28/4/18

Αντισημιτισμός και αντικομμουνισμός

(Εφημερίδα των συντακτών 28 Απρ. 2018)



Ισραηλινοί παρακολουθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις της χώρας τους εναντίον αμάχων Παλαιστινίων στη Γάζα


Από τα πλέον περίπλοκα και ακανθώδη ζητήματα που από τα μέσα του περασμένου αιώνα κατέχει –απολύτως εύλογα, αν όχι υποχρεωτικά– κεντρική θέση στην πολιτικοϊδεολογική στάση της αριστεράς, της ευρύτερης θα πω τώρα αριστεράς, αλλά και του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, πάντως εντεύθεν της δεξιάς και, προφανέστατα, της ακροδεξιάς, είναι η διάκριση, τα όρια, ανάμεσα στην κριτική απέναντι στην πολιτική του κράτους του Ισραήλ, στο ίδιο το κράτος του Ισραήλ, και τον αντισημιτισμό.

Εκτός από σποραδικές αναφορές, έχω αφιερώσει σειρά τριών ολοσέλιδων άρθρων[1] στο «μιλιταριστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό» κράτος του Ισραήλ, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό  του κορυφαίου Ισραηλινού συγγραφέα Νταβίντ Γκρόσμαν, χωρίς να θεωρηθώ, όσο έπεσε στην αντίληψή μου, αντισημίτης, ενώ απ’ την άλλη έχω γράψει π.χ. για τις αντιεβραϊκές θέσεις που εξέφρασε κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης·[2] παραταύτα, επιμένω πως δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα τα όρια, δεν είναι ιδίως από την πλευρά του Ισραήλ, εξού και πάντα, όταν προφέρει κανείς και μόνο το όνομά του, έχω την αίσθηση ότι οφείλει να σηκώνει ψηλά τα χέρια, πως είναι άοπλος, και έπειτα να επιδεικνύει την ταυτότητά του, κι ακόμα καλύτερα τις όποιες περγαμηνές του, αν διαθέτει, όπως έκανα εγώ τώρα –ψυχαναγκαστικά, ομολογώ, για να μην πω καταναγκαστικά.

Με αυτό το έξωθεν, θα έλεγα, επιβεβλημένο διαβατήριο θέλω να διατυπώσω κάποιες σκέψεις που μόνο πλαγίως σχετίζονται, πάντα κατά την άποψή μου, με το συγκεκριμένο πρόβλημα, τον αντισημιτισμό. Αφορμή, η συζήτηση που έγινε εδώ τελευταία γύρω από δύο σκίτσα του Μιχάλη Κουντούρη, και στην οποία δεν προτίθεμαι να πάρω μέρος άμεσα· θέλω όμως να καταγράψω κάποιες σκέψεις που πηγαινοέρχονται από καιρό στο μυαλό μου σε ανάλογες περιστάσεις:

Η ανανεωτική αριστερά, αν περιοριστούμε στα δικά μας, που γεννιέται επισήμως το 1968, με τη διάσπαση του ΚΚΕ και, αμέσως έπειτα, με τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, στη μακρά και επίπονη πορεία για τη διαμόρφωση του ιδεολογικού προσώπου της, πολεμήθηκε λυσσαλέα· κυρίως κατασυκοφαντήθηκε ότι, με την καταγγελία των εγκλημάτων του σταλινισμού, και γενικότερα του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως τον είπαμε αργότερα, ρίχνει νερό στον μύλο της αντίδρασης, δίνει επιχειρήματα στις δυνάμεις της αντίδρασης, ή και συντάσσεται με τις δυνάμεις της αντίδρασης, ενισχύει τον αντικομμουνισμό, διολισθαίνει προς τον αντικομμουνισμό, ταυτίζεται με τον αντικομμουνισμό, είναι η ίδια εντέλει αντικομμουνισμός, νέτα σκέτα.

Δεν είναι πάντα τόσο ευθύγραμμη η κριτική, ούτε απολύτως ομοιόμορφη, έχει δηλαδή τις αποχρώσεις της, η ουσία όμως, σε πρόχειρη έστω ανάγνωση, η σούμα, με άλλα λόγια, είναι αυτή.

