20/11/16

Ο Κούντερα, το είναι, η ύπαρξη, η ζωή

(Εφημερίδα των συντακτών 19 Νοεμ. 2016)


Ρενέ Μαγκρίτ, Γκολκόντα, 1953

«Εάν δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ευγενές και στο ποταπό» γράφει σ’ ένα σημείο της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι ο Κούντερα, «η ανθρώπινη ύπαρξη (existence) χάνει τις διαστάσεις της και αποκτά μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα»: Και έτσι μας δίνει, μέσα στο ίδιο το βιβλίο, μιαν άλλη, προφανώς ισότιμη, εκδοχή του τίτλου: Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης. Έτσι κι αλλιώς, ένα προσεχτικό διάβασμα αναδεικνύει την εναλλαγή των όρων είναι (l’être) και ύπαρξη (l’existence), αλλά και ζωή (la vie), πάντα εκεί όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται την ιδέα του για την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι / της ύπαρξης / της ζωής.

Ισότιμη χρήση λοιπόν τριών όρων, που και στα λεξικά εμφανίζονται καταρχήν συνώνυμοι, για να διαφοροποιηθούν έπειτα υφολογικά, ιδίως το εκ φύσεως αφηρημένο απαρέμφατο είναι σε σχέση πρώτα με την ύπαρξη, έπειτα με τη ζωή, αλλά και ως προς το φιλοσοφικό φορτίο τους, όπου πάλι το απαρέμφατο έχει τον πρώτο λόγο.

Αν όμως ο συγγραφέας εναλλάσσει τους τρεις όρους κατά την ανάπτυξη πάντοτε της ίδιας ιδέας, βρισκόμαστε θεωρητικά πριν από οποιαδήποτε διαφοροποίηση. Και τότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί για τι πράγμα ακριβώς μιλάει ο συγγραφέας, για κάτι αφηρημένο, όπως υποβάλλει (στα ελληνικά!) το απαρέμφατο, ή για κάτι πιο συγκεκριμένο;

Το κλειδί, διόλου κρυμμένο, βρίσκεται εκεί όπου ο Κούντερα παραφράζει τη Γένεση και γράφει πως ο Θεός είδε ότι το είναι (l’être) είναι καλό πράγμα (ότι καλόν), και άρα είναι καλό και να τεκνοποιούμε: έχουμε δηλαδή ξεκάθαρη αναφορά στη δημιουργία της ζωής: όταν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, είδε πως η ζωή είναι καλό πράγμα…, η ζωή και όχι αφηρημένα το είναι ή η ιδιότητα του υπάρχειν, αν μείνουμε σε μια αυστηρά φιλοσοφική ανάγνωση τού είναι.

Έτσι κι αλλιώς, όταν φτάσει κανείς μεταφράζοντας να πει ότι «το είναι είναι καλό», μάλλον πρέπει να αναθεωρήσει, να αναζητήσει άλλη λύση. Και η λύση φυσικά πρέπει να βασίζεται στην ερμηνεία την οποία υποβάλλει, ή και επιβάλλει, το ίδιο το κείμενο –ή αλλού ο ίδιος ο συγγραφέας. Που σε μια συνέντευξή του στη Λόις Οππενχάιμ (Review of Contemporary Fiction, 1989), αναφερόμενος ειδικά στην Αβάσταχτη ελαφρότητα, μιλάει για τη βασική «αισθητική παρανόηση» κατά την οποία συγχέεται ο «μυθιστορηματικός στοχασμός» με το «φιλοσοφικό μυθιστόρημα»: «αυτά που λέω για τον Νίτσε και την αιώνια επιστροφή [σ.σ. και που συνδέονται στο βιβλίο με τον Παρμενίδη και τα ζεύγη αντιθέτων φως-σκοτάδι, θερμό-ψυχρό, είναι-μη είναι… κ.ά.] δεν έχουν καμία σχέση με φιλοσοφικό λόγο· είναι μάλλον διάφορες παραδοξολογίες εξίσου μυθιστορηματικές (που ανταποκρίνονται δηλαδή εξίσου στην ουσία του μυθιστορήματος) με την περιγραφή της δράσης ή μ’ έναν διάλογο».

Οφείλουμε να απομακρυνθούμε δηλαδή από ό,τι μπορεί να προσδίδει αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα στον λόγο του Κούντερα –τουλάχιστον στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Άρα, όχι απαρέμφατο, που μάλιστα θεωρείται πως γέννησε την αφηρημένη σκέψη, ενώ στα γαλλικά π.χ. το απαρέμφατο (être) ή στα αγγλικά το γερούνδιο (being) είναι ό,τι κοινότερο γραμματικά στη γλώσσα και στον κοινό λόγο.

Αν χρειάζεται να σταθούμε λίγο εδώ (κυρίως επειδή το είναι εμφανίζεται ελαφρώς παραπλανητικό, καθώς απαντά και σε καθημερινές εκφράσεις: «αναστατώθηκε όλο μου το είναι»), ας δούμε την αμεσότητα που χάνεται με το απαρέμφατο:

Η δύναμη του σιωπάν – Η δύναμη της σιωπής· Το δώρο του ομιλείν – Το δώρο της ομιλίας· Η αναγκαιότητα του τρώγειν – Η αναγκαιότητα του φαγητού· Η δυσκολία του βαδίζειν – του βαδίσματος· Η αναγκαιότητα του πενθείν – του πένθους· O πειρασμός του υπάρχειν (όπως έχει μεταφραστεί π.χ. ο Σιοράν) ­– Ο πειρασμός της ύπαρξης κτλ.

Αν δεν μοιάζει άκυρη η χρήση του απαρεμφάτου στη νέα ελληνική, μοιάζει μάλλον εξεζητημένη, ό,τι πιο αντικουντερικό δηλαδή, και οπωσδήποτε με αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα, ό,τι πιο αντικουντερικό και πάλι, όπως είδαμε πιο πάνω.

Μένει η ύπαρξη, ή η ζωή, σύμφωνα με το κλειδί που επίσης είδαμε, στο απόσπασμα με τη Γένεση. Όμως η ζωή συνιστά ακόμα μεγαλύτερη ανατροπή ως προς τον από δεκαετίες καθιερωμένο τίτλο. Επιλέχτηκε έτσι η ύπαρξη, έπειτα από συζήτηση, εννοείται, με τον συγγραφέα (ενώ ειδικά στην αναφορά στη Γένεση δόθηκαν σε παράθεση και οι δύο όροι: «ο Θεός είδε ότι η ύπαρξη, η ζωή, είναι καλό πράγμα…»).

Ώστε η αλλαγή, η μικρότερη δυνατή, υπαγορεύεται από το ίδιο το έργο, και είναι η μικρότερη δυνατή καθώς αφήνει απέξω το κυρίως στερεότυπο, την «αβάσταχτη ελαφρότητα», που έχει διαποτίσει και γονιμοποιήσει τον λόγο μας: μια πρόχειρη περιήγηση στο διαδίκτυο μας δίνει πλήθος χρήσεις: η αβάσταχτη ελαφρότητα της επανάληψης· της πίστης· της μετανάστευσης· του ίντερνετ· του καιροσκοπισμού· των πόκεμον· του ΣΥΡΙΖΑ· τού να μη νοιάζεσαι· των ντιμπέιτ κτλ.

Δύσκολα πάντα συνηθίζεται, αν συνηθίζεται καν, η αλλαγή ενός καθιερωμένου τίτλου. Όμως ένα κλασικό έργο έχει σίγουρα ζωή πολύ μετά από τη δική μας –και μάλιστα με την αβάσταχτη ελαφρότητά της.

buzz it!