωτερικής (μάλλον οικονομικής φύσεως) απειλής: εκείνη κατά της «αμερικανικής πρόκλησης» --και αυτή έχει ήδη αφαιρεθεί… Στο σκιαγραφημένο σκηνικό δεν μένει λοιπόν για τους Έλληνες άλλη εύλογη δυνατότητα ένταξης εκτός από την ιστορική μεσογειακή ανθρωπολογία, στην οποία δεν έχουν χώρο οι ►ανατολίτες ►Τούρκοι.[22]

Ο σκεπτικισμός του λεξικογράφου απέναντι στην Ευρώπη της Δύσης και του Βορρά δεν οφείλεται μόνο σε καταγραμμένες άστοργες ή ανθελληνικές συμπεριφορές της συλλογικότητας των Ευρωπαίων εταίρων, αλλά και στη ρητά προβαλλόμενη θέση της ασυμβατότητας χαρακτήρων: Ως συστατικά της ►βόρειας ιδιοσυγκρασίας προβάλλονται «σοβαρότητα, αυτοπειθαρχία έως και ψυχρότητα». Συνακολούθως «οι ►Βόρειοι είναι πιο συγκρατημένοι […] από τους Μεσόγειους». Οι πρώτοι «φαίνονται ανέκφραστοι και απαθείς, σαν να μην κυλάει ►αίμα μέσα τους».[23] Αναλόγως τους λείπει και ο αυθορμητισμός, ιδιότητα που θεωρείται εξέχον «χαρακτηριστικό της μεσογειακής ►ιδιοσυγκρασίας». Αντίποδες λοιπόν, αφενός, οι Γερμανοί --που τους χαρακτηρίζει το κλασικό τρίπτυχο «πειθαρχία / ακρίβεια / οργάνωση»-- και, αφετέρου, οι Έλληνες που ευτυχώς ή δυστυχώς έχουν ως γνώρισμα «μία άλλη ►φιλοσοφία».

Παρέκκλιση απ’ αυτούς τους μονοδιάστατους στερεοτυπικούς κανόνες αποτελεί ένα λήμμα που παραπέμπει σε ένα «σπάνιο ►κράμα μεσογειακού πάθους και γερμανικής μεθοδικότητας» --ασφαλώς όχι ως πρόταση προσέγγισης ή συμβιβασμού, αλλά ως οξύμωρο σχήμα! Για τον γράφοντα ωστόσο το εν λόγω οξύμωρο θα συνιστούσε την ιδανική ραχοκοκαλιά της επιζητούμενης και πολυπόθητης κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας…


Επίλογος: Ο τραχύς δρόμος προς την πολιτική ορθότητα

                                          «Έργο τιτάνειο, αλλά, ευτυχώς, όχι σισύφειο»
                                                                                          Γ. Μπαμπινιώτης[24]


Ο γράφων θα ήθελε να επισημάνει ότι, μαζί με άλλα λεξικά της νεοελληνικής, έτσι και το λεξικό Μπαμπινιώτη του έχει χρησιμεύσει πολλές φορές από τη στιγμή της πρώτης έκδοσής του, το 1998. Ταυτόχρονα όμως κρατούσα σημειώσεις σχετικά με τις απορίες ή και ενστάσεις για πολλές από τις διδόμενες ερμηνείες. Η αόριστη ιδέα μιας ενδεχόμενης μέλλουσας δημοσίευσης μετατράπηκε πολύ αργότερα σε συγκεκριμένο εγχείρημα, το οποίο επικεντρώθηκε στο ζήτημα των ταυτοτήτων. Με την πάροδο του χρόνου, είχα συγκεντρώσει από την Α΄ έκδοση του λεξικού --αρχικά περιστασιακά, έπειτα όλο και πιο συστηματικά-- έναν πλούσιο θησαυρό σχετικών λημμάτων που στη φάση της συγγραφής αντιπαραβαλλόταν με τα αντίστοιχα λήμματα των μεταγενέστερων εκδόσεων και (εν μέρει αναθεωρημένων) ανατυπώσεων.

Η αντιπαράθεση αυτή επιφύλασσε εκπλήξεις, και όχι τόσο στο καθαρά γλωσσικό επίπεδο. Υπενθυμίζουμε τον σάλο που είχε προκαλέσει η πρώτη έκδοση, όχι εξαιτίας των επιστημονικών αντιρρήσεων για αμφισβητούμενα ζητήματα ορθογραφίας, ετυμολογίας ή γραμματικής, αλλά για ορισμένες σκωπτικές-υβριστικές, ακόμη και «εθνικώς ύποπτες» [!] μεταφορικές έννοιες / χρήσεις. Στις βίαιες ή και υστερικές διαμαρτυρίες, τον χορό έσερναν πρώτα τα ποδοσφαιρικά σωματεία και «ακολουθού[σα]ν υπουργοί, δήμαρχοι, καθηγητές και εθνοτοπικές ενώσεις» («Λεξικογραφικό αυτογκόλ», Ο «Ιός», Ελευθεροτυπία, 30.5.1998). Παρά την αρχική ρητή άρνηση του Γ. Μπαμπινιώτη («Δεν θα αφαιρέσω ούτε μια λέξη. Δεν θα υποκύψω στο διωγμό των λέξεων», Έθνος, 31.5.1998), σε συνδυασμό με την αμυντική γραμμή της «έμπρακτης εθνικοφροσύνης»,[25] τελικά υπέκυψε στη θύελλα των στρατευμένων διαμαρτυριών. Λίγους μήνες αργότερα, εκείνες από τις καταχρηστικές σημασίες και χρήσεις για τις οποίες είχαν εκφραστεί οι πιο πιεστικές, ακόμη και δικαστικές, καταγγελίες --ιδίως στα λήμματα ►Βούλγαρος [ΠΑΟΚτζής] και ►Πόντιος-- απαλείφθηκαν σε (διορθωμένη) «επανεκτύπωση», η οποία όμως δεν εκλήφθηκε ως νέα έκδοση. Έτσι, η επίσημη Β΄ έκδοση κυκλοφόρησε μόλις αρχές 2002, ενώ η Γ΄ έκδοση ακολούθησε το καλοκαίρι του 2008.

