26/4/15

Πώς φτιάχνουν ιστορία οι παρέες - Σεξ στο αλφάβητο

(Εφημερίδα των συντακτών 25 Απρ. 2015)


Πώς φτιάχνουν ιστορία οι παρέες

Περί απολιτικού λόγου στην πολιτική, συνέχεια απειροστή.

Ώς τώρα ήταν ο «Τσυριζοτσιπρίξ», «το αριστερό αγόρι Αλέξης» κτλ. Ήρθε η σειρά και των υπόλοιπων να πάρουν τη μερίδα τους στο συσσίτιο των ευφυολογημάτων και της εύκολης ειρωνείας.

Ανθολογώ: Κάτω από τον εύγλωττο, ευήθη τίτλο «Η mother Tassia», ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (Καθημερινή 7/3) αρχίζει: «Η κ. Τασία η Χριστοδουλοπούλου…», αχ πόσα λέει αυτό το δεύτερο «η», και παρακάτω: η «λέαινα του ανθρωπισμού», αφού οι σημερινοί δημοσιολόγοι έχουν αφορίσει με ζήλο ιερότερο από του Πειραιώς όρους όπως ανθρωπισμός κτλ., που χρησιμοποιούνται ειρωνικά και μόνο, ή σαν αυτονόητα κακόσημοι. Το ίδιο πρότυπο ακολουθεί ο Τ.Θ. και για άλλο μέλος της κυβέρνησης (18/4): τίτλος, «Ο θείος Αλέκος ο Φλαμπουράρης»· και η αρχή: «Σε παλαιότερες εποχές ο ανθρωπολογικός τύπος τον οποίο εκπροσωπεί επαξίως ο κ. Φλαμπουράρης δεν ήταν και τόσο σπάνιος…» –και σκιαγραφεί τον «ανθρωπολογικό τύπο» του καφενόβιου αμπελοφιλόσοφου.

Αλλά προνομιακός στόχος παραμένει η κ. Χριστοδουλοπούλου, καθώς το αντικείμενό της είναι από τα πιο ευαίσθητα θέματα της σημερινής κοινωνίας παγκοσμίως, όπου έχει δοκιμαστεί, μετρηθεί και βρεθεί ελλειμματικότατος ο ανθρωπισμός, ναι, αυτός τον οποίο ειρωνεύεται ο ανθρωπολογικός τύπος τον οποίο εκπροσωπεί επαξίως ο κ. Θεοδωρόπουλος.

Ο οποίος δίνει τη σκυτάλη στον όμοαίματό του της Καθημερινής, αγιογράφο του Βορίδη και από τα πιο γνωστά πλυντήρια της Χρυσής Αυγής (να το θυμόμαστε αυτό, ιδίως τούτες τις μέρες της δίκης), τον Στέφανο Κασιμάτη. Τώρα αλλάζει ο βαθμός συγγένειας, όχι η μικρότητα: «Εκτός από τον παππού Αλέκο, αυτή η κυβέρνηση διαθέτει και την απίθανη γιαγιάκα Τασία. (Προσοχή: γιαγιάκα και όχι σκέτη γιαγιά, διότι έχει και κάτι από μπεμπέκα στον τρόπο της...). Η πάντα γλυκιά γιαγιάκα της κυβέρνησης…» (16/4)

Το όσκαρ πάει στον Στέφανο Χίο και το Μακελειό του, που σε πρωτοσέλιδό του (15/4) με τον κεντρικό, πηχυαίο τίτλο: «Πετάξτε τους [σ.σ. τους μετανάστες] στη θάλασσα, γιατί θα μας φάνε ζωντανούς», έχει φωτογραφία και της κ. Χριστοδουλοπούλου, με «λεζάντα»: «ΚΥΡΑ ΤΑΣΙΑ. Η θείτσα των λαθραίων».

Για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου θα χρειαζόταν ολόκληρη σελίδα, όχι πάλι για την όποια κριτική αλλά πάντα για τον καταρχήν απολιτικό λόγο. Όπου έπειτα από την ανυπέρβλητη «αγάμητη γελάδα» του άνευ χαρακτηρισμών Ψαριανού, όπως τα γράφαμε πρόσφατα εδώ, ακολουθεί, δυστυχώς πάλι εδώ, η «Ζωάρα», λογοπαικτικό μεγεθυντικό τού ονόματος Ζωή αλλά και τού «ζώο», υποθέτω, κατά το «κτηνάρα».

Χειρότερα όμως είναι τα καθαρά πολιτικής στόχευσης, όπου φτάνει να πρετεντερίσει ακόμα και ο Διόδωρος Κυψελιώτης του Βήματος, γράφοντας για τη «γνωστή κυρία Ζωή της Χρυσής Βουλής» (12/4), στη γνωστή γραμμή δηλαδή των δύο άκρων, εξαγνιστική, εντέλει, της νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης.