Κι όμως, δεν έπαψε την αναζήτηση η ανανεωτική αριστερά, δεν μετρίασε την κριτική της, δεν περιορίστηκε καν στην καταγγελία των εγκλημάτων του υπαρκτού, αλλά συνέβαλε και στην αποκάλυψή τους –κι ας έδινε όντως τροφή, επιχειρήματα στην αντίδραση.

Μόνο έτσι όμως ήταν νοητό, αλλά και δυνατό, να διαμορφώσει την ταυτότητά της, και παράλληλα να την υπερασπίσει απέναντι όχι μόνο στην καθαυτό αντίδραση αλλά, ακόμα πιο δύσκολο, σ’ όσους τη συναριθμούσαν με την αντίδραση. Μόνο έτσι μπορούσε να υπάρξει, μόνο έτσι είχε νόημα εντέλει να υπάρξει. Κυρίως: αυτή ήταν η ηθική της.

Δεν είναι ίδια τα φαινόμενα, εννοείται· παρουσιάζουν όμως σοβαρές, κατά την άποψή μου, αναλογίες, που θα μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν σε μελλοντική συζήτηση, μια και το ακανθώδες, όπως είπα, θέμα δεν επανέρχεται απλώς, είναι εύλογα μονίμως και σταθερά παρόν.

Εν πάση περιπτώσει, προτού επιχειρήσω να βάλω σε τάξη αυτές τις σκέψεις, χρειάζεται να σημειώσω και πάλι πως αφορμή μόνο είχαν τη συγκεκριμένη συζήτηση, το πνεύμα της γενικότερα, το οποίο ανακαλεί παρόμοιες συζητήσεις, και όχι τα επιμέρους κείμενα, ακόμα και της πρέσβειρας του Ισραήλ, με εξαίρεση ίσως μια επιστολή του Ζαν Κοέν, που κουνάει το δάχτυλο στον Μιχάλη Κουντούρη σαν  σε δεκάχρονο παιδάκι, που πατάει για την ακρίβεια τη σκανδάλη απέναντι σ’ ένα παιδί με μια πέτρα στο χέρι –για να μείνουμε στην εικόνα που μόνιμα εικονογραφεί την κρατούσα σχέση και στάση, προκαλώντας και τις ανάλογες αντιπαραθέσεις.

Όσο για την αναλογία που πρότεινα, εννοώ ότι, όπως κάθε κριτική στον σταλινισμό και τον υπαρκτό σοσιαλισμό θεωρείται πως δίνει όπλα στον αντικομμουνισμό, ή και είναι αντικομμουνισμός, έτσι βλέπουμε συχνά, αν όχι κατά κανόνα, να θεωρείται ότι κάθε κριτική στο Ισραήλ δίνει όπλα στον αντισημιτισμό, ή και είναι αντισημιτισμός. Η αλήθεια είναι προφανής, πως και στις δύο περιπτώσεις όντως δίνονται, εξ αντικειμένου, όπλα στον αντικομμουνισμό και στον αντισημιτισμό, χωρίς αυτό ούτε να οδηγεί ούτε να είναι αντικομμουνισμός και αντισημιτισμός.

Άλλη αλήθεια είναι ότι, ακόμα κι αν κάποτε κάποιος στόχος είναι κοινός, όταν λόγου χάρη αριστεροί έως ακροδεξιοί βρεθήκαμε στη μεγάλη διαδήλωση ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ, είναι καταρχήν σφάλμα να παραγνωρίζονται οι διαμετρικά αντίθετες καταβολές, πηγές, διαδρομές του καθενός.

Όχι μόνο στο παρελθόν, σαν τάχα ελαφρυντικό, αλλά στο ίδιο το παρόν του.