Στο προκείμενο άρθρο οι αναφορές παραπέμπουν, αν δεν επισημαίνεται κάτι άλλο, στην αρχική Α΄ έκδοση. Στην ερμηνευτική της συνιστώσα εκφράζει, κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό, αυτούσια τον λεξικογράφο και το κοινωνικό σύστημά του στο οποίο κινείται, στοχάζεται, λειτουργεί --προτού υποκύψει στις αξιώσεις της πολιτικής ορθότητας. Ιδίως στο θέμα της ταυτότητας (και κυρίως της ελληνικής, σε αντιπαράθεση με όλες τις άλλες) η Α΄ έκδοση χαρακτηρίζεται από ένα ενιαίο πνεύμα, «ανόθευτο» από τις πολλαπλές παρεμβολές. Αντίθετα, οι σχετικές αλλαγές στις μεταγενέστερες εκδόσεις αντικατοπτρίζουν τη --μετά την τραυματική εμπειρία του 1998-- μόνιμη πια φροντίδα του λεξικογράφου όχι μόνο να ικανοποιήσει τις ήδη εκφρασθείσες («υπολογίσιμες») ενστάσεις, αλλά ιδίως να προλάβει μελλοντική κριτική σε άλλα προβληματικά λήμματα. Η συγκεκριμένη γλωσσική εκκαθάριση διεξήχθη σε βάθος, όχι όμως χωρίς ανακολουθίες. Πολλές από αυτές είναι ηθελημένες, όταν ερμηνείες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντιρρήσεις, «φυγαδεύονται» από το οικείο λήμμα για να επανακάμψουν από την πίσω πόρτα ενός άσχετου λήμματος.[26] Άλλες ανακολουθίες είναι δυσεξήγητες, π.χ. όταν στην πρόθεση ►από, ο εκτελεσμένος από τους Γερμανούς παραμένει, ενώ το «τυρί από τη Γαλλία» εξαφανίζεται…

Στα χρόνια που μεσολαβούσαν από τη μία στην άλλη έκδοση, ο Γ. Μπαμπινιώτης εμφορούνταν από την «επιδίωξη της ακόμη μεγαλύτερης βελτίωσης του έργου με νέες ή επιπρόσθετες λεξικογραφικές πληροφορίες». Βεβαίως, «σε μια νέα έκδοση δεν έχει μόνο σημασία τι νέο βάζεις αλλά --και αυτό είναι το δυσκολότερο-- έχει εξίσου μεγάλη σημασία και τι βγάζεις, όχι μόνο για οικονομία χώρου […], αλλά επειδή η χρήση της γλώσσας το έχει ξεπεράσει» (πρβλ. Πρόλογο Β΄και Γ΄ έκδοσης αντίστοιχα).

Προφανώς, στο κατώφλι της 3ηςς χιλιετίας, πολλές διαχρονικές αιχμές και οξύτητες στη χρήση της ελληνικής γλώσσας είχαν αμβλυνθεί. Και, όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα, η λεξικογραφική ομάδα το έλαβε υπόψη. Έτσι, ήδη στη Β΄ έκδοση εντοπίζονται ως προς τις ταυτότητες πολυάριθμες αναπροσαρμογές προς την πολιτική ορθότητα, οι οποίες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

(1) Ακόμη και στους «αιώνιους» ή/και στους επίκαιρους εχθρούς και αντιπάλους μετριάστηκε πλέον η οξύτητα των «ερμηνευτικών» παραδειγμάτων. Αυτό ισχύει πρωτίστως για τους Τούρκους, οι οποίοι δεν επιστρατεύονται πια ως παράδειγμα ►αιώνιας έχθρας. Διατηρούνται, βέβαια, ως συνώνυμο άγριας και επιθετικής συμπεριφοράς του απώτερου και εγγύτερου παρελθόντος (Τουρκοκρατία, 1821, 1922, 1955, Αττίλας) αλλά αναφέρονται πολύ λιγότερα ως αρνητικά παραδείγματα του παρόντος. Για τον λόγο αυτό, δεν χρειάζεται πλέον να προβληθεί τόσο συχνά η --κατά περίπτωση-- ►απάντηση[27] ή ►απραξία της ελληνικής κυβέρνησης. Άλλωστε, ακόμη και τα σκληρά ναρκωτικά ►περνούν πλέον στη χώρα μας από (αδιευκρίνιστα πια) «αφύλακτα συνοριακά σημεία» --δηλαδή δεν κατονομάζεται πια η Τουρκία. Πολύ μικρότερη, αντιθέτως, είναι η «έκπτωση» που το λεξικό παραχωρεί στην ΠΓΔΜ. Ουσιαστικά όλα τα αναφερθέντα σημεία κριτικής διατηρούνται, μόνο το λήμμα ►τρίζω ερμηνεύεται με ανώδυνο τρόπο.[28] Ταυτόχρονα αποφεύγεται έτσι η συνδυαστική παραπομπή στο γειτονικό κρατικό μόρφωμα και τον Μέγα Αλέξανδρο --έστω με αρνητικό πρόσημο.

(2) Αντιστοίχως, η αρνητική εικόνα των Γερμανών περιορίζεται κυρίως στην περίοδο του ναζισμού και της Κατοχής, χωρίς να λείπουν ωστόσο οι κάποιες (σαφώς λιγότερες) αναφορές σε σκληρές συμπεριφορές Γερμανών πολιτικών.

(3) Και ως προς τους υπόλοιπους Δυτικούς (►άσπονδους) φίλους, οι αρνητικές παραπομπές μειώνονται τουλάχιστον σε σχέση με τη σύγχρονη εποχή.

(4) Αναλόγως εξαφανίζονται σχεδόν ολοσχερώς οι ποικίλες αναφορές για την καταγγελθείσα (στην Α΄ έκδοση) ενεργή συμμετοχή των Γερμανών και των άλλων Δυτικών, ακόμα και των «γερακιών του Πενταγώνου», στην αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η Βοσνία, μαζί με τη (σωτήρια για αυτήν) φυγή της από την επικαιρότητα, έπαψε επίσης να είναι το μόνιμο θύμα στις στήλες του λεξικού. Κατά συνέπεια, και η Κροατία δεν αναφέρεται πια ως πιόνι της Γερμανίας.

(5) Η κατάργηση του μανιχαϊστικού σκηνικού της Γιουγκοσλαβίας, παρασύρει και τους Σέρβους: Δεν αποκαθηλώνονται μόνο ως ►αδελφοί (μας), αλλά τους αφαιρέθηκε ακόμη και η ►αλληλεγγύη μας, η οποία προσφέρεται πλέον απλόχερα «στους διωκόμενους Κούρδους».

(6) Χάνοντας όμως και τους τελευταίους αλλόφυλους «αδελφούς», τους Σέρβους, και με μοναδικό ►φίλο τον μακαρίτη Ούλοφ Πάλμε, η πορεία των Ελλήνων γίνεται ακόμη πιο μοναχική --δηλαδή φτάσαμε ουσιαστικά στο έθνος ανάδελφο.