Όπου οι εστέτ Θεοδωρόπουλος και Κασιμάτης συναντιούνται με τον λούμπεν Χίο, η Καθημερινή με το Μακελειό, και ο Διόδωρος Κυψελιώτης με τον Ψαριανό και τον Πρετεντέρη.

Δεν έχει νόημα να σχολιάσει άλλο κανείς. Ας κοιταχτούν ο ένας στον καθρέφτη του άλλου. Αρκεί.


Σεξ στο αλφάβητο

Δε σ’ αφήνουν ν’ αγιάσεις… Αποφασίζεις να μην τη δεις την εκπομπή Μπαμπινιώτη-Φλέσσα «Οι λέξεις φταίνε», φτάνει ένα δεκάλεπτο που είδες μια φορά και έπιασες λαυράκι, κάτι κουτοπόνηρα ψέματα πως η σχολική γραμματική δεν έχει τάχα τα παλιά τριτόκλιτα, όπως το δάσος-του δάσους! Κρατήθηκες και δεν είδες τι ανάστημα άραγε όρθωσε ο πρύτανης απέναντι στον Γιάννη Ζουγανέλη, που στο διαφημιστικό τρέιλερ έλεγε πως αυτός τα χρησιμοποιεί τα μακρά και τα βραχέα στη μουσική του, ενώ ο πρύτανης διδάσκει, πώς να το κάνουμε, ότι στη νέα ελληνική δεν υπάρχουν μακρά και βραχέα. Αποχή λοιπόν για λόγους ψυχικής γαλήνης, που έρχεται να τη δυναμιτίσει ο φίλος ο Δημήτρης με το ιμέιλ του:

«Μπαμπινιώτης και Γεωργουσόπουλος μόλις συμφώνησαν πως το ωραιότερο φωνήεν του αλφαβήτου είναι το -υ, επειδή είναι, λέει, θηλυκό!» Και συνέχισε, ο ασεβής: «Όταν βλέπουν τη λέξη μουστοκούλουρο, τη βγάζουν και… αυτοϊκανοποιούνται», λογοκρίνω εγώ. Κι άλλο ιμέιλ, καπάκι, ο αθεόφοβος: «Και στη λέξη κουκουρούκου… εκσπερματώνουν», ευπρεπίζω εγώ.

Και θυμήθηκα το θρυλούμενο ότι ο Εμπειρίκος είπε κάποτε πως τα ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα όπου έχεις πάνω στη λέξη κύμα ένα κύμα, εννοώντας την περισπωμένη. Καλά, δεν χρειάζονται σχόλιο τέτοιες απόψεις, μπορεί γοητευτικές πλην ασύστατες επιστημονικά, ιδιαίτερα η συγκεκριμένη που αυτοαναιρείται πανηγυρικά, αν σκεφτεί κανείς ότι στη γενική: του κύματος, το κύμα-περισπωμένη πάει περίπατο· και ακόμα χειρότερα: στον πληθυντικό, τα κύματα, αντί να παίρνουν πολλά κυματάκια, το ’να πάνω απ’ τ’ άλλο, έχουν κι αυτά μια πεζή οξεία.

Σκέφτομαι τότε πως ο πληθωρικά ερωτικός συγγραφέας του Μεγάλου Ανατολικού έβαζε πάνω στο «θηλυκό» ύψιλον μια ταφόπλακα περισπωμένη (ζώνη αγνότητας;), αντί για έναν «σφύζοντα», όπως θα έλεγε, φαλλό, μια οξεία!

Η εκδίκηση των τόνων.

buzz it!

20/4/15

Προπάντων δίκη των ηθικών αυτουργών

(Η Αυγή 19 Απριλίου 2015)[1]


Φτάσαμε επιτέλους στη μεγάλη δίκη. Τη δίκη των Χρυσαυγιτών εγκληματιών, λέω, ξέροντας πως θα με περιλάβουν καν και καν δημοσιολόγοι, και φευ όχι μόνο Τζήμεροι και Βαλιανάτοι, ότι δεν αναγνωρίζω το τεκμήριο αθωότητας…

Τι περιμένουμε από τη δίκη αυτή; Καταρχήν, εννοείται, την όσο πιο βαριά καταδίκη των αυτουργών των όσων εγκλημάτων περιλαμβάνονται στη δικογραφία.

Και τι δεν περιμένουμε; Ότι θα ιδρώσει το αφτί των κοντά 400.000 ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής και των υπερπολλαπλάσιων που δεν δίνουν την ψήφο τους στη ΧΑ, για λόγους νομής εξουσίας λ.χ., της έχουν όμως δοσμένη, κρυφά ή και φανερά, την ψυχή τους. Με άλλα λόγια, δεν περιμένουμε, ακόμα κι αν απαγορευτεί η εγκληματική οργάνωση, πως θα εκλείψει ο χρυσαυγιτισμός, σαν ιδεολογία πια διάχυτη σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, σαν κοινωνική πια στάση και συμπεριφορά.