[1] «Αντικειμενικότητα, ίσως· ουδετερότητα, αδύνατον!», Τα Νέα 19.8.06· «Ιστορία ή μυθιστορήματα με λήσταρχους;», Τα Νέα 2.9.06· «Μιλιταριστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό», Τα Νέα 14.10.06· τώρα, Στοιχήματα, Δ΄: Πολιτική και ιδεολογία, Γαβριηλίδης, 2014, σ. 94 κ.ε., 103 κ.ε., 112 κ.ε., αντίστοιχα.

[2] «Αυτός ο Μίκης είναι δικός τους ή δικός μας;», Στοιχήματα, Δ΄, όπ. παρ., σ. 121 σημ.1.

buzz it!

21/4/18

Η μοναξιά την Ανάσταση, ή Τα έξι δυναμιτάκια

(Εφημερίδα των συντακτών 21 Απρ. 2018)


Γράφω, ξέροντας πως η εικόνα που θέλω να μεταφέρω δεν είναι για επιφυλλίδα, δεν μπορεί η επιφυλλίδα να μεταδώσει τη δύναμη που κρύβει η εικόνα –μάλλον σκηνή. Θέλει εικόνα δηλαδή η συγκεκριμένη εικόνα, μια ταινία μικρού μήκους λόγου χάρη, θέλει ένα ποίημα, διήγημα, μουσική.

Πιάνω και γράφω λοιπόν «Ανοιχτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος», κατά την άκαμπτη γραφειοκρατική διατύπωση, με την ελπίδα να βρεθεί κάποιος τεχνίτης να μνημειώσει τη σκηνή, απλή σε πρώτη όψη, συγκλονιστική πάντως για μένα, που τη φυλάω πώς και πώς από το βράδυ της ανάστασης.

Ήρθε η ώρα της λοιπόν, καθώς δεν ήθελα να τη μολύνω με τα άλλα πασχαλιάτικα της προηγούμενης επιφυλλίδας, όλα σε σχέση με αγυρτείες και καρναβαλισμούς, ιδίως της εκκλησίας, π.χ. το «άγιο φως», οπότε, αυτομάτως, και της πολιτείας.

Η σκηνή μου τώρα, όσο πιο λεπτομερώς μπορώ, κι ας κινδυνεύει έτσι να φανεί ανιαρή:

Βράδυ της ανάστασης, μπροστά στην τηλεόραση, ζάπιν ανάμεσα στην ανούσια ψαλτικά ακολουθία της Μητρόπολης και την πολύ ξεθωριασμένη πλέον, πάντα ψαλτικά, του Πατριαρχείου. Από μακριά, όλο και κάποια δυναμιτάκια ακούγονται, που πυκνώνουν όσο πλησιάζει η ώρα. Λίγα λεπτά πριν απ’ τις δώδεκα, βγαίνω στη βεράντα, οι εκκλησίες από μακριά αρχίζουν ν’ ανασταίνουν, καμπάνες, βεγγαλικά, καράβια που σφυρίζουν.

Ξαφνικά, ένα δυναμιτάκι σκάει κι εδώ, κάπου μπροστά, κι έπειτα τίποτα. Η μικρή εκκλησία, ούτε 30 μέτρα αριστερά μου, αργεί ακόμα, ο λιγοστός κόσμος περιμένει με τις λαμπάδες του, σ’ όλη όμως τη γύρω περιοχή και στον μεγάλο δρόμο, απόλυτη ερημιά. Τότε προσέχω, στο απέναντι, φαρδύ πεζοδρόμιο, έναν ψηλόλιγνο νεαρό. Στέκεται ακίνητος, πλάτη σ’ εμένα, τζιν μπουφάν, πλούσια σπαστά μαλλιά, στα 16 με 20, το πολύ, μου φάνηκε, κι ας μην τον είδα τελικά ποτέ από μπροστά. Μάλλον αυτός θα έριξε το δυναμιτάκι, σκέφτηκα, και τώρα περιμένει το Χριστός ανέστη.