(7) Αυτή η μοναχική πορεία και, γενικότερα, «οι καιροί», απαιτούν φυσικά να βρίσκεται το έθνος σε ►εγρήγορση και ►ομοψυχία, ►φυλάσσοντας τη ►ρωμιοσύνη του, καθώς και τα σύνορα της πατρίδας --που εξακολουθεί να είναι «ξέφραγο ►αμπέλι». Πράγματι, ο ελλοχεύων κίνδυνος της εσωτερικής διάβρωσης και μη ομοιογένειας εμφανίζεται στις εκδόσεις της νέας χιλιετίας μάλλον ως κύρια απειλή, επειδή οι σχετικές προειδοποιήσεις παραμένουν, ενώ οι εξωτερικοί κίνδυνοι από παλαιούς και νέους εχθρούς, όπως είδαμε, έχουν κάπως μετριαστεί. Σε αυτό συμβάλλει και η θετικότερη θεώρηση της ευρωπαϊκής κοινότητας, καθώς και του εκτοπίσματος της Ελλάδας ως εταίρου της. Αυτή η αναβάθμιση της αυτοεικόνας οφείλεται και στο γεγονός ότι --σε αντίθεση με την εποχή της Α΄ έκδοσης-- η Ελλάδα, όπως φαίνεται, δεν ►βασίζεται πια στα κονδύλια της Ε.Ε.! Από κει πηγάζουν μάλλον και κάποιες αισιόδοξες προσθήκες της Β΄ και Γ΄ έκδοσης: «Είμαστε ►υπερήφανος λαός και δεν ανεχόμαστε να μας προσβάλλουν οι ξένοι». Και, προφανώς, οι τελευταίοι το είχαν πάρει απόφαση. «Κάποτε η χώρα μας ήταν ο φτωχός ►συγγενής της Ευρώπης, ενώ τώρα είναι ισότιμο μέλος των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών στην Ε.Ε.».

Είθε οι μελλοντικές εξελίξεις της χώρας να μην καταστήσουν αναγκαία, στην Δ΄ έκδοση, μια ακόμα αναθεώρηση του τελευταίου παραθέματος.


1. Ευθ. Παπαταξιάρχης, «Τα άχθη της ετερότητας: Διαστάσεις της πολιτισμικής διαφοροποίησης στην Ελλάδα του πρώιμου 21ου αιώνα», στο: Ευθ. Παπαταξιάρχης (επιμ.) Περιπέτειες της ετερότητας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 30.

2. «Φρονεί ότι η οικονομική εξαθλίωση στα Βαλκάνια δεν είναι στο εγγύς μέλλον αναστρέψιμη». (Βλ. ►νομίζω, συνώνυμο “φρονώ”.) Από τη Β΄ έκδοση, ωστόσο, η βαλκανική οικονομία πάει καλύτερα, εφόσον η κατά τα άλλα ταυτόσημη αναφορά παραπέμπει πλέον στην εξαθλίωση «αυτής της [μη κατονομαζόμενης] χώρας».

3. Σε αντίθεση με τα άλλα «σκοπιανά λήμματα», η συγκεκριμένη φραστική υπερβολή εξουδετερώνεται εντελώς στη Β΄ (και Γ΄) έκδοση. Βλ. επίλογο.

4. Δυστυχώς ή ευτυχώς, από το 2002 (έτος της Β΄ έκδοσης) τα όποια παρεπόμενα αυτής της δυτικής επίδρασης έχουν εκλείψει.

5. Οι ΗΠΑ είναι η χώρα των ►μπίζνες, των πλουσίων και των πλουτισάντων (►φυσώ, ►κατάσταση, ►λεφτά, ►θείος). - ►Λανσάρουν περίεργες μόδες, έναν ανάλογο ►τρόπο ζωής, καθώς και --φραστικά ή έμπρακτα-- ►απροκάλυπτες επεμβάσεις στα εσωτερικά της χώρας και άλλων χωρών (►γεράκι). - Συνήθως οι Αμερικανοί αξιωματούχοι τηρούν στάση ►μεροληπτική υπέρ των Τούρκων (►κατά, ►προς).

6. «Ο Μουσσολίνι χρησιμοποίησε την Αλβανία ως ►προγεφύρωμα για να εισβάλει στην Ελλάδα. / «Η Άγκυρα χρησιμοποιεί σαν ►προγεφύρωμα τις “γκρίζες ζώνες” στο Αιγαίο για την επέκτασή της στον ελληνικό χώρο» (και τα δύο μόνο στην Α΄ έκδοση).

7. Βλ. π.χ.: ►αντίποινα / εγκληματίας ►πολέμου / ►στρατόπεδο / ►κρεματόριο / ►Ολοκαύτωμα. Σημειωτέον ότι πολλά λήμματα τοποθετούν το κρίμα στους ναζιστές, στους --χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση-- κατακτητές, ή και στον Χίτλερ προσωπικά… Βλ. π.χ.: «Οι ►αγριότητες των Ναζί…» / «Οι Ναζί επιχείρησαν να ►εξοντώσουν τους Εβραίους» / «Ο λαός προέβαλε ►σθεναρή αντίσταση στον κατακτητή» / «Ο Χίτλερ ►αιματοκύλησε την ανθρωπότητα». Άλλο «ευγενικό» συνώνυμο για τους Γερμανούς κατά χειρότερη περίοδο της ιστορίας τους είναι το ►χιτλερικός. Παρεμπιπτόντως, από ένα καπρίτσιο του ανάλγητου ελληνικού αλφαβήτου βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο λήμμα ►χίτης.

8. Βλ. π.χ.: ►Τουρκαλάς / ►τουρκεύω / ►Τουρκιά / ►τουρκόγυφτος («άνθρωπος βρόμικος και σκούρος στο δέρμα») / ►τουρκοπατημένος.

9. «Η δημοκρατική παράδοση είναι ►χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού». Βλ. και ►λίκνο. Από τη Β΄ έκδοση και έπειτα προτιμήθηκε ως ►«χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνικού λαού» η φιλοξενία, που είχε εξοριστεί από το «δικό της» λήμμα…

10. Βλ. π.χ.: «Θα έδινε και την τελευταία ρανίδα του ►αίματός του για την Ελλάδα» / «Πρέπει να αισθάνεστε μεγάλη ►υπερηφάνεια για τον πατέρα σας που θυσιάστηκε για την πατρίδα» / «Έχει συνείδηση της ελληνικής του ►καταγωγής».