Τότε; Μια τρύπα στο νερό; Όχι. Ένα βασικό που περιμένουμε είναι να έχουμε στα χέρια μας ένα κάποιο μέτρο της ευθύνης όχι τόσο αυτών που τους ξέραμε από πριν πως είναι εγκληματίες αλλά αυτών που επίσης γνώριζαν και όμως στήριζαν, προωθούσαν και ξέπλεναν. Μεθοδικά και «επιστημονικά». Των ηθικών αυτουργών δηλαδή. Στη δίκη των οποίων –την ηθική δίκη, εννοείται– πρέπει να προσβλέπουμε, μάλλον τη δίκη των οποίων οφείλουμε να αναλάβουμε. Μεθοδικά και επιστημονικά, χωρίς εισαγωγικά.

Πρώτα οφείλουμε να δούμε ότι ο χρυσαυγιτισμός άνθησε σε μια έτοιμη να τον δεχτεί κοινωνία, χάρη σ’ αυτούς που ετοίμασαν την κοινωνία από προνομιακές θέσεις, π.χ. τα ΜΜΕ, να δούμε παραπέρα τον χρυσαυγιτισμό σαν γενικότερα ιδεολογικό τραμπουκισμό, αυτόν που επίσης καλλιεργήθηκε και καλλιεργείται από προνομιακές θέσεις, πάλι τα ΜΜΕ.

Και τότε πάμε πολύ πίσω από πάτρονες και μεγαλοπλυντήρια, Πρετεντέρη, Θέμο Αναστασιάδη, Πορτοσάλτε, Μπάμπη Παπαδημητρίου, Στέφανο Κασιμάτη, Μπογδάνο, Σταύρο Θεοδωράκη, Παπαχελά κ.ά., πίσω και από τα τάχα μικρότερα πλυντήρια, που ωστόσο έχουν αμεσότερη πρόσβαση και διείσδυση στο κοινωνικό σώμα, από Αρναούτογλου ώς τα κορίτσια των μεσημεριανάδικων, πάμε σε όσους καλλιεργούν τη βαθύτερη ουσία, το DNA θα έλεγα, του χρυσαυγιτισμού, τον τραμπουκισμό στον δημόσιο λόγο, με πρωθιερείς Πάγκαλο, Ψαριανό, Άδωνη, Χειμωνά, και βετεράνο πια, καθηγήτρια του είδους, τη Λιάνα Κανέλλη.

Κυρίως όμως να σταθούμε στους αμεσότερα υπεύθυνους, πολιτικούς και κόμματα, ιδίως το ΠΑΣΟΚ, αφού τα πρώτα νομιμοποιητικά έγγραφα της Χρυσής Αυγής ήταν ο πολιτικός εξαγνισμός του ακροδεξιού Λάος, που αφού το τάισε και το πότισε το έστω κατ’ όνομα σοσιαλιστικό κόμμα, για μικρο(;)πολιτικές του σκοπιμότητες, το κλάδεμα της βάσης της Νέας Δημοκρατίας, το πήρε αγκαλιά και το ανέβασε στην κυβερνητική καρέκλα. Έπειτα ήρθε η περιβόητη θεωρία των δύο άκρων, υπερόπλο στην αντισυριζαϊκή φαρέτρα, λίπασμα ωστόσο και εξιλαστήριος αγιασμός για τη Χρυσή Αυγή.

Τι μένει τότε απέξω απ’ αυτόν τον τεράστιο κύκλο της ηθικής αυτουργίας;

Δύσκολη απάντηση, αν σκεφτώ και την ευθύνη τη δική μας, της αριστεράς, που λίγο πατερναλιστικά λίγο λαϊκιστικά χαϊδεύαμε πάντα τους αγανακτισμένους πολίτες και τους «αφελείς» τάχα ψηφοφόρους, χωρίς να τους αποδίδουμε πλήρως τις ευθύνες που όταν μας συμφέρει έχουν σαν «σοφός λαός», από φόβο πως θα τους στείλουμε, λέει, δώρο στη Χρυσή Αυγή… Τα αποτελέσματα όχι μόνο μας διαψεύδουν αλλά και μας χλευάζουν πανηγυρικά.

Ανάγκη πάσα λοιπόν να αναλάβουμε επειγόντως τη δίκη των ηθικών αυτουργών, του καθενός ανάλογα με το κομμάτι ευθύνη που του/μας ανήκει.