Πανδαιμόνιο πια από παντού, σχεδόν νεκρική σιγή εδώ· μόνο, απ’ τα μεγάφωνα, η φωνή του αργοπορημένου παπά, που διαβάζει ακόμα το ευαγγέλιο. Ο νεαρός πάντα ακίνητος στη θέση του, κάποια στιγμή αρχίζουν κι οι δικές μας καμπάνες, και ο νεαρός πετάει το πρώτο δυναμιτάκι, το πρώτο που βλέπω με τα μάτια μου, με μια κίνηση τελείως χαλαρή, ίσα ένα μέτρο μπροστά του. Οι καμπάνες συνεχίζουν πανηγυρικά, ο νεαρός, πάντα στην ίδια στάση και πάντα με την ίδια χαλαρή κίνηση, πετάει ένα δεύτερο δυναμιτάκι. Πάντα οι καμπάνες και πάντα ο νεαρός, ούτε άλλο δυναμιτάκι από κάποιον άλλο ούτε βεγγαλικό, πάντα στο βουβό τοπίο ανάμεσα στον νεαρό και την εκκλησία, τοπίο που τώρα στίζεται απλώς με τους πιστούς που φεύγουν βιαστικά με την αναμμένη λαμπάδα τους. Τρίτο δυναμιτάκι, τέταρτο, δεν θυμάμαι πια αν και πέμπτο, πες όμως ότι ήτανε και πέμπτο –σύνολο έξι τότε, μαζί με το πρώιμο, το πριν απ’ το Χριστός ανέστη.

Κι ο νεαρός βάζει τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν, και ήσυχα ήσυχα κινάει και φεύγει προς τα αριστερά, στον πάντα έρημο μεγάλο δρόμο.

Κάθομαι και σκέφτομαι: ένας νεαρός, μάλλον έφηβος, θέλησε να κάνει ανάσταση, όπως λέμε, με τον τρόπο του οπωσδήποτε, ή όπως έκανε άλλες χρονιές, αλλά με την παρέα του, θέλησε λοιπόν να κάνει ανάσταση, ή πιο απλά: να ρίξει τα δυναμιτάκια του· και σηκώθηκε και πήγε μόνος του, γιατί οι φίλοι, γείτονες, συμμαθητές είχαν φέτος φύγει με την οικογένειά τους, πήγε έτσι σε μια εκκλησία, κοντινή προφανώς, στάθηκε από μακριά, μόνος, περίμενε, έριξε τα δυναμιτάκια του, πέντε ή έξι, δεν θα είχε για πιο πολλά, και έφυγε. Δεν ήταν καν οι δικοί του στην εκκλησία, οπότε λες ότι πήγε αυτός παράμερα για τα δυναμιτάκια του, κι έπειτα έφυγαν μαζί· όχι, έφυγε μόνος, με τα πόδια, που σημαίνει και πως δεν είχε λ.χ. μηχανάκι, που θα το ’παιρνε, όσο κοντά κι αν έμενε, νά τα διάφορα που μου φτιάχνουν τελικά την εικόνα του 16άρη, για να μην πω και μικρότερου ακόμα· μόνος λέω έφυγε, να πάει σε άδειο άραγε σπίτι; γιατί είχαν ίσως φύγει και οι δικοί του στο χωριό και είχε μείνει, άγνωστο γιατί, αυτός μόνος; ή γιατί περίμεναν στο σπίτι, γέροι κι ανήμποροι, και γι’ αυτό δεν είχαν πάει στην εκκλησία;

Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς μ’ ένα σωρό υποθέσεις κι εκδοχές. Και μακάρι, ξαναλέω, να βρεθεί αυτός που θα μεταπλάσει τη σκηνή, με την όποια δική του εκδοχή.

Η εικόνα όμως είναι μία: ένα νέο παιδί που πάει μόνο του «να κάνει ανάσταση», να ακολουθήσει ένα έθιμο, να ρίξει τα δυναμιτάκια του, μόνο του, και ξαναφεύγει έπειτα μόνο του· και τη βρίσκω, ξαναλέω, συγκλονιστική την εικόνα αυτή στην ουσία της, εξαγνιστική στην ατόφια συγκίνησή της.

Του χρόνου πια: το έφτιαξα κάπως σαν ραντεβού στο μυαλό μου: εγώ θα είμαι εδώ· αυτό, ελπίζω όχι.

buzz it!

15/4/18

Πασχαλιάτικες δόξες

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Απρ. 2018)

 

Τρίπολη, επιτάφιος Αγ. Βασιλείου2018, "Ο Πανάγιος Τάφος", με 700.000 πέρλες


1. Η δόξα της κομμωτικής. Πρωτοπόρος, τι τα θέλετε, «έχω εντολή Θεού» έλεγε εξάλλου, «να πηγαίνω μπροστά κι εσείς ν’ ακολουθείτε», και εκσυγχρονιστής μαζί, κι ας βροντοφώναζε πυριφλεγής: «Όπισθεν ολοταχώς!», ο Χριστόδουλος αυτά, μην τον ξεχνάμε, που είχε φέρει τη Μ. Παρασκευή στη Μητρόπολη τραγουδίστρια της όπερας, να ψάλει σόλο το «Ω γλυκύ μου έαρ» στα εγκώμια, και πιο παλιά ακόμα, σε άλλη εκκλησία, είχε βάλει ηθοποιό να απαγγείλει το Τροπάριο της Κασσιανής, στην έμμετρη απόδοση του Παλαμά. Τον Κώστα Πρέκα. 

Από κοντά τώρα ο δημοτικός άρχοντας του Άργους, που τον Νοέμβρη μας δίδαξε την Αλήθεια για το «ψέμα» των νεκρών του Πολυτεχνείου και τώρα σαλπίζει από πόλη σε πόλη την έναρξη του Νέου Μακεδονικού, αυτός ο δήμαρχος λοιπόν τα τελευταία χρόνια διοργανώνει στη συνάντηση των επιταφίων συναυλία, φέτος «Βραδιά βαθιάς κατάνυξης και προσμονής για την Ανάσταση», με τον μαϊντανό των θρησκευτικών εορτών Πέτρο Γαϊτάνο, και με προϋπολογισμό 20.000 ευρώ. (Λεπτομέρεια που πονάει: στη συναυλία είχαν βάλει και το άκρο αντίθετο του Γαϊτάνου, τον σεμνό Δημήτρη Μπάση, τον καλύτερο ίσως λαϊκό τραγουδιστή απ’ τις νεότερες γενιές, και τον είχαν βάλει δεύτερο όνομα κάτω από την ιλαρή καρικατούρα!) 

Αλλά, βλέπεις, ομοαίματος αδερφός, ιδεολογικά, του δημάρχου ο Γαϊτάνος, ο μόνος από τους εκατοντάδες ψάλτες και τις δεκάδες χορωδίες που τα σιντί του μας μοιράζει τακτικά ο Χατζηνικολάου, ο μόνος από τους εκατοντάδες ψάλτες και τις δεκάδες χορωδίες που βρήκε το κανάλι της Βουλής, να βάλει το «Χριστός ανέστη» του για πασχαλινό του σήμα: κι αυτό πια, αν όλα τ’ άλλα είναι για γέλια, αυτό είναι ολίγον σκάνδαλο –πέρα από το προφανές, των 20.000 αργίτικων ευρώ.