11. Παπαταξιάρχης, «Τα άχθη της ετερότητας», σ. 47. Βλ. και «Ευρωβαρόμετρο», passim / «Γίναμε ρατσιστές;», Ελευθεροτυπία, 14.10.1996, κ.ά.

12. «Η φιλοξενία είναι ►χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνικού λαού.» Βλ. και επίλογο.

13. Βλ. π.χ.: «Στην Ομόνοια συχνάζουν πολλοί ►αλλοδαποί» / «Οι ►απέξω περιμένουν να δουν τι θα κάνει η Ελλάδα στο κρίσιμο θέμα της Αλβανίας». (Στη Β΄ έκδοση: «Αυτές οι συνήθειες μας έρχονται απ’ έξω».)

14. «Η υπεράσπιση της τιμής, της πατρίδας, της οικογένειας είναι πατροπαράδοτες ►αξίες.»

15. «Ενόψει της κοινής απειλής από την Τουρκία έγινε προσπάθεια να συγκροτηθεί ►άξονας Αθήνας-Σόφιας.» / ►Κινητοποιούνται οι ένοπλες δυνάμεις «για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής». / Βλ. επίσης: ►αδιαλλαξία / ►αναβάθμιση / ►άξονας / ►ωσαύτως / ►χαψιά / ►περιπέτεια / ►μπαμ / ►πους (παρά πόδα) / ►νότα / ►διάβημα.

16. Το παράδειγμα για τους τουρκόφωνους της Θράκης αφαιρέθηκε ήδη στη διορθωμένη προς το πολιτικώς ορθότερη επανεκτύπωση της Α΄ έκδοσης...

17. Βλ. και σχόλιο στο λήμμα ►έθνος, αλλά ιδίως τη θερμή αναφορά στους ►«αλύτρωτους Βορειοηπειρώτες» (βλ. και παρακάτω).

18. «Οι ►πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής / της Κύπρου / του Πόντου». Βλ. και ►προσφυγιά.

19. Βλ. «Οι Έλληνες ►μετανάστες στην Αυστραλία».

20. Για τον περιορισμό της ►λαθρομετανάστευσης, όπως και κάθε ξένης ►επιβουλής, «ο στρατός περιπολεί στα σύνορα». Πρβλ. παραπάνω.

21. Σε μεταγενέστερη σφυγμομέτρηση ένα 40% των ερωτηθέντων χαρακτήρισε αλύτρωτη πατρίδα τη Βόρειο Ήπειρο (Καθημερινή, 27.5.2007). Ήδη όμως το λεξικό Μπαμπινιώτη είχε επιλέξει ένα «ανώνυμο» παράδειγμα για το λήμμα ►αλύτρωτος: «Οι ομοεθνείς που ζουν υπόδουλοι σε ξένο κράτος».

22. Η Τουρκία είναι «κράτος της Εγγύς Ανατολής», ενώ ο ►Λίβανος αναφέρεται ως μεσογειακή χώρα!

23. Στη Β΄ και Γ΄ έκδοση αφαιρείται το υποκείμενο «Βόρειοι», οι οποίοι ωστόσο φωτογραφίζονται με την προσθήκη ότι οι λεγάμενοι είναι «ξανθοί και κάτασπροι».

24. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β΄ έκδοση, Πρόλογος.

25. «Παλλαϊκή Λεξικογραφία», Ο «Ιός», Ελευθεροτυπία, 17.10.1998. Πρβλ. και το παράπονο του Γ. Μπαμπινιώτη: «Όλοι στο λεξικό είδαν το λήμμα “Βούλγαρος”, δεν κοίταξαν όμως το λήμμα “Μακεδονία” όπου υπάρχει εκτενής ανάλυση του όρου, ενώ στηλιτεύεται η ψευτομακεδονική γλώσσα των Σκοπίων» (Ακρόπολις, 27.5.1998).

26. Πρβλ. π.χ. παραπάνω: ►φιλοξενία / ►χαρακτηριστικό. Αναλόγως, βλέπε και τη διττή ερμηνεία της έννοιας «μειονότητα». Ενώ στο οικείο λήμμα διατηρείται η ουδέτερη «σκέτη» αναφορά στην ελληνική της Αλβανίας και τη «μουσουλμανική» της Ελλάδας, ο εν δυνάμει κίνδυνος του φαινομένου εμφανίζεται μόνο σε εκ πρώτης όψεως ασύνδετα λήμματα: «Οι μειονότητες λειτουργούν συχνά […] ως ►δούρειοι ίπποι για την αποσταθεροποίηση και τη μεταβολή του στάτους κβο της διεθνούς έννομης τάξης» / «Οι μειονότητες λειτουργούν συχνά ως ►προγεφυρώματα εθνικιστικών επιδιώξεων αλυτρωτικού χαρακτήρα (εφημ.)». Η ενίοτε χρησιμοποιηθείσα παραπομπή σε παράθεμα (ανώνυμης) εφημερίδας προφανώς δεν απαλλάσσει τον λεξικογράφο από τις (ενδεχόμενες) «ευθύνες» για την επιλογή του.

27. Α΄ έκδοση: «Η ►απάντηση της Ελλάδας στις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας» - Β΄ έκδοση: «Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι θα υπάρξει δυναμική ►απάντηση της χώρας σε όποιον στραφεί εναντίον της» [υπογράμμιση δική μου].

28. «Θα ►τρίζουν τα κόκκαλα του μεγάλου ποιητή με αυτά που γράφονται για την ποίησή του.»

buzz it!

15/12/11

διαφημίζουμε

διαφημίζουμε, ασύστολα,

τα βιβλία των φίλων μας




τις μεταφράσεις των φίλων μας

buzz it!

14/12/11

γιορταστικό μενού Μπαμπινιώτη, δεύτερο πιάτο

ξεκινήσαμε με amuse bouche τον επιστήμονα λεξικογράφο που βάζει σε λεξικό, στο λήμμα πιστεύω, ολόκληρο το Σύμβολο της πίστεως!

δεύτερο πιάτο, ουσιαστικά το ορεκτικό μας, τα γνωστά μας έωλα, παναπεί ασύστατα, για την μπαμπινιωτικής κοπής γραφή "αίολος"

λέω "γνωστά μας", γιατί έχουμε γράψει και ξαναγράψει, η αφεντιά μου πριν από κάμποσα χρόνια, εδώ κ.α., ο Σαραντάκος εννιά (9) ολόκληρες σελίδες στο βιβλίο του Γλώσσα μετ' εμποδίων (162-170) κ.ά.

μήπως τώρα, με τη φωνή τού πάντως μη αναμενόμενου Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, αρχίσουν να το παίρνουνε απόφαση, πως το Louis Vuitton τους είναι μαϊμού εντέλει;

διαβάστε τη συνέχεια...

από τη Νέα Εστία, λοιπόν, του Οκτωβρίου 2011,

                              Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος











ακολουθεί το κυρίως πιάτο: Χάγκεν Φλάισερ, «Οι Έλληνες και οι “άλλοι”: Λεξικογραφικές ερμηνείες εθνικής ταυτότητας», πάλι από τη Νέα Εστία

buzz it!

12/12/11

γιορταστικό μενού Μπαμπινιώτη, πρώτο πιάτο

γιορταστικό μενού, γιατί η κρίση, ως γνωστόν, θέλει καλοπέραση

προσφορά λοιπόν του μπλογκ για τα φετινά Χριστούγεννα, μενού Μπαμπινιώτη, από ξένους σεφ αυτήν τη φορά, εγώ απλώς μεταφέρω, φιλοξενώ

πρώτο πιάτο, ή καλύτερα amuse bouche, αλλιώς το καλωσόρισμα του εστιατορίου, διά χειρός Βασίλη Αλεξάκη (Η πρώτη λέξη, σελ. 169-170), ευγενική προσφορά στο μπλογκ του φίλου Παναγιώτη Πούτου, που μου έστειλε το απόσπασμα:

«Αποδίδεις στους παπάδες μεγαλύτερη επιρροή από αυτή που έχουν, τον διέκοψε η Αλίκη. [...]

»Ξεχνάς ότι, παρά κάποιες κρίσεις, οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους δεν αναθεωρήθηκαν ποτέ, ότι ο κλήρος λύνει και δένει στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και ότι χαίρει βαθύτατου σεβασμού από την πνευματική ηγεσία του τόπου. Το λεξικό Μπαμπινιώτη, ο οποίος υπήρξε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, καλλιεργεί επιτηδείως τον θρησκευτικό ζήλο. Στο λήμμα πιστεύω παραθέτει ολόκληρη τη σχετική προσευχή. Η λέξη απάντηση του δίνει την ευκαιρία να προωθήσει την άποψη ότι στη θρησκεία βρίσκει κανείς απαντήσεις σε πολλά υπαρξιακά προβλήματα. Μνημονεύει αναρίθμητους εκκλησιαστικούς όρους άγνωστους στα νέα ελληνικά, όπως θεοδρομώ, ακολουθώ τις θείες επιταγές, θεόπτης, ο παρατηρητής του Θεού, θεοτικός, ο σχετιζόμενος με τον Θεό, θεοπνευστία, η θεία έμπνευση. Αναγορεύει τη θεολογία σε επιστήμη, αλλά απορρίπτει τον επιστημονικό χαρακτήρα της θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου.»

πάει, τελείωσε! ο πιο βαθιά αντιμπαμπινιωτικός εντέλει είναι ο Μπαμπινιώτης, ο πλέον ικανός υπονομευτής του έργου του είναι ο ίδιος...

αλλά εδώ, θα μου πείτε, για να στηρίξει τον Χριστόδουλο και την απόφασή του να διαβάζεται το ευαγγέλιο και στη νεοελληνική, έγραψε κοτζάμ άρθρο, κόντρα σ' ολόκληρο τον μπαμπινιωτισμό, που έλεγε πόσο δύσκολα καταλαβαίνει σήμερα κανείς, ή και δεν καταλαβαίνει καν, τα "παλιότερα ελληνικά" (βλ. και εδώ): οι κόποι μιας ζωής, στα πόδια του εν λαϊκισμώ αδελφού:

έως και συγκινητικό!


ακολουθούν: δεύτερο πιάτο, ορεκτικό, για τα έωλα περί "αιόλου", από τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο τώρα, από τη Νέα Εστία

και το κυρίως πιάτο από τον Χάγκεν Φλάισερ, «Οι Έλληνες και οι “άλλοι”: Λεξικογραφικές ερμηνείες εθνικής ταυτότητας», πάλι από τη Νέα Εστία

buzz it!

6/12/11

ο Αλέξης και ο δικός μας εμφύλιος

Σήμερα θυμόμαστε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, ένα δεκαπεντάχρονο παιδί που έχασε τη ζωή του, αθώο για τα πριν, για τα τότε, και για τα μετά

Και σκεφτόμαστε εμάς, τους διόλου αθώους, και για τα πριν, και για τα τότε, και για τα μετά, και φυσικά για τα τώρα

Σκεφτόμαστε τον δικό μας εμφύλιο, τον εμφύλιο που ξεκίνησε; επισημοποιήθηκε; ρηματοποιήθηκε; –δεν έχει σημασία, πάντως μαίνεται από τον μήνα εκείνο, Δεκέμβρη του 2008

Τον εμφύλιο που ανέδειξε; μορφοποίησε; προήγαγε; σίγουρα παγίωσε ιδεολογίες

Και υπαγόρευσε, και καθόρισε έτσι στάσεις και συμπεριφορές

Γιατί το σίγουρο, πιστεύω, είναι ένα, πως μόνο με τον εμφύλιο εργαλείο μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις στάσεις που τηρήθηκαν και τηρούνται, αλλά και τις ίδιες τις ερμηνείες που δόθηκαν και δίνονται –από τις ταραχές του ίδιου του Δεκέμβρη ώς την παραμικρή διαδήλωση, απεργία, ή όποια άλλη κινητοποίηση

Αλλά πάλι καλά. Αλλιώς θα ήμασταν κοινωνία παραφρόνων

buzz it!

4/12/11

πολυτονικό λάιφστάιλ, και ένα παλαιότερο άρθρο του Αλέξη Πολίτη

Σε πρόσφατο LifO, 19.11.11, «Η θρυλική Πάολα Ρεβενιώτη μιλάει στον George Le Nonce για τα δικά της 80ς». Και «μιλάει» σε πολυτονικό, άρτιο πολυτονικό με βαρείες. Η μοναδική σελίδα σ’ ολόκληρο το LifO (σ’ ολόκληρη τη ζωή του LifO;) που τυπώνεται σε πολυτονικό.

Που σημαίνει πως ενδεχομένως η Πάολα, αλλά το πιθανότερο ο George Le Nonce που της παίρνει τη συνέντευξη (λέω «το πιθανότερο», γιατί το μπλογκ του είναι σε πολυτονικό με βαρείες), είπε στη διεύθυνση του περιοδικού κάτι σαν: «ή τυπώνετε σε πολυτονικό ή δεν έχει συνέντευξη».

διαβάστε τη συνέχεια...

Στην τελευταία «Βιβλιοθήκη», το ένθετο της Ελευθεροτυπίας, 26.11.11, στην πρώτη σελίδα υπάρχει προδημοσίευση από καινούριο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη. Το απόσπασμα τυπώνεται σε πολυτονικό, μοναδική σελίδα σ’ ολόκληρη την εφημερίδα (όχι μοναδικό πάντως κρούσμα στη «Βιβλιοθήκη» της «εποχής Χρονά»). Το πολυτονικό τώρα είναι χωρίς βαρείες, αλλά με υπεραφθονία περισπωμένης: στον κουβᾶ, πρᾶγμα, ιδρῶτα κ.ά. (Μαζί και με αρκετές παλαιότερες γραφές, όπως «γλυκειά», «για χάρι μου», «γλύτωνα», «ένοιωσα» κ.ά., με τήρηση του τελικού -ν ακόμα και στα θηλυκά: «την σειρά», «την βούρτσα» κτλ.)

Που σημαίνει πως το καινούριο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη τυπώνεται σε (αυτό το) πολυτονικό, και ενδεχομένως η συγγραφέας ή ο εκδότης είπε στην εφημερίδα κάτι σαν: «ή τυπώνετε σε πολυτονικό ή δεν έχει προδημοσίευση».

Προφανώς το θέμα δεν είναι η χρήση του πολυτονικού, επιλογή απολύτως σεβαστή του καθενός, αλλά το άχαρο αντάρτικο, με τον φαιδρά εξουσιαστικό έως εκβιαστικό τρόπο με τον οποίο επιχειρούν συχνά να το επιβάλλουν, πηγαίνοντας ο καθένας «στην τιμή και στην πεποίθησί του». (Και όχι, δεν είναι τωρινή ιστορία αυτή, έπειτα δηλαδή από την καθιέρωση του μονοτονικού, οπότε το πολυτονικό πέρασε θεωρητικά στην παρανομία.)

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η όλο και πιο συχνή, αν δε γελιέμαι, χρήση του πολυτονικού συμβαδίζει με επιστροφή σε όλο και παλαιότερες «ορθογραφήσεις», και πρώτα πρώτα σε σχέση με το ίδιο το πολυτονικό. Μαζί με την περίπτωση τώρα του βιβλίου της Ζατέλλη
υπενθυμίζω
την περίπτωση του Μπαμπινιώτη που, ενώ τύπωνε και παλαιότερα στο πολυτονικό, ας πούμε, της νεοελληνικής, π.χ. γλώσσα, με οξεία, τώρα επανήλθε στην περισπωμένη: γλῶσσα (έτσι, περισπωμένη, και στη λ. ἁπλᾶ κ.ά.).

Όντως, είμαστε «μια ωραία ατμόσφαιρα».

Αλλά με το LifO και τη «Βιβλιοθήκη» θυμήθηκα μια κάπως σχετική ιστορία του καθηγητή Αλέξη Πολίτη με την Αυγή, ιστορία που είχε γεννήσει ένα απολύτως καίριο αλλά και εξόχως απολαυστικό κείμενο (Αυγή 3.3.2002): το αναδημοσιεύω με την άδεια του συγγραφέα.


                                Αλέξης Πολίτης

            Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ ΠΑΙΡΝΕΙ, ΛΕΕΙ, ΔΑΣΕΙΑ


Ο πόλεμος είναι ακήρυκτος. Πραγματικά, ανάμεσα στους οπαδούς του μονοτονικού και σ’ εκείνους του πολυτονικού υπάρχει, χρόνια τώρα, μια οξύτατη αντιπαράθεση, η οποία ωστόσο ουδέποτε διατυπώνεται θεωρητικά, ούτε καταλήγει σε αντιμαχόμενο λόγο· υποστηρικτές και αντίπαλοι δεν διασταυρώνουν τα ξίφη-τους, τις απόψεις-τους, δεν συγκρούονται ανοιχτά. Η μάχη είναι ύπουλη, κι από τις δύο μεριές. Οι «μονοτονικοί» έχουν με το μέρος-τους την αντικειμενική πραγματικότητα και τις δυσκολίες του πολυτονικού τυπώματος, οι «πολυτονικοί» έχουν ορισμένα προπύργια, αρκετά περιοδικά ή και εκδοτικούς οίκους που τυπώνουν υποχρεωτικά τα πάντα με πνεύματα και περισπωμένες, ανεξάρτητα αν υπάρχουν ή όχι στο χειρόγραφο (διάβαζε: δισκέτα, ή έστω: δακτυλόγραφο) που τους έστειλε ο συγγραφέας.

Προσωπικά είμαι υπέρ του μονοτονικού φανατικά, και έτι φανατικότερα υπέρ της ανοχής: άλλωστε, για να πω την αλήθεια, μου παίρνει συνήθως κάμποσες σελίδες ανάγνωσης για να προσέξω αν ένα βιβλίο είναι τυπωμένο με το ένα ή το άλλο σύστημα. Αρκετό χρόνο, αρκετό μυαλό και αρκετό χρήμα έχουμε καταναλώσει για την ορθογραφία σ’ αυτόν τον τόπο –-ας κάνει ο καθένας ό,τι νομίζει, κι ας με αφήνουν ήσυχο. Έχουμε και πιο σοβαρά ζητήματα ν’ ασχοληθούμε.


Αλλά προσπαθείς ν’ αγιάσεις, που λέει ο λόγος, και δεν σ’ αφήνουν. Θέλησα λοιπόν, αυτόκλητα και για το προσωπικό-μου γούστο, να αναλάβω την ανθολόγηση νεοελληνικών ποιημάτων που δημοσιεύονται καθημερινά στην Αυγή. Την ετοίμασα και την έστειλα, με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στη διεύθυνσή-της, οπότε μαζί με την ευχαριστήρια απάντηση, μου ήρθε και η ένσταση: «Μα είναι στο μονοτονικό γραμμένα!» Απάντησα, απορημένος, «Βέβαια, πώς αλλιώς;» οπότε μου διευκρινίστηκε ότι «τα ποιήματα μπαίνουν πολυτονικά». Ομολογώ πως έναν ολόκληρο χρόνο τώρα δεν το είχα παρατηρήσει, και τα διαβάζω, όχι μόνον καθημερινά, αλλά ορισμένα που δεν τα ήξερα και μου άρεσαν, φρόντισα να τα φυλάξω. (Ωστόσο πολύ διασκέδασα μαθαίνοντας ότι ούτε ο Φίλιππος Ηλιού, φανατικός υποστηρικτής του πολυτονικού, το είχε ποτέ-του προσέξει.) Στην απορία-μου πώς επιτυγχάνεται τούτο το θαύμα, γιατι, βέβαια, τα μηχανήματα στοιχειοθεσίας της Αυγής δεν διαθέτουν αυτήν τη δυνατότητα, μου εξήγησαν ότι τα κείμενα στέλνονται στα μηχανήματα του περιοδικού Ο πολίτης, χτυπιούνται ξανά, σκανάρονται ύστερα, και τυπώνονται ως κλισέ στην εφημερίδα. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί-μου.

«Μπρος στα κάλλη, τί ’ν’ ο πόνος;» Έτσι είναι· μπροστά στο βάρος και τη σημασία της παράδοσης, μπροστά στην ομορφιά του ποιήματος που χάνεται μόλις το αποψιλώσουμε από τις δασείες και τις περισπωμένες (επειδή ψιλή, όπως ξέρουμε δεν υπάρχει, αυτό το κερατάκι πάνω από τα αρχικά φωνήεντα δηλώνει απλώς απουσία), μπροστά λοιπόν στην ομορφιά, ας καταβάλλουμε και λίγον κόπο παραπάνω.

«Η γλώσσα δεν είναι απλώς σύστημα επικοινωνίας, είναι φορέας ιστορίας»· μ’ αυτό το επιχείρημα στήριζε την άποψή-του, κάμποσα χρόνια παλιότερα ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, υπέρμαχος κι αυτός του πολυτονικού. Σωστά, μόνο που οι τόνοι και τα πνεύματα δεν είναι τμήμα της γλώσσας, παρά της καταγραφής-της. Και η καταγραφή δεν είναι φορέας ιστορίας; Ναι, κι όχι μόνο αυτή, παρά και η μορφή των τυπογραφικών στοιχείων, και η ποιότητα του μελανιού, και του χαρτιού, και ό,τι άλλο θέλετε. Και φυσικά και ο τρόπος ορθογράφησης. Να διατηρήσουμε λοιπόν την υπογεγραμμένη στη λέξη δαδί (κάτω από το άλφα), μπας και χάσει η Βενετιά βελόνι.

Κανένας βέβαια δεν ισχυρίζεται ότι πρέπει να διαβάζουμε τα ποιήματα του Σολωμού μονοτονικά ή ατονικά και ανορθόγραφα επειδή «έτσι τα έγραψε εκείνος». Ούτε είναι κανείς που να διατηρεί την οξεία (ή μήπως βαρεία;) στα περισπώμενα παροξύτονα όταν ακολουθεί εγκλιτικό –-έτσι όμως μαθαίναμε στη δευτέρα δημοτικού, κάποτε. Ούτε να κεφαλαιογραφούμε όλα τα αρχαία κείμενα, να τα εκδίδουμε χωρίς πνεύματα και τόνους, και δίχως καμία στίξη, ενδεχομένως και δίχως απόσταση ανάμεσα στις λέξεις, «επειδή έτσι τα έγραφαν εκείνοι». Άσε που το παλαιότερο ελληνικό αλφάβητο διέφερε, και τα κείμενα της κλασικής εποχής είναι όλα μεταγραμμένα σύμφωνα με τις ορθογραφικές συνήθειες των μεταγενέστερων.

Ο ιστορικός επιλέγει. Και επιλέγει σύμφωνα με τα κριτήριά-του. Άλλοι πιστεύουν ότι από το 1968 πρέπει να διατηρηθεί στη μνήμη των μεταγενέστερων το πνεύμα του Μάη, κι άλλοι ποια ομάδα στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης εκείνη τη χρονιά· όλες τις ιστορικές μαρτυρίες που παρήγαγε το 1968 δεν είναι δυνατόν να τις μεταφέρουμε από γενεά σε γενεά. Το ίδιο και με τη λογοτεχνία, για να περιοριστούμε στον αρχικό-μας στόχο· άλλοι πιστεύουν πως αξίζει να γνωρίσουμε ή να ξαναθυμηθούμε τις σκέψεις του Καβάφη ή του Σολωμού, κι άλλοι προκρίνουν το ορθογραφικό-τους σύστημα. Γιατί όχι και τα δύο; Για τον απλούστατο λόγο πως, όταν το μάτι-μου εντυπωσιαστεί από έναν ασυνήθιστο σήμερα ορθογραφικό τύπο, παραστρατεί, ένα μέρος της εντύπωσης έλκεται από κάτι που ο ποιητής δεν ενδιαφερόταν να το προσέξω. Για προσπαθήσετε να διαβάσετε τα ποιήματα του Βηλαρά με την ορθογραφία που ο ίδιος είχε επιλέξει, και τα ξαναλέμε.

Αλλά, ας σταθούμε λίγο και στην ουσία της επιμονής στο πολυτονικό, προκειμένου για κείμενα που γράφονται σήμερα, που δεν τα βαραίνει λοιπόν κάποιο παρελθόν, ενδεχομένως άξιο να διατηρηθεί -–ή, ορθότερα, ας εκθέσω το γιατί, κατά την προσωπική-μου άποψη, ορισμένοι επιμένουν σ’ αυτό. Ξέρω πως πολλοί, αν όχι όλοι όσοι ακολουθούν αυτό το σύστημα, θα διαφωνήσουν με ό,τι ονομάζω ουσία. Θα επιμείνουν στην Ιστορία, στα δικαιώματά-της, στις αξίες-της. Λυπάμαι, δεν έχω πειστεί. (Μετά χαράς ν’ ακούσω τον αντίλογο. Αρκεί να μην ακούσω πάλι εκείνα τα περί «αισθητικής».)

Πιστεύω πως ένας πρώτος λόγος που ενόχλησε η επιβολή του μονοτονικού, οφείλεται σε μια συγκυρία, την επιβολή-του από το Πασόκ. Έτσι, ξαφνικά, δίχως κανείς αριστερός να το έχει ζητήσει, δίχως ποτέ η συζήτηση να έχει πάρει θεωρητική μορφή ή ό,τι άλλο, ήρθε το λαϊκιστικό Πασόκ και μας κότσαρε το μονοτονικό. Ήταν ένα ζήτημα τεχνικό, απλοποίησης, ευκολίας· ήταν ένα αίτημα μιας μικρής μερίδας δημοτικιστών λογίων, και το χρησιμοποιούσαν ως τότε, έξω από μετρημένες περιπτώσεις, μονάχα κάποιες εφημερίδες.

Ο δεύτερος λόγος, αυτός που προβάλλεται από τους περισσότερους υπέρ του πολυτονικού, αγγίζει κάπου την ουσία: είναι η άρνηση της τεμπελιάς, της ευκολίας. Δεν πρέπει να συνηθίζουμε τον κόσμο στα εύκολα, γιατι έτσι οδηγούμαστε στην απαιδευσία και στον λαϊκισμό.

Πραγματικά, μόρφωση θα πει υπερπηδάω εμπόδια, κατανικάω τις δυσκολίες. Αρκεί τα εμπόδια και οι δυσκολίες να έχουν νόημα, να ξέρει ο άλλος ότι οφείλει να τα νικήσει, κι όχι απλώς να τα παραμερίσει. Ένας ζωγράφος πρέπει να μάθει να τραβάει ίσες γραμμές με το χέρι, ο αρχιτέκτονας όμως θα πιάσει τον χάρακα. Οι πραγματικές δυσκολίες με τη γλώσσα βρίσκονται στην τέχνη της έκφρασης, στην τέχνη της ανάγνωσης· το πώς αποτυπώνεται η γλώσσα είναι μια σύμβαση, και οι συμβάσεις οφείλουν να είναι απλές. Αλλιώς μπορεί να προσκολληθούμε σ’ αυτές.

Έτσι την πάθαμε με την καθαρεύουσα. Νομίσαμε πως εκφραζόμαστε καλύτερα άμα δυσκολέψουμε τους γραμματικούς τύπους της γλώσσας, άμα βαρύνουμε όσο γίνεται την ορθογράφησή-της. Τώρα το συνεχίζουμε, με τους τόνους.

Φοβούμαι πως και στις δύο περιπτώσεις υποκρύπτεται η ίδια διάθεση εύκολου διαχωρισμού της ήρας από το στάρι. Οι άνθρωποι διακρίνονται σε όσους ξέρουν πότε περισπάται και πότε βαρύνεται μία λέξη, πότε δασύνεται (ε, την αλήθεια, αυτό για μια μικρή μόνον ομάδα λέξεων!) και πότε όχι, και σ’ εκείνους που δεν το ξέρουν. Μα, τέλος πάντων, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι το ίδιο: κάποιοι έμαθαν γράμματα, και κάποιοι άλλοι όχι. Νά η ευκολία· διακρίνω με βάση τις ετικέτες, όχι την ουσία.

Η γραφή της νεοελληνικής γλώσσας προσφέρει πάμπολλα παραδείγματα περιττών στολιδιών. Πόσοι δεν αρέσκονται να διατηρούν τα διαλυτικά εκεί που δεν χρειάζονται, στο γιώτα, λόγου χάρη μετά απ’ το ωμέγα -–υπάρχει μήπως δίφθογγος «ωι» και πώς προφέρεται; Πόσα περιττά διπλά σύμφωνα, ή το σημαδάκι της κράσης πάνω στο «τουλάχιστον» και στα παρόμοια. Η καθαρεύουσα δεν είναι γλώσσα, είναι νοοτροπία, και μας ταίριαξε· γι’ αυτό ποτέ δεν ξεριζώθηκε.

Τελείως πρόσφατα παρατήρησα πως ο γιατρός Ινεότης δασύνεται στο ομώνυμο πεζογράφημα του Γιώργου Χειμωνά. Χρόνια τώρα δεν το ήξερα -–άλλωστε πώς να το ξέρω, εφόσον ο τίτλος είναι με κεφαλαία, κι αυτός εντυπώνεται στο μάτι. Για ποιο λόγο να επέλεξε αυτήν την ιδιοτυπία ο συγγραφέας; Την ετυμολογία δεν μπορούμε να την ανακατέψουμε· καταφεύγουμε άρα στο υποτιθέμενο νόημα: εφόσον πρέπει να παρηχήσει με το «η νεότης», το άρθρο δασύνεται. Τυπική παρανόηση, μεταπήδηση από τον ήχο στη γραφή, από το αφτί στο μάτι. Αλλά κυρίως: «γράφω για τους ελάχιστους που θα το προσέξουν»· τουτέστιν για τους ελάχιστους που θα χαμογελάσουν πονηρά, ικανοποιημένοι από την εξυπνάδα-τους. Τέτοιου είδους παιχνιδίσματα όμως, δεν καταστρέφουν τη ζοφερή ατμόσφαιρα που προσπαθεί να μεταδώσει το κείμενο; Όχι, επειδή κι όσοι το πρόσεξαν, δεν θα το συνδέσουν διόλου με το νόημα –ένα απλό τερτίπι, ένα προσωπικό τικ, κάτι σαν τα μαύρα γυαλιά της φωτογραφίας.

Δικαίωμα του καθενός. Αλλά και δικό-μας δικαίωμα να κολυμπάμε προς την απέναντι όχθη.

Η Αυγή, 3.3.2002

buzz it!

2/12/11

Η ελληνικότητα του Καμεροῦν και το κοκούνινγκ

«Υπάρχει λόγος να βάλουμε περισπωμένη στο Καμερούν; Πήρα ένα φυλλάδιο της εδώ μητρόπολης και το είχε με περισπωμένη. Σόρρυ που σε βάζω στο μπελά κι ευχαριστώ.»

Αυτά μου έγραψε με ιμέιλ νεαρός φίλος, κάτω από τον τίτλο «το δοκοῦν και το Καμεροῦν». Απόρησα με την απορία του, αφού ο τίτλος του έδινε μόνος του την απάντηση.

Ιδού: δοκοῦν, με περισπωμένη, αφού συνηρημένο: δοκέω-δοκῶ· ώστε φως φανάρι: καμεροῦν, με περισπωμένη, αφού συνηρημένο: καμερέω-καμερῶ.

Και το καμερέω-καμερῶ βγαίνει προφανώς από το κάμερα, όχι το μηχάνημα, αλλά την κάμερα= κάμαρα. Όπου καμερῶ σημαίνει, προφανώς, μένω, ζω στην κάμερα, την κάμαρα, κλεισμένος στο σπίτι, δεν βγαίνω έξω δηλαδή= ιδού το επίσης γνωστό κοκούνινγκ (cocooning) –-εννοιογλωσσικό αντιδάνειο, επίσης προφανώς.

Το θέμα είναι ότι οι γλωσσολόγοι, ανθρωπολόγοι κ.ά. μελετητές που τεκμηριώνουν την ελληνικότητα π.χ. της Νήσου του Πάσχα αποκρύπτουν την ελληνικότητα του Καμεροῦν, φοβούμενοι ότι θα θεωρηθούν Έλληνες οι μαύροι κάτοικοι της μαύρης ηπείρου.

Όμως το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό. Κι ας είν’ και μαύρο.

buzz it!