[1] Στα Ενθέματα της Αυγής, αφιέρωμα «Η Χρυσή Αυγή έναντι του νόμου». Γράφουν επίσης: Βασιλική Γεωργιάδου, Ιωάννα Δρόσου, Μάκης Κουζέλης, Θανάσης Κούρκουλας, Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη, Αντώνης Σιγάλας, Δημήτρης Ψαρράς.

buzz it!

19/4/15

Ο τρόμος της πολιτικής ευπρέπειας

(Εφημερίδα των συντακτών 18 Απρ. 2015)



σεβασμός στην "ετερότητα" του δημίου;
Κάποτε είναι σκέτη νωχέλεια: Αμάν, βρε αδερφέ, μια ζωή, που λέει ο λόγος, γράφουμε: «παλληκάρι», με δύο λάμδα και ήτα, και ξάφνου μας λένε ότι πρέπει: παλικάρι, να χάνεται με το ένα λάμδα η μισή παλικαροσύνη, κι η άλλη μισή να συρρικνώνεται μέσα σ’ ένα φτενό γιώτα… Από την άλλη, όμως, δώστε μας ήτα στη θέση του γιώτα: κτήριο αντί για κτίριο, ωμέγα στη θέση του όμικρον: πόσω μάλλον αντί για πόσο μάλλον, και πάρτε μας την ψυχή! Που σημαίνει ίσως τότε ότι δεν είναι σκέτη νωχέλεια· υπάρχει ιδεολογία αποπίσω, συνειδητά ή ασύνειδα, άλλο θέμα.

Ξεκίνησα από την πιο παραστατική, «απλή» ορθογραφία, για να περάσω σε πιο δύσκολα, σε μιαν άλλη ορθογραφία, την «ορθογραφία» του λόγου, που ονομάστηκε πολιτική ορθότητα –ευπρέπεια, θα επέμενα εγώ. Η οποία πολιτική ορθότητα, κάποτε και με ακρότητες, κωδικοποιεί ή επεκτείνει κανόνες κοινωνικής ζωής, με σκοπό κυρίως να προστατέψει ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, μειονότητες κτλ., γυναίκες, ομοφυλόφιλους, αλλόθρησκους κ.ά. Λέω «επεκτείνει», γιατί προτού υπάρξει η πολιτική ευπρέπεια σαν επώνυμη τάση, είχαμε πάψει να λέμε λ.χ. αράπηδες τους μαύρους, γύφτους τους αθίγγανους, οβριούς τους σφιχτοχέρηδες κ.ά.

Εδώ έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς μερικές αλλαγές έγιναν αβίαστα, όπως η υποχώρηση της λ. αράπης, που θεωρείται μειωτικός χαρακτηρισμός, ενώ άλλες συναντούν γερή αντίσταση, ίσως και εξαιτίας των ακροτήτων, όπως είπα, στις οποίες φτάνει η «σχολή» αυτή, μπορεί το ίδιο το γεγονός ότι συνιστά κατά κάποιον τρόπο σχολή, οπότε εξανίσταται το ρέμπελο το πνεύμα μας. Ίσως όμως και γιατί άλλαξε πιο πολύ κι από τις λέξεις η εποχή, που χαρακτηρίζεται από γενικευμένη δυσανεξία απέναντι στον άλλο, ειδικότερα τον ξένο. Τα βήματα, μάλλον τα μίλια οπισθοπορείας είναι εμφανή, καταγράφονται σε όλες τις μετρήσεις έγκυρων διεθνών οργανισμών, αποτυπώνονται στην καθημερινή συμπεριφορά, καθρεφτίζονται στον δημόσιο λόγο.

Και η αντίδραση στην πολιτική ευπρέπεια αρθρώνεται όλο και πιο καθαρά, άλλοτε σαν ειρωνεία και χλεύη, άλλοτε σαν θεωρία που χτίζεται με στοιχεία αγοραίας ψυχανάλυσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: ενώ εγκαταλείφθηκε σχεδόν σιωπηρά το γύφτος και έμεινε σε κοινή χρήση το τσιγγάνος, ακόμα ευπρεπέστερα: αθίγγανος, στην πιο πρόσφατη απόπειρα να επικρατήσει το Ρομ-Ρομά, όπως αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι, παρουσιάζεται έντονη αντίδραση: άλλο βλέπεις να τους παραχωρήσουμε εμείς έναν όρο, άλλο να τον επιβάλλουν αυτοί, είναι μια ψυχολογίστικη, ομολογώ, απάντηση, αν θέλουμε να αποφύγουμε τα βαθιά, την ύπαρξη δηλαδή ιδεολογίας που αντιστέκεται.

Όμως, νά που ξεπρόβαλε κάποια στιγμή, διόλου δειλά, κι αυτή, πίσω από τις γενικευμένες ειρωνείες, ότι τον παλαμικό Δωδεκάλογο του Γύφτου θα τον λέμε «Δωδεκάλογο του Ρομά»: με αυτόν ακριβώς τον τίτλο έγραφε ο Τ. Θεοδωρόπουλος (Καθημερινή 22.10.13), και παρέθετα πάλι εδώ (2.11.13): «Το πρόβλημα είναι ότι οι κοινότητες, ασχέτως φυλετικών χαρακτηριστικών, που κινούνται σαν άτυπα κύτταρα στην κοινωνία διαβρώνουν τους ιστούς της. Είτε λέγονται Ρομά είτε τσιγγάνοι είτε γύφτοι».

Σειρά άλλου διανοούμενου τώρα, του πανεπιστημιακού Νάσου Βαγενά, να εξαπολύσει γενικευμένη επίθεση κατά της πολιτικής ευπρέπειας (Βήμα 5.4.15), που δημιουργεί μόδες και όρους, «με την απαίτηση να τους παίρνουμε αδιακρίτως στα σοβαρά», όρους που «χρησιμοποιούνται από τους επινοητές τους και τους ομοφρονούντες στηλιτευτικά ως μέσα ισχύος και επιβολής» και «με τόνο εκφοβιστικό», πρέπει όμως, ξεσηκώνεται ο καθηγητής, να συναντήσουν πια «τη δυσπιστία, την υποψία, τη διαφωνία, ακόμη και την αντίδρασή» μας.

Η δική του τώρα αντίδραση έχει στόχο τη «μόδα» των σύνθετων με τη λ. φοβία, από τα οποία επιλέγει να εστιάσει στην ξενοφοβία και την ομοφοβία. Η επιλογή αυτή θα μπορούσε να είναι από μόνη της σχόλιο. Ας διαβάσουμε ωστόσο: «ένα τμήμα του πληθυσμού» (κι ας έχουμε καταμετρημένα, όπως είπα, συντριπτικά ποσοστά, θηριώδη πρωτιά στην Ευρώπη) εχθρεύεται τους ξένους, αν όμως κάποιος μιλήσει για το πρόβλημα της μαζικής εισροής μεταναστών χαρακτηρίζεται «ξενοφοβικός, ενίοτε και ρατσιστής»: ούτε βήμα δηλαδή πέρα από τους κοινούς τόπους που κρύβουν αδιαφοροποίητα κάθε λογής στάση και ιδεολογία, εν προκειμένω και την ξενοφοβική.

Ας δούμε όμως και τον άλλο όρο τον οποίο βάζει ο Ν.Β. στο στόχαστρό του, την ομοφοβία:

«Υπάρχουν αρκετές στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στην ομοφυλοφιλία, από τη λατρευτική (!) και φιλική ώς την αδιάφορη, την ουδέτερη, της απαρέσκειας και της αποστροφής. Το να χαρακτηρίζεις τις δεύτερες συλλήβδην και αδιακρίτως ομοφοβικές δηλώνει επιθετική και ασεβή (!) χρήση του όρου, ασύμβατη με τη διεκδίκηση ανθρώπων που απαιτούν, και σωστά, τον σεβασμό της ετερότητας».

Ώστε το θύμα λόγου χάρη, ο ομοφυλόφιλος, οφείλει να σεβαστεί την ετερότητα του θύτη! Γιατί διαφορετικά, υποθέτω, γίνεται ο θύτης θύμα!

Άτιμη λογική! Και σίγουρα άτιμη πολιτική ευπρέπεια! Γιατί δεν θέλω να πιστεύω, άτιμη ομοφυλοφιλία!

buzz it!

11/4/15

Ψιλικατζήδες και η συμβολική τιμή του Υψίστου - Χατζάκη αποθέωσις

(Εφημερίδα των συντακτών 10 Απρ. 2015)


Ψιλικατζήδες και η συμβολική τιμή του Υψίστου

Αγωγή ο Καμμένος στον Αντρέα Πετρουλάκη, 1.000.000 ευρώ, τζάμπα πράμα για την τιμή κοτζάμ υπουργού Ιμίων, Παρελάσεων και ΟΥΚ. Αγωγή η Γιάννα Αγγελοπούλου στο Unfollow, 800.000 ευρώ, ούτε οι γόβες μιας σεζόν για την πρώτη κυρία της Ολυμπιάδας και όχι μόνο. Αγωγή ο Ν. Κοτζιάς, με δικηγόρο τον Φαήλο, στην Athens review of books, 250.000 ευρώ, σκέτη φτήνια πια, αλλά θα μου πεις, όταν κατέθετε την αγωγή, δεν ήταν ακόμα υπουργός ο εντεταλμένος κοντυλοφόρος, κατά δική του ομολογία, του ΚΚΕ, π.χ. όταν μάτωνε το 1981 η Πολωνία. Αγωγή η πανεπιστημιακός που μπερδεύει το Μπλε Τζαμί με την Αγιά Σοφιά Άννα Παναγιωταρέα, στην πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων Δήμητρα Κουτσούμπα, 15.000 ευρώ, κελ ντεκαντάνς για μια Εκπρόσωπο Τάφου, που μόνο ο διεθνούς πρωτοτυπίας τίτλος της θα έπρεπε να αποτιμάται σε ουκ ολίγα μύρια.

Όλα αυτά στον δρόμο που έδειξε, φάρος φωτεινός, το περίφημο Δίκτυο 21, όταν δούλευε υπερωρίες, μοιράζοντας νυχθημερόν αγωγές δεξιά κι αριστερά. Και προς δόξαν Βενιζέλου όλα αυτά, μην το ξεχνάμε, του ποιητή του τυποκτόνου νόμου περί τύπου.

Τώρα γιατί τα γράφω τα χιλιογραμμένα ετούτα; Από μωροφιλοδοξία, ας το εξομολογηθώ, μέρες που ’ναι, μην και πάρω άφεση για την πτωχαλαζονεία μου, που είναι κι από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, μαζί με τη ζήλια, που κι αυτήν τη νιώθω να παραμονεύει, ομολογώ, καθώς χλομιάζω όποτε διαβάζω για κάποια αγωγή, και τρέμω όσο να φτάσω στο ποσό, μην τύχει κι είναι μεγαλύτερο ή έστω ίσο με αυτό που ζητούσε από εμένα και τα Νέα, όχι όποιος κι όποιος, αλλά ένας ιεράρχης, ο άγιος Πειραιώς: 10.000.000 ευρώ, να το γράψω κι ολογράφως, να το χορτάσω: δέκα εκατομμύρια ευρώ, να το κάνω και σε δραχμές, Παναγία μου, ζαλίζομαι: τρία δισεκατομμύρια, τετρακόσια τόσα εκατομμύρια, επειδή είχα γράψει, υπενθυμίζω, πως είναι αρμοδιότητας ψυχιάτρου η διατύπωσή του πως οι ομοφυλόφιλοι έκαναν αξία ζωής τον σωλήνα αποβολής των περιττωμάτων του ανθρώπινου σώματος. Εντάξει, δεν την κέρδισε ο άγιος την αγωγή (πάντως, παρεμπιπτόντως, όχι με καμιά απόφαση-περιφανή νίκη της ελευθερίας του λόγου), όμως η τιμή μου, παρακαλώ, παραμένει, όπως και η δική του, το πόσο αποτίμησε δηλαδή τον εαυτό του, μάλλον –συμβολικά πια, υποθέτω– τον Ατίμητο, αφού και ο πιο απλός ιερωμένος είναι εκπρόσωπος του Υψίστου.

Έτσι, νιώθω, το λέω κι ας ξανααμαρτάνω, πως χάος μας χωρίζει, τους δυο μας μαζί τώρα, από τους ψιλικατζήδες που ανέφερα στην αρχή. Σκέφτομαι μάλιστα να πω να μου το γράψουνε στον τάφο μου. Μαζί ίσως με τα πλούσια γαλλικά που με φίλεψε ο Μπαμπινιώτης. Α, και μ’ ένα ψιλοεξώδικο που είχα κάποτε απ’ τον Άδωνη. Ή μήπως το παρακάνω; Ε, να μην κινήσω και τον φθόνο…


Χατζάκη αποθέωσις

Πάγιος δημοσιογραφικός κανόνας, σε κάποιο νέο επεισόδιο κάποιας παλιάς και οσοδήποτε γνωστής ιστορίας, ενός εγκλήματος κτλ., η υπόμνηση των έργων και της εν γένει ταυτότητας του δράστη. Π.χ. «αθώος επιμένει έπειτα από τόσα χρόνια πως είναι ο τάδε, ο οποίος… το και το…» Αλλιώς, τα όποια νέα επεισόδια λειτουργούν συσκοτιστικά, και εντέλει αθωωτικά, με τη λήθη που με τον καιρό τυλίγει –από μόνη της ή σκόπιμα, με την παρασιώπηση– την οσοδήποτε προβεβλημένη στον καιρό της υπόθεση.

Έτσι, παρακολουθώ αμήχανος το σίριαλ των ημερών, όπου ο αναπληρωτής υπουργός πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης επιχειρεί να διώξει τον Χατζάκη από το Εθνικό, αντικανονικά; παράνομα; δεν ξέρω, αντιδημοκρατικά; επίσης δεν ξέρω, αλλά και δεν μας το λένε ευθέως οι εφημερίδες, αφήνουν όμως να το λέει με τις ατέλειωτες στήλες που πρόθυμα του παραχωρούνται ο ίδιος ο πολιτικά, λέει, διωκόμενος Χατζάκης.

Ο οποίος όμως Χατζάκης, αρτιγέννητος θαρρείς στην πιάτσα, δεν έχει ξάφνου παρελθόν και δράση, δεν είναι αυτός για τον οποίο όλοι έγραφαν χρόνια τώρα ότι έκανε το Κρατικό Βορείου Ελλάδος Δελφινάριο, και για αυτό του το επίτευγμα τον έφεραν και στο Εθνικό, να εκπονεί μεγαλεπήβολα, ανεφάρμοστα προγράμματα για μπούγιο και έπειτα να οδηγεί στην έξοδο σκηνοθέτες και άλλους σοβαρούς καλλιτέχνες. Πάνε, τώρα, σαν να μη γράφτηκαν ποτέ όλα αυτά, αυτά που απ’ τις ίδιες εφημερίδες μάθαινα κι εγώ ώς τώρα, και έφτασαν ξάφνου να παραλληλίζουν, κωμικό πια, Χατζάκη με Λούκο, ενώ περνάνε από ανάκριση με βούρδουλα και με τανάλιες τον Ξυδάκη: «Λέγε ρε, ομολόγα, ποιο το όραμά σου; γιά λέγε μας λοιπόν το όραμά σου», λες και δεν είναι όραμα, σίγουρα οφειλή, να απαλλαγείς καταρχήν από έναν διευθυντή σαν αυτόν που μας περιέγραφαν οι ίδιες, ξαναλέω, εφημερίδες!

Μικροπολιτική… Ή αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες;

buzz it!

4/4/15

Μη, Καίτη, μη, με πόνο σού φωνάζω…

(Εφημερίδα των συντακτών 4 Απρ. 2015)


«Άνοιξε εφημερίδα, σελίδα τάδε», μου είπε απ’ το τηλέφωνο φίλος ποιητής· άνοιξα, και διάβασα την προτροπή του προέδρου του δικαστηρίου προς τον Γ. Παπακωνσταντίνου: «Πηγαίνετε, και μη καίτοι αμαρτάνετε». Ντροπή, είπα, να τον λέει έναν Παπακωνσταντίνου Καίτη, κι οι εφημερίδες να επιτείνουν τη διαπόμπευση, γράφοντας το Καίτη με πεζό κάπα και μ’ ένα άσχετο -οι στο τέλος!

Έστειλα με μέιλ το εύρημα σε μερικούς φίλους, ένας ζητούσε λινκ για να πιστέψει, έβαλα κι εγώ τη φράση ολόκληρη στο γκουγκλ, και πλήθος οι εγγραφές· με πρώτη πρώτη, τότε, τη λογία Καθημερινή! Σχεδόν παντού, όσο είδα: «μη καίτοι», σπανιότατα ξεμύτιζε και κάνα «μηκέτι», ενώ σε μια-δυο περιπτώσεις, στο ίδιο κείμενο μέσα, ήταν καλού κακού και οι δύο τύποι!

Έστειλα ολόκληρο κατεβατό με λινκ στον άπιστο φίλο, έστειλα και στον φίλο ποιητή που πρώτος μου υπέδειξε το μοναδικό, όπως πίστευε, κρούσμα, και ξαναπιάσαμε για πολλοστή φορά την κουβέντα για τα αρχαία τάχα γονίδιά μας, κατά τις διδαχές μερικών μερικών, που μας κρατούν σε άμεση, υποτίθεται, επαφή με την αρχαία γλώσσα, ικανούς να αποκρυπτογραφούμε όλα της τα μυστικά, τι λέω, να μην υπάρχει κανένα μυστικό, αφού ευθεία η επικοινωνία, αδιάσπαστη η συνέχεια κτλ. κτλ. Και λίγο αργότερα μου έστειλε το ακόλουθο, υπέροχο, θα συμφωνήσετε, ποίημα, που με την άδειά του το δημοσιεύω εδώ, με το ψευδώνυμο που διάλεξε για την περίσταση: Καιτίων ο Αγονιώδης –παναπεί χωρίς γονίδια:

ΜΗΚΕΤΙ, ΚΑΙΤΗ! ΚΑΙΤΟΙ ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΘΑ 'ΔΙΝΑ ΓΙΑ ΣΕ…
Μη, Καίτη, μη, με πόνο σου φωνάζω,
πιλότος θα γενώ και θα τα σμπαραλιάζω
επί των Άλπεων και επί του Ολύμπου.
Έβγα στο διάσελο ή πέσε τού κολύμπου,
ψάξε να βρεις τα θρυλικά γονίδια,
ιδού, μας έπεσαν και φέτος σταγονίδια
βατραχανθρώπινα. Να χέσω τον Ζουράρη,
να χέσω και τον Άδωνη και όσους στο παζάρι
λένε πως απ’ τα μήδεα του Πλάτωνα κρατάμε.
Μας πέφτουν φαίνεται βαριά, γι’ αυτό παραπατάμε.
Μη, Καίτη, μη, καίτοι σε λαχταράω,
«μηκέτι», ακούω μέσα μου. Εξού, τα παρατάω,
Μηκέτι, μηδοπωστιούν, αχ, Καίτη, Καίτη, καίτοι
και τι δεν θα ’δινα να πεις «έτι και έτι κι έτι».

Έχει ήδη σχολιαστεί το λάθος, ο πρόεδρος του δικαστηρίου προσάρμοσε το Πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε, που είχε πει ο Ιησούς στη μοιχαλίδα την οποία έσωσε από λιθοβολισμό, και στο άγνωστο, αρχαίο μηκέτι διάφοροι αναγνώρισαν μόνο το λόγιο μα ενεργό στη γλώσσα καίτοι. Το λάθος δηλαδή είναι έλλειψη εγκυκλοπαιδικής γνώσης, όχι γλωσσικής, απλούστατα γιατί το μηκέτι του βιβλικού ρητού δεν ανήκει στο σημερινό γλωσσικό σύστημα.  Ότι θα έπρεπε να το τσεκάρει ο κάθε συντάκτης, παρά την πιεστική δουλειά της εφημερίδας, είναι άλλο, όχι όμως το μείζον.

Το μείζον είναι να συνεννοηθούμε κάποτε ποια η γλώσσα μας, ότι η γλώσσα μας είναι η γλώσσα όπως μιλιέται σήμερα κι όχι η ίδια έστω γλώσσα αλλά στη μορφή που μιλιόταν κάποτε, ότι η γλώσσα νοείται πάντοτε στη συγχρονία κι όχι στη διαχρονία: τα άλλα είναι ιστορία της γλώσσας, της ίδιας γλώσσας, όμως με τελείως διαφορετικό σύστημα, δηλαδή δομή, συντακτικό, για να μην πω και εν πολλοίς λεξιλόγιο.

Έτσι, έμεινα κατάπληκτος με όσα έλεγε τις προάλλες στη Βίκυ Φλέσσα (24.3) ο καθηγητής κλασικής φιλολογίας Γιώργης Γιατρομανωλάκης, αυτός που κάποτε είχε διατυπώσει τη σοφή, ουσιαστικά, άποψη, να είναι μάθημα επιλογής τα αρχαία, και τώρα έλεγε ότι από πολύ νωρίς («απ’ το δημοτικό» εκστασιαζόταν η Φλέσσα!)  πρέπει να ερχόμαστε σε επαφή με τα αρχαία, που είναι πολύ εύκολα, είπε ο ειδικός, αρκεί να μάθεις 600 λέξεις, και η σύνταξη είναι εξαιρετικά απλή (!), συμπλήρωσε ο ειδικός –μόνο καμιά Καίτη ξεφεύγει πού και πού, και μας βγάζει τη γλώσσα, λέω τώρα εγώ.

Και μαζί τα συνεχή, πάντοτε τέτοιου τύπου λάθη, γιατί, κατά τα άλλα, ούτε μικρό παιδί δεν κάνει λάθη όπως: «θέλω να ήπια» ή «έπρεπα να τρώω» και άπειρα άλλα τέτοια, «δυνητικά» λάθη. Τα λάθη παρουσιάζονται στο μέγιστο ποσοστό τους όταν κοιτάμε προς τα πίσω, στα άχραντα αρχαία και λόγια, αναζητώντας την πάντοτε διαφορετική λέξη, την πάντοτε διαφορετική σύνταξη, αντί για την εξ ορισμού τάχα παρακατιανή της καθημερινής μας, φυσικής γλώσσας.

Πρόχειρα, αλλά ενδεικτικά: για «ανοησίες που έχαιραν καθεστώτος κοινά παραδεκτών πεποιθήσεων» έγραψε προβεβλημένος κριτικός· «το μπούλινγκ στον Βαγγέλη υπερβαίνει του χρόνου» είπε παλιά δημοσιογράφος, που θα ’χε διδαχτεί και τα αρχαία της· για μια ταινία «που χαίρει δάφνες εξωτερικού με δύο βραβεία», έγραψε άλλος. Ενώ η Ραχήλ Μακρή (κατονομάζω εδώ, για λόγους αυτοτιμωρίας), ξεκατινιαζόμενη με την Άννα-Μισέλ, είπε: «έρχεστε να με κατηγορήσετε ως προσφιλή με τη Χρυσή Αυγή;»

Άλλες Καίτες, όρεξη να ’χουμε, προσεχώς.

buzz it!