2. Η δόξα της πέρλας. Αλλιώς, αν όλα περιορίζονταν στο εκκλησιαστικό πεδίο, και μάλιστα της θρησκοληψίας, ακόμα και της θεομπαιξίας, όπως λ.χ. με το «άγιο φως», ας καραγκιοζεύονται κι ας αυτογελοιοποιούνται όσο θέλουν. Στην Τρίπολη αίφνης, και μάλιστα στη μητρόπολη, κάποιο νοσηρό μυαλό, κατά την άποψή μου και με τα χίλια συμπάθια, εδώ και λίγα χρόνια σκέφτηκε και έπεισε και τους άλλους να ξεφύγουν από την «κοινοτοπία» των λουλουδιών, και να φτιάξουν έναν πλαστικό επιτάφιο, με τι, με πέρλες. Με πέρλες γυάλινες και πλαστικές, ευτελούς αξίας, τονίζουν, για να μη σκανδαλιστούμε, όμως το σκάνδαλο εδώ είναι η βαρβαρότητα του πλαστικού και η απογείωση του κιτς, με πέρλες λοιπόν φτιάχνουν «θεματικούς επιταφίους», διαλέγουν δηλαδή ένα θέμα, τους αγγέλους, τις μυροφόρες, τον πελεκάνο που τρέφει τα παιδιά του με το αίμα του, φέτος τον πανάγιο τάφο, και φτιάχνουν περίτεχνα βαναυσουργήματα και φιγούρες ντιπ κωμικές. Και καταφτάνουν, λέει, πούλμαν απ’ όλη την Ελλάδα, να θαυμάσουν τον επιτάφιο με τις 200.000 πέρλες, άλλη φορά με 550.000 πέρλες, τις μυροφόρες με πέρλες, τον φετινό με τις 700.000 πέρλες. Όμως πολλά είπα· τα υπόλοιπα, για όποιον αντέχει σε χάρντκορ θεάματα, στην αιωνιότητα πια του διαδικτύου. 

3. Η δόξα του καρναβαλιού. Στο διαδίκτυο θάλλουν επίσης και κάτι καρναβαλιστές παπάδες, που κανιβαλίζουν την πανηγυρική «πρώτη ανάσταση» το πρωί του Μ. Σαββάτου, ο ένας πηδοβολώντας φρενιασμένα σ’ όλη την εκκλησία, ο άλλος πετώντας αποπάνω του ένα άμφιο σαν σε στριπτίζ και τρέχοντας έπειτα σ’ όλη την εκκλησία, με τα παπαδάκια να αφιονίζονται κι αυτά, με προτεταμένα τα εξαπτέρυγα και τα λάβαρα, ο άλλος διατρέχοντας όλη την εκκλησία πάνω σε πατίνι, και άλλα τέτοια, πάντα στον χώρο του κατάφωρα γελοίου.

4. Η δόξα της μεταλαμπάδευσης. Γιατί είναι και η καθαρή θεομπαιξία που είπαμε, το λεγόμενο άγιο φως που γίνεται δεκτό με τιμές αρχηγού κράτους, του κράτους των θεομπαιχτών μαζί και των Χρυσαυγιτών, όπως έγινε ιδίως φέτος. Και που ούτε αυτό θα πείραζε, σαν τεκμήριο γελοιότητας από τη μια, κοινωνικής αδράνειας, κακά τα ψέματα, απ’ την άλλη, αν δεν είχαμε και την κρατική τηλεόραση, την ΕΡΤ 1, να αναμεταδίδει σε έκτακτο δελτίο την άφιξη του Αρχηγού ακόμα και στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου, στην Πλάκα:

«Έχει εισέλθει του ναού… έχει εισέλθει του περιβόλου του ναού…. σε λίγο θα ακούσετε τον ήχο της ψαλμωδίας... οι καμπάνες σηματοδοτούν ότι το φως έφτασε… θα ακολουθήσουν τρεις περιφορές, προτού το άγιο φως εισέλθει στον [ξέφυγε το σωστό εδώ!] ναό…, συνοδεία βρακοφόρων και ιερέων περιφέρει το άγιο φως γύρω από τον ναό… οι πιστοί έχουν προσέλθει για να παραλάβουν το άγιο φως και να το μεταλαμπαδεύσουν στις γειτονιές τους και στα σπίτια τους…, ο ιερέας θα πει το “Δεύτε λάβετε φως” και μετά θα μεταλαμπαδεύσει το άγιο φως στα καντήλια του ιερού ναού και μετά θα το μεταλαμπαδεύσει σε όλους τους πιστούς…»

5. Ου δόξα… Και μετά ουκ έστι δόξα, τέρμα ο χαβαλές –μόνο επικίνδυνες ατραποί: Το βράδυ της Ανάστασης ο αρχιεπίσκοπος διακόπτει το δικό του Χριστός ανέστη, για να ακολουθήσει, πρώτη φορά, τα στρατιωτικά αγήματα, που κραυγάζουν με τον πιο απειλητικό τρόπο τον εθνικό ύμνο.

Που σαν να μην είχε άλλα λόγια, σαν να μην άκουγες άλλα λόγια, μόνο «κόψη», «σπαθί», «τρομερή», «κόψη σπαθιού», «τρομερή κόψη», «κόψη σπαθιού τρομερή». Και «κόκαλα».

buzz it!

7/4/18

Η τοπική κοινωνία και τα ντενεκεδάκια

(Εφημερίδα των συντακτών 6 Απρ. 2018)


«Ενώ μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου τής πετούσαν ντενεκεδάκια!» Την έβριζαν, λέει, την απειλούσαν, και μέσα στο δικαστήριο, όπου είχαν πάει να συμπαρασταθούν στον ιερέα και ποιμένα τους, της πετούσαν ντενεκεδάκια!

Ποιοι; Οι ενορίτες, οι χριστιανοί –αλλά ας μη σταθούμε στο ειδικό, όσο κι αν έχει ιδιαίτερη σημασία, κυρίως για τους ίδιους· πάμε στο γενικό, και εντέλει πιο ουσιώδες: οι φιλήσυχοι πολίτες, που κάποια τύποις συμπολίτισσά τους, ουσιαστικά όμως απόβλητη, καθότι τοξικοεξαρτημένη, ανίσχυρη εξάλλου και κοινωνικά, αφού είχε μάνα επίσης εξαρτημένη, και γι’ αυτό την είχαν δώσει σε ανάδοχη οικογένεια, αυτή λοιπόν η δευτεροκλασάτη συμπολίτισσά τους διατάρασσε την κοινωνική γαλήνη, κατηγορώντας τον ανάδοχο πατέρα της και ιερέα, πνευματικό πατέρα δηλαδή δικόν τους, πως τη βίαζε.

Ώστε η ειδεχθέστερη όψη της υπόθεσης αυτής είναι η στάση της τοπικής κοινωνίας; Αναντίλεκτα ναι, απ’ τη δική μου τουλάχιστον σκοπιά.

Αναφέρομαι στην τραγωδία που διαδραματιζόταν επί χρόνια στην Κύπρο και είχε για τέλος την αυτοκτονία της 29χρονης πλέον κοπέλας, που 4χρονο κοριτσάκι, επειδή η μάνα του πάλευε με την εξάρτηση, δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια, σε «καλά χέρια», σε οικογένεια ιερέα.

Πρωταγωνιστές της τραγωδίας, γιατί δεν υπάρχουν δευτεραγωνιστές και κομπάρσοι εδώ:

– Ο ανάδοχος πατέρας και παπάς, που κακοποιεί σεξουαλικά ένα τετράχρονο κοριτσάκι.

– Η ανάδοχη μητέρα, που γνωρίζει τη δραστηριότητα του άντρα της και παπά, και η ίδια κακοποιεί σωματικά ένα τετράχρονο κοριτσάκι.

– Οι κοινωνικές υπηρεσίες, που κλείνουν τ’ αφτιά στις καταγγελίες του κοριτσιού, όταν έφτασε στα 10 του χρόνια, και κουκουλώνουν την υπόθεση.

– Το δικαστήριο, που, όταν πια η κοπέλα έχει γίνει 20 χρονών, καταδικάζει τον παπά, όχι την παπαδιά, σε μόλις δύο χρόνια φυλάκιση.

– Η τοπική κοινωνία, που, όπως είπαμε, βρίζει και απειλεί την απόβλητη και ταραξία, και μες στο δικαστήριο της πετάει ντενεκεδάκια, ενώ φτιάχνει στο Φέισμπουκ σελίδα «Αγάπης και συμπαράστασης» για τον πατέρα και ποιμένα της.

– Ο μητροπολίτης της περιοχής και η Ιερά Σύνοδος, που ουσιαστικά αθωώνει τον παπά (ας θυμηθούμε και τον γνωστό ξενοφοβικό, ομοφοβικό και γενικότερα αντιδραστικό αρχιεπίσκοπο Κύπρου, που ζήτησε από τους δημοσιογράφους να μην τον ενοχλούν μ’ αυτή την υπόθεση, γιατί είναι ταξίδι και έχει άλλες, σημαντικότερες ασχολίες).

Είπα πως η ειδεχθέστερη όψη της υπόθεσης είναι η στάση της τοπικής κοινωνίας. Γιατί; Γιατί απλούστατα η τοπική κοινωνία δεν είναι αφηρημένη, μεταφυσική έννοια, έχει πρόσωπο, είναι πρόσωπα. Είναι δηλαδή και ο παπάς και η παπαδιά και η κοινωνική λειτουργός και οι δικαστές και ο μητροπολίτης και οι συχωριανοί, και όλοι οι άλλοι, εσείς κι εγώ, ναι, προφανώς εσείς κι εγώ. Μπορεί με διαφορετικούς ρόλους, άλλοτε έτσι, άλλοτε αλλιώς, άλλοτε αναλόγως ίδιοι, άλλοτε φτυστοί ίδιοι, με διαβαθμίσεις οπωσδήποτε –νά, ακόμα και στη συγκεκριμένη υπόθεση: ο παπάς κακοποιεί σεξουαλικά, η παπαδιά μόνο σωματικά («Με το ξύλο όμως γίναμε άνθρωποι!» ακούω να λένε διάφοροι ενήλικοι, κι ανατριχιάζω…)· η κοινωνική λειτουργός κουκουλώνει, όμως το δικαστήριο καταδικάζει, έστω σε μικρή ποινή, κ.ο.κ.

Ας θυμηθούμε και τη μόλις χτεσινή δίκη του Αμβρόσιου, όπου μάρτυρες υπεράσπισης πήγαν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, δύο δήμαρχοι, ΠΑΣΟΚ οι ίδιοι, σοσιαλιστές παναπεί, υπερασπιστές στον «εφ’ όλης της ύλης» ακροδεξιό.

Πολύ πιο χαρακτηριστική είναι η στάση της τοπικής κοινωνίας της Βέροιας στη δολοφονία του μικρού Άλεξ, και όχι τόσο στη συγκάλυψή της όσο στην εχθρότητα με την οποία αντιμετώπισαν έπειτα την ίδια τη μάνα που της σκοτώσαν το παιδί! Γιατί εδώ παιδί και μάνα ήταν αλλιώς απόβλητοι, ήταν αλλιώς και πολλαπλώς ξένοι: καταγωγικά, από άλλη χώρα, αλλά και πολιτισμικά, αφού π.χ. δασκάλα πιάνου η μάνα. Ήρθαν λοιπόν οι ξένοι, οι διαφορετικοί, και με την ύπαρξή τους και μόνο, με τη διαφορετικότητά τους, εξώθησαν στο έγκλημα τους γηγενείς, που κλήθηκαν έπειτα, τα «θύματα» αυτοί, οι γηγενείς, να πληρώσουν τα σπασμένα (τους), τη στιγματισμένη κοινωνία τους.

Γενικά, όμως, ας δούμε την τοπική κοινωνία που δεν θέλει στη γειτονιά της, στα όριά της και στα πέριξ: μετανάστες, ΟΚΑΝΑ, κέντρα απεξάρτησης, ΧΥΤΑ, αποτεφρωτήρια, γιατί κινδυνεύει, λέει, η ζωή τους και η υγεία τους, ή γιατί θα υποβαθμιστεί η γειτονιά τους, στην οποία όμως πολλές φορές εγκαταστάθηκαν (π.χ. στα δυτικά προάστια ή σε γειτονιά όπου υπήρχαν φυλακές), ακριβώς επειδή ήταν ήδη υποβαθμισμένη, με φτηνό νοίκι δηλαδή και φτηνή γη.

Ας μη χαθούμε όμως στην περιπτωσιολογία: μ’ όλες τις ιδιαιτερότητες και τις όποιες διαφοροποιήσεις, και όσο κι αν ακούγεται αφόρητα τετριμμένο, η τοπική κοινωνία είμαστε εμείς, και εμείς, εδώ, στον καθρέφτη μας.

buzz